Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Καινοτόμος πλάνη καί χιλιοειπωμένη ἀλήθεια

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Στήν σύγχρονη κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἔχουν παγιωθῆ νοοτροπίες πού βρίσκονται στόν ἀντίποδα τῶν πνευματικῶν προϋποθέσεων τῆς ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, τῶν πνευματικῶν δηλαδή προϋποθέσεων πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας γιά τήν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Κοινό ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν τῶν νοοτροπιῶν εἶναι ἡ ἀποδοχή, ὡς φυσικῆς καταστάσεως, τῆς φιλαυτίας, τοῦ κοντόφθαλμου συμφέροντος τοῦ κατά σάρκα βίου.

Νοσηρό σύμπτωμα αὐτῶν τῶν νοοτροπιῶν στήν καθημερινότητα εἶναι ἡ ἐξουδετέρωση τῶν κριτηρίων γιά τό τί εἶναι καλό καί τί κακό, γενικότερα τί εἶναι ἀρετή καί τί κακία, τί εἶναι φυσικό καί τί ἀφύσικο. Ἔχουμε, δηλαδή. μιά σίγαση τῆς συνειδήσεως τήν ὁποία «ὑποβοηθοῦν» (ἀκριβέστερα ἐπιδεινώνουν) διάφορες νομικές διατάξεις, καθώς καί στοχοθεσίες πού προσπαθοῦν νά περάσουν μέσα στά ἐκπαιδευτικά προγράμματα πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης.

Δυστυχῶς, στίς μέρες μας βλέπουμε ὅτι ἡ ἐξουδετέρωση τῶν κριτηρίων διεισδύει καί στήν ἀκαδημαϊκή θεολογική παραγωγή, ὡς δῆθεν πρόοδος καί ὡς ἀπό ὑψηλῆς περιωπῆς, «ἀπαθής» τάχα, μελέτη τῶν «περιττῶν» δογματικῶν διενέξεων, μεταξύ τῶν αἱρεσιαρχῶν καί τῶν μεγάλων Πατέρων, ἀφοῦ, κατά μία σύγχρονη ἄποψη ὀρθόδοξου πατρολόγου, οἱ δογματικές διαφορές «εἶχαν νὰ κάνουν περισσότερο μὲ τὸ ὕφος τῆς θεολογίας παρὰ μὲ θεμελιώδεις διαφορὲς σὲ θέματα πίστης» (π. A. Louth).

Μέ τέτοιες χριστολογικές προϋποθέσεις, ὅμως, πῶς μπορεῖ νά θεμελιωθῆ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή μας καί πῶς μποροῦμε νά ζήσουμε τήν μετάνοιά μας, ὡς ἐνεργοποίηση τοῦ χαρίσματός μας νά εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Καί ποιά εἶναι ἡ σχέση μας ἐν Χριστῷ μέ τόν Θεό, ὅταν δέν θεωροῦμε σημαντικά πράγματα τίς αἱρέσεις γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοούσιου μέ ἐμᾶς, ἀλλά καί Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος;

Ἐπειδή πολλά νεοφανῆ, ἀντιπαραδοσιακά, ρεύματα στήν ἑλλαδική καί διεθνῆ ἀκαδημαϊκή ὀρθόδοξη θεολογία ἔχουν τήν πηγή τους στήν Ρωσία τοῦ 19ου αἰώνα, θά μιλήσουμε στήν συνέχεια γιά τήν στάση μας ἀπένατι στήν πλάνη καί τήν ἀλήθεια, μέ τίς ὁποῖες συνδέεται ἄμεσα ὁ χαρακτήρας τῆς μετάνοιας, σχολιάζοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό μυθιστόρημα τοῦ Νοστογέφσκυ Ἔγκλημα καί τιμωρία.

Πρίν περάσουμε στό κείμενο τοῦ Νοστογέφσκυ πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση μέσα στό νοῦ καί στήν καρδιά κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ κηρύγματος τῆς μετάνοιας, ὅπως τό κήρυξαν οἱ Προφῆτες, ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, καί ὅπως τό συνέχισε ὁ Χριστός, «[ἡ]μῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν», ὡς πρότυπο πρός τό ὁποῖο πρέπει νά ὁμοιωθῆ ὅλος ὁ ψυχοσωματικός ἑαυτός μας, μετασχηματιζόμενος σταδιακά πρός τήν τελειότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήματός Του.

Μετασχηματιζόμαστε σταδιακά πρός τήν τελειότητα τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθώντας Τον κατ’ ἀρχήν ὡς Διδάσκαλο, προσλαμβάνοντας τόν λόγο Του ὄχι μόνο μέ τήν ἀκοή τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Στήν συνέχεια ὑπομένουμε μαζί Του τήν ἀμφισβήτησή μας ἀπό τήν νοοτροπία τοῦ κόσμου, καθώς ἀναλαμβάνουμε τό «ἑκούσιο πάθος» τῆς ἐκκοπῆς τῶν ἐμπαθῶν δεσμῶν μας μέ τόν παρόντα αἰώνα. Κατόπιν ἀνεβαίνουμε στόν σταυρό τῆς παράδοσης τοῦ πνεύματός μας ὁλοκληρωτικά στό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν Του. Παραδίδουμε στόν Χριστό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν», γιά νά γευθοῦμε τήν ἀνάστασή μας, δηλαδή τήν ἁρπαγή μας ἀπό τήν φυλακή τῆς ἰδιοτέλειας, μέ τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ (κεκλεισμένων τῶν θυρῶν τῆς φιλαυτίας μας) στά ἐνδότερα τῆς ὕπαρξής μας, μέ τήν ταπεινή ἔγκαρπη μυστική προσευχή καί τήν χάρη τῶν μυστηρίων.

Στόν παρόντα αἰώνα, ὅμως, τόν ὁποῖο εἰκονίζει ἡ Μ. Τεσσακοστή τήν ὁποία διερχόμαστε, εὔκολα ἀλλοιώνονται τά νοήματα τοῦ εὐπρόσβλητου νοῦ μας ἀπό ποικίλες ἐπιρροές καί φθείρεται ἀκόμη περισσότερο ἡ πεπτωκυῖα φύση μας.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ γιά νά ἐκφράση κάποια τέτοια ἀλλοιωμένα νοήματα διάλεξε ἕναν τύπο (τόν Ραζουμίχιν) ὁ ὁποῖος συζητοῦσε σοβαρά θέματα ἐπίτηδες μεθυσμένος. Ὁ μετρίως μεθυσμένος διατηρεῖ μιά λογικότητα, ἀλλά ἔχει ταυτόχρονα καί τήν ἐλευθερία νά λέη «ἀλήθειες», τίς ὁποῖες δέν θά ἔλεγε, ἄν βρισκόταν σέ πλήρη ἐγρήγορση. Οἱ «ἀλήθειες» βέβαια πού λέει δέν ἔχουν ἀπόλυτη σχέση μέ τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, τόν αὐθεντικό ἀνθρώπινο βίο.

Ὁ ἥρωας τοῦ Ντοστογιέφσκυ δικαιολογεῖ τήν μέθη του λέγοντας ὅτι ἦταν ὑποχρεωμένος νά συζητήση μέ ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους διαφωνοῦσε ριζικά. Τόν βάζει ὁ Ντοστογιέφσκυ νά λέη: «Τώρα γιατί ἔχω πιῆ τόσο πολύ; Γιατί αὐτοί οἱ καταραμένοι μ’ ἀνάγκασαν νά συζητήσω. [...] Λένε τέτοιες ἠλιθιότητες. Λίγο ἔλειψε νά ἔρθουμε στά χέρια!».

Οἱ ἀπόψεις μέ τίς ὁποῖες διαφωνοῦσε καί θά τόν ἔφθαναν στό σημεῖο νά πιαστῆ μαζί τους στά χέρια εἶχαν σχέση μέ τήν «κατάργηση τῆς προσωπικότητας»: «Διακηρύσσουν τήν κατάργηση τῆς προσωπικότητας. Πρό πάντων δέν πρέπει νά εἶσαι ὁ ἑαυτός σου! Αὐτό θεωροῦν σάν τό ἅπαν τῆς προόδου».

Αὐτός, φιλελεύθερος, δέν μποροῦσε νά συμφωνήση μέ τούς σοσιαλιστές, πού δέν τούς ἐνδιέφερε τό ἄτομο, ἀλλά ἡ κοινωνία, πού ἐξαφάνιζαν τήν «προσωπικότητα» τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀτομικότητα, γιά τό καλό τῆς κοινωνίας. Ἀλλά δέν ἦταν τόσο αὐτό τό πρόβλημα τοῦ φιλελεύθερου Ραζουμίχιν. Τούς κατηγορεῖ ὅτι δέν ἦταν αὐθεντικοί σ’ αὐτό πού ἔλεγαν. «Καί νά ἦταν τουλάχιστον αὐτοί οἱ παραλογισμοί αὐθεντικοί… ὅμως ὄχι…». Δέν διαφωνεῖ γενικῶς μέ τούς παραλογισμούς. Διαφωνεῖ μέ ὅσους δέν εἶναι αὐθεντικοί. Ὅ,τι εἶναι αὐθεντικά προσωπικό, ἀκόμη καί ἡ πλάνη, ἀκόμη καί οἱ παραλογισμοί, μέσα στό φιλελεύθερο πνεῦμα τοῦ Ραζουμίχιν εἶναι πράγματα ἀποδεκτά.

«Ἐσεῖς τί νομίζετε; Φώναξε ὑψώνοντας τήν φωνή του. Νομίζετε πώς τά βάζω μαζί τους, ἐπειδή λένε ἠλιθιότητες; Ὄχι! Μ’ ἀρέσει ὅταν κανείς κάνη λάθη!...». Καί ἀναπτύσσει κατόπιν μιά «ὀντολογία τοῦ προσώπου», μέ χαρακτηριστικό τήν ἀσύδοτη ἐλευθερία, τήν διάρρηξη τῶν δεσμῶν της μέ τήν ἀλήθεια, καί φυσικά μιά ἐλευθερία ἄσχετη μέ τό μεταμορφωτικό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο ἄσχετη μέ τήν ὑπακοή στόν ἁγιοπνευματικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν Ραζουμίχιν τό νά κάνη κανείς λάθη «εἶναι ἡ μοναδική ἀνωτερότητα τοῦ ἀνθρώπου πάνω στούς ἄλλους ὀργανισμούς. Ἔτσι μονάχα φτάνουμε στήν ἀλήθεια! Εἶμαι ἄνθρωπος ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχω τή δυνατότητα νά πλανῶμαι. Κανείς δέν ἔφτασε ποτέ σέ καμιά ἀλήθεια, χωρίς νά πλανηθῆ δεκατέσσερεις φορές ἤ ἑκατόν δεκατέσσερεις. Κι αὐτό εἶναι κατά κάποιον τρόπο πρός τιμήν του». Εἶναι «πρός τιμήν μου», ἐπειδή «εἶμαι ἄνθρωπος» σημαίνει «ἔχω τή δυνατότητα νά πλανῶμαι». Αὐτό τό δόγμα εἶναι μιά φιλελεύθερη ἐπέκταση τοῦ «σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω» τοῦ Καρτέσιου, ὁ ὁποῖος δέν ξεκινοῦσε τούς στοχασμούς του ἀπό τήν βεβαιότητα ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ἀλλά ὅτι ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ ἀμφιβολία του γιά τήν ἀλήθεια.

Ἄς παρακολουθήσουμε λίγο ἀκόμη τίς ταλαιπωρίες τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ὅπως ἐκφράζονται ἀπό τόν Ραζουμίχιν, ὁ ὁποῖος προτιμᾶ τήν «αὐθεντική πλάνη», τήν πλάνη πού εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογή μιᾶς «προσωπικότητας», ἀπό τήν «χιλιοειπωμένη ἀλήθεια». Τόν βάζει ὁ Ντοστογιέφσκυ νά λέη: «Ἀλλά δέν ξέρουμε νά πλανόμαστε μ’ ἕναν τρόπο προσωπικό. Μία αὐθεντική πλάνη ἀξίζει περισσότερο ἀπό μία χιλιοειπωμένη ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια θά βρεθῆ πάντοτε, ἐνῶ ἡ ζωή μπορεῖ καί νά χαθῆ καμιά φορά. Κι ἐμεῖς τώρα τί κανουμε; Ὅλοι, ὅλοι σᾶς λέω, χωρίς καμία ἐξαίρεση, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἐπιστήμη, τή σκέψη, τίς ἀνακαλύψεις, τά ἰδανικά, τούς πόθους, τό φιλελευθερισμό, τή λογική, τήν πείρα κ.λπ. βρισκόμαστε ἀκόμα στήν προπαρασκευαστική τάξη τοῦ γυμνασίου καί μένουμε εὐχαριστημένοι ζώντας καί χρησιμοποιώντας τό πνεῦμα τῶν ἄλλων».

Πρέπει, δηλαδή, νά κάνουμε κάτι καλύτερο ἀπό αὐτό πού μᾶς παρέδωσε «τό πνεῦμα τῶν ἄλλων», τῶν παλαιοτέρων, καί γιά ἐμᾶς, τῶν ἁγίων Πατέρων. Πρέπει νά περάσουμε, δηλαδή, (γιά νά περιορισθοῦμε στά θεολογικά πράγματα) στήν μεταπατερική θεολογία, γιατί πρέπει νά καινοτομοῦμε καί ὄχι νά ἀντιγράφουμε τό παρελθόν ἐπιλέγοντας τήν στασιμότητα!

Οἱ παραπάνω ἐπεξηγήσεις προέρχονται ἀπό σύγχρονους ὁμόφρονες τοῦ Ραζουμίχιν, τόν ὁποῖο βάζει ὁ Ντοστογιέφσκυ νά λέη τίς «καινοτόμες» ἀπόψεις του μέσα σέ μιά παροξυσμική ἀτμόσφαιρα, πού διαμορφωνόταν ἀπό δύο ἐπιρροές: τοῦ ποτοῦ καί μιᾶς νεαρῆς κοπέλας, τῆς ἀδελφῆς τοῦ Ρασκόλνικοφ, κεντρικοῦ ἥρωα τοῦ μυθιστορήματος Ἔγκλημα καί τιμωρία.

Ἡ ἀτμόσφαιρα πού ἔπλασε ὁ Ντοστογιέφσκυ γιά τόν Ραζουμίχιν δέν εἶναι ἄγνωστη στήν σύγχρονη θεολογική καινοτομία. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ πατερικοῦ λόγου ὅμως εἶναι ἄλλη. Ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι κάθετα ἀντίθετοι σέ κάθε θεολογική καινοτομία, ἀφοῦ γι’ αὐτούς ἡ τελειότητα στήν γνώση καί στά δόγματα εἶναι τό νά φρονῆ κανείς τά ἴδια μέ τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πατέρες, «δι' ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆσαν».
Ἀπέναντι σέ κάθε καινοτόμο πλάνη εἶναι προφανῶς προτιμότερη κάθε χιλιοειπωμένη ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ἀλήθεια.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3246