Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἐκκλησιαστικοί ἑορτασμοί

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας διαιρεῖ τό ἐκκλησιαστικό ἔτος σέ διάφορους σταθμούς πού σηματοδοτοῦν τό σωτήριο ἔτος, πού εἶναι σωτηριώδης χρόνος, καί τό προσδιορίζουν. Ἔτσι ἔχουμε τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καί τίς ἑορτές τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἐπίσης τίς ἑορτές διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων.

Τό ἐκκλησιαστικό ἔτος (ἔναρξη 1η Σεπτεμβρίου) καί τό ἑορτολόγιο ἀρχίζουν ἀπό τήν Γέννηση τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), μέ τήν ὁποία ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, καί τελειώνει τόν Αὔγουστο μέ τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Ζώνης τῆς Παναγίας. Μέσα σέ αὐτό τό διάστημα ἐκτίθεται τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδή ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ τῆς ὁποίας ἡ συνέπεια εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτά ἀποτελοῦν τήν ἱερά ἱστορία.

Οἱ ἅγιοι εἶναι «μιμήματα τῆς θείας ἀγάπης», εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό καί οἱ ἑορτές τους εἶναι σημαντικά γεγονότα γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ καλοί ἄνθρωποι καί εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἀλλά οἱ θεούμενοι, ἐπειδή μετέχουν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦνται πρός τήν θέωση.

Ἡ λέξη θεούμενος δέν σημαίνει αὐτόν πού ἔχει θεωθῆ ὡς μιά στατική κατάσταση, ἀλλά αὐτόν πού βρίσκεται σέ πορεία πρός τήν θέωση, ἁγιαζόμενος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἅγιος συνεχῶς ἁγιάζεται, κατά τόν λόγο τῆς Ἀποκαλύψεως «καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. κβ΄, 11).

Γιά νά μελετήση κανείς τόν βίο κάθε ἁγίου πρέπει νά προβῆ σέ τέσσερεις ἐνέργειες, γιατί οἱ ἅγιοι ἔχουν μιά ἰδιαιτερότητα ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού διακρίνονται μέσα στήν κοινωνία καί τήν ἱστορία.

Ἡ πρώτη εἶναι νά διαβάση τό συναξάριον τῆς ἡμέρας, ὅπου παρατίθεται ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν «Συναξαριστή» του ἁπλοποίησε τήν γλώσσα τοῦ συναξαρίου πού παρατίθεται στόν κανόνα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου καί ἔτσι μπορεῖ νά γίνη κατανοητότερος ὁ βίος τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ βλέπει κανείς τά αὐθεντικά ἱστορικά στοιχεῖα τῶν ἁγίων, τά ὁποῖα ξεκαθαρίζονται ἀπό τυχόν προσθῆκες πού παρεισέφρυσαν διά μέσου τῶν χρόνων, τά θαύματά του, τό μαρτύριό του ἤ τό ὁσιακό τέλος του καί πολλές φορές σέ παραπομπές δίνει διάφορα ἄλλα στοιχεῖα τόσο ἱστορικά ὅσο καί πατερικά. Διαβάζοντας τόν συναξαριστή ἀποκτᾶμε μιά αὐθεντική γνώση τῆς ζωῆς κάθε ἁγίου.

Ἡ δεύτερη πράξη εἶναι νά διαβάση κανείς τίς τυχόν πατερικές ὁμιλίες πού διασώθηκαν γιά τίς συγκεκριμένες Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καί τίς ἑορτές τῶν ἁγίων. Διαβάζοντας αὐτές τίς πατερικές ὁμιλίες καταλαβαίνουμε τήν θεολογική διάσταση τῆς ἑορτῆς. Ἡ διαφορά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος ἀπό κάθε ἄλλο γεγονός ὀφείλεται στήν θεολογία πού τό χαρακτηρίζει. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζει τήν ἁγιότητα καί τήν ξεχωρίζει ἀπό τήν ἐπίπλαστη ἐξωτερική εὐσέβεια καί τήν ἠθική κοινωνικότητα. Ἔτσι, οἱ πατερικές ἑρμηνευτικές ἀναλύσεις εἶναι σημαντικές γιά τήν κατανόηση τῆς ἀτμόσφαιρας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κάθε ἅγιο, ἀλλά καί τίς προϋποθέσεις τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς θεώσεως. Μέ αὐτήν τήν μελέτη καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ ἅγιοι διαφέρουν ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τυχόν ἔχουν τά ἴδια ἐξωτερικά στοιχεῖα.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅταν βιογραφοῦν ἕναν ἅγιο τό κάνουν μέσα ἀπό τήν δική τους πνευματική ἐμπειρία, σύμφωνα μέ τήν βασική ἀρχή ὅτι οἱ ἐπιστήμονες κάθε εἰδικότητας ἀναγνωρίζουν τούς ὁμότεχνούς τους, καί κατά συνέπεια μόνον οἱ ἅγιοι ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους, γιατί ἔχουν τά ἴδια πνευματικά βιώματα.

Ἡ τρίτη ἐνέργεια στήν ὁποία πρέπει νά προβῆ κανείς εἶναι νά διαβάση τά τροπάρια πού ἔχουν γραφῆ γιά τήν ἑορτή ἤ τόν συγκεκριμένο ἅγιο, γιατί αὐτά μέ ἕναν πολύ ὡραῖο τρόπο εἶναι δοξολογικά, ἀλλά παρουσιάζουν καί τήν ὅλη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς θεώσεως, ἤτοι περί τῆς ἁγιότητος. Τά τροπάρια κατά τρόπον ἀπαράμιλλο, ἀφοῦ εἶναι δημιουργήματα μεγάλων ὑμνογράφων, περιγράφουν τόν τρόπο ἁγιασμοῦ, τήν μεθοδολογία τῆς ἁγιασμένης ζωῆς καί αὐτή ἡ μεθοδολογία εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση.

Μοῦ ἀρέσει νά διαβάζω τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, τά θαυμάσια τροπάρια, πού ἔγραψαν ἅγιοι ὑμνογράφοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐκφραστές τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, γιατί τά τροπάρια αὐτά εἶναι ὕμνοι δοξολογικοί μέ τούς ὁποίους ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀνυμνεῖ καί δοξάζει τόν Θεό γιά τήν παρουσία τῶν ἁγίων στήν ζωή μας. Ἔτσι, τά τροπάρια μέ ἕναν καταπληκτικό καί ὀρθόδοξο τρόπο συνδέουν τήν θεολογία μέ τήν ἄσκηση, τήν ζωή μέ τόν θάνατο, τήν θεωρία μέ τήν πράξη, τήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο.

Ἡ τέταρτη ἐνέργεια στήν ὁποία πρέπει νά προβῆ κανείς γιά νά εἰσδύση στό πνευματικό περιεχόμενο κάθε ἑορτῆς εἶναι νά μελετήση προσεκτικά τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου ἤ τήν εἰκόνα κάθε Δεσποτικῆς καί Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἁγιογραφία παρουσιάζει, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν «καινή κτίση», πού ζοῦν οἱ ἅγιοι, τήν μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τήν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, τήν μετοχή στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, διά τῆς θέας τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῶν ἁγίων μποροῦμε νά δοῦμε τήν μεταμόρφωση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, τήν φανέρωση τῆς οὐράνιας Ἐκκλησίας, στήν ὁποία μετέχουμε ἁμυδρῶς ἀπό τώρα καί πορευόμαστε σέ αὐτήν.

Φαίνεται πολύ καθαρά ὅτι τά Συναξάρια δείχνουν τόν βίο καί τήν πολιτεία κάθε ἁγίου· οἱ πατερικές ὁμιλίες περιγράφουν τήν θεολογία τῆς ἁγιότητος καί τίς προϋποθέσεις πού ὁδηγοῦν στήν ἁγιότητα· οἱ ὕμνοι ἐκφράζουν τήν δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν Θεό γιά τήν ὕπαρξη τῶν ἁγίων καί διατυπώνουν ὅλη τήν πνευματική πείρα τῆς Ἐκκλησίας· καί οἱ ἱερές εἰκόνες παρουσιάζουν ὅσο εἶναι δυνατόν τήν θέωση ψυχῆς καί σώματος τῶν ἁγίων, τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν συγκεκριμένο ἅγιο.

Πολλές φορές αἰσθάνομαι ὅτι δέν μπορῶ νά κάνω ἕνα ὀρθόδοξο κήρυγμα στόν Ναό στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, ἀλλά καί στίς ἑορτές τῶν ἁγίων, ἐάν δέν μελετήσω συγχρόνως τό συναξάριο τῆς ἑορτῆς, τίς ὁμιλίες τῶν Πατέρων, τήν ὑμνογραφία τῆς λατρείας καί τήν ἁγιογραφία. Ἄν δέν γίνεται αὐτό, τότε τό κήρυγμα χάνει τήν ἐκκλησιαστικότητά του καί προσφέρεται στούς πιστούς ἐκκοσμικευμένο, εἶναι ἕνα ἐθνοκοινωνικό κήρυγμα, μεταφέρει στόν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας τήν κοινωνική ζωή μέ τά πάθη καί τούς ἀνταγωνισμούς της. Ὁ ἐκκλησιαστικός ἄμβωνας δέν εἶναι ὁ τόπος γιά νά ἀπαντᾶ ὁ Κληρικός σέ κοινωνικά προβλήματα, ἀλλά τόπος γιά νά καταρτίζη τούς ἐκκλησιαζομένους στόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό καί τήν σωτηρία του. Ὁ Κληρικός ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀσχοληθῆ καί μέ ἄλλα θέματα, ἤτοι κοινωνικά, ἐθνικά, κλπ. σέ ἄλλες αἴθουσες πού προσφέρονται γι' αὐτόν τόν σκοπό.

Ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τῆς λατρείας εἶναι ἱερός καί ἀποβλέπει στήν πνευματική κατάρτιση τῶν πιστῶν καί τήν αὔξησή τους ἐν Χριστῷ.

Ἑπομένως, ἡ μελέτη τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας ἑνός ἁγίου μέ τόν συνδυασμό τεσσάρων παραγόντων, τοῦ Συναξαρίου τους, τῶν πατερικῶν ὁμιλιῶν, τῆς ὑμνογραφίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἁγιογραφίας συνιστᾶ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα πού δημιουργεῖ ἐκκλησιαστικό ἦθος. Ἡ διάσπαση μεταξύ τῶν τεσσάρων αὐτῶν παραγόντων προσφέρει ἐλλειμματικό ἐκκλησιαστικό ἑόρτιο λόγο, πού ἀποπρασανατολίζει τούς πιστούς.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ