Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀνομοῦντες διακενής

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ ἀνομία ψάχνει συνήθως προφάσεις. Ἀναζητᾶ αἰτίες ποῦ νὰ μποροῦν νὰ τὴν δικαιολογήσουν ἤ, καλύτερα, ποῦ νὰ μποροῦν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ ἄνομος δὲν εἶναι πλήρως ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀνομία του. Καὶ κάποιες φορές, πράγματι, δὲν εἶναι. Συνήθως ὅμως οἱ προβαλλόμενες αἰτίες εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Γιὰ παράδειγμα, στὶς κρίσιμες μέρες ποῦ περνᾶμε, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση αὐτῆς τῆς αὐτοδικαιωτικὴς ἀνάγκης τῶν «ἀνομούντων», βλέπουμε νὰ προβάλλονται προφάσεις σύμμεικτες μὲ πραγματικὲς αἰτίες, νὰ συμπλέκονται, δηλαδή, ἀλήθειες μὲ ψέματα, πραγματικότητες μὲ φαντασίες, γεγονὸς ποῦ χαρακτηρίζει μιὰ κοινωνία σὲ ἀστάθεια, ἀναβρασμὸ ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, σὲ δύσκολη μετάβαση πρὸς ἕναν νέο τύπο ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας.

Ἔτσι, λοιπόν, γιὰ τὶς φοροδιαφυγές, τὶς φοροκλοπές, τοὺς μικροὺς ἢ τοὺς μεγάλους δόλους στὸ ἐπάγγελμα ἢ στὴν διαχείριση τοῦ δημοσίου χρήματος ἢ ἀκόμη καὶ τοῦ ἱεροῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρήματος, βλέπουμε νὰ ἐνοχοποιοῦνται πρόσωπα, θεσμοὶ ἢ κάποιες καταστάσεις ἔξω ἀπὸ τοὺς «ἀνομοῦντες». Γιὰ παράδειγμα, στὶς πιὸ «λαϊκὲς» καὶ συνηθισμένες περιπτώσεις, γιὰ τὶς «ἀνομίες» φταῖνε οἱ πολυέξοδες ὑποχρεώσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς, οἱ πιεστικὲς οἰκονομικὲς ἀπαιτήσεις τῆς οἰκογένειας, «τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν», ἀνάγκες οἱ ὁποῖες, μαζὶ μὲ τὴν κρατοῦσα στὸν κοινωνικὸ περίγυρο ἠθικὴ χαλαρότητα, διευκολύνουν τὴν καταπάτηση τῆς συνείδησης. Σὲ πιὸ πολιτικοποιημένα πρόσωπα ἡ «ἀνυπακοὴ στοὺς νόμους» βρίσκει ὡς πρόφαση περισσότερο «συστημικὲς αἰτίες». Σὲ τέτοιες περιπτώσεις καταγγέλλεται, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀκαμψία τῆς τρόϊκας, ἡ σκληρότητα τῶν δανειστῶν, ἡ ἀναλγησία τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος ἢ ἡ διαφθορὰ κάποιων πολιτικῶν προσώπων, ποῦ ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες συμβάλλουν στὴν κατάρτιση καὶ ψήφιση νόμων ποῦ δὲν εἶναι δίκαιοι καὶ στοὺς ὁποίους δὲν ὀφείλει κανεὶς νὰ ὑπακούη. Ἐπίσης, γιὰ τὸ ἱερὸ ἐκκλησιαστικὸ χρῆμα, σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἡ ἀνομία βρίσκει ὡς πρόφαση τὴν πίεση γιὰ τὴν πραγματοποίηση «ἱεροῦ» σκοποῦ, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τὸ φῶς Ἰησουΐτικης δεοντολογίας «ἁγιάζει τὰ μέσα».

Παρὰ ταῦτα, ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ποῦ παρανομοῦν χωρὶς αἰτία, χωρὶς νὰ ὑπάρχη κάποιος πιεστικὸς λόγος ὁ ὁποῖος νὰ τοὺς ἐξωθῆ στὴν ἀγνόηση τοῦ νόμου, λόγος ποῦ νὰ ὀφείλεται εἴτε στὸν ἑαυτό τους, εἴτε σὲ ἐξωτερικοὺς παράγοντες. Αὐτὴ ἡ κατηγορία τῶν «ἀνομούντων» δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γίνη εὐκρινῶς ὁρατὴ στὸ κοσμικὸ περιβάλλον, διότι τὰ διαθέσιμα ἐκεῖ κοινωνικὰ καὶ ἠθικὰ κριτήρια δὲν διαθέτουν τὴν ἀπαιτούμενη εὐαισθησία. Αὐτὴν τὴν πολὺ σημαντικὴ (ἀπὸ ἀπόψεως πλήθους στὶς μέρες μας) κατηγορία ἀνθρώπων μποροῦμε νὰ τὴν διακρίνουμε μόνον μέσα ἀπὸ τοὺς φωτιστικοὺς λόγους ποῦ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία στὴν διδασκαλία της καὶ στὴν λογικὴ λατρεία της.

Ἐπὶ τοῦ προκειμένου θὰ μᾶς βοηθήση ἕνας στίχος τοῦ Δαβὶδ ἀπὸ τὸν 24ο Ψαλμό του, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνεται στὶς ἀκολουθίες τῆς Τρίτης Ὥρας καὶ τοῦ Μ. Ἀποδείπνου, οἱ ὁποῖες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς τελοῦνται καὶ στὶς «κοσμικὲς ἐνορίες». Στὸν Ψαλμὸ αὐτὸν ὁ Δαβὶδ ἀναφέρεται σὲ μιὰ κατηγορία ἀνομούντων, ποῦ τοὺς χαρακτηρίζει «ἀνομοῦντες διακενής».

Πρὶν δοῦμε τὸ ψαλμικὸ νόημα τοῦ ἐπιρρήματος «διακενής», πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι μέσα στὴν Μ. Τεσσαρρακοστὴ εἶναι ἔντονη ἡ παρουσία τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Τὸ Ψαλτήριό του κυριαρχεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες. Ἡ ἀνάγνωσή του μάλιστα στὴν καθημερινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δίνει τὸν κατανυκτικὸ τόνο τῆς ἐν μετανοίᾳ νοερᾶς ἐξομολογήσεως, στὴν ὁποία προτρέπονται ἰδιαιτέρως αὐτὴν τὴν περίοδο «ὅσοι πιστοὶ» δὲν ἔχουν ξεχάσει τὸ τυπικὸ τῆς κοινῆς λατρείας. Ὅλη ἡ λογικὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Τὴν ἔμπνευση γιὰ τὴν ὑγιῆ στροφὴ στὸν ἑαυτό μας, στὸν ἐντός μας κρυπτὸ ἄνθρωπο, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀφετηρία ὅλων τῶν κακῶν, ποῦ διαβρώνουν καὶ ἀχρηστεύουν τὴν ὕπαρξή μας. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς χαρμολύπης, τῆς αὐτοκατάγνωσης, τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔντονη ἡ παρουσία τοῦ προπάτορα τοῦ Χριστοῦ Δαβίδ, τοῦ βασιλέα καὶ προφήτη.

Ἅς ἔλθουμε ὅμως στοὺς «ἀνομοῦντας διακενής», στοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ διακρίνουμε δύο κατηγορίες: Στὴν πρώτη ἀνήκουν αὐτοὶ ποῦ γνωρίζουν μὲ βαθιὰ ἔμπονη αἴσθηση ὅτι γιὰ τὰ κρυφὰ ἢ φανερὰ ἀνομήματά τους, γιὰ τὴν ἁμαρτία ποῦ ἀχρηστεύει τὴν ψυχή τους, δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐξωτερικὴ αἰτία, δὲν τοὺς ἀναγκάζει, δηλαδή, νὰ ἁμαρτήσουν τίποτε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Στὴν δεύτερη ἀνήκουν αὐτοὶ ποῦ ἀνομοῦν χωρὶς καμμιὰ αἴσθηση ἁμαρτίας καὶ χωρὶς καμμιὰ πιεστικὴ αἰτία, δηλαδὴ χωρὶς λόγο, ἀπὸ συνήθεια, καὶ χωρὶς νὰ ἀποβλέπουν σὲ κάτι, «ἄνευ σκοποῦ τινος». Σ’ αὐτοὺς τοὺς δεύτερους ἀναφέρεται ὁ Ψαλμὸς τοῦ Δαβίδ.

Στὴν πρώτη κατηγορία ὑπάρχει εἰλικρίνεια καὶ σχετικὴ πνευματικὴ ὑγεία. Σ’ αὐτὴν ἀνήκουν ὅσοι ἔχουν διδαχθῇ καὶ ἐφαρμόζουν τὴν νοερὰ ἐξομολόγηση, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Δαβίδ, καὶ ἀναλαμβάνουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀκέραια τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸ ἔχουν κάνει. Δὲν ἐπινοοῦν προφάσεις, δὲν ἀναζητοῦν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους αἰτίες. Γνωρίζουν νὰ λένε αὐτὸ ποῦ προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης στὸ βιλίο τοῦ Κλῖμαξ: «Ἐμὸν τὸ τραῦμα, πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγὴ ἐξ οἰκείας ραθυμίας καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγινομένη οὐδεὶς ταύτης αἴτιος οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὗ τί ἕτερον, ἀλλ’ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια»(Λόγος δ').

Στὴν δεύτερη κατηγορία ὑπάρχει ψυχικὴ ἀναισθησία. Ἔχουν καταργηθῇ οἱ τύψεις καὶ οἱ ἐνοχές. Ὁ νοὺς (ἡ συνείδηση) ἔχει νεκρωθῇ. Ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, ἡ ἐνέργεια ὁποιουδήποτε πάθους, θεωρεῖται κάτι τὸ φυσικό. Ἁμαρτάνουν χωρὶς κὰν νὰ πειράζονται. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέει ὅτι ὁ Δαβὶδ γράφει τὸν στίχο: «Αἰσχυνθήτωσαν οἱ ἀνομοῦντες διακενὴς» «περὶ τῶν ἤδη κατεχομένων ἐν εἰδωλολατρείᾳ». Οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν θεοποιήσει τὰ πάθη τους καὶ τὰ ἱκανοποιοῦν «διακενής», δηλαδή, διὰ κενῶν πράξεων (Liddel- Scott), πράξεων ματαίων, χωρὶς νόημα, χωρὶς σκοπό. Ὁ Ζιγαβινὸς ἑρμηνεύει τὸ χωρίο ὡς ἑξῆς: «Ἄλλοι μὲν ἁμαρτάνουσιν ἀπὸ περίστασιν τινα καὶ συναρπαγήν, κατὰ τὸν Θεοδώρητον, ἄλλοι δὲ ἀπὸ φυσικὴν ἀσθένειαν. Ὅσοι δὲ ἁμαρτάνουν χωρὶς αὐτὰς τὰς αἰτίας, αὐτοὶ "διακενὴς" ἁμαρτάνουν, ἤτοι χωρὶς καμμίαν εὐλογοφανῆ πρόφασιν, ἀλλὰ ἀπὸ μόνην τὴν πολλήν τους κακίαν καὶ πονηρὰν γνώμην». Εἶναι αὐτοὶ ποῦ ἔχουν αἰχμαλωτισθῇ ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποία πλέον θεωροῦν ὡς φυσικὴ κατάσταση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δίνει τὴν ἀκόλουθη ἑρμηνεία: «Ἀνομοῦσι δὲ κακεῖνοι διακενής, ὅσοι πρὸς τὴ κακία καὶ ἄνοιαν ἐγκαλοῦνται οὐδὲ εἰδότες ἀδικεῖν ὃ σπουδάζουσι». Δηλαδή, αὐτοὶ ποῦ ἀνομοῦν «διακενὴς» εἶναι αὐτοὶ ποῦ χαρακτηρίζονται ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀπὸ ἄνοια. Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι καταστρέφουν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ εὐχαρίστηση τὴν ὁποία μετὰ σπουδῆς ἐπιδιώκουν εἶναι στὴν πραγματικότητα γεννήτρια ὀδύνης.

Δὲν χρειάζεται ἰδιαίτερη ὀξυδέρκεια γιὰ νὰ διαπιστώση κανεὶς ὅτι ὁ σύγχρονος δυτικὸς ἄνθρωπος παιδαγωγεῖται ἀπὸ τὸν «ἀνεκτικὸ νόμο», ποῦ «σέβεται τὶς ἰδιαιτερότητες», νὰ ἀποδέχεται ὡς φυσικὴ τὴν κατάσταση τῶν μὲ ποικίλους τρόπους «ἀνομούντων διακενής».

Ὅμως, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων ἅς ἐπανέλθουμε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Μακρυγιάννη, στὴν πολιτική, ὅπου οἱ «ἀνομοῦντες διακενὴς» δὲν βλάπτουν μόνον τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ πολὺ λαό, τὸν ὁποῖο ταλαιπωροῦν μὲ τὶς «διοτέλειες ὁποὺ χ[ου]ν τὰ κόμματα» καὶ στὸν ὁποῖο δίνουν λάθος κατευθύνσεις. Στὸ βιβλίο Ὁράματα καὶ θάματα (σ.79), διαβάζουμε τί εἶπαν στὸν Στρατηγὸ οἱ ἅγιοι ποῦ τὸν ἐπισκέφθηκαν γι’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτοὺς ποῦ ταλαιπωροῦσαν αὐτὸν καὶ τὴν χώρα:

«Μὴν κασαβετιάζεις (στενοχωριέσαι) καὶ ἀστενεὶς πάντοτες ἐκεῖνο ὁποὺ ἀγωνίστης καὶ κιντυνέψετε, ὅ,τι ἀποφασίζει ὁ Θεὸς δὲν μένουν πίσου, θὰ τελειώσουνε ὅλα καὶ θὰ λαμπρυνθοῦν, ὅταν εἶναι ἡ ὥρα καὶ ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ στανθοῦνε καὶ οἱ ἄνθρωποι, εἰς τὸν γκρεμνὸν ὅπου τρέχουν, οἱ μόνοι, οἱ ταλαίπωροι καὶ οἱ ἀνόγητοι, καὶ σκοτώνονται καὶ τρώγονται σὰν τὰ σκυλιὰ τὰ λυσσασμένα». Καὶ παρακάτω: «ἡ παράκληση τῆς Θεοτόκος μαλακώνει τὴν δίκαια ὀργὴ τοῦ ἀφεντός μας, διὰ νὰ μὴν χαθεῖτε, καὶ σᾶς βαστοῦμεν μὲ τοὺς ἄλυσους νύχτα καὶ ἡμέρα, ὁποὺ πᾶτε, σὰν οἱ πολὺ μεθυσμένοι καὶ οἱ φρενιασμένοι, νὰ πέσετε ἀπὸ τὸν μεγάλον γκρεμνό, νὰ χαθεῖτε διὰ πάντα».

Πολλοὶ συνέλληνες ἔτρεχαν (καὶ τώρα μᾶλλον τρέχουν) στὸν γκρεμὸ «οἱ μόνοι, οἱ ταλαίπωροι καὶ οἱ ἀνόγητοι». Τρέχουν κινημένοι ἀπὸ τὴν κακία τους ποῦ ἔχει σύμμαχο τὴν «ἄνοιάν» τους, τῶν «ἀνόγητων». Συγκαταλέγονται, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους φίλους τοῦ Μακρυγιάννη, στοὺς «ἀνομοῦντες διακενής». Καὶ οἱ ἅγιοι μᾶς κρατοῦν, ὡς ἔθνος, μὲ πνευματικὲς ἁλυσίδες γιὰ νὰ μὴν πέσουμε στὸν «μεγάλον γκρεμνό», ὅπως «οἱ πολὺ μεθυσμένοι καὶ οἱ φρενιασμένοι», γιὰ νὰ μὴν χαθοῦμε γιὰ πάντα.

Τὸ θέμα ὅμως εἶναι σὲ κάθε φάση τῆς ἱστορίας μας νὰ ὑπάρχουν Μακρυγιάννηδες σὲ καίριες θέσεις, οἱ ὁποῖοι θὰ εἶναι φίλοι τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ