Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι

(Ἀποσπάσματα ἀπό τό ὁμώνυμο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη»)
*

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, εἶναι καί μαρτυρική καί ὁμολογιακή Ἐκκλησία, γιατί στήν περιοχή της συγκροτήθηκαν ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού κατοχύρωσαν τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι κυρίως ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τήν σεβόμαστε, τήν εὐλαβούμαστε καί τήν θεωροῦμε ἱερά πόλη, «Νέα Σιών, ἁγία, Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν», πού ἔδωσε τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί ὑπέστη, ἀλλά καί ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται, τό μαρτύριον ἀπό ψευδαδέλφους καί ἀπό ἀνθρώπους ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν διαφόρων αἱρετικῶν πού ἀρνοῦνταν τίς βασικές χριστολογικές καί τριαδολογικές ἀποκαλυπτικές ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας, χρειάσθηκε νά συγκροτηθοῦν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι γιά νά ὁριοθετηθῆ ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί νά καθορισθοῦν οἱ ὅροι τῆς πίστεως.

Εἶναι σημαντικό ὅτι ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι συνεκροτήθησαν στήν Κωνσταντινούπολη καί σέ περιοχές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Αὐτό εἶναι δεῖγμα καί τῆς μεγάλης ἀξίας πού ἀπέκτησε ἡ Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί τό ὅτι αὐτή ἦταν ἡ πρωτεύουσα καί τό κέντρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί θεματοφύλακας τῆς πίστεως καί τῆς ἀλήθειας.

Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἀσχολήθηκαν μέ τά δογματικά καί κανονικά ζητήματα πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἐκκλησία τήν ἐποχή τους καί ἐξέδωσαν ὅρους-δόγματα, καί κανόνες. Οἱ ὅροι-δόγματα ἀναφέρονται σέ θέματα πίστεως, κυρίως ἁγιοτριαδικά, χριστολογικά καί ἐκκλησιολογικά, καί οἱ κανόνες ἀναφέρονται στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πού διασαλευόταν ἀπό τίς διάφορες ὑπερβάσεις κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν.
Ἡ Α' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο, στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, στήν μεγάλη αἴθουσα τοῦ Παλατίου τό 325 μ.Χ. .... Πρόεδροι τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, καί ὁ Κορδούης Ὅσιος, καί ἀποτελεῖτο ἀπό 318 Πατέρες. Ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα Σιλβέστρου ἦταν ὁ Κορδούης Ὅσιος καί οἱ Πρεσβύτεροι Βότων καί Βικέντιος.

Κύριος σκοπός τῆς Συνόδου ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί ἡ διατύπωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας γιά τήν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συνέταξε τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.

...

Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο στήν Κωνσταντινούπολη, νέα Πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπό τόν Μάϊο ἕως καί τήν 30ή Ἰουλίου τοῦ 381 μ.Χ. Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν στήν ἀρχή ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος, καί στήν συνέχεια, μετά τόν θάνατό του, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί μετά τήν παραίτηση αὐτοῦ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος. Παρόντες ἦταν 150 ἐπίσκοποι τοῦ ἀνατολικοῦ Κράτους, κανείς δέ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα. Κατ’ ἀρχάς ἐθεωρεῖτο γενική Σύνοδος μόνον τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἀλλά ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀναγνωρίσθηκε ὡς οἰκουμενική καί ἀπό τούς Δυτικούς.

Τήν ἀναγκαιότητα τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἐπέβαλεν ἡ κατάσταση πού δημιουργήθηκε μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, καί κυρίως ἡ ἐμφάνιση τῶν πνευματομάχων πού ἠρνοῦντο τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Σύνοδος αὐτή συνεπλήρωσε καί ὁλοκλήρωσε τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὡς πρός τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν πίστη στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τήν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί τῆς μέλλουσας ζωῆς, τό ὁποῖον εἶναι γνωστόν ὡς Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ἀναγινώσκεται σήμερα σέ ὅλες τίς ἱερές Ἀκολουθίες καί τήν θεία Λειτουργία.

Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Μικρό στήν Ἔφεσο, πού τελοῦσε ὑπό τήν πνευματική καί κανονική δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό τήν 22α Ἰουνίου τοῦ 431 μ.Χ. ἕως τήν 30ή Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος καί συμμετεῖχαν περίπου 200 Πατέρες. Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου καί κατοχύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν τιμή τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.

Ἡ πίστη τῆς Συνόδου γιά τήν Θεότοκον Μαρία συμπεριλαμβάνεται στήν ἔκδοση πίστεως τῶν «διαλλαγῶν» καί ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ὁμολογοῦμεν τοιγαροῦν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος˙ πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ' ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι' ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου κατά τήν ἀνθρωπότητα˙ ὁμοούσιον τῷ Πατρί τόν αὐτόν κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα˙ δύο γάρ φύσεων ἕνωσις γέγονε˙ δι' ὅ ἕνα Χριστόν, ἕνα Υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατά ταύτην τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν παρθένον Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν».

Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τούς αὐτοκράτορας Μαρκιανό καί Πουλχερία τό 451 στήν Χαλκηδόνα, πού ὑπαγόταν στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἄρχισε τήν 8 Ὀκτωβρίου στό μαρτύριον τῆς ἁγίας Εὐφημίας Χαλκηδόνος καί ἔληξε τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Πρόεδροι τῆς Συνόδου ἦταν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα Ρώμης Λέοντος ἤτοι οἱ ἐπίσκοποι Πασχασῖνος, Λουκέντιος καί Ἰουλιανός μέ τούς πρεσβυτέρους Βονιφάτιο καί Βασίλειο, ἀλλά καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος. Συμμετεῖχαν 630 περίπου Πατέρες, καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.

Ὁ ὅρος τῆς Συνόδου γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, υἱόν, κύριον μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν, σῳζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον».

Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό στήν Κωνσταντινούπολη στό σεκρετάριο τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως τό 553 μ.Χ., ἄρχισε τήν 5η Μαΐου καί ἔληξε τήν 4η Ἰουνίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Κωνσταντινουπόλεως Εὐτύχιος καί συμμετεῖχαν 165 Πατέρες. Ὁ Πάπας Βιργίλιος δέν ἀπέστειλε ἀντιπροσώπους, ἀλλά μετά ἀπό λίγο, τόν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 554 ἀναγνώρισε τήν Σύνοδο καί τίς ἀποφάσεις της.

Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τά «τρία κεφάλαια» πού εὐνοοῦσαν τόν Νεστοριανισμό, δηλαδή, κατεδίκασε τό πρόσωπο καί τά συγγράμματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τά συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου κατά τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί τά ὑπέρ τοῦ Νεστορίου καί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, καθώς ἐπίσης κατεδίκασε καί τήν ἐπιστολή Ἴβα Ἐδέσσης πρός τόν Πέρσην Μάρην, ὅπως καί υἱοθέτησε τήν καταδίκη τῶν δοξασιῶν τοῦ Ὠριγένους, πού εἶχε προηγουμένως ἀπαγγείλλει ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος τό 543 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ὑπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ. Πέρα ἀπό αὐτά, τό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἡ διασάφηση, κύρωση καί περιφρούρηση τῶν ἤδη θεσπισθέντων δογμάτων καί ἡ συνδιαλλαγή, ἀλλά καί ἡ ἐπανένωση τῶν Μονοφυσιτικῶν αἱρετικῶν παραφυάδων μέ τήν Ἐκκλησία.

...

Ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνον τόν Πωγωνάτον, στήν Κωνσταντινούπολη, τό 680-681 μ.Χ. Ἄρχισε τίς ἐργασίες της τήν 7η Νοεμβρίου τοῦ 680 καί τίς τελείωσε τήν 17η Σεπτεμβρίου τοῦ 681, ἀφοῦ εἶχε διακόψει τίς ἐργασίες της γιά τρεῖς μῆνες, ἀπό τήν 26η Ἀπριλίου μέχρι τήν 9η Αὐγούστου. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου διεξήχθησαν στόν σέκρετο τοῦ Παλατίου, στόν λεγόμενο Τροῦλλον. Μεταξύ τῶν Πατέρων διακρίνονταν ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος καί οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα Ἀγάθωνος Πρεσβύτεροι Θεόδωρος καί Γεώργιος μέ τόν διάκονο Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι καί προήδρευαν τῆς Συνόδου. Συμμετεῖχαν κατ’ ἄλλους 174, κατ’ ἄλλους 289 Πατέρες.

Ἡ Σύνοδος αὐτή κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό καί τόν Μονοενεργητισμό καί διετύπωσε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ὅτι ὁ Χριστός εἶχε δύο φυσικές ἐνέργειες καί δύο φυσικά θελήματα «ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως».

Ὡς πρός τό θέμα αὐτό, τῶν φυσικῶν θελήσεων καί θελημάτων ἡ Σύνοδος ἀπεφάνθη:
«Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο, καθώς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι».

Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό τόν Β΄, τόν Ρινότμητο στήν Κωνσταντινούπολη τό 691 μ.Χ. Ἄρχισε τίς ἐργασίες της τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 691 καί τελείωσε τήν 31 Αὐγούστου τοῦ 692. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Κωνσταντινουπόλεως Παῦλος καί συμμετεῖχαν κατ’ ἄλλους 211, ἤ κατ’ ἄλλους 227 ἤ 240 Πατέρες. Στήν Σύνοδο αὐτή συμμετεῖχαν καί ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα, ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος Γορτύνης τῆς Κρήτης Βασίλειος ὑπέγραψε τά Πρακτικά τῆς Συνόδου ὡς ἐπέχων τόν τόπον τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.

Ἡ Σύνοδος αὐτή συμπλήρωσε τίς δύο προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους, Πέμπτη καί Ἕκτη, διότι ἐξέδωσε κανόνες περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, πού δέν ἔκαναν ἐκεῖνες, γι΄ αὐτό καί καλεῖται Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἤ ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιατί συνεκλήθη, ὅπως καί ἡ προηγούμενη στό σέκρετο τοῦ Παλατίου, τόν λεγόμενο Τροῦλλον. Ἡ Σύνοδος αὐτή συγκροτήθηκε κυρίως ἀπό τούς Πατέρες πού συνεκρότησαν τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Πάντως, ἡ ἴδια, ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος καί πολλοί ἄλλοι τήν χαρακτηρίζουν ὡς «ἕκτην οἰκουμενικήν» ὡς συνέχεια ἐκείνης. Ἑπομένως, δέν ἀριθμεῖται ὡς μιά ἰδιαίτερη Σύνοδος, ἀλλά ὡς ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἠ ἴδια ἡ Σύνοδος χαρακτήρισε τόν ἑαυτό της ὡς Οἰκουμενική.

Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τόν ΣΤ’ καί τήν μητέρα του Εἰρήνη τήν Ἀθηναία, στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 787 μ.Χ. Ἄρχισε τίς συνεδριάσεις της τήν 24η Σεπτεμβρίου καί τελείωσε τήν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἦταν ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος, παρευρέθηκαν 367 Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα.
Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τούς εἰκονομάχους καί ἀνακήρυξε τήν σημασία τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῶν ὁποίων ἡ τιμή ἀνάγεται στό πρωτότυπο.

Ὁ ὅρος πίστεως τῆς Συνόδου αὐτῆς, ὕστερα ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς πρός τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἀποφαίνεται:
«Ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐπιμελείᾳ, παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς σεπτάς καί ἁγίας εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων καί ψηφῖδος καί ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης, ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι, τοίχοις τε καί σανίσιν, οἴκοις τε καί ὁδοῖς· τῆς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων καί πάντων ἁγίων καί ὁσίων ἀνδρῶν. Ὅσῳ γάρ συνεχῶς δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καί οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν, καί ταύταις ἀσπασμόν καί τιμητικήν προσκύνησιν ἀπονέμειν, οὐ μήν τήν κατά πίστιν ἡμῶν ἀληθινήν λατρείαν, ἥ πρέπει μόνῃ τῇ θείᾳ φύσει· ἀλλ’ ὅν τρόπον τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ καί τοῖς ἁγίοις εὐαγγελίοις καί τοῖς λοιποῖς ἱεροῖς ἀναθήμασι, καί θυμιαμάτων καί φώτων προσαγωγήν πρός τήν τούτων τιμήν ποιεῖσθαι, καθώς καί τοῖς ἀρχαίοις εὐσεβῶς εἴθισται. “Ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει”, καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν. Οὕτω γάρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, εἴτουν παράδοσις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀπό περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τό εὐαγγέλιον· οὕτω τῷ ἐν Χριστῷ λαλήσαντι Παύλῳ καί πάσῃ τῇ θείᾳ ἀποστολικῇ ὁμηγύρει καί πατρικῇ ἁγιότητι ἐξακολουθοῦμεν κρατοῦντες τάς παραδόσεις, ἅς παρειλήφαμεν· οὕτω τούς ἐπινικίους τῇ Ἐκκλησίᾳ προφητικῶς κατεπᾴδομεν ὕμνους. ...

Τούς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἤ διδάσκειν, ἤ κατά τούς ἐναγεῖς αἱρετικούς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἀθετεῖν καί καινοτομίαν τινά ἐπινοεῖν, ἤ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἤ τύπον τοῦ σταυροῦ ἤ εἰκονικήν ἀναζωγράφησιν ἤ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἤ ἐπινοεῖν σκολιῶς καί πανούργως πρός τό ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔτι γε μήν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἤ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μέν ὄντας ἤ κληρικούς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δέ ἤ λαϊκούς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι».

Πέρα ἀπό τίς ἑπτά αὐτές Οἰκουμενικές Συνόδους, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀριθμοῦνται καί ἄλλες δύο Σύνοδοι, πού χαρακτηρίζονται ὡς «Οἰκουμενικές», λόγω τῆς θεματολογίας τους καί τῶν ἀποφάσεών τους. Ἤδη ὁ Νεῖλος, Μητροπολίτης Ρόδου (15ος αἰ.), ἐκφράζοντας τήν μέχρι τῶν ἡμερῶν του παράδοση, στήν «διήγησιν συνοπτικήν περί τῶν ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων», ἀναφέρει ἐννέα Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὡς ὀγδόη ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο θεωρεῖ «τήν σύνοδον τῶν τετρακοσίων ὀγδοήκοντα ἁγίων πατέρων» ἡ ὁποία ἔγινε «ἐπί τῆς βασιλείας Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, καθ’ ἥν σύνοδον γέγονεν εἰρήνη μεταξύ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, φανερῶς ὁμολογησάντων τῶν δυτικῶν, ὅτι οὕτω ἀναγινώσκομεν καί πιστεύομεν, ὡς καί ὑμεῖς, χωρίς πρσθήκης τινός τό σύμβολον τό ἅγιον, ὡς οὕτως ἔχον ὄντως σύμβολον εἶναι τῆς ἀληθοῦς πίστεως, ἀλλά καί στούς προστιθέντας, ἤ ἐλλείποντας ἀναθεματίζομεν….». Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ἀριθμεῖ καί ὡς «ἁγίαν καί οἰκουμενικήν ἐνάτην σύνοδον» τήν γενομένην «ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ μακαρίτου καί ἀοιδίμου βασιλέως, κυρίου Ἀνδρονίκου τοῦ Παλαιολόγου, καί Ἰωάννου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου». Ἡ Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδος ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς Βαρλαάμ καί Ἀκίνδυνον καί ἀπεκήρυξε τίς αἱρετικές τους διδασκαλίες.

...

Ὡς Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος θεωρεῖται ἡ Σύνοδος πού συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 879-880 μ.Χ. ἐπί Μεγάλου Φωτίου γιά νά ἀντιμετωπίση διάφορα ἐκκλησιαστικά ζητήματα. ...

«...Ἡ Σύνοδος αὐτή μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς μία ἔκθεσις ἐκκλησιολογίας». Μέ τήν ἀνάγνωση τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου αὐτῆς καταλήγει κανείς στό συμπέρασμα ὅτι στίς πρῶτες Συνεδριάσεις μάχονται οἱ δύο τύποι ἐκκλησιολογιῶν, τῆς ἀνατολικῆς καί τῆς δυτικῆς, ὅτι στήν ἀρχή προωθήθηκε ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα ἡ δυτική ἐκκλησιολογία καί ζητήθηκε ἡ ἀποδοχή της, ἀλλά, καθώς προχωροῦσε ἡ συζήτηση, ἐπικρατοῦσε ἡ ἀνατολική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀντιπροσώπευε «τήν μέχρι τότε κοινή παράδοση τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως». Εἶναι φανερόν ὅτι ἄρχισαν νά εἰσέρχωνται πολλές ἀλλαγές στήν δυτική Ἐκκλησία, ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογία, ἀλλά τελικά οἱ ἀνατολικοί Πατέρες μέ τήν πνευματική κυριαρχία τοῦ Μεγάλου Φωτίου κατόρθωσαν νά ἐπιβληθῆ ἡ κοινή ἐκκλησιολογία, ὅπως τήν διεφύλασσε ἡ ἀνατολική Ἐκκλησία.

Τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος αὐτή ἦταν πέντε: «α) τό πρωτεῖον τοῦ πάπα, β) τά λειτουργήματα στήν Ἐκκλησία καί ἡ μεταξύ τους σχέση, γ) τά τοπικά ἔθιμα, δ) ἡ ἀθρόον χειροτονία, ε) τό Filioque».

...

Στήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Φωτίου «πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικούς θρόνους», ἀνατρέπεται ἡ αἱρετική διδασκαλία ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ Φράγκοι, ἐκτίθεται ἡ ἀπόφαση τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί παρουσιάζεται ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τοῦ ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, καί πέμπεται διά τοῦ Υἱοῦ.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Μέγας Φώτιος τήν αἵρεση τῶν Φράγκων περί τοῦ Filioque χαρακτηρίζει ὡς «ἄθεον γνώμην», καθώς ἐπίσης «ἀσέβειαν», τήν ὁποία ἐξέφρασαν «οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι (ἐπισκόπους γάρ ἐαυτούς ἐπεφήμιζον)…». Ἐδῶ βλέπουμε τήν ἄποψη τοῦ Μεγάλου Φωτίου γιά τό ὅτι οἱ Φράγκοι τοποθετοῦσαν ἐπισκόπους χωρίς χειροτονίες. Ἄλλωστε γι’ αὐτό καί οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι Πάπαι, τήν ἐποχή ἐκείνην, ἦταν ἀρνητικοί πρός τήν «ἀθρόον» ἀνάδειξη Ἐπισκόπων.

Ἀκόμη, γράφει γιά τούς Φράγκους: «τούς τῆς ἀποστασίας προδρόμους, τούς θεραπευτάς τοῦ ἀντικειμένου, τούς μυρίων ἐνόχους θανάτων, τούς κοινούς λυμεώνας». Καί καταλήγει: «τούτους τούς ἀπατεῶνας καί θεομάχους συνοδικῇ καί θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ».

Ὡς Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος θεωροῦνται οἱ Σύνοδοι πού συγκροτήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη, πού κατοχύρωσαν τόν ἡσυχασμό καί τούς καρπούς του, πού εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεοπτία, δηλαδή ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. ...

Ὅταν γίνεται λόγος γιά Συνόδους πού ἀσχολήθηκαν μέ τόν ἡσυχασμό, ἐννοοῦνται οἱ Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351. Τονίζεται ὅτι «ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 εἶναι ἡ πιό σημαντική ἀπό τίς ἡσυχαστικές, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς ἀποφάσεις της στερέωσε τήν ἀλήθεια της. Ἦταν μιά Σύνοδος στήν ὁποία συμμετεῖχαν κατά κύριο λόγο Μητροπολίτες, Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ἀποφάσεις της, ὅμως, ἔγιναν ἀποδεκτές κατά τήν διάρκεια τοῦ ΙΔ’ αἰώνα καί μετά ἀπό ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Μάλιστα σέ «συνοπτικό σχεδίασμα τῶν γεγονότων πρίν τήν σύνοδο» τοῦ 1368, ὁ συγγραφεύς παρουσιάζει τήν διακύμανση, ἀλλά τελικά καί τό πῶς ἔγιναν ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.

Καί οἱ τρεῖς αὐτές Σύνοδοι (1341, 1347 καί 1351) θεωροῦνται ὅτι ἔχουν μιά ὀργανική σχέση καί συνέχεια καί ἑπομένως ἐκλαμβάνονται ὡς μία Σύνοδος.

...

... Ἡ θεολογία τῶν Συνόδων αὐτῶν, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, συνδέεται μέ τήν θεολογία τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ὁ Λόγος καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεοί, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ὡς Φωτός συνδέεται τόσο μέ τήν θεολογία ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσο καί μέ τήν σωτηριολογική παράδοση ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν μεθοδολογία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος.

Ὁ «Τόμος Συνοδικός» τῆς Συνόδου τοῦ 1351 εἶναι μνημεῖον θεολογίας, πού δείχνει τήν συμφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων πάνω στά θέματα πού ἀπασχόλησαν τήν περίοδο ἐκείνη τούς θεολόγους, γιά τό μυστήριο τῆς ἀδιαίρετης διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, γιά τήν μέθεξη ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς οὐσίας Του, γιά τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Τά βασικά θέματα τοῦ ὅρου τῆς Συνόδου αὐτῆς περιλαμβάνονται στό δεύτερο μέρος τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζεται στήν Ἐκκλησία κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

  • Προβολές: 3686