Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο τοῦ μεταλλαγμένου καπιταλισμοῦ

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ κόσμος ἔχει τὸν δικό του ρυθμὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν δικό της. Ἐκκλησία καὶ κόσμος κινοῦνται μὲ διαφορετικὲς ταχύτητες σὲ ἀσύμβατες κατευθύνσεις. Ὑπάρχει πλήρης ἀσυμφωνία στόχων. Ποιά κοινωνία, ἄλλωστε, μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι; Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι ἐδῶ μὲ τὴν λέξη κόσμος δὲν ἐννοοῦμε τὸ κόσμημα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ «τὴν πεπτωκυίαν σκηνήν», τὸν «κόσμο τῶν παθῶν», ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη στὴν πρώτη ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ξεκάθαρα λέγεται ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός», γι’ αὐτό, ἄλλωστε, προτρέπονται οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴν τὸν ἀγαποῦν, διότι «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ»(2,15).

Ἔπισημαίνουμέ τὰ παραπάνω γιατί θέλουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ παρέμβη ἡ Ἐκκλησία στὸν σύγχρονο κόσμο τῆς «ἀπόλυτης ἀγορᾶς», τῆς δῆθεν «αὐτοοργανωνόμενης οἰκονομίας», στὸν ὁποῖο κυριαρχεῖ ὁ σύγχρονος «χρηματοπιστωτικὸς καπιταλισμός», δηλαδὴ τὸ «σύστημα τῆς πλεονεξίας» ποῦ ἐπιδίδεται στὴν συλλογὴ ὑλικοῦ ἢ ἄϋλου χρήματος, μέσα ἀπὸ διαδικασίες ποῦ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν χειρωνακτικὴ ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης μορφῆς τίμια (παραδοσιακὴ) ἐργασία.

Συχνὰ ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε γιὰ «ἄϋλους τίτλους», γιὰ «ἄϋλο χρῆμα». Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν παρανοήσεις, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι στὸν καιρό μας, στὸν ὁποῖο ἐπινοοῦνται τρόποι κερδοφορίας ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν προσδοκωμένων οἰκονομικῶν κινδύνων, τὸ ἄϋλο χρῆμα δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ κάποια πνευματικὰ (ἄϋλα) ἀγαθά. Δὲν σχετίζεται μὲ καμμιὰ πνευματικὴ ἐργασία, ποῦ προσπορίζει στὸν ἄνθρωπο τὸν «καρπὸ τοῦ Πνεύματος». Εἶναι τρόπος οἰκονομικῆς συναλλαγῆς χωρὶς τὴν χρήση τοῦ χρήματος μὲ τὴν μορφὴ τοῦ νομίσματος. Γιὰ παράδειγμα, ἡ χρήση «κάρτας ἀγορῶν», ποῦ ἀπαλλάσσει τοὺς καταναλωτὲς ἀπὸ τὸ νὰ ἔχουν μαζί τους μετρητὰ γιὰ τὶς διάφορες ἀγορές τους, εἶναι ἕνας τρόπος συναλλαγῆς μὲ «ἄϋλο χρῆμα». Δὲν πληρώνουν μὲ νομίσματα, ἁπλῶς ἀλλάζουν οἱ ἀριθμοὶ στὰ ποσὰ ποῦ τοὺς χρεώνονται ἢ ποῦ ἀπομένουν μέσα στὸν τραπεζικό τους λογαριασμό. Εἶναι τρόποι διευκόλυνσης τῶν συναλλαγῶν γιὰ νὰ μποροῦν κάποιοι νὰ κερδοφοροὺν μὲ τὶς πραγματικὲς ἢ φανταστικὲς ἀνάγκες τοῦ κόσμου.

Τὸ διαχρονικὸ σύστημα τῆς πλεονεξίας ὁδήγησε στὶς μέρες μᾶς τὸν καπιταλισμὸ σὲ μεταλλαγή. Ὁ καθηγητὴς Ν. Ἀλιμπράντης, σὲ ἀνακοίνωσή του στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (11-12-2012), ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Θεολογία (τόμ.83, τεύχ.4), ἀναφέρεται στὶς αἰτίες καὶ τὶς συνέπειες τῆς μεταλλαγῆς τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος, ἡ ὁποία ἄρχισε κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1980 καὶ συνεχίζεται ἐντεινόμενη μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει δύο παράγοντες ποῦ συνετέλεσαν στὴν μεταλλαγὴ αὐτή. «Πρῶτος ἦταν ἡ υἱοθέτηση ἀπὸ τὶς διάφορες κυβερνήσεις τῆς ἀκραίας οἰκονομίστικης ἰδεολογίας τῆς περιβόητης σχολῆς τοῦ Σικάγου, ἡ ὁποία ὁδήγησε στὴν ἀποδυνάμωση τῶν περισσοτέρων ἰσχυόντων ρυθμιστικῶν κανόνων τῶν σχετικῶν εἴτε μὲ τὸν ἔλεγχο τῶν ἐπιτοκίων καὶ τῆς δανειοδότησης, εἴτε μὲ ἄλλους χρηματοπιστωτικοὺς περιορισμούς. Ἐπακολούθησε ἡ κατάργηση ἢ ἡ περιθωριοποίηση τῶν μηχανισμῶν ἐποπτείας τῶν συναλλαγῶν». Αὐτὲς οἱ ἐξελίξεις (ἡ ἀποδυνάμωση τῶν ρυθμιστικῶν κανόνων καὶ ἡ κατάργηση τῶν μηχανισμῶν ἐποπτείας) εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα: Πρῶτον, τὴν ὑποδούλωση τῶν κρατῶν στὶς χρηματοπιστωτικὲς ἀγορές, μὲ τὴν ἔκδοση κρατικῶν ὁμολόγων, στὴν προσπάθειά τους νὰ συγκρατήσουν τὸν πληθωρισμό, μὲ συνέπεια τὴν ὑπερχρέωση κάποιων ἀπὸ αὐτά. Δεύτερον, τὴν περιθωριοποίηση τῆς ἐργασίας, διότι στὴν διαχείριση τῶν ἐπιχειρήσεων δόθηκε ἀποκλειστικὴ σημασία στοὺς μετόχους, δηλαδὴ «στὴν προσδοκώμενη ἀξία τῶν μετοχῶν» καὶ ὄχι στὴν ἐργασία καὶ τοὺς ἐργαζόμενους. Καὶ τρίτον, μεταβλήθηκαν σὲ «χρηματιστηριακοὺς ἐπενδυτές, συνταξιοδοτικὰ ταμεῖα καὶ ἀποταμιευτικοὶ ὀργανισμοὶ ἢ τράπεζες, μὲ συνέπεια νὰ διακινδυνεύονται οἱ εἰσφορὲς καὶ οἱ συντάξεις τῶν ἐργαζομένων, καθὼς καὶ ἡ ἀποταμίευση τῶν νοικοκυριῶν». Γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ Ἕλληνες ἀσφαλισμένοι ἀπέκτησαν ἐμπειρικὴ γνώση, ἐνῷ οἱ καταθέτες τῶν Κυπριακῶν τραπεζῶν διαθέτουν πικρὴ πεῖρα.

Κατὰ τὸν κ. Ν. Ἀλιμπράντη «ὡς δεύτερος παράγοντας στὴ δομικὴ ἀλλαγὴ τοῦ συστήματος ἐλειτούργησε ἡ διαρθρωτικὴ μεταβολὴ τῆς οἰκονομίας ἀπὸ βιομηχανικὴ σὲ τεχνολογική-πληροφορική. Τὸ χρῆμα ἔγινε ἀόρατο, κινεῖται μὲ τὴ μορφὴ ἠλεκτρονικῶν μέσων ἀπείρως εὐκινήτων καὶ πανταχοῦ παρόντων, τῶν ὁποίων ἡ χρήση τείνει νὰ γενικευθῇ. Ἡ πλαστικὴ κάρτα ἁπλῶς ἀντιπροσωπεύει αὐτὴν τὴν νέα νομισματικὴ τάξη ποῦ δὲν ἔχει πιὰ ὑλικὴ ὑπόσταση. Ἡ μεταμόρφωση αὐτὴ τῆς οἰκονομίας ἄνοιξε τὸ δρόμο σὲ μία ὀλιγάριθμη τάξη πρωταγωνιστῶν νὰ χρησιμοποιοῦν τὶς πληροφορίες ποῦ λαμβάνουν μέσῳ τῶν νέων τεχνολογιῶν, νὰ δημιουργοῦν εἰκονικὲς ἑταιρεῖες ποῦ ἀντιστρατεύονται καὶ ὑπονομεύουν τὶς ὑπαρκτὲς ἑταιρεῖες καὶ νὰ κερδοσκοποῦν σὲ πλήρη ἀδιαφάνεια συσσωρεύοντας τεράστιο πλοῦτο εἰς βάρος τοῦ μέγιστου τμήματος τῶν πληθυσμῶν τῆς γῆς, ἀκόμη καὶ τῶν κρατῶν, χωρὶς νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς παραγωγῆς».

Δύο σημαντικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς μεταλλαγῆς τοῦ καπιταλισμοῦ εἶναι: πρῶτον, ἡ ὑπερχρέωση τῶν κρατῶν καὶ ἡ συνεπόμενη ἀπώλεια μέρους τῆς ἀνεξαρτησίας τους. Καὶ δεύτερον, ὁ «ἐξευτελισμὸς τῆς ἐργασίας καὶ τῶν κοινωνικῶν κατακτήσεων». Τὰ κράτη μὲ ὑπερβολικὸ χρέος μπαίνουν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιτήρηση τῶν δανειστῶν τους καὶ οἱ ὅροι τῆς ἐργασίας ἐξωθοῦνται στὸ νὰ γίνουν «εὐέλικτοι». Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν εὐελιξία ἐντάσσεται ἡ μερικὴ ἢ ἡ εὐκαιριακὴ ἀπασχόληση, ἡ κατάργηση τῆς ὑπερωριακῆς ἀμοιβῆς, τὰ διακεκομμένα καὶ ἀκανόνιστα ὡράρια, οἱ συμβάσεις ὁρισμένου χρόνου κ.τ.λ.. Ἐπίσης, στὸ ἴδιο πλαίσιο ἐντάσσονται ὁ παραμερισμὸς τῶν συλλογικῶν συμβάσεων, οὐσιαστικὰ ἡ ὑπονόμευση τῆς ἐλευθερίας τῶν συλλογικῶν διαπραγματεύσεων, καθὼς καὶ ἡ ἐξατομίκευση τῆς εὐθύνης γιὰ ἀπόδοση στὴν ἐργασία σὲ κάθε ἐργαζόμενο ξεχωριστά, μὲ ἀνάλογη ἐξατομικευμένη ἀνταμοιβή, μὲ τὴν συνακόλουθη προώθηση τῆς ἰδέας «τοῦ ἀνταγωνισμοῦ μεταξὺ τῶν ἐργαζομένων εἴτε στὴν ἴδια τὴν ἐπιχείρηση, εἴτε στὰ πλαίσια πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν μεταξὺ τῶν διαφόρων παραρτημάτων τους».

Ἐν συνόψει, στὴν ἐξέλιξη τῆς σύγχρονης οἰκονομίας οἱ κοινωνικὲς κατακτήσεις ἐξαχρειώνονται, οἱ πολλοὶ (χωρὶς ἀποτελεσματικὰ συλλογικὰ μέσα ἀμύνης) χάνουν τὴν οἰκονομική τους δύναμη καὶ ἀπειλοῦνται ἀπὸ τὸ φάσμα τῆς φτώχειας καὶ ἀρκετοὶ τῆς πείνας, ἐνῷ οἱ λίγοι αὐξάνουν ὑπερβολικὰ τὰ κέρδη τους. Πολλοὶ ἀπὸ τὴν εὐμάρεια περνοῦν στὴν ἐξαθλίωση καὶ ζοὺν τὶς σύγχρονες οἰκονομικὲς συνθῆκες σὰν μιὰ ἐφήμερη κτιστὴ κόλαση. Πῶς μπορεῖ ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας νὰ περάση μέσα σ’ αὐτὸν τὸν «οἰκονομικὸ ἅδη», μὲ ποιᾶς μορφῆς «ἑκούσια πάθη», μὲ τί εἴδους σταυρό, ὥστε νὰ φωτίση τὸ σκοτάδι τοῦ καὶ νὰ ζωοποιήση καὶ ἐλευθερώση τοὺς δεσμίους σ’ αὐτόν;

Τὸ κοινωνικὸ ἔργο, ἡ ὀργανωμένη ἐλεημοσύνη, κάνει πρόσκαιρα κάπως ὑποφερτὴ τὴν φτώχεια, ὅμως δὲν τὴν ἐξαλείφει. Χρειάζεται νὰ ὑπάρχη δραστικὸς ἐκκλησιαστικὸς λόγος ἀπὸ γνῶστες τῶν μεθόδων τῆς οἰκονομίας τοῦ χρήματος, ἔμπειρους τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης, ὥστε μὲ τὴν «σάρκα» τῆς οἰκονομικῆς ὁρολογίας νὰ μιλήσουν κριτικὰ γιὰ τὸν σύγχρονο οἰκονομικὸ νεοβαρβαρισμό, μεταφέροντας τὸ πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἶναι δεδομένο ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς δὲν θὰ γίνη ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀποδεκτός. Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε αὐτὸ καθαρὰ στοὺς μαθητὲς Τοῦ: «εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν». Εἶναι ὅμως λόγος ποῦ πρέπει νὰ εἰπωθῇ «διὰ τοὺς ἐκλεκτούς», οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουμε πόσοι εἶναι, οὔτε τί θέσεις κατέχουν μέσα στὶς διοικητικὲς δομὲς τοῦ κόσμου τούτου, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι πιθανὸν νὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς συνείδησής τους μὲ κάποιον καίριο, πνευματοφόρο λόγο.

Πάντως, σημεῖα στὰ ὁποία εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν κατανοητοὶ (καὶ σὲ κάποιο βαθμὸ ἀποδεκτοὶ) οἱ λόγοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ πολλούς, εἶναι ἡ δικαιοσύνη στὶς ἐργασιακὲς σχέσεις καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐργασίας στὴν τιμὴ ποῦ τῆς ἁρμόζει. Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τονίζεται τὸ «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω», ἀλλὰ πρέπει ἐπίσης νὰ διατρανώνεται καὶ τὸ «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ». «Δεινὸν ἡ ραθυμία» μὲ ἐπακόλουθο τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἐξαθλίωση, ἀλλὰ «δεινότερον» ἡ περικοπὴ ἢ ἡ στέρηση τοῦ μισθοῦ ἀπὸ τὸν τίμια ἐργαζόμενο. Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία σὲ πιὸ εὐαίσθητους δέκτες μιλᾶ γιὰ τὸν ἀπεγκλωβισμὸ ἀπὸ τὴν νοοτροπία τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ οὐρανίου Πατρός, καὶ προτρέπει σὲ ἐργασίες πνευματικὲς (ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές), χωρὶς ἄδικους ἐργοδότες, χωρὶς τὸν κίνδυνο ἀκούσιας ἀνεργίας, μὲ μισθὸ πολλὲς φορὲς προκαταβεβλημένο, χωρὶς μάλιστα νὰ τὸν ζητήση ὁ ἐργαζόμενος καὶ χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖται ὁ συμψηφισμός του ἢ ἡ ἐπιστροφή του, ἀρκεῖ ὁ ἐργαζόμενος νὰ μὴ θελήση μόνος του νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πνευματικὴ ἐργασία του.

Ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὴν πορεία τοῦ κόσμου. Μπορεῖ ὅμως μὲ τὸν λόγο της καὶ τὴν δράση τῶν τέκνων της νὰ ἐπηρεάση κάπως τὴν λειτουργία τῶν ποικίλων ἐξουσιῶν του, πρὸς τὸ συμφέρον κυρίως τῶν ἀδυνάτων.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ