Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ νηπτικὴ καὶ κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέχρι σήμερα ὁ λόγος του εἶναι ἀρκετὰ ἐπίκαιρος. Ἡ διαχρονικότητα τοῦ λόγου του δὲν ὀφείλεται μόνον στὰ μεγάλα χαρίσματα ποῦ εἶχε, τὴν ρητορική του δεινότητα, τὴν ἐξυπνάδα του, τὶς φιλοσοφικές, κοινωνιολογικὲς γνώσεις κλπ., ἀλλὰ κυρίως στὴν ἐξαγιασμένη ζωή του. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος στὰ κείμενά του ἔκανε λόγο γιὰ τὴν διάκριση καὶ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ στοχαστοῦ - φιλοσόφου καὶ τοῦ προφήτου. Ὁ στοχαστής - φιλόσοφος ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸ μυαλό του, ἐνῷ ὁ Προφήτης ἀναφέρει στὸν λαὸ τὶς ἀποκαλύψεις ποὺ δίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πολλοὶ μελετοῦν τὴν κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Πατρός, καταγράφουν τὶς παιδαγωγικές του ἀπόψεις, ἐνθουσιάζονται ἀπὸ τὴν ἱεραποστολική του δράση, ἐκπλήσσονται ἀπὸ τὸ ἀπαράμιλλο θάρρος του κατὰ τὴν ἄδικη ἔκπτωση καὶ ἐξορία, στέκονται μὲ δέος μπροστὰ στὸ ρητορικό του χάρισμα καὶ τὴν δράση του ὡς ἱεροκήρυκος κλπ. Βεβαίως, ὅλες αὐτὲς οἱ πλευρὲς ἀνευρίσκονται στὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες, ποῦ εἶχαν αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ προσόντα, ὑπῆρξαν πολλοὶ μέσα στὴν ἱστορία, ὅμως, ἐκεῖνο ποῦ ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι ὅτι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἀπαύγασμα τῆς βαθειᾶς νηπτικότητάς του.

Παρατηρεῖ κανεὶς σὲ πολλοὺς μελετητές, ἀκόμη καὶ σὲ θεολόγους, ὅτι χωρίζουν τοὺς Πατέρες σὲ κοινωνικοὺς καὶ νηπτικούς, καὶ στὴν πρώτη θέση μεταξὺ τῶν κοινωνικῶν τοποθετοῦν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Μιὰ τέτοια, ὅμως, διάκριση ἀνατρέπει τὴν πατερικὴ διδασκαλία καὶ τὸ οἰκοδόμημα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ κοινωνικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων εἶναι διάσταση τῆς νηπτικότητάς τους καὶ ἡ νηπτική τους ζωὴ εἶναι ἀπόρροια τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γι αὐτὸ καὶ εἶναι κατ ἐξοχὴν κοινωνική. Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε μελετῶντας τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτική.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΝΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ὁ ὅρος νηπτικότης προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα νήφω ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγεται καὶ ἡ λέξη νήψη. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα τὸ ρῆμα νήφω δηλώνει σωφρονώ, προσέχω, εἶμαι νηφάλιος κλπ. γι αὐτὸ καὶ ἡ λέξη νήψη σημαίνει τὴν νηφαλιότητα, τὴν σωφροσύνη. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ λέξη νήψη - νηπτικὸς ἀπέκτησε μιὰ βαθύτερη ἔννοια καὶ σημασία καὶ δηλώνει τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ, τὸ νὰ μὴ δέχεται ὁ νοὺς πειρασμικὲς ἐνοχλήσεις καὶ λογισμοὺς ποῦ δημιουργοῦν προβλήματα στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο, τὴν καρδιά. Γενικότερα, νήψη στὴν ἀσκητική μας παράδοση σημαίνει τὸ νὰ προσέχη κανεὶς νὰ μὴ εἰσέλθουν οἱ λογισμοὶ στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς. Οἱ Πατέρες ἀποδέχθηκαν τὴν ἄποψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τὴν διαίρεση τῆς ψυχῆς σὲ λογιστικό, ἐπιθυμητικὸ καὶ θυμικό. Στὴν διδασκαλία τους συναντοῦμε τὴν ἄποψη ὅτι οἱ λογισμοὶ πρέπει νὰ παραμένουν στὴν λογική, γιὰ νὰ μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐργάζεται στὴν καθημερινή του ζωή, νὰ μὴ κατέρχωνται ὅμως στὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς (ἐπιθυμητικό, θυμικὸ) σὲ αὐτὸ ποῦ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ καρδιά. Ἔτσι, νήψη εἶναι ἡ προσπάθεια ποῦ καταβάλλει ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ κατέλθουν οἱ λογισμοὶ στὴν καρδιά, δηλαδὴ στὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς.

Βέβαια, ὅταν ἕνας λογισμὸς ἀπὸ τὸ λογιστικὸ προχωρῆ καὶ αἰχμαλωτίζη τὸν νοῦ καὶ στὴν συνέχεια γίνεται πάθος, ὁπότε ἀσθενεῖ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, τότε χρειάζεται ἐντατικὸς ἀγῶνας γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, δηλαδὴ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοός, δηλαδὴ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν λήθη καὶ τὴν ἄγνοια, ὁπότε ἀναπτύσσεται ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, καὶ μερικὲς φορὲς μπορεῖ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὴν θέωση, ὅταν ἀξιωθῇ τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐργασία θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου λέγεται νηπτικὴ ζωή. Ἡ λέξη κοινωνικότης προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα κοινωνῶ, ποῦ ἀποδίδεται μὲ τὶς ἔννοιες πράττω κάτι ἀπὸ κοινοῦ μὲ ἄλλον, μετέχω κάποιου γεγονότος μὲ κάποιον ἄλλον, συμμετέχω. Ἀπὸ τὸ ρῆμα κοινωνῶ προέρχεται καὶ ἡ λέξη κοινωνία, ποῦ δηλώνει τὴν συμμετοχή, τὴν ἕνωση, τὴν ὁμιλία, τὴν συναναστροφὴ κλπ. Κοινωνικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ζοὺν στὴν κοινωνία καί, κυρίως, ἐκεῖνοι ποῦ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ προβλήματα ποῦ ἀναφύονται μέσα στὶς κοινωνίες καὶ ἐπιδιώκουν τὴν ἐπίλυσή τους.

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ ὑπάρχει μεγάλη σχέση μεταξὺ νηπτικότητας καὶ κοινωνικότητας. Στὸν ἄνθρωπο ποῦ δὲν προσέχει τὴν καρδιὰ ἀναπτύσσεται τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος προέρχεται ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία καὶ ἡ φιλαργυρία. Στὴν συνέχεια ἀναπτύσσονται πολλὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ὅπως οἱ ἰδεολογίες, ὁ πανσεξουαλισμὸς καὶ ἡ ἐκμετάλλευση τῶν συνανθρώπων. Ἀντίθετα, ὅποιος προσέχει τοὺς λογισμούς, αὐτὸς ἀπὸ φίλαυτος γίνεται φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ διακρίνεται γιὰ τὰ πάθη ποῦ ἀναφέραμε καὶ νὰ ζὴ τὴν ὑπακοή - ταπείνωση, τὴν παρθενία - σωφροσύνη καὶ τὴν ἀκτημοσύνη - κοινοκτημοσύνη. Εἶναι ἑπόμενο ὅτι ἡ νηπτικὴ ζωὴ ἐπιδρᾶ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ ὅποιος ἐπιδιώκει τὴν ἀπόκτηση τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ εἶναι νηπτικός. Ἐκεῖνος ποῦ εἶναι ἀνοικτὸς καὶ καθαρὸς στὸν ἐσωτερικό του χῶρο, τὴν καρδιά του, ἀφ ἑνὸς μὲν δὲν δημιουργεῖ κοινωνικὰ προβλήματα, ἀφ ἑτέρου δὲ μπορεῖ νὰ κοινωνῇ μὲ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στοὺς Πατέρες ποῦ συναντοῦμε στὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ εἶναι καθαροὶ στὴν ψυχή, μποροῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ εἰσδύσουν στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο καὶ νὰ μᾶς θεραπεύσουν, καὶ γενικὰ εἶναι εὐεργετικοὶ παράγοντες μέσα στὴν κοινωνία.

Γιὰ τὴν νήψη γίνεται πολὺς λόγος στὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι γνωστὲς οἱ προτροπὲς τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὸ νήφειν [«σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσιν» (Β', Τίμ. δ' 5), «νήψατε εἰς προσευχὰς» (Α', Πέτρ. δ' 7), «νήψατε, γρηγορήσατε» (Α' Πὲτρ ε', 8)] γιὰ τὸ γρηγορεῖν [«γρηγορεῖτε οὔν ὅτι οὐκ οἴδατε» (Μάτθ. κδ',42), «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (Μάτθ. κστ' 41), «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει» (Α' Κόρ. ἰστ', 13), «τὴ προσευχὴ προσκαρτερεῖτε γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ» (Κόλ. δ', 2) «γίνου γρηγορῶν» (Ἀποκ. γ', 2)] γιὰ τὸ προσέχειν [«προσέχετε ἑαυτοῖς μήποτε βαρυνθῶσιν» (Λούκ. κα', 34), «προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τὼ ποιμνίῳ» (Πράξ. κ'28)].

Γενικά, ὅλο τὸ «πνεῦμα» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων εἶναι λόγος νηπτικὸς ποῦ προτρέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ προσέχη τὸν ἐσωτερικό του χῶρο νὰ διακρίνη τοὺς λογισμούς, νὰ διακρίνη τὰ πνεύματα «εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστὶν» (Α' Ἰω. δ',1) νὰ ἀπομακρύνη τοὺς λογισμοὺς ποῦ προέρχονται ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὰ πάθη καὶ νὰ καλλιεργῇ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ λογιστικό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό, κατὰ τὸν λόγο «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τὴ καρδία σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ ψυχή σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ διανοία σου» (Μάτθ. κβ', 37) «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σοῦ» (Μάρκ. ἰβ' 30), «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σοῦ» (Λούκ. ἰ', 27) νὰ αἰσθάνεται ὅτι ὁ παρὼν βίος εἶναι ἐξορία καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἀναμένη καὶ νὰ νοσταλγῇ τὸ οὐράνιο πολίτευμα, ὅτι δὲν πρέπει νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὴν μένουσα πόλη, ἀλλὰ νὰ ἀναζητᾶ τὴν μέλλουσα πόλη κλπ. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβλεπαν καὶ τὴν κοινωνικότητα, τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν μέσα στὴν κοινωνία.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση δὲν συναντοῦμε κάποιο κοινωνιολογικὸ σύστημα, δὲν ἔχει ἀναπτυχθῇ κάποια κοινωνιολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν μεταμόρφωση τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ ἡ ἀλλαγὴ στὴν κοινωνία γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν μεταμόρφωση καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ μεγαλύτερο κοινωνικὸ πρόβλημα εἶναι ὁ ἀμεταμόρφωτος καὶ ἐμπαθὴς ἄνθρωπος. Αὐτὸς δημιουργεῖ τὰ μεγαλύτερα κοινωνικὰ προβλήματα. Ἀντίθετα, οἱ ἅγιοι μὲ τὴν μεταμορφωμένη τους ζωὴ ἄλλαξαν καὶ τοὺς κοινωνικοὺς θεσμούς, χωρὶς ἐπαναστάσεις, μὲ τὴν δική τους ἀνάσταση ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ «ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ»

Ὅταν μελετήση κανεὶς προσεκτικὰ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, θὰ διαπιστώση ὅτι ὁ ἅγιος δὲν ἦταν κάποιος κοινωνιολόγος καί, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ τὰ κείμενά του νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς κοινωνικά, ἀλλὰ ἦταν κατ ἐξοχὴν φιλάνθρωπος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ παρατηροῦμε σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους Πατέρες. Ἄλλωστε ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ κοινωνικῆς προσφορᾶς καὶ φιλανθρωπίας. Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ μπορεῖ νὰ γίνεται μέσα ἀπὸ κοινωνιολογικὲς θεωρίες καὶ ἀλτρουϊστικοὺς σκοποὺς καὶ προσφέρεται γενικὰ στὴν ἀπρόσωπη κοινωνία, ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ βλέπει τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι φιλάνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἔχει ἀποβάλει τὴν φιλαυτία καὶ ἔχει ἀποκτήσει τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία. Ὁ φίλαυτος δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ αὐτὸς ποῦ δὲν εἶναι φίλαυτος, γίνεται φιλόθεος καὶ φιλάνθρωπος. Καί, ὅπως γνωρίζουμε, ἡ μετατροπὴ τῆς φιλαυτίας σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία εἶναι αὐτὸ ποῦ χαρακτηρίζουμε ὡς θεραπεία, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν μυστηριακὴ καὶ νηπτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σὲ εἰδικὴ μελέτη του ἀναφέρεται στὴν φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὴν ὁποία θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀπόρροια τῆς πίστεώς του στὸν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ τίτλος τοῦ συγκεκριμένου κειμένου του εἶναι: «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ προφήτης τῆς φιλανθρωπίας». Βλέπει τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέσα ἀπὸ τὴν βίωση τῆς προφητείας, καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ κοινωνιολογικὲς θεωρίες καὶ ἰδεολογίες.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔζησε σὲ μιὰ περίοδο ποῦ ἡ Ἐκκλησία κατακλύσθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς ποῦ ἦταν κατ ὄνομα Χριστιανοὶ καί, ὅπως φαίνεται στὶς ὁμιλίες του, «εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κήρυττε σὲ νεκρούς». Ἀκόμη ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ἔζησε «ἦταν σὰν τὸ δικό μας, ἕνας κόσμος ἐντάσεων, ἕνας κόσμος ἄλυτων προβλημάτων σ ὅλους τοὺς τομεῖς». Μέσα σὲ ἕναν τέτοιο κόσμο ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄνθρωπο, γι αὐτὸ «κήρυττε καὶ ἀσκοῦσε φιλανθρωπία, ἱδρύοντας νοσοκομεῖα καὶ ὀρφανοτροφεῖα, βοηθῶντας τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς». Βασικά, ὅμως, τὸ ἔργο του στηριζόταν πάνω στὴν πίστη καὶ ὁ ἴδιος «ἦταν προφήτης ἑνὸς ὁλοκληρωμένου Χριστιανισμοῦ», «κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς καινούργιας ζωῆς. Δὲν ἦταν κήρυκας μιᾶς αὐτόνομης ἠθικῆς. Κήρυττε τὸν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα, τὸν ἀμνὸν καὶ τὸν ἀρχιερέα. Ἡ ὀρθὴ ζωὴ ἦταν γι αὐτὸν ἡ μόνη ἐπαρκὴς ἀπόδειξη τῆς ὀρθῆς πίστεως». Ἀντιμετωπίζοντας τὸ θέμα τοῦ πλούτου ἦταν «πολὺ εὐαγγελικός». Μάλιστα δὲ ὁ Χρυσόστομος «δὲν θεωροῦσε τὴ μοναστικὴ ζωὴ ἁπλῶς ὡς μία ἀνώτερη ὁδὸ ποῦ προοριζόταν γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἕνα κανονικὸ εὐαγγελικὸ ὑπόδειγμα ζωῆς ποῦ δόθηκε γιὰ ὅλους».

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὸ κοινωνικό - φιλανθρωπικό του ἔργο. «Ὁ Χρυσόστομος δὲν πίστευε σὲ ἀφηρημένα σχήματα εἶχε μιὰ φλογερὴ πίστη στὴ δημιουργικὴ δύναμη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Γι αὐτὸν τὸν λόγο ἔγινε ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ προφήτης γιὰ ὅλες τὶς ἐποχὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κατὰ τὴ νεότητά του ἔζησε μερικὰ χρόνια στὴν ἔρημο, ἀλλὰ δὲ θὰ ἤθελε νὰ παραμείνη ἐκεῖ. Γι αὐτὸν ἡ μοναστικὴ ἀπομόνωση ἦταν μόνο μιὰ περίοδος καταρτισμοῦ. Γύρισε στὸν κόσμο νὰ κηρύξη τὴ δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἦταν ἕνας κεκλημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἱεραπόστολος εἶχε ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ζῆλο. Ἠθελε νὰ μοιρασθῇ τὴν ἔμπνευσή του μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Ἤθελε νὰ ἐργασθῇ γιὰ τὴ στερέωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Ἀναλύοντας δὲ ὁ Φλωρόφσκυ ὅλη αὐτὴν τὴν ὑποδομὴ τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποῦ τὸ ἔκανε ὡς προφήτης καὶ ἀπόστολος, καταλήγει:
«Ἀλλὰ ἡ σπουδαιότερη συμβουλή του εἶναι μιὰ πρόσκληση πρὸς πραγμάτωση τοῦ ὁλοκληρωμένου Χριστιανισμοῦ, στὸν ὁποῖο πίστη καὶ φιλανθρωπία, πίστη καὶ πρακτικὴ ἐφαρμογή, συνδέονται ὀργανικὰ σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου στὴν καταπληκτικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεός του, σὲ μιὰ ἀπόλυτη προσήλωση στὴν ὑπηρεσία του, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας».

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

  • Προβολές: 3266