Γράφτηκε στις .

Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς Ἱστορικός

τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη

Bachelor of Arts, Yale University, ΗΠΑ

Master of Arts, Georgetown University, ΗΠΑ

Ἡ τεράστια συνεισφορά τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στή θεολογία βασίστηκε στή στέρεη ἐμπειρική, βιωματική γνώση πού ἀπέκτησε ἀπό τό οἰκογενειακό του περιβάλλον, ἰδιαίτερα τή μητέρα του Εὐλαμπία. Παρομοίως, ἡ συνεισφορά του στήν ἱστορική ἐπιστήμη βασίστηκε ἐπίσης σέ βιωματικές ἐμπειρίες πού εἶχε, οἱ ὁποῖες τόν ὁδήγησαν σέ πρωτότυπες σκέψεις καί σέ ρηξικέλευθα συμπεράσματα, μετά, βεβαίως, ἀπό ἐξαντλητική ἔρευνα. Ὁ ἴδιος ξεκινᾶ τό πρῶτο του ἱστορικό βιβλίο, τή «Ρωμηοσύνη» (1975) μέ τήν ἀφήγηση ἑνός περιστατικοῦ πού ἔζησε τό 1951, νεαρός ἐφημέριος στήν Ἀμερική. Εἰδοποιήθηκε νά μεταβεῖ σέ σπίτι ἀσθενοῦς, κτύπησε ὅμως λάθος πόρτα καί γνώρισε ἐκεῖ ἕναν Ἕλληνα. Ταυτόχρονα ἐμφανίστηκε στό σαλόνι ὁ ἀδερφός αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα, τόν ὁποῖον ὅμως ὁ Ρωμανίδης γνώριζε ὡς ἀρχηγό τῶν Ἀλβανῶν τῆς πόλης! Οὔτε τά δυό ἀδέρφια οὔτε ὁ Ρωμανίδης μποροῦσαν τότε νά ἐξηγήσουν τό παράδοξο. Τό κλειδί γιά τήν ἑρμηνεία βρίσκεται στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν στό βιβλίο «Ρωμηοσύνη».

π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, ἔργο Νίκου Καλαϊτζῆ (http://nikos-kalatzis.com)Ἐπίσης, ἀσφαλῶς δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ «Ρωμηοσύνη» γράφηκε μετά ἀπό τή γνωριμία τοῦ Ρωμανίδη μέ τό Λίβανο καί τή Συρία, στή Θεολογική Σχολή τοῦ Μπελεμόντ. Ἐκεῖ συνειδητοποίησε ὅτι χιλιάδες πιστοί πού ἀνήκουν στό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς «Ρωμηοί Ὀρθόδοξοι», χωρίς νά εἶναι Ἕλληνες, οὔτε κἄν Ἑλληνόφωνοι. Τό παράδοξο βρῆκε καί αὐτό τή λύση του στό βιβλίο «Ρωμηοσύνη».

Σέ ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο, πρέπει νά ἀναγνωριστεῖ ἡ ὀφειλή τοῦ Ρωμανίδη στόν Φλωρόφσκυ, μέ τόν ὁποῖο ἄλλωστε εἶχαν ἰδιαίτερα στενή σχέση, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τήν μέχρι σήμερα δημοσιευμένη ἀλληλογραφία τους.[1] Ὁ Φλωρόφσκυ ἐνδιαφέρθηκε ἰδιαίτερα γιά τήν ἀλληλεπίδραση θεολογίας καί Ἱστορίας καί ὁ Ρωμανίδης ἐμπνέεται ἀπό τό ἴδιο πνεῦμα.

Τό ἱστορικό ἔργο τοῦ Ρωμανίδη περικλείεται κυρίως σέ τρεῖς μελέτες: 1) «Ρωμηοσύνη» (1975), 2) «Φράγκοι, Ρωμαῖοι, Φεουδαλισμός καί Δόγμα» (1982) καί 3) Πρόλογος στή 2η ἔκδοση τοῦ «Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος» (1989). Ἐπιπρόσθετα, ἀρκετά ἱστορικά στοιχεῖα περιλαμβάνονται στήν ἐκτενῆ Εἰσαγωγή στό «Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Α΄ τόμος» (1984), ὅπου γίνεται φανερή ἡ σύνθεση θεολογικοῦ καί ἱστορικοῦ λόγου. Ἀλλά καί σέ ὅλες σχεδόν τίς μελέτες, μετά τό 1975, τά ἱστορικά στοιχεῖα παρεισφρέουν μέσα στά θεολογικά.

1. Οἱ βασικές ἱστορικές θέσεις τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη

Οἱ ἱστορικές θέσεις τοῦ Ρωμανίδη, πρωτότυπες τό 1975, ὅταν πρωτακούστηκαν, ἔχουν καταστεῖ ἀρκετά γνωστές πλέον καί δέν χρειάζεται νά τίς ἐπαναλάβουμε ἐδῶ παρά μόνο περιληπτικά:

(α). Ὁ ρωμαϊκός πολιτισμός εἶναι στήν πραγματικότητα ἑλληνικός. Ἡ Ρώμη ὑπῆρξε ἑλληνική πόλη, πολλοί παλαιότεροι Ρωμαῖοι συγγραφεῖς ἔγραφαν ἑλληνικά ἢ ἦταν δίγλωσσοι καί ἡ ἑλληνική γλώσσα ἦταν μιά ἀπό τίς δυό ἐπίσημες γλῶσσες στή Σύγκλητο, ὅπου ἡ θέση τοῦ μεταφραστή εἶχε καταργηθεῖ ἀπό τόν 1ο αἰώνα π.Χ.. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔγραψε τήν Ἐπιστολή πρός τούς Χριστιανούς τῆς Ρώμης στά ἑλληνικά. Ἀκόμη καί ἡ λατρεία στήν πόλη τῆς Ρώμης ἐτελεῖτο στά ἑλληνικά μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα. Στό σύνολο τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ μιλοῦσε ἑλληνικά.

(β). Ἡ κύρια πολιτιστική διχοτόμηση τῆς Εὐρώπης δέν προῆλθε ἀπό τή διαφοροποίηση Ἑλλήνων-Ρωμαίων, ἀλλά ἀπό τή διαφοροποίηση Ρωμαίων-Φράγκων, πού συνέβη μετά τήν κατάκτηση τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τό βαρβαρικό φύλο τῶν Φράγκων. Οἱ Φράγκοι ὑποδούλωσαν τούς Ρωμαίους καί τούς μετέτρεψαν σέ δουλοπάροικους, ἐνῶ οἱ ἴδιοι παρέμειναν φεουδάρχες, κλεισμένοι σέ προστατευμένους πύργους. Ἡ κατάκτηση ὁλοκληρώθηκε ἐπί Καρλομάγνου καί συνοδεύτηκε ἀπό τή θεολογική ἀνεξαρτητοποίηση μέ τή σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794 (ἀπέρριψε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο), τή Σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τό 809 (εἰσήγαγε τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως) καί τήν κατάληψη τοῦ παπικοῦ θρόνου σταδιακά μεταξύ 983 καί 1046. Σημαντικά ὁρόσημα σέ αὐτή τήν κατάληψη ἀποτελοῦν τό 1009 (ἐκδίωξη τοῦ τελευταίου Ὀρθόδοξου Πάπα) καί τό 1014 (ἐπίσημη εἰσαγωγή τοῦ φιλιόκβε στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης). Οἱ ἀπόγονοι τῶν Ρωμαίων στή Δύση παρέμειναν ὑποδουλωμένοι μέχρι τό 1789, ὅταν ἐπαναστάτησαν καί ἀπελευθερώθηκαν στή Γαλλία, ἀγνοοῦν ὅμως τή Ρωμαιοσύνη τῶν προγόνων τους καί τήν ταύτισή τους μέ τούς Ρωμαίους τῆς Ἀνατολῆς.

(γ). Τό Σχίσμα δέν συνέβη μεταξύ Βυζαντινῆς καί Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μεταξύ Ὀρθόδοξων Ρωμαίων (σέ Ἀνατολή καί Δύση) καί Φράγκων κατακτητῶν τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἐπειδή οἱ Ρωμαῖοι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀντιστέκονταν ἐπί δεκαετίες στίς Φραγκικές ἐπιδιώξεις, ἀπαιτήθηκε ἡ ἀπευθείας κατάληψη τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπό Φράγκο (ὁριστικά τό 1046) καί ἀμέσως μετά διακηρύχθηκε τό Σχίσμα. Τά αἴτια τοῦ Σχίσματος ἀνάγονται κυρίως στίς πολιτικές ἐπιδιώξεις τῶν Φράγκων καί ὄχι σέ κάποια μυθική ἀναπόφευκτη ἀντίθεση μεταξύ Ἑλληνικῆς καί Ρωμαϊκῆς θεολογίας.

(δ). Ὡς κατακτητές τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, οἱ Φράγκοι ἐπέβαλαν τή δική τους πλαστογραφημένη ἐκδοχή τῆς Ἱστορίας, ὀνομάζοντας τούς ἐλεύθερους Ρωμαίους «Γραικούς», ὥστε νά τούς διαφοροποιήσουν ἀπό τούς Ρωμαίους τῆς Γαλλίας καί Ἰταλίας τούς ὁποίους εἶχαν κατακτήσει. Στή συνέχεια, μετά τήν ὁριστική πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅταν δέν ὑπῆρχαν πιά ἐλεύθεροι Ρωμαῖοι, μετονόμασαν τήν Αὐτοκρατορία σέ «Βυζάντιο», ὥστε νά ἀποκόψουν κάθε ὑπόδουλο Ρωμηό ἀπό τήν ἱστορική του συνέχεια καί νά ἀποτρέψουν τυχόν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Στήν πραγματικότητα δέν ὑπῆρξε ποτέ «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία». Ὁ ὅρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε τό 1562 ἀπό τόν Ἱερώνυμο Βόλφ στήν ἔκδοση μιᾶς συλλογῆς ἱστορικῶν πηγῶν.

(ε). Ἐπειδή ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ ὑπόδουλοι στούς Τούρκους Ρωμηοί τῆς Ἀνατολῆς διατηροῦσαν τήν ἀνάμνηση τῆς Αὐτοκρατορίας τους, ὑπῆρχε πάντοτε ὁ κίνδυνος νά τή διεκδικήσουν ἐκ νέου. Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, μέ τή συνδρομή νεοελλήνων διανοουμένων, ὅπως ὁ Κοραής, ἀνέλαβαν νά πείσουν τό λαό ὅτι εἶναι ἀπόγονος μόνο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ὅτι εἶχε ὑποδουλωθεῖ ἐπί 2000 χρόνια πρῶτα στούς Ρωμαίους καί μετά στούς Τούρκους. Οἱ ἴδιες Δυνάμεις μεταστράφηκαν θετικά ὑπέρ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 μόνον ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τόν ἀρχαιολατρικό προσανατολισμό της. Τό ζήτημα δέν εἶχε λυθεῖ οὔτε 100 χρόνια μετά τόν Κοραή, ὅπως ἀπέδειξε ἡ διαμάχη πού ξέσπασε μέ τή δημοσίευση τῆς «Ἱστορίας τῆς Ρωμιοσύνης» τοῦ Ἀργ. Ἐφταλιώτη τό 1901, ὅταν ὁ Κ. Παλαμᾶς ὑπερασπίστηκε τόν Ἐφταλιώτη, ἐνῶ λόγιοι σάν τόν Ν. Πολίτη καί τόν Σωτηριάδη τόν χλεύαζαν.

Τό ἱστορικόἔργο τοῦ Ρωμανίδη ἐπικεντρώνεται στή μεσαιωνική περίοδο, ὅπως εἶναι λογικό, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ περίοδος πού ἔχει παραχαραχτεῖ ἀπό τήν μεταγενέστερη ἐπίσημη ἱστοριογραφία. Ὡστόσο, δέν ἐξαντλεῖται ἐκεῖ. Ἐκτείνεται τόσο στήν ἀρχαία ὅσο καί στή νεώτερη Ἱστορία. Ἡ ἐπέκταση προέκυψε ὡς ἀνάγκη διευκρίνισης σκοτεινῶν σημείων ἢ ὡς ἀπάντηση σέ κριτικές. Γιά παράδειγμα, ἡ ἄποψη Ρωμανίδη γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς ἀρχαίας Ρώμης ξένισε πολλούς. Ἔτσι ὁ Ρωμανίδης χρειάστηκε νά ἐπανέλθει διεξοδικά σέ μιά ἀπό τίς τελευταῖες μελέτες πού συνέγραψε πρίν τήν κοίμησή του. Φέρει τόν τίτλο «Examples of the Science of the Ethnic Cleaning of Roman History and a Vision of the Future United States of Franco-Romania» (Διάλεξη στό Hellenic College στό Brookline τῆς Μασσαχουσέτης, 17-10-1998). Ἐκεῖ παραπέμπει ἐκτενῶς σέ ἀρχαίους ἱστορικούς, ὅπως ὁ Διονύσιος Ἀλικαρνασσεύς, πού συνέγραψαν γιά τά πρώϊμα χρόνια τῆ ςπόλης τῆς Ρώμης.

Ἀντίστοιχα, προσπαθώντας νά ἐξηγήσει τήν ἀποδοχή τῆς ἐκδυτικευμένης ἐκδοχῆς τῆς Ἱστορίας ἀπό τούς νεοέλληνες, ὁ Ρωμανίδης ἐρεύνησε τούς μηχανισμούς καί τά πρόσωπα πού ἐπέβαλαν τή δυτική ἄποψη στή νεώτερη Ἑλλάδα. Ἔτσι κατέληξε στό ρόλο τοῦ Κοραῆ καί τοῦ Ναπολέοντα, ὅπως τά παρουσιάζει στόν Πρόλογο στή 2η ἔκδοση τοῦ «Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος». Κατονομάζει τόν Ναπολέοντα ὡς ὑπεύθυνο γιά τό θάνατο τοῦ Ρήγα Φεραίου, μέ σκοπό νά ἀποτραπεῖ ἡ ἀνασύσταση τῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας, τό εὐρωπαϊκό τμῆμα τῆς ὁποίας παρουσιάζεται στήν περίφημη «Χάρτα» τοῦ Ρήγα. Ὁ Ρωμανίδης προχώρησε μάλιστα καί μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, ἐξετάζοντας τά δυό ρεύματα πού συγκρούστηκαν γύρω ἀπό τήν ἐθνική ὀνομασία Ἕλληνας ἢ Ρωμηός, στή μελέτη του «Κωστῆς Παλαμᾶς καί Ρωμηοσύνη» (1976).

Αὐτό πού πρέπει νά τονιστεῖ εἶναι ὅτι ὁ Ρωμανίδης ἔφτασε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν Ἱστορία ὡς συνέχεια, καί ὄχι ὡς διακοπή, τοῦ θεολογικοῦ του ἔργου. Ἄλλωστε, κατά τήν περίοδο τῶν ἱστορικῶν συγγραμμάτων, πού ἀρχίζει ἀπό τό 1974, δέν ἔπαυσε νά παράγει καί θεολογικά κείμενα. Τά δυό ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένα. Γιά παράδειγμα, ἡ κατανόηση τῶν διαφορῶν μέ τίς δυτικές ὁμολογίες τόν ὁδήγησε στήν ἐξέταση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί στήν κομβική ἀνακάλυψη τῆς διακοπῆς αὐτῆς τῆς διαδοχῆς στή Φραγκική Δύση. Γι’ αὐτό καί ἐρεύνησε σέ βάθος μιά σκοτεινή καί μᾶλλον ἄγνωστη στήν Ἑλλάδα περίοδο, τήν περίοδο τοῦ 7ου καί 8ου αἰώνα, ὅταν καταρρέει ἡ Μεροβίγγεια βασιλεία καί ἀνέρχονται στό θρόνο οἱ Καρολίδες. Γράφει στή μελέτη του «Ἐκκλησιαστικαί Σύνοδοι καί Πολιτισμός» τό 1995: «Οἱ Φράγκοι κατενόησαν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν ὡς μαγικήν δύναμιν, ἡ ὁποία τούς ἐπέτρεπε νά τήν καταστήσουν ἰδιοκτησίαν τῆς φυλῆς των καί νά τήν χρησιμοποιήσουν ὡς τό κύριον μέσον δουλικῆς εἰρηνεύσεως τῶν ὑποτεταγμένων εἰς αὐτούς Ρωμαίων, μέσω τοῦ φόβου τῆς θρησκευτικῆς καί στρατιωτικῆς δυνάμεως καί ἐξουσίας τῶν ὁμοεθνῶν ἐπισκόπων τους.» [2]

Ὅπως ἀνακάλυψε ὁ Ρωμανίδης, στήν ἀρχή οἱ Μεροβίγγειοι Φράγκοι σφετερίστηκαν τό δικαίωμα ἀρνησικυρίας στίς ἐκλογές τῶν ἐπισκόπων. Στή συνέχεια σφετερίστηκαν τό δικαίωμα διορισμοῦ τῶν ἐπισκόπων καί ἄρχισαν νά πωλοῦν τίς θέσεις σέ πλειοδοσία. Τελικά, οἱ Καρολίγγειοι Φράγκοι ἐκδίωξαν τούς Ρωμαίους ἐπισκόπους καί ἐπέβαλαν μόνο Φράγκους ἐπισκόπους στό ἀξίωμα.[3]

Ἕνα δεύτερο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ ἱστορική μελέτη του γιά τό φιλιόκβε, πού δημοσιεύθηκε τό 1975 [4]καί σέἀναθεωρημένη μορφή τό 1982.[5] Γιά τήν κατανόηση τῆς προέλευσης τοῦ φιλιόκβε ὁ Ρωμανίδης χρειάστηκε νά προχωρήσει σέ διεξοδική ἱστορική ἔρευνα στήν ὁποία γίνεται συνεχῶς φανερή ἡ ἀλληλεπίδραση θεολογίας καί πολιτικῆς ἱστορίας. Τελικά, οἱ ἐξελίξεις στή θεολογική σκέψη τῆς Δύσης προέκυψαν συχνά ὡς προϊόντα πολιτικῆς σκοπιμότητας, εἴτε πρόκειται γιά τήν ἀπόρριψη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 794, εἴτε γιά τό Σχίσμα τοῦ 1054, εἴτε γιά τήν υἱοθέτηση τῆς θεωρίας περί «ἱκανοποίησης τοῦ Θεοῦ» ἀπό τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, κατά μίμηση τῆς φεουδαρχικῆς δικαιοσύνης.[6]

2. Ἀξιολόγηση τοῦ ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ Ρωμανίδη 

Παρ’ ὅ,τι οἱ ἀπόψεις τοῦ Ρωμανίδη βασίζονταν σέ γνωστές δημοσιευμένες πηγές, δέν εἶχαν παρουσιαστεῖ μέ αὐτό τόν τρόπο ἀπό κανέναν προγενέστερο ἐρευνητή. Ἡ σύνθεση ἀποτελεῖ ἀποκλειστικά ἔργο τοῦ Ρωμανίδη. Οἱ βυζαντινολόγοι γνώριζαν ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ κράτος πού νά ὀνομάζεται «Βυζάντιο», ἀλλά χρησιμοποιοῦσαν τόν ὅρο χωρίς νά τονίζουν τίς πολιτικές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς. Μέχρι σήμερα, οἱ ἱστορικές θέσεις τοῦ Ρωμανίδη δέν ἔχουν γίνει εὐρύτερα ἀποδεκτές, οὔτε ἔχουν εἰσχωρήσει στά διδακτικά ἐγχειρίδια, παρ’ ὅλο πού ἔχουν συζητηθεῖ εὐρύτατα, ἰδιαίτερα στό διαδίκτυο. Θά πίστευε κάποιος ὅτι πρόκειται γιά ἐντελῶς κοινότοπες ἀπόψεις πού δέν ἀξίζει νά ἀπαντηθοῦν ἢ γιά ἐξόφθαλμα λανθασμένες ἀπόψεις πού καταρρίπτονται εὔκολα ἀπό κάθε πτυχιοῦχο Ἱστορίας, ὁπότε πάλι δέν ἀξίζει νά ἀπαντηθοῦν. Ὡστόσο, δέν συμβαίνει οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο.

Στήν ἔρευνά του, καρπό πολύχρονης καί πολύμοχθης προσπάθειας, ὁ Ρωμανίδης χρησιμοποίησε ἀμέτρητες πηγές γνωστῆς ἀξιοπιστίας. Εἶναι δύσκολο νάὑποστηριχθεῖ ὅτι παρέλειψε νά λάβει ὑπόψη του κάποια σημαντική πηγή πού θά ἀλλοίωνε τά συμπεράσματά του. Ἀντίθετα, κατόρθωσε νά ἀντλήσει πληροφορίες ἀπό μικρές λεπτομέρειες, πού ἴσως εἶχαν διαφύγει τῆς προσοχῆς ἄλλων ἐρευνητῶν. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ πρωτότυπος ἰσχυρισμός του ὅτι στά μέσα τοῦ 8ου αἰώνα οἱ ὑπόδουλοι στούς Φράγκους Ρωμαῖοι τῆς σημερινῆς Γαλλίας συμμάχησαν μέ τούς Ἄραβες γιά νά ἀποτινάξουν τό φραγκικό ζυγό. Ἡ πληροφορία αὐτή, πράγματι, περιέχεται στόν πολύ γνωστό Συνεχιστή τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Φρεντεγκάρ, ὅπου καί παραπέμπει ὁ Ρωμανίδης, ἀλλά εἶχε ἀγνοηθεῖ ὡς τώρα. Ἡ ἀνακάλυψή της εἶναι ἐνδεικτική τῆς προσεκτικῆς μελέτης τῶν πηγῶν ἀπό τό Ρωμανίδη.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀνακάλυψης λεπτομερειῶν πού εἶχαν διαφύγει τῆς προσοχῆς ἄλλων ἐρευνητῶν ἀποτελεῖ τό Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου τῆς 31-1-1836 πού καθόριζε τό δικαίωμα μετανάστευσης ἀπό τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία στήν Ἑλλάδα. Ὁ Ρωμανίδης ἐξέτασε τό πρωτότυπο κείμενο, στή γαλλική γλώσσα, τό ὁποῖο καί παραθέτει στή μελέτη του «Examples of the Science of the Ethnic Cleaning of Roman History and a Vision of the Future United States of Franco-Romania». Ὡς γνωστόν, μέχρι τότε σέ ὅλες τίς δυτικές γλῶσσες οἱ πρόγονοί μας ἀποκαλοῦνταν «Γραικοί» (Greeks, Grecs, κλπ.). Τό κείμενο τοῦ Πρωτοκόλλου τοῦ Λονδίνου εἰσάγει γιά πρώτη φορά τή διάκριση ἀνάμεσα σέ «Hellenes» (οἱ κάτοικοι τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος) καί «Grecs» (ὅλοι ὅσοι ὡς τότε ἀποκαλοῦνταν Γραικοί/ Ἕλληνες καί παρέμεναν στήν Ὀθωμανική ἐπικράτεια). Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται πλήρως ἡ δυτική προπαγάνδα πού ἀλλοίωσε τά ἐθνικά μας ὀνόματα ἀνά τούς αἰῶνες. Προσπαθώντας νά διαφοροποιήσουν τούς ἐλεύθερους Ρωμηούς ἀπό τούς ὑποδουλωμένους στούς Τούρκους Ρωμηούς, οἱ Μεγάλες Δυνάμεις διακρίνουν ἀνάμεσα σέ Hellene καί Grec, διαφορά ἡ ὁποία ἀσφαλῶς θά προκαλοῦσε θυμηδία, ἂν μεταφραζόταν στά ἑλληνικά!. [7]

Μέ τή συγκεκριμένη ἔρευνα, ὁ Ρωμανίδης ἔλυσε μιά ἱστορική ἀπορία, τήν ἀπάντηση στήν ὁποία ἁγνοοῦσε τό εὐρύ κοινό. Ἡ ἀπορία ἦταν: γιατί ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδας, ξεκινώντας ἀπό τόν δεύτερο βασιλιά (Γεώργιο Α΄, 1863) ἔφεραν τόν τίτλο «Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων», ἐνῶ ὁ πρῶτος βασιλιάς (Ὄθων) ἔφερε τόν τίτλο «Βασιλεύς τῆς Ἑλλάδος»; Ἦταν γνωστό ὅτι οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἀπαγόρευσαν στόν Ὄθωνα νά φέρει τόν τίτλο «Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων». Γιατί ὅμως τό ἐπέτρεψαν στόν Γεώργιο Α΄; Μετά τόν Ρωμανίδη γνωρίζουμε τήν ἐξήγηση: ὁὌθων ἦρθε τό 1833, δηλαδή πρίν τό Πρωτόκολλο τοῦ 1836, ὅταν ἀκόμη οἱ Μεγάλες Δυνάμεις δέν εἶχαν διαφοροποιήσει τους «Hellenes» ἀπό τούς «Grecs». Ἐάν ὀνόμαζαν τόν Ὄθωνα «Βασιλέα τῶν Ἑλλήνων» (Roi des Grecs), θά δήλωναν ὅτι ὁὌθων εἶναι βασιλιάς ὅλων ὅσων οἱ Δυτικοί ἀποκαλοῦσαν Grecs (Greeks, κλπ.), δηλαδή τῶν κατοίκων τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος καί τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτό δέν τό ἤθελαν οὔτε οἱ Μεγάλες Δυνάμεις οὔτε, φυσικά, ἡ Τουρκία. Ἀντίθετα, τήν ἐποχή πού ἦρθε ὁ Γεώργιος Α΄, τό 1863, ὑπῆρχε πλέον ἡ διαφοροποίηση μεταξύ «Hellenes» καί «Grecs», χάρη στό Πρωτόκολλο τοῦ 1836. Ἔτσι, ὁ Γεώργιος ὀνομάστηκε «Roi des Hellenes»/ «Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων» καί ὅλοι ἦταν εὐχαριστημένοι.

Συνεπῶς, δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ Ρωμανίδης ἀγνόησε τίς πηγές. Ἐξίσου δύσκολο εἶναι νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι παρανόησε τίς πηγές του. Γιά παράδειγμα, ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, πρίν τήν εἰσβολή τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν, ἦταν δίγλωσση εἶναι πλέον ἀποδεκτό συμπέρασμα τῶν σύγχρονων ἐρευνητῶν. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ μιλοῦσε ἑλληνικά, ὅπως ἔχει ὑποστηρίξει πειστικά ὁ κορυφαῖος σύγχρονος μελετητής τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας, ὁ Πῆτερ Μπράουν («Ὁ κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας» καί ἄλλα ἔργα του). Ὁ λόγος ἦταν ἁπλός: ὅλα τά σημαντικά ἀστικά κέντρα βρίσκονταν στό ἀνατολικό τμῆμα τοῦ κράτους, καί αὐτά εἶχαν ἤδη ἐξελληνιστεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῶν Διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Πέρα ἀπό τή Ρώμη, δέν ὑπῆρχε καμιά μεγάλη πόλη στό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας.

Ὁ πανεπιστημιακός καθηγητής, Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός μελέτησε ἐπί δεκαετίες τίς ἱστορικές πηγές, κυρίως τῆς Τουρκοκρατίας καί τοῦ 19ου αἰώνα, ἀλλά ὄχι μόνον αὐτές, καί κατέληξε σέ ταυτόσημα συμπεράσματα μέ τόν Ρωμανίδη. Τό ἐκτενές δημοσιευμένο ἔργο τοῦ π. Γεωργίου ἐπιβεβαιώνει τά πορίσματα τοῦ Ρωμανίδη.

Τό ἴδιο ἀποτέλεσμα προέκυψε ἀπό τήν ἀνεξάρτητη προσωπική μας ἔρευνα σέ ὁρισμένες πηγές τῆς μεσαιωνικῆς Ἱστορίας. Μεταξύ ἄλλων ἐξετάστηκαν ἡ «Ἱστορία τῶν Φράγκων» τοῦ Γρηγορίου τῆς Τούρ, ἡ «Ἱστορία τῶν Γότθων» τοῦ Ἰορδάνη, τό «Χρονικό τοῦ Φρεντεγκάρ», ἡ «Ἱστορία τῶν Λογγοβάρδων» τοῦ Παύλου Διακόνου, ἡ «Νομοθεσία τῶν Λογγοβάρδων» σέ ἐπιμέλειά τῆς Drew K. Fischer, ἡ Βιογραφία τοῦ Καρλομάγνου («Vita Caroli») τοῦ Einhard, ἡ «Ἀναφορά περί τῆς πρεσβείας εἰς Κωνσταντινούπολιν» («Relatio de legatione Constantinopolitana») τοῦ Λιουτπράνδου τῆς Κρεμόνας, ἡ «Χρονογραφία» τοῦ Θεοφάνη, οἱ «Ἐπιστολές» τοῦ Πατριάρχη Νικολάου Μυστικοῦ, τό «Πρός τόν ἴδιον υἱόν Ρωμανόν» τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου καί τό ἔπος τοῦ «Διγενῆ Ἀκρίτα». Κανένα ἀπό τά συμπεράσματα τοῦ Ρωμανίδη δέν βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τίς πηγές πού ἐξετάσαμε.[8]

Μέχρι σήμερα δέν ἔχουμε ὑπόψη μας κάποια συνεκτική ἀντίκρουση τῶν θέσεων τοῦ Ρωμανίδη. Θά παρουσιάσουμε, πάντως, στή συνέχεια πέντε κριτικές πούἔχουν ἐγερθεῖ κατά καιρούς στίς ἀπόψεις του.

(α). Ἴσως ἡ κυριότερη συνολική κριτική τοῦ ἔργου τοῦ Ρωμανίδη προέρχεται ἀπό τόν Vladimir Moss στή μελέτη «Against Romanides -- A Critical Examination of the Theology of Fr. John Romanides» (2012) [9]. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό ἱστορικό σκέλος, ὁ Moss διαφωνεῖ μέ τό Ρωμανίδη ὑποστηρίζοντας ὅτι:

(i) Οἱ Φράγκοι ἦταν οἱ μόνοι ἐξαρχῆς Ὀρθόδοξοι ἀπό ὅλους τούς βαρβαρικούς λαούς πού ἐγκαταστάθηκαν στό ἔδαφος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (οἱ ἄλλοι εἶχαν ἀσπαστεῖ τόν Ἀρειανισμό). Συνεπῶς οἱ «κατακτήσεις» τῶν Φράγκων, ὅπως π.χ. ἐπί Χλωδοβίκου, γύρω στό 510, πανηγυρίστηκαν ἀπό τούς Ρωμαίους τῆς Δύσης ὡς «ἀπελευθέρωση» καί ὄχι ὡς κατάκτηση. (σ. 73)

Γιά νά στηρίξει τό ἐπιχείρημά του, ὁ Moss παραπέμπει στήν Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ 1917, ὅπου διαβάζουμε γιά τόν Χλωδοβίκο φράσεις, ὅπως «Παντοῦ εἰσήγαγε καλούς νόμους». Αὐτό βεβαίως δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀξιόπιστη ἀντίκρουση. Ἄλλωστε, ἡ εὐνοϊκή ἀντιμετώπιση τῶν Φράγκων ἀπό τήν Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια μᾶλλον ἐπιβεβαιώνει παρά κλονίζει τόν ἰσχυρισμό τοῦ Ρωμανίδη.

Ἐπιπλέον, ὁ Moss παραπέμπει στήν Ἱστορία τῶν Φράγκων τοῦ Γρηγορίου τῆς Τούρ, γράφοντας ὅτι «πουθενά δέν ἀμφισβητεῖ τή νομιμότητα τῆς Φραγκικῆς ἐξουσίας» (σ.74). Ὁ Ρωμανίδης διάβασε διαφορετικά τόν Γρηγόριο τῆς Τούρ ὁ ὁποῖος: «ἔγραψεν Ἱστορίαν τῶν Φράγκων μέχρι τό 591, δηλαδή 1) πρίν καταλάβουν οἱ Φράγκοι πλήρως τήν ἱεραρχίαν καί 2) κατά τήν ἐποχήν κάποιας συνεργασίας μεταξύ Φράγκων καί Ρωμαίων διά τά κοινά των προβλήματα. Παρά ταῦτα, ἂν καί ὁ Γρηγόριος ἐμπνέεται ἀπό τήν ὀνειροπόλον ἐλπίδα ὅτι οἱ Ρωμαῖοι θά ἐπηρεάσουν ἐν καιρῷ καλῶς τούς Φράγκους καί ὅτι θά καταφέρουν οἱ Ρωμαῖοι κυρίως ἐπίσκοποι νά συνεχίσουν τήν διοίκησιν τοῦ πλήθους τῶν κατακτηθέντων Ρωμαίων ἐκ μέρους τῶν Φράγκων, δέν ἀποκρύπτει καί τάς μικροτέρας λεπτομερείας περί τῆς ἀγριότητος καί βαρβαρότητος τῶν Φράγκων». (Ρωμηοσύνη, σ. 137, ὑποσημ.199)

(ii) Ἡἀπομάκρυνση τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, γράφει ὁ Moss, δέν μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μόνο σέ ἕνα γερμανικό φύλο πού προσπαθοῦσε νά καταστρέψει τή Ρωμαϊκότητα (σ.76). Στή σύγκρουση μέ τήν Κωνσταντινούπολη συμμετεῖχαν καί Ρωμαῖοι τῆς Δύσης: ὁ Πάπας Στέφανος Β΄ ζήτησε βοήθεια ἀπό τό Φράγκο βασιλιά Πιπίνο τό 754 καί ἐξύβριζε τούς «Γραικούς» σέ ἐπιστολή του. Ὁ Πάπας Ἀδριανός Α΄ παρουσίασε τό 785 τίς Ψευδο-Ἰσιδώριες Διατάξεις πού ἀποτέλεσαν τό θεμέλιο τῶν παπικῶν ἀπαιτήσεων ἀπολυταρχίας στούς ἑπόμενους αἰῶνες (σ.79). Ὁ Πάπας Λέων Γ΄ ἦταν ὁ κύριος κερδισμένος τῆς στέψης τοῦ Καρλομάγνου τό 800, διότι «ἀπέκτησε ἕναν αὐτοκράτορα “τσέπης” στή θέση τοῦ Ἀνατολικοῦ Αὐτοκράτορα» (σ.81).

Ὁ Moss παραπέμπει ἐκτενῶς στό βιβλίο κάποιου Γάλλου ἡγουμένου τοῦ 19ου αἰώνα (Guettee) γιά νά ἐξιστορήσει τή σχέση παπισμοῦ καί Καρλομάγνου. Ἀπορεῖ ὁ ἀναγνώστης πῶς εἶναι δυνατόν ἕνα συμβατικό βιβλίο, πού ἐκδόθηκε πρίν 150 χρόνια καί ἐπαναλαμβάνει τήν κατεστημένη ἄποψη, νά θεωρεῖται ἀντίκρουση τοῦ Ρωμανίδη. Σέ κάθε περίπτωση, ὁ Ρωμανίδης εἶχε ἤδη ἀπαντήσει σέ ὅλα αὐτά καί εἰδικά γιά τίς Ψευδο-Ἰσιδώριες Διατάξεις θεωροῦσε ὅτι ἀποτέλεσαν τή γραμμή ἄμυνας τῶν Ρωμαίων Παπῶν κατά τῆς Φραγκικῆς ἐπίθεσης. Ἐπίσης, εἶναι δύσκολο νά πειστοῦμε ὅτι ὁ Πάπας κέρδισε κάτι ἔναντι τοῦ Καρλομάγνου, πέρα ἀπό τόν προσωρινό κατευνασμό τοῦ στρατοκράτη ἡγεμόνα. Ἄλλωστε, ὅπως γράφει ἀμέσως πιό κάτω ὁ Moss, ὁ Καρλομάγνος ἀγνόησε τόν Πάπα, ὅταν ἐπρόκειτο νά στέψει τό γιό του Λουδοβίκο αὐτοκράτορα (σ.81).

Παρά τίς μανιχαϊστικές ἁπλοποιήσεις τῶν ἐπικριτῶν του, ὁ Ρωμανίδης ἔχει παρουσιάσει μιά πολύ πιό σύνθετη ἀπεικόνιση αὐτῆς τῆς περιόδου. Δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή «φυλετική θεωρία» γιά τήν ὁποία τόν κατηγορεῖ ὁ Moss (σ.96) καί δέν θεωρεῖ ὅτι ὅλοι οἱ δυτικοί Ρωμαῖοι ἦταν οἱ «καλοί» τῆς Ἱστορίας. Σέ μιά ἐποχή ἀφόρητων πιέσεων καί ξενικῆς κατοχῆς, ἀρκετοί συμβιβάστηκαν μέ τούς Φράγκους εἴτε γιά λόγους τακτικῆς εἴτε γιά λόγους πεποίθησης. Οἱ ἀλλεπάλληλες μεταβολές στόν παπικό θρόνο, εἰδικά τόν 10ο αἰώνα, ἀντανακλοῦσαν τίς διακυμάνσεις στήν ἰσορροπία δυνάμεων Φράγκων καί Ρωμαίων τῆς Ρώμης. Πάντως, ἀκόμη καίὑπό τίς δυσκολότερες συνθῆκες φραγκικῆς πίεσης, οἱ Πάπες παρέμειναν Ὀρθόδοξοι στό δόγμα, γι’ αὐτό καί τά ὀνόματά τους καταγράφονταν στά δίπτυχα τῆς Κωνσταντινούπολης μέχρι τό 1009. Τό χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Λέων Γ΄, ὁ Πάπας πού ἔστεψε τόν Καρλομάγνο τό 800. Ὅταν οἱ Φράγκοι ἀνακήρυξαν σέ δόγμα τήν προσθήκη τοῦ φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (Σύνοδος Ἄαχεν 809), ὁ Λέων ἀπάντησε μέ τή χάραξη τοῦ Συμβόλου χωρίς τό φιλιόκβε σέ δυό ἀσημένιες πλάκες στό ναό τοῦ Ἁγίου Πέτρου μέ τήν ἐπιγραφή «ταῦτα Λέων ἔθηκα δι’ ἀγάπην καί φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» (Ρωμηοσύνη σελ. 59). Ἐπρόκειτο γιά κίνηση ὕψιστης γενναιότητας, ὅταν οἱ ἀήττητες στρατιές τοῦ Καρλομάγνου βρίσκονταν ἀκόμη στήν Ἰταλία.

(iii) Ὅπως καί οἱ περισσότεροι ἀναγνῶστες τοῦ Ρωμανίδη, ὁ Moss ἀπορρίπτει τή ριζοσπαστική ἄποψη ὅτι στή Γαλλική Ἐπανάσταση ἐξεγέρθηκαν οἱ Γαλλο-Ρωμαῖοι δουλοπάροικοι ἐναντίον τῶν Φράγκων κυριάρχων. Τήν ἀποκαλεῖ ἁπλῶς «ἀνοησία» (“nonsense”) καί θεωρεῖ ὅτι μέ κάτι τέτοια ὁ Ρωμανίδης «ἀναχώρησε ἀπό τήν ἱστορία γιά τό βασίλειο τῆς φαντασίας» (σ.94). Ὡστόσο νεώτεροι ξένοι ἐρευνητές ἔχουν ἐντοπίσει στοιχεῖα πού ὑποστηρίζουν τόν Ρωμανίδη. Στήν ἐνδιαφέρουσα μελέτη του μέ τίτλο “Τhe Franks”, ὁ Edward James παραθέτει μιά φράση ἀπό ἐπιστολή τῆς Αἰκατερίνης τῆς Μεγάλης, κατά τή διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ὅπου ἡ τσαρίνα γράφει: «Δέν βλέπετε τί γίνεται στή Γαλλία; Οἱ Γαλάτες διώχνουν τούς Φράγκους»[10]. Συνεπῶς, στίς μεγάλες Αὐλές τῆς Εὐρώπης ἦταν γνωστό τό τί συνέβαινε, ἔστω κι ἂν οἱ ἐπαναστάτες ἀποκαλοῦνται «Γαλάτες» ἀντί «Ρωμαῖοι»…

(β). Πέρα ἀπό τή συνολική κριτική τοῦ Moss, οἱ ἄλλες ἐπιμέρους κριτικές πού ἔχουν δημοσιευτεῖ εἶναι πολύ πιό λιτές. Ὁ Α. Nichols, Καθολικός ἱερέας καί πανεπιστημιακός καθηγητής, σέ μιά ἐνδελεχῆ ἐπισκόπηση τῶν κορυφαίων Ὀρθόδοξων θεολόγων τοῦ 20ου αἰώνα, χαρακτηρίζει τή «Ρωμηοσύνη» ὡς ἕνα «περίεργο ἔργο», ἀλλά ἡ μόνη ἀντίκρουση πού προσφέρει εἶναι ἡ ἑξῆς: «Τό κύριο πρόβλημα μέ αὐτή τήν ἱστορική διατριβή εἶναι ὅτι οἱ Δυτικοί βάρβαροι, ἀντί νά ἐπιθυμοῦν νά ξαναφτιάξουν τή Δυτική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία κατ’ εἰκόνα τους, καί ἔτσι νά διαρρήξουν τά δεσμά της μέ τήν Ἀνατολή, ἦταν πάρα πολύ εὐτυχεῖς νά ἀποδεχθοῦν ὁποιαδήποτε κληρονομιά της, εἴτε πολιτιστική, γλωσσική ἢ θρησκευτική, πού ὁ ἑλληνο-ρωμαϊκός κόσμος στό σύνολό του θά μποροῦσε νά τούς προσφέρει»[11].

Ἡ παρατήρηση τοῦ Nichols θά μποροῦσε νά ἰσχύει, ἐν μέρει, γιά τούς ἀρχικούς κατακτητές τῆς Ἰταλίας, τούς Ὀστρογότθους, οἱ ὁποῖοι υἱοθέτησαν ὄντως ἀρκετά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά τῆς ρωμαϊκῆς διακυβέρνησης. Δέν ἦταν, ὅμως, αὐτοί πού ἄφησαν τή μόνιμη σφραγίδα τους στή Δυτική Εὐρώπη. Μετά τήν ἦττα τους ἀπό τόν Ἰουστινιανό, ἐξαφανίστηκαν ἀπό τό προσκήνιο τῆς Ἱστορίας καί ἡ ἐξέλιξη τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καθορίστηκε ἀπό τούς Φράγκους. Οἱ Φράγκοι ἐπέλεξαν τή σύγκρουση μέ τή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ὄχι μόνο σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ πολιτιστικό καί θεολογικό. Ἑπομένως, δέν πρέπει νά αἰσθάνονταν «πάρα πολύ εὐτυχεῖς νά ἀποδεχθοῦν ὁποιαδήποτε κληρονομιά της». Πάντως εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Nichols, παρά τό ἀνωτέρω σχόλιό του, θεωρεῖ τόν Ρωμανίδη ὡς ἕναν ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους τοῦ κόσμου τοῦ 20ου αἰώνα.

(γ). Μιά κριτική πού φαίνεται νά ὑπολανθάνει σέ διάφορα σχόλια Ἑλλήνων γιά τίς θέσεις τοῦ Ρωμανίδη εἶναι ὅτι ἡ ἐνασχόληση μέ τά ἱστορικά ἐθνικά μας ὀνόματα εἶναι ἀναχρονιστική καί ὅτι τό ζήτημα τοῦ ἐθνικοῦ ὀνόματος δέν ἔχει καμιά οὐσιαστική σημασία σήμερα. Ὡστόσο, ὅπως ἀπέδειξε ἡ ἐμπειρία τῶν τελευταίων 20 ἐτῶν, ὅπου ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἐμπλακεῖ σέ μιά ἄλυτη διπλωματική διαμάχη γιά τό ὄνομα γειτονικοῦ κράτους, τά ἐθνικά ὀνόματα δέν ἀποτελοῦν ἀθῶες ἐπιλογές. Ἀντίθετα, κουβαλοῦν σύνθετους συμβολισμούς, περικλείουν ἐδαφικές διεκδικήσεις, ἐπανακαθορίζουν τίς ἱστορικές ἐπιλογές καί τροφοδοτοῦν τά πολιτιστικά ἐπιτεύγματα τοῦ μέλλοντος. Συνεπῶς, εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητη ἡ σωστή γνώση τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων καί τοῦ συμβολικοῦ βάρους πού μεταφέρουν.

(δ). Μιά ἐπιφανειακή ἀνάγνωση τοῦἔργου τοῦ Ρωμανίδη μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν ἐντύπωση ὅτι ἡ κατάληξη τῶν ἀπόψεών του εἶναι ἕνας ἰδιότυπος ἐθνικισμός. Ἀντί γιά τόν νεοελληνικό ἐθνικισμό, ἀναφύεται ἕνας «ρωμηοσυνικός» ἐθνικισμός. Οἱ Ρωμηοί ταυτίζονται μέ τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς ἀποκλείοντας ἄλλους λαούς ἀπό τήν ὀρθή πίστη. «Δέν μπορεῖ ἕνας Κινέζος νά εἶναι Ὀρθόδοξος; Γιατί νά ταυτιστεῖ ἡ Ρωμηοσύνη μέ τήν Ὀρθοδοξία;» εἶναι τό εὔλογο ἐρώτημα.

Στήν πραγματικότητα ὁ Ρωμανίδης ἔβλεπε τή Ρωμαιοσύνη ὡς κάτι πολύ εὐρύτερο ἀπό τά ὅρια ἑνός ἔθνους, ἔστω καί τοῦ ρωμαϊκοῦ – ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά «ρωμαϊκό ἔθνος». Ἡ Ρωμαιοσύνη ἦταν ἕνας οἰκουμενικός πολιτισμός πού περιλάμβανε τόν Ἑλληνισμό στήν οἰκουμενική του διάσταση. Ὁ Χριστιανισμός χρησιμοποίησε μέν στήν ὀρολογία του τήν ἑλληνική γλώσσα, ἀλλά κάθε λαός μπορεῖ νά ἐντάξει στή δική του παράδοση τήν ἑλληνορωμαϊκή χριστιανική κληρονομιά. Μάλιστα, οὔτε οἱ νεοέλληνες ἔχουν κάποια προνομιακή μεταχείριση λόγω ἐθνικῆς καταγωγῆς. Ἀντίθετα, στό βαθμό πού ἀγνοοῦν τήν ἱστορία τῆς Ρωμηοσύνης, ἔχουν ἀποδεχθεῖ τήν προπαγάνδα τῶν δυτικοευρωπαίων καί ἔχουν μετατραπεῖ σέ Γραικύλους.

Παρά τούς ἰσχυρισμούς διαφόρων ἐπικριτῶν, ἡ Ρωμαιοσύνη ἀποδείχτηκε ἀνά τούς αἰῶνες ἡ κατ’ ἐξοχήν ὑπέρβαση τοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἐνέταξε καί ἀφομοίωσε ποικίλους λαούς διαφόρων γλωσσικῶν προελεύσεων, χωρίς νά δίνει σημασία οὔτε στόν τόπο καταγωγῆς οὔτε στήν κοινωνική θέση. Ὁ σκοπός της ὑπῆρξε πάντοτε νά διασώσει τή μέθοδο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶχε χαθεῖ στούς ὑπόλοιπους πολιτισμούς, καί νά τόν ὁδηγήσει στή θέωση. Αὐτός ὁ σκοπός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ περιούσιους λαούς, ἐκλεκτούς εὐγενεῖς καί ἱερές γλῶσσες.

Ὁ ἴδιος ὁ Ρωμανίδης τονίζει συνεχῶς τή διαφορά τῆς Ρωμηοσύνης ἀπό τούς ἐθνικισμούς: «Ναί μέν ὁ Ρωμηός ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τήν Ρωμηοσύνην του, ἀλλά οὔτε φανατικός οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καί οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τούς ξένους οὐχί ὅμως ἀφελῶς. Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλας τάς φυλάς καί ὅλα τά ἔθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν». Καί λίγο παρακάτω: «Διά τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καί ἐγωϊσμός. Ὁ ἡρωϊσμός τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθής καί διαρκής κατάστασις τοῦ πνεύματος καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης»[12].

(ε). Τέλος, μιά γενικότερη καί ἀρκετά πειστική κριτική χαρακτηρίζει οὐτοπικά τά συμπεράσματα τῆς ἔρευνας τοῦ Ρωμανίδη. Κλείνοντας τήν μελέτη τῶν ἔργων του, πολλοί ἀναγνῶστες θά ὁδηγηθοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ὁ συγγραφέας παροτρύνει σέ μιά ἀνασύσταση τῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας σήμερα. Πράγματι, οἱ τελευταῖες σελίδες τῆς «Ρωμηοσύνης», στόν Ἐπίλογο, μοιάζουν σάν μεγαλόπνοο πολιτικό μανιφέστο γιά τήν ἐπιστροφή τῆς «τευτονοποιηθείσης» Εὐρώπης στόν «ἑλληνικό πολιτισμό τῶν Ρωμαίων»:

«Οἱ ἐν τῇ Δύσει ἀπόγονοι τῶν Ρωμαίων ὄχι μόνον ἀνέτρεψαν τήν ταξικήν εὐγένειαν καί θεολογίαν τοῦ φεουδαλισμοῦ τῶν κατακτητῶν των, ἀλλά εἶναι ὥριμοι δι’ ἐπάνοδον εἰς τήν Ρωμαιοσύνην τῶν προγόνων των τήν ὁποίαν οἱ ἐν Ἀνατολῇ Ρωμαῖοι διατηροῦν μέχρι σήμερον μέ τό πλῆθος τῶν πολιτιστικῶν της ἐκδηλώσεων τό ὁποῖον κάποτε ὑπῆρχε καί εἰς τήν δυτικήν Ρωμαιοσύνην». (σ.273)

Στή συνέχεια, «…. ἀποτευτονοποιηθεῖσα ἡ ἔστω καί ὑπό διαστρεβλωμένην μορφήν διασωθεῖσα ἐν δυτικῇ Εὐρώπη ρωμανόφωνος καί κελτόφωνος Ρωμαιοσύνη ἐπανέρχεται εἰς τήν ἀρχικήν της ἐθνικήν, θρησκευτικήν, καί πολιτικήν ἑνότητα ἀφοῦ καταργεῖται οὕτω τό τευτονικόν πνεῦμα τεμαχισμοῦ τῶν ἀπογόνων τῶν Ρωμαίων εἰς μικρά ἐγωκεντρικά καί ἰδιοτελῆ κράτη». (σ.275)

Πρόκειται φυσικά γιά μιά οὐτοπία. Ὅπως, ἄλλωστε, οὐτοπία ἦταν ἡ διακήρυξη ἐλάχιστων Ἑβραίων τῆς Διασπορᾶς τό 1897 γιά ἐπιστροφή τοῦ διασκορπισμένου ἐπί 2000 χρόνια ἑβραϊκοῦ λαοῦ στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, μέ πρωτεύουσα τήν Ἱερουσαλήμ. Δέν χρειάστηκαν, ὅμως, πάνω ἀπό 50 χρόνια γιά νά πραγματοποιηθεῖ…

Ὁ Ρωμανίδης ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτό τό ὅραμα εἶναι οὐτοπικό, ἀλλά σπεύδει νά προσθέσει ὅτι εἶναι λιγότερο οὐτοπικό ἀπό τό σημερινό ὅραμα τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης: «Ἐφ’ ὅσον ἤδη προσπαθοῦν κάτι παρόμοιον νά κάμουν οἱ σημερινοί Εὐρωπαῖοι διατί νά μή ἐπιδιώξουν τήν ὀλιγώτερον οὐτοπιστικήν καί ἱστορικῶς πραγματικήν ἑνότητα τῶν Ρωμαίων προγόνων των;» Καί εἶναι περισσότερο οὐτοπικό τό ὅραμα τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης διότι:

«Ὡς εἶναι σήμερον ἡ τευτονοποιηθεῖσα Εὐρώπη οὐδέποτε θά ἑνωθῆ διότι κυριαρχεῖται ἀπό τό ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, εὐδαιμονιστικόν, καί ἐκμεταλλευτικόν πνεῦμα τῶν Τευτόνων τό ὁποῖον ἀναζητεῖ τήν καθυπόταξιν καί ἐκμετάλλευσιν τῶν λαῶν ὑπό μικρῶν ἰδιοτελῶν ὁμάδων» (σ.275).

Στήν ἐποχή τοῦ Μνημονίου, καθώς οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης ἀπομακρύνονται ὁλοένα ὁἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί ἀλληλοβρίζονται ἐκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τά λόγια τοῦ Ρωμανίδη ἀκούγονται, γιά ἄλλη μιά φορά, προφητικά…

Ὁλοκληρώνοντας αὐτή τή σύντομη ἀναφορά, μποροῦμε νά συνοψίσουμε συμπεραίνοντας πώς, ἐκτός ἀπό κορυφαῖος θεολόγος παγκοσμίως, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὑπῆρξε καί ἕνας πρωτοπόρος ἱστορικός. Χρησιμοποίησε διάσπαρτες μεμονωμένες πληροφορίες πού διέλαθαν τῆς προσοχῆς ἄλλων ἐρευνητῶν καί τίς συνέθεσε σέ μιά ἐντελῶς καινούργια σύλληψη, ἡ ὁποία ἄντεξε στό χρόνο καί στίς κριτικές. Αὐτή ἡ μεγαλόπνοη σύνθεση συνδυάζει τήν ἱστορική ἔρευνα μέ τή θεολογική πρόταση καί εἶναι γερά θεμελιωμένη στήν παράδοση τόσο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ. Γι’ αὐτό καί θά παραμείνει πολύτιμο κτῆμα γιά τίς μελλοντικές γενεές ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.

__________________________________________________________________________


[1] Βλ. Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου, Ἱεροθέου, «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: Ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2012.

[2] «Ἐκκλησιαστικαί Σύνοδοι καί Πολιτισμός», Θεολογία, 4,4,1995, σ.651.

[3] Ἰ. Ρωμανίδης, «Ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της», στό Ὀρθοδοξία, Ἑλληνισμός, πορεία στήν 3η χιλιετηρίδα, Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους, 1996, σελ. 67-87.

[4] Ἰ. Ρωμανίδη, “The Filioque”, Κληρονομία, τόμ.7, τεῦχος Β΄, σελ.285-314.

[5] J. Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine - Lecture 3: The Filioque”, Holy Cross Orthodox Press, Brookline, Mass., 1981.

[6] Βλ. σχετική ἀνάλυση στό Μητρ. Ναυπάκτου καίἉγ. Βλασίου, Ἱεροθέου, «Ἀλληλοεπιδράσεις θεολογίας καί πολιτικῆς στήν Εὐρώπη» στό βιβλίο «Μεταξύ δύο αἰώνων», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2000.

[7] Σέ νεοελληνική ἀπόδοση θά εἶχε ὡς ἑξῆς: «… ἀπό σήμερα θά θεωροῦνται ὡς Ἕλληνες [Hellenes] καί θά κατατάσσονται στήν κατηγορία αὐτῶν πού ἔχουν τό δικαίωμα μετανάστευσης: 1) Ὅλοι οἱ γηγενεῖς Ἕλληνες [Grecs] τῆς Ὀθωμανικῆς Ἐπικράτειας πού μετανάστευσαν πρίν ἀπό τήν 16η Ἰουνίου 1830 καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐπέστρεψαν στήν Τουρκία γιά ἐγκατάσταση ἐκεῖ, 2) ΟἱἝλληνες [Grecs] στούς ὁποίους χορηγήθηκε τό δικαίωμα μετανάστευσης μέ τό Πρωτόκολλο τῆς 16ης Ἰουνίου 1830 καί οἱ ὁποῖοι μετανάστευσαν ἀνάμεσα στήν ἡμερομηνία τοῦ ἐν λόγῳ Πρωτοκόλλου καί τήν 9η Δεκεμβρίου 1835, ἡμερομηνία κατά τήν ὁποία ὁ Χάρτης τῶν συνόρων ἐπιδόθηκε στήν Πύλη», State Papers 1836-1837, The Foreign Office, vol. 25, *****. 792. Ὁ ἀναγνώστης μένει μέ τήν ἀπορία ποιοί ἄλλοι Ἕλληνες δέν θεωροῦνται Ἕλληνες «ἀπό σήμερα»! Προφανῶς ἕνας νεαρός Μακεδόνας πού μετανάστευσε μέσα στίς ὁριζόμενες προθεσμίες εἶναι πλέον Ἕλληνας. Ὁ πατέρας του πού ἔμεινε στή Θεσσαλονίκη δέν εἶναι: παραμένει Γραικός.

[8] Ἀν. Φιλιππίδη, «Ρωμηοσύνη ἢ βαρβαρότητα», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2007.

[9] Διαθέσιμη στό διαδίκτυο στή διεύθυνση: http://www.orthodoxchristianbooks.com/downloads/345_AGAINST_ROMANIDES_3_.pdf

[10] Edward James, «Τhe Franks», Blackwell, 1988, σέλ.24. Τή φράση ἀναλύει ὁ Guy Halsall στό «Barbarian Migrations and the Roman West, 376-568», Cambridge Univ. Press, 2007, σ.12.

[11] Βλ. Aidan Nichols, O.P. «Light From the East - Authors and Themes in Orthodox Theology», Chapter V, «John Romanides and neo-Photianism», Stagbooks, 1995, σελ.78-80.

[12] Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», Πουρναρᾶς,Θεσσαλονίκη, 19822 , σέλ.13.