Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ Μ. Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Β)

(Συνέχεια ἀπὸ τὸ Ὁ Μέγας Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Α))

……

4. Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Συνόδου ὡς Oἰκουμενικῆς

Ἡ Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο τόν Μακεδόνα, προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, παρέστησαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα, καί οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων. Τά θέματα τά ὁποῖα ἀντιμετώπισε ἡ Σύνοδος εἶναι δογματικά καί ἐκκλησιολογικά, καί ἑπομένως ἔχει πολλά τά ἐχέγγυα νά θεωρῆται ὡς ἡ Η’ οἰκουμενική Σύνοδος. Καί πράγματι ἔτσι εἶναι καταγεγραμμένη στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι οἰκουμενική. Αὐτό φαίνεται ἔκδηλα στά Πρακτικά της.

Στούς ἱερούς Κανόνες πού ἐθέσπισε ἡ Σύνοδος αὐτή αὐτοαποκαλεῖται πολλές φορές ὡς οἰκουμενική. Στόν πρῶτο κανόνα γράφεται: «ὥρισεν ἡ ἁγία καί οἰκουμενική Σύνοδος…» (σελ. 366). Στόν δεύτερο Κανόνα γράφεται: «ἀλλ’ οὖν ἡ ἁγία καί οἰκουμενική αὗτη Σύνοδος καί τοῦτο ρυθμίζουσα…».

Ὁ Πατριάρχης Φώτιος μέ αὐτήν τήν συνείδηση προήδρευσε τῆς Συνόδου αὐτῆς. Γι’ αὐτό σέ κάποια φάση εἶπεν: «Ἐπειδή πάντα, ὅσα ἔδει πραχθῆναι ἐν ταύτῃ τῇ ἁγίᾳ καί οἰκουμενικῇ Συνόδῳ, εὐδοκίᾳ μέν Θεοῦ, συνεργείᾳ δέ τῶν μεγάλων καί ὑψηλῶν βασιλέων ἡμῶν, ἐμπνεύσει δέ καί συναινέσει τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης, τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν ἀδελφοῦ καί πατρός, διά τῆς παρουσίας τῶν ἁγιωτάτων αὐτοῦ τοποτηρητῶν, καί τῶν λοιπῶν τριῶν ἀνατολικῶν θρόνων, ἐπεί πέρας ταῦτα αἴσιον, καί οἷον εὐχῆς ἔργον γένοιτο, εἴληφεν, εὐχαριστοῦμεν τῷ ὑπεραγάθῳ καί φιλανθρώπῳ Θεῷ….».

Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τήν ἀποκαλοῦν οἰκουμενική Σύνοδο: «Οἱ ἁγιώτατοι τοποτηρηταί τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης εἶπον· Εὐλογητός ὁ Θεός, ὅτι οὕτως αἱ γνῶμαι καί θελήσεις πάντων τῶν ἁγιωτάτων πατριαρχῶν εἰς ἕν συνῆλθον, καί διά τῆς κοινῆς ὁμονοίας καί εἰρήνης εἰς ἀγαθόν τέλος κατέληξε πάντα τά παρά τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναρχθέντα τε καί πραχθέντα».

Ὁλόκληρη ἡ Σύνοδος θεώρησε ὅτι εἶναι Οἰκουμενική: «Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπεν· ὅτι μέν ἀγαθόν τέλος τά παρ’ ἡμῶν πραχθέντα ἐδέξατο, κἄν ἡμεῖς σιωπήσωμεν, οἱ λίθοι κεκράξονται. καί ὁ μή στοιχῶν τοῖς παρά τῆς ἁγίας ταύτης καί οἰκουμενικῆς Συνόδου πραχθεῖσι, κεχωρισμένος ἔσται τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος».

Οἱ παρόντες Ἐπίσκοποι πού ὁμίλησαν χαρακτήριζαν τήν Σύνοδο ὡς οἰκουμενική. Ἡ φράση πού χρησιμοποιοῦσαν ἦταν: «συμφωνῶν τῇ ἁγία ταύτῃ καί οἰκουμενικῇ Συνόδῳ…».

Ὁ Αὐτοκράτωρ Βασίλειος ἔχει τήν ἴδια γνώμη, γι’ αὐτό ἐπικύρωσε τήν Σύνοδο αὐτή μέ τά ἑξῆς: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος Βασίλειος αὐτοκράτωρ ἐν Χριστῷ πιστός βασιλεύς Ρωμαίων ταύτῃ τῇ ἁγία καί οἰκουμενικῇ Συνόδῳ κατά πάντα συμφωνῶν, ἐπί τε τῇ ἐπικυρώσει καί ἐπισφραγίσει τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, καί ἐπί τῇ ἐπικυρώσει καί ἐπιβεβαιώσει Φωτίου τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (καί) πνευματικοῦ μου πατρός, καί ἀποβολῇ πάντων τῶν κατ’ αὐτοῦ γραφέντων ἤ λαληθέντων, ἰδιοχείρως ὑπέγραψα».

Ἐπέμενα στήν παράθεση τῶν συγκεκριμένων χωρίων γιατί ἤθελα νά φανῆ καθαρά ποιά ἦταν ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς ἰδίας τῆς Συνόδου, δηλαδή ὅλοι οἱ παρόντες πίστευαν ὅτι αὐτή ἦταν Οἰκουμενική Σύνοδος καί μάλιστα αὐτή ἐπικύρωσε καί τήν Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Πέρα ἀπό αὐτό ἐπέμενα στό σημεῖο αὐτό καί γιά ἕναν ἄλλον βασικό λόγο.

Πολλοί Ὀρθόδοξοι, σχεδόν ἡ πλειονότητα, ὁμιλοῦν γιά ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, χωρίς νά προσμετροῦν καί τήν Σύνοδο τοῦ 879-880 ὡς Οἰκουμενική, ὅπως αὐτή ἡ ἴδια αὐτοχαρακτηρίζεται καί ὅπως ἔχει ὅλες τίς κανονικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις νά εἶναι πράγματι Οἰκουμενική. Τό ἴδιο γίνεται καί γιά τήν Σύνοδο ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού καί αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς Θ’ Οἰκουμενική Σύνοδος.

Ἀλλά καί οἱ δυτικοί παραθεωροῦν τήν Σύνοδο ἐπί Φωτίου, τοῦ ἔτους 879-880. Ἐνῶ ὁ Πάπας Ἰωάννης ἀκύρωσε τήν Σύνοδο τοῦ 869-870, ἡ ὁποία καθήρεσε τόν Μ. Φώτιο καί ἐπικύρωσε τήν Σύνοδο τοῦ 879-880, ἐν τούτοις μεταξύ τῶν 21 «Οἰκουμενικῶν Συνόδων» πού ἀναγνωρίζει σήμερα ἡ παπική Ἐκκλησία συγκαταλέγεται ἡ Σύνοδος πού καθήρεσε τόν Μ. Φώτιο (869-870), καί δέν μνημονεύεται καθόλου ἡ Σύνοδος ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-880).

Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι αὐτό γίνεται ἐπειδή ἡ Η’ οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Filioque καί δέν ἀποδέχθηκε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὅταν μερικοί ἤ πολλοί ἀνέχονται μιά τέτοια ὑπονόμευση τοῦ ἔργου τοῦ Μ. Φωτίου, τότε διερωτᾶται κανείς: πῶς τιμᾶται ὁ Μ. Φώτιος, ἀφοῦ μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Φώτιος οὐσιαστικά θεωρεῖται ἀπό τούς παπικούς «ἀναθεματισμένος», ἐνῶ ὁ Πάπας Ἰωάννης Η’ τόν ἀναγνώρισε ὡς κανονικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως;

5. Τά μετά τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο

Ὁ Πάπα Ἰωάννης Η΄ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τά αἰτηματά του δέν ἔγιναν ἀποδεκτά ἀπό τήν Σύνοδο, ἀπέστειλε ἐπιστολές στόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο καί τόν Πατριάρχη Φώτιο καί ἐξέφρασε τήν δυσαρέσκειά του γιά τό ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποί του ὑπέγραψαν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς καί δήλωσε ὅτι δέν τήν ἀποδέχεται στά σημεῖα πού ἀποκλίνουν ἀπό τίς ἐντολές πού ἔδωσε.

Ἐδῶ φαίνεται ἡ θεωρία τῶν Παπικῶν ὅτι ὁ Πάπας ὑπέρκειται τῶν Συνόδων καί αὐτός τίς ἐπικυρώνει ἤ ὄχι, καί στήν πραγματικότητα ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ὑποτάσσεται στόν Πάπα καί ὄχι ὁ Πάπας στίς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται συνοδικῶς.

Ὅμως, τά πράγματα ἤδη εἶχαν πάρει τόν δρόμο τους καί δέν μποροῦσαν νά ἀλλάξουν. Ἡ προσφορά τοῦ Μ. Φωτίου μέ τήν συνεργασία του μέ τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο, διέσωσαν τήν ὀρθόδοξη πίστη μέ τήν καταδίκη τοῦ Filioque, ἀπεμάκρυναν τόν κίνδυνο διεισδύσεως τοῦ Πάπα στόν ἀνατολικό χῶρο μέ τήν κατοχή τῆς Βουλγαρίας καί ἀπέκοψαν τά σχέδια τοῦ Πάπα γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ πρωτείου στήν Ἐκκλησία, ὁπότε διασώθηκε τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας.

Παρά ταῦτα ἡ πολιτική μεταβολή στήν Αὐτοκρατορία, ἡ ἀνύψωση τοῦ Λέοντος στόν αὐτοκρατορικό θρόνο μετά τόν θάνατο τοῦ Βασιλείου, εἶχε συνέπειες καί στόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Λέων καίτοι εἶχε διατελέσει μαθητής τοῦ Μ. Φωτίου, ἐν τούτοις τόν ἐκθρόνισε καί ἀνεβίβασε σέ αὐτόν τόν ἀδελφό του Στέφανο πού τότε ἦταν ἡλικίας 16-17 ἐτῶν. Ὁ Μ. Φώτιος ἔζησε τήν δεύτερη ἐξορία του στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἀρμονιανῶν μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού συνέβη τήν 6η Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 891.

Τά ὅσα, ὅμως, κατόρθωσε κατά τήν Πατριαρχεία του δέν μποροῦσαν νά ἀλλάξουν, ὥστε ὁ Μ. Φώτιος νά ἀποδειχθῆ μεγάλος κυματοθραύστης στήν προσπάθεια τῶν δυτικῶν νά ἀλλοιωθῆ καί νά ἁλωθῆ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅταν σκεπτόμαστε τό θέμα ἀπό ἀνθρώπινης πλευρᾶς, μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι, ἄν δέν ἦταν τότε Πατριάρχης ὁ Φώτιος, μέ τά πολλά χαρίσματα πού εἶχε, οἱ Πάπες τῆς Ρώμης θά αὔξαιναν τήν ἐκκλησιαστική καί πολιτική τους ἐξουσία σέ ὅλη τήν Ἀνατολή, οἱ Φράγκοι θά ἀποκτοῦσαν μεγαλύτερη ἐξουσία καί στήν ἀνατολική Ἐκκλησία, μέ ὅλες τίς γνωστές συνέπειες, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά ἔχανε καί τήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιολογία της. Πάντως, ὅπως ἔχει προαναφερθῆ, τό Filioque εἰσῆλθε τό 1009 στήν Ἐκκλησία τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, μέ ἀποτέλεσμα νά διαγραφοῦν οἱ Λατίνοι ἀπό τά δίπτυχα καί νά ἀρχίση ἡ ἀκοινωνησία.

Ὁ Μ. Φώτιος διέγνωσε ὅλη αὐτήν τήν νοοτροπία τῶν Παπικῶν καί θέλησε νά διαφυλάξη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό αὐτήν τήν ἀλλοίωση. Ἡ ἀπόσχιση ὁλοκλήρων ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν ἀπό τήν δυτική «Ἐκκλησία» κατά τόν 16ο αἰώνα, μέ τήν Μεταρρύθμιση, ὡς ἀντίδραση στίς ὑπερβολές τοῦ Πάπα, δικαίωσε ἀπόλυτα τήν στάση καί τήν δράση τοῦ Μ. Φωτίου.

6. Ἡ προσωπικότητα τοῦ Μ. Φωτίου

Ὁ Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης ΚωνσταντινουπόλεωςὍταν κανείς μελετήση τά ἱστορικά γεγονότα τά ὁποῖα προηγήθηκαν τῆς συγκλήσεως τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί ἐκεῖνα πού ἔγιναν κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου καί μετά ἀπό αὐτήν, θά ἀναγνωρίση τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἱεροῦ Φωτίου. Αὐτός ἦταν ἡ κυριαρχοῦσα μορφή τήν ἐποχή ἐκείνη καί ὁ πλέον σύννους, διακριτικός καί μεγάλος ἡγέτης, πού μπόρεσε νά δῆ τήν κρισιμότητα τῶν καταστάσεων τῆς ἐποχῆς του καί νά ἔχη νηφάλιο καί σώφρονα νοῦ. Αὐτό μποροῦμε νά τό δοῦμε σέ τρεῖς πλευρές.

α) Ἡ πολιτική κατάσταση τῆς Αὐτοκρατορίας βρισκόταν σέ μιά διαρκῆ ὄξυνση καί ἀντιπαλότητα.

Κατ’ ἀρχάς στήν Δύση ἐκείνη τήν περίοδο κυριαρχοῦσαν οἱ Φράγκοι οἱ ὁποῖοι κατελάμβαναν μεγάλα τμήματα τοῦ Δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἐποφθαλμιοῦσαν τίς ἐκκλησιαστικές διοικήσεις τῆς Δύσεως καί βεβαίως εἶχαν βλέψεις καί πρός ἀνατολάς.

Ἔπειτα, παρατηροῦνται αὐτήν τήν περίοδο συνεχεῖς διενέξεις στά Βασιλικά Ἀνάκτορα γιά τό ποιός θά ἐπικρατήση στόν θρόνο τῆς Αὐτοκρατορίας. Μετά τόν θάνατο τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοφίλου ἀναδείχθηκε στόν θρόνο τῆς Αὐτοκρατορίας ὁ Μιχαήλ Γ’ (842-867), ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς μικρῆς του ἡλικίας (ἕξι ἐτῶν) ἐπιτροπευόταν ἀπό τήν μητέρα του Θεοδώρα καί μιά ἐπιτροπή ἀντιβασιλείας, στήν ὁποία συμπεριλαμβανόταν καί ὁ θεῖος του, ἀδελφός τῆς μητέρας του, Βάρδας, ὁ ὁποῖος ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἐκλογή τοῦ Φωτίου, ὡς Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, καί ὁ Βασίλειος Μακεδών. Μετά ἀπό λίγο ὁ Βάρδας ἀπέκτησε μεγάλη ἐξουσία, ἀφοῦ ἔγινε Καίσαρας. Ἀλλά σέ μιά ἐκστρατεία στήν Κρήτη ὁ Βάρδας δολοφονήθηκε καί ἔτσι ὁ Βασίλειος ὁ Μακεδών εἶχε ἐλεύθερη πρόσβαση στόν Αὐτοκρατορικό Θρόνο. Τό ἔτος 866 ὁ Βασίλειος στέφθηκε συναυτοκράτωρ ἀπό τόν Μιχαήλ Γ’, καί μετά ἀπό ἕνα ἔτος ἀνέλαβε τήν διακυβέρνηση τοῦ Κράτους, μετά τήν δολοφονία τοῦ Μιχαήλ, καί ἔτσι ἄρχισε ἡ Μακεδονική δυναστεία. Ἀργότερα ὁ Λέων, φαινομενικός υἱός του, στήν πραγματικότητα φυσικός υἱός τοῦ Μιχαήλ Γ΄, μετά τόν θάνατο τοῦ Βασιλείου ἀνέβηκε στόν θρόνο τῆς Αὐτοκρατορίας ὡς Λέων Γ΄ (886-912). Παρατηρεῖ κανείς ἐδῶ μιά ἀναστάτωση στήν πολιτική κατάσταση τῆς Αὐτοκρατορίας, μέ διενέξεις, δολοφονίες κλπ.

β) Αὐτήν τήν περίοδο οἱ Πάπες τῆς Ρώμης διαπνέονταν ἀπό κοσμικές ἰδέες καί εἶχαν διαρκεῖς πολέμους μέ τούς Βασιλεῖς τῶν Φράγκων.

Θά πρέπει νά μνημονεύσουμε τόν Πάπα Νικόλαο Α’. Πρόκειται γιά τόν πιό φιλόδοξο Πάπα στήν ἱστορία, πού ἐπιδίωξε νά ἀποκτήση ἐξουσία ἀνώτερη ἀπό τούς Βασιλεῖς τῶν Φράγκων καί τῶν Ρωμαίων καί μάλιστα ἐπικαλέσθηκε τήν ψευδοκωνσταντίνειο δωρεά καί τίς ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ὅταν μετέφερε τήν Πρωτεύουσα στήν Νέα Ρώμη, ἔδωσε πολιτική ἐξουσία στόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης. Ὅπως ἔχει ἀποδειχθῆ καί ἐπιστημονικά πρόκειται γιά πλαστά κείμενα πού ἐμφανίσθηκαν λίγα χρόνια πρίν ὁ Νικόλαος ἀνέλθη στόν θρόνο καί πιθανόν νά εἶναι καί ὁ δημιουργός τους, τά ὁποῖα χρησιμοποιήθηκαν ἀπό τόν Πάπα Νικόλαο γιά νά διεκδικήση καί κοσμική ἐξουσία. Κατά τήν ἐκλογή του φόρεσε πρῶτος αὐτός τριώροφο τιάρα, ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως τῶν Φράγκων Λουδοβίκου Γ΄, ἐγγονοῦ τοῦ Καρλομάγνου. Ἡ τριώροφη τιάρα συμβόλιζε τήν τριτή ἐξουσία τοῦ Πάπα, στήν γῆ, τόν οὐρανό καί τόν ᾅδη.

Ὁ Πάπας Νικόλαος Α΄ ἤθελε νά ἐπιβάλη τό πρωτεῖο σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, γι’ αὐτό ἀναμείχθηκε στήν ἐκλογή τοῦ Φωτίου, ὑπέρ τοῦ Ἰγνατίου, καί ἐπιδίωξε νά ἀποκτήση τήν κανονική ἁρμοδιότητα στήν Βουλγαρία.

Ὁ διάδοχός του στόν παπικό θρόνο Ἀδριανός Β’ (867-872), ἄν καί μικροτέρων ἱκανοτήτων ἀπό τόν Νικόλαο Α’, ἐν τούτοις διαπνεόταν ἀπό τίς ἴδιες μέ αὐτόν ἀντιλήψεις, γι’ αὐτό καί ὅπως εἴδαμε συγκάλεσε Σύνοδο στήν Ρώμη κατά τήν ὁποία ἀναθεμάτισε τόν Φώτιο καί ἔκαυσε τά Πρακτικά τῆς Συνόδου πού εἶχε καθαιρέσει τόν προκάτοχό του Νικόλαο Α’.

Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀδριανοῦ Β΄, Πάπας ἐξελέγη ὁ Ἰωάννης Η’ πού εἶχε τίς ἴδιες ἀπαιτήσεις καί εὐελπιστοῦσε ὅτι ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Βασίλειος θά τοῦ ἔδινε τήν Βουλγαρία, πράγμα τό ὁποῖο δέν πραγματοποιήθηκε. Ἦταν, ὅμως, διαλλακτικός ἔναντι τοῦ Φωτίου, πιθανόν γιατί προσδοκοῦσε ἐκκλησιαστικά ὀφέλη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα, τά ὁποῖα τελικά δέν ἔλαβε.

Πάντως καί οἱ τρεῖς Πάπες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Φωτίου (Νικόλαος Α΄, Ἀδριανός Β΄ καί Ἰωάννης Η΄) εἶχαν ἐκκλησιαστικές βλέψεις στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τόσο μέ τήν ἐπιβολή τοῦ πρωτείου, ὅσο καί μέ τήν ἀνάληψη τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας στήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας.

γ) Ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος καί οἱ ὀπαδοί του δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν τήν κρισιμότητα τῆς ἐποχῆς, ἀλλά ἔβλεπαν τά πράγματα μυωπικά.

Συγκεκριμένα, ὁ Ἰγνάτιος καί οἱ ὑποστηρικτές του διεκδικοῦσαν τήν ἐπαναφορά στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί δέν δίσταζαν νά ἐπιδιώκουν τήν παρέμβαση τοῦ Πάπα, χωρίς νά ἀντιλαμβάνωνται ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν τοῦ ἔδιναν τό δικαίωμα νά ἱκανοποιηθοῦν ὅλες οἱ βλέψεις του, οὔτε ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ἄν κυριαρχοῦσαν οἱ ἀπόψεις τοῦ Πάπα, θά ἀλλοιωνόταν τό ἐκκλησιαστικό δίκαιο καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά καί δέν θά ἀντιμετωπιζόταν ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Εὐτυχῶς πού ὁ Ἰγνάτιος συμφιλιώθηκε πρό τοῦ θανάτου του μέ τόν Μ. Φώτιο.

δ) Αὐτήν τήν δύσκολη περίοδο, ἀπό πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, ἡ παρουσία τοῦ Μ. Φωτίου ἀποδείχθηκε εὐεργετική, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μ. Φώτιος ἐκινεῖτο μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων (Βασιλέων-Παπῶν-Ἰγνατιανῶν) μέ σύνεση καί ἦταν ἡ πιό ψύχραιμη φωνή στήν ἐποχή του, ἕνας ἡγέτης μέ φωτισμένο νοῦ, διορατική σκέψη, ἀκατάβλητο θάρρος. Διέβλεπε τήν πολιτική κατάσταση καί τήν διείσδυση τῆς Δύσεως στόν ἀνατολικό χῶρο, τήν ἀπολυταρχία τοῦ Πάπα, τήν δογματική παρέκκλιση στό τριαδολογικό δόγμα, ἀλλά καί τήν ἐπιπολαιότητα τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου. Δέν ἐπιδίωξε τήν ἄνοδό του στόν Πατριαρχικό θρόνο, ἀλλά μετά τήν χειροτονία καί τήν ἐνθρόνισή του δέν ἀδράνησε ἀπό τήν κατάσταση πού ἔβλεπε νά ἐκτυλίσσεται γύρω του.

Εἶναι σημαντική ἡ «ἀπολογητική ἐπιστολή τοῦ Φωτίου πρός τόν Πάπαν Νικόλαον», ἡ ὁποία δείχνει ἔντονα τήν προσωπικότητά του, τά χαρίσματά του καί τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα.
Σέ ἕνα σημεῖο κάνει λόγο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Πατριάρχης. Γράφει: «συνεσχέθημεν ἄκοντες, κακούργοις ἴσα καθείρχθημεν, ἐτηρούμεθα φυλασσόμενοι, ἐψηφίσθημεν ἀνανεύοντες, ἐχειροτονήθημεν κλαίοντες, ὀδυρόμενοι, κοπτόμενοι. ἴσασι ταῦτα πάντες».

Σέ ἄλλο σημεῖο ὁμολογεῖ ὅτι μέ τήν ἀνάδειξή του στόν θρόνο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἔχασε τήν εἰρηνική ζωή καί τήν γλυκειά γαλήνη. Γράφει: «Ἐξέπεσον εἰρηνικῆς ζωῆς, ἐξέπεσον γαλήνης γλυκείας, ἐξέπεσον δέ καί δόξης... ἐξέπεσον τῆς φίλης ἡσυχίας...». Αἰσθάνεται δέ ἔντονα τό πολυϋπεύθυνον τοῦ Ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος. «ᾚδειν γάρ καί πρό τῆς πείρας τό πολυτάραχον καί πολυμέριμνον τῆς καθέδρας ταύτης· ᾔδειν τό δυσάρεστον καί δυσήνιον τοῦ μιγάδος ὄχλον», πού ἐκφράζεται μέ τήν ἔριδα, τόν φθόνο, τίς στάσεις, τίς ἐπαναστάσεις, τήν ὕβρη, τόν γογγυσμό, τήν ὑπεροψία καί καταφρόνηση.

Ὁ Ἱερός Φώτιος ἦταν σοφός ὡς πρός τά γράμματα καί τήν παιδεία, ἡσυχαστής ὡς πρός τόν τρόπο ζωῆς, ταπεινός καί εἰρηνικός, ὅταν ἔπρεπε ὁμολογητής καί μαχητής σέ δογματικά καί κανονικά ζητήματα, ἀφοῦ ἔφθασε σέ σημεῖο νά καθαιρέση τόν Πάπα Νικόλαο Α΄ τό 867 καί νά καταδείξη μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα ὅτι τό Filioque εἶναι αἵρεση, ὁραματιστής ὡς πρός τήν πολιτιστική ἀνύψωση τῶν Σλάβων πού τούς μετέδωσε τήν παιδεία, τόν πολιτισμό καί τήν ὀρθόδοξη ζωή, ὑπέρμαχος τῆς ἑνότητος μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν στήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη, ἔξυπνος καί εὔστροφος στόν χειρισμό τῶν θεμάτων, καί γενικά ἦταν ὁ σοφότερος, ἁγιότερος καί ὀξυδερκέστερος ἡγέτης τήν τεταραγμένη ἐκείνη ἐποχή.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Μ. Φώτιος χαρακτηρίσθηκε ὡς «ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος καί λόγιος τοῦ αἰῶνος ἐκείνου» καί «τό δυνατότερο πνεῦμα, ὁ πιό ἔξοχος πολιτικός καί ὁ πιό εὔστροφος διπλωμάτης πού ἀνέβηκε ποτέ στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (Ostrogorsky).
Ἡ Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία τοῦ ὀφείλει πολλά.

Συμπέρασμα

Ἀπό ὅσα ἀναφέρθησαν προηγουμένως, πού εἶναι πολύ λίγα σέ σχέση μέ τό ἔργο τό ὁποῖον ἐπιτέλεσε ἡ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδος (879-880), φαίνεται καθαρά ὅτι ὅσοι τιμοῦν τόν ἱερό Φώτιο πρέπει νά ἀποδεχθοῦν τούς ἀγῶνες του, τήν σοφία του, τήν διάκρισή του, τήν ἁγιότητά του, καί βεβαίως νά ἀποδεχθοῦν ἀφ΄ ἑνός μέν τήν Σύνοδο αὐτήν (879-880), ὡς Οἰκουμενική, στήν ὁποία ὁ ἴδιος διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅλες τίς ἀποφάσεις της. Τό ἴδιο πρέπει νά κάνουν μέ τόν λδ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, πού πρέπει νά τόν θεωροῦν ὡς βάση τῆς συγκροτήσεως τῆς Ἐκκλησίας σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο, ὅπως καί τόν κη’ Κανόνα τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κυρίως νά ἀποδεχθοῦν τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque. Ἐκτός ἀπό αὐτό, θά πρέπει νά ἀπαιτήσουν ἀπό τούς Παπικούς στόν διάλογο νά ἀναγνωρίσουν τήν Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδο (879-880) καί νά τήν συναριθμήσουν μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀντί τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 869-870 πού ἀφώρισε τόν Μ. Φώτιο.

Ὑπάρχουν μερικοί πού ἐπικαλοῦνται τήν ἄποψη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τήν ἀγάπη πού πρέπει νά δείχνουμε στούς αἱρετικούς, ὅτι δηλαδή ἡ αἱρετική διδασκαλία μερικῶν ὁμάδων δέν πρέπει νά καταστρατηγῆ τήν ἀγάπη μεταξύ τῶν Χριστιανῶν πού εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν. Ὅμως, δέν πρέπει νά παραθεωροῦν καί τήν γενική ἄποψη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τούς Πάπες, τήν ὁποία διετύπωσε στό τέλος τοῦ πρώτου Τόμου τῆς μελέτης του γιά τά αἴτια τοῦ Σχίσματος, ἀναφερόμενος στήν περίπτωση τοῦ Μ. Φωτίου:

«Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις; Νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν Παπῶν τῆς δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό ἑλληνικόν ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους Πάπας, οἵτινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας καί τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους».

Προσωπικά δέ αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη συγκίνηση, γιατί στήν σημαντική αὐτή Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 879-80 συμμετεῖχε καί ὑπέγραψε τά Πρακτικά της ὁ Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου Ἀντώνιος.–