Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: «Ἡ δικιά μας Ἱστορία» ὁλόκληρη

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Οἱ ἀνασκαφικές ἐργασίες στήν ἀρχαία Ἀμφίπολη, μέ τήν ἀναμονή τῆς ἐξακρίβωσης τῆς ταυτότητας τοῦ νεκροῦ ἤ τῶν νεκρῶν πού ἔχουν ἐνταφιαστῆ στόν ἀνασκαπτόμενο τάφο, ἔχουν κινητοποιήσει τό σχολιαστικό ἐνδιαφέρον πολλῶν ἀρθρογράφων διαφόρων εἰδικοτήτων.

Θά σταθοῦμε σέ ἕνα ἄρθρο, στό ὁποῖο ἀποκαλύπτονται (ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως) πολλές ἀπό τίς νεοελληνικές ἀγκυλώσεις, οἱ ὁποῖες σχετίζονται μέ τήν ὑπερηφάνεια τοῦ «μέσου Ἕλληνα» γιά τήν ἱστορία του καί τήν ἀντίρροπη ἀποκαθηλωτική ἱστοριογραφία κάποιων ἐπαγγελματιῶν τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης. Ἔχει τίτλο: «Ἡ δικιά μας Ἱστορία» καί συγγραφέας του εἶναι ὁ ὁμότιμος καθηγητής Θ. Βερέμης (Καθημερινή 21.9.2014). Ὁ κύριος λόγος πού ἀναφερόμαστε στό ἄρθρο αὐτό εἶναι γιατί διαπιστώσαμε ὅτι εἶναι ἐκκλησιαστικά ἐκμεταλλεύσιμο, ἄν καί δέν ἔχει καμμιά νοηματική ἀναφορά σέ ἐκκλησιαστικό θέμα, ἐκτός ἀπό τήν ἀκόλουθη παρατήρηση: «Γιά τούς περισσότερους συμπατριῶτες μας ἡ Ἱστορία εἶναι ἐξ ἀποκαλύψεως γνώση σάν τή θρησκευτική ἀλήθεια. Εἶναι δυνατό νά ἀμφισβητήσει ἕνας καλός Χριστιανός τήν ἀντικειμενικότητα καί τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελίων; Ἄλλο τόσο δύσκολο εἶναι νά δεῖ ὁ μέσος Ἕλληνας τήν Ἱστορία του μέ ψυχραιμία».

Ἡ παραπάνω παρατήρηση δέν δείχνει μέ σαφήνεια ἄν ἡ ἄποψη τοῦ ἀρθρογράφου γιά τά ἱερά κείμενα εἶναι ὀρθόδοξη, προτεσταντική ἤ ἀκόμη καί μουσουλμανική, εἶναι πάντως ἀπαξιωτική γιά τήν σχέση τοῦ «μέσου Ἕλληνα» μέ τήν Ἱστορία του.

Δύο κεντρικές ἀπόψεις πού ἐκφράζονται στό ἄρθρο αὐτό ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Πρῶτον, τό ὅτι ἡ ἱστορία γιά τόν «μέσο Ἕλληνα» ἔχει μετουσιωθῆ σέ στοιχεῖο τοῦ γενετικοῦ του κώδικα, καί δεύτερον, ὅτι ἡ ἀντικειμενικότητα στήν Ἱστορία εἶναι δύσκολη, κυρίως λόγῳ τοῦ διαφορετικοῦ ἀξιακοῦ κώδικα τῆς κάθε ἐποχῆς, ὅπως ἐκείνης τῶν ἱστορικῶν προσώπων πού εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἔχουν ἐνταφιαστῆ στήν Ἀμφίπολη.

Ἡ δεύτερη ἄποψη εἰσάγεται ἀπό τόν ἀρθρογράφο μέ τήν ἀποκαθήλωση τῶν ἐνδόξων νεκρῶν τῆς Ἀμφίπολης ἀπό τό εἰδωλικό ὕψος τοῦ ἠθικοῦ προτύπου. Αὐτή ἡ «ἀποκαθήλωση» εἶναι πού μᾶς προκαλεῖ νά μεταβοῦμε ἀπό τήν ἀρχαιότητα στά χριστιανικά χρόνια καί νά ὑπογραμμίσουμε τήν ἀναγκαιότητα τῆς «ἀναστήλωσης», μέσα στίς συνειδήσεις τῶν Ἑλλήνων Ρωμηῶν, τῆς «ἀμαυρωμένης εἰκόνας» τῆς πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς, μέ τά «ἀκαθαίρετα» πρότυπα τῶν Ἁγίων. Ἄς δοῦμε ὅμως τίς δύο κεντρικές ἀπόψεις πού ἐκφράζονται στό ἐν λόγῳ ἄρθρο.

Κατ’ ἀρχήν ὁ ἀρθρογράφος θεωρεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν «ταλαιπωρημένων νεοελλήνων» γιά τόν τάφο τῆς Ἀμφίπολης ὡς «μιά φυγή στό θαυμαστό τους παρελθόν». Αὐτή ἡ φυγή «δημιουργεῖ κοινότητα συναισθημάτων στούς Ἕλληνες», ὅπως εἶχε συμβῆ τό 1977 μέ τόν τάφο τοῦ Φιλίππου στήν Βεργίνα, πού ἔδωσε στόν Μανόλη Ἀνδρόνικο, γιά λίγο, φήμη μεγαλύτερη ἀπό τῶν ποδοσφαιριστῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τήν δύναμη αὐτῆς τῆς «κοινότητας τῶν συναισθημάτων» ἐξηγεῖ ὁ ἀρθρογράφος ἀνατρέχοντας στήν γένεση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους. Γράφει: «Ὅλα αὐτά εἶναι εὐνόητα σέ χώρα πού γεννήθηκε ὡς ἀνεξάρτητο κράτος χάρη στούς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων βέβαια, ἀλλά καί στήν ἀρχαία αἴγλη πού θαύμαζε ὅλη ἡ μορφωμένη Εὐρώπη». Δέν λέει βέβαια ὅτι ἡ στροφή τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους στήν «ἀρχαία αἴγλη» δέν ἐξέφραζε τό φρόνημα τοῦ λαοῦ του, ἀλλά ἦταν εἰσαγόμενη, ἦταν πολιτική τῶν Εὐρωπαίων, πού ἤθελαν νά τό ἀποκόψουν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί τήν παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης, ἀντικαθιστώντας στήν μνήμη τῶν ὑπηκόων του τήν ζωντανή, ἄν καί ὑπόδουλη, Νέα Ρώμη, μέ τήν ἀνύπαρκτη τήν ἐποχή ἐκείνη Ἀθήνα.

Πάντως, κατά τόν ἀρθρογράφο, ἡ «ἀρχαία αἴγλη» ἀποτελεῖ τήν «πολιτισμική κληρονομιά ἡ ὁποία μετουσιώνεται στήν ἀντίληψη τοῦ μέσου ἀνθρώπου σέ στοιχεῖο τοῦ γενετικοῦ μας κώδικα. Ἡ ἱστορία συνεπῶς τῆς ἀρχαίας ἀλλά καί τῆς νεότερης Ἑλλάδας ἀποτελεῖ μέρος τοῦ DNA μας, ὅπως ἡ μύτη τῆς μητέρας ἤ ἡ σωματική διάπλαση τοῦ παπποῦ». Μιλώντας ὁ κ.Βερέμης γιά ἀρχαία καί νεώτερη Ἑλλάδα δείχνει ὅτι ἀγνοεῖ τό ἐνδιάμεσο, ὅτι, δηλαδή, δέν θεωρεῖ ὡς στοιχεῖο τοῦ γενετικοῦ μας κώδικα οὔτε τήν ἔνδοξη, οὔτε τήν πονεμένη Ρωμηοσύνη. Πιό σημαντική ὅμως εἶναι ἡ ἀναφορά του στό DNA, μέ τήν ὁποία θέλει νά δείξη ὅτι ἡ σχέση τοῦ μέσου Ἕλληνα μέ τήν ἱστορία εἶναι συναισθηματική, ἐνστικτώδης, μή λογική. Τό συναίσθημα μάλιστα, πού ἐρεθίζει τό πολιτισμικό ἔνστικτο, εἶναι φορτισμένο μέ τά μαθήματα τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου, δηλαδή, μέ τίς ἱστορίες πού δέν πρόλαβαν νά ὑποστοῦν καινοτόμες ἀναθεωρήσεις.

Κατά τόν ἀρθρογράφο ἡ «μετουσίωση» αὐτῶν τῶν ἱστοριῶν σέ μέρος τοῦ DNA μας εἶναι ἡ αἰτία τοῦ σάλου πού δημιούργησαν κάποιες «καινοτομίες», ὅπως ἐκείνη τοῦ βιβλίου τῆς ἱστορίας τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τήν ὁποία μᾶλλον ὑπαινίσσεται, ὅταν γράφη: «Ὁποιαδήποτε καινοτομία, πού ἀντιβαίνει στήν κρυπτομνησία τῶν βιβλίων τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου, γίνεται αἰτία καβγάδων καί μνησικακίας».

Μιλᾶ γιά «κρυπτομνησία», ἡ ὁποία στήν κυριολεξία της σημαίνει «κρυμμένη μνήμη». Εἶναι ἡ «ἀσυνείδητη ἀπομνημόνευση» γεγονότων, τά ὁποῖα ἐπανεμφανίζονται στήν συνείδηση μόνο μέσα σέ εἰδικές συνειδησιακές καταστάσεις καί τότε συγχέονται συνήθως μέ τήν φαντασία. Δηλαδή, τά σχολικά βιβλία ἀποτελοῦν κατά τόν ἀρθρογράφο τήν «κρυμμένη μνήμη» τοῦ μέσου Ἕλληνα, ἡ ὁποία σέ καταστάσεις διέγερσης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης εἴτε ἀπό ταπεινώσεις, εἴτε ἀπό προκλητικές ἀμφισβητήσεις ἐθνικῶν προτύπων, ἀποθηκευμένη στό ἀσυνείδητο ἐπανεμφανίζεται συγχεόμενη μέ τήν φαντασία, μέσα στήν ὁποία ὡραιοποιοῦνται πρόσωπα καί γεγονότα.

Μέ τόν φόβο αὐτῆς τῆς κρυπτομνησίας γράφει: «ὁ ἐκπαιδευτικός φρονηματισμός δέν εἶναι ἱστορία». Αὐτή εἶναι ἀπόλυτη θέση, γιατί μέσα ἀπό τήν ἱστορία ἡ ἐκπαίδευση μπορεῖ νά φρονηματίση τούς νέους, προβάλλοντας πρότυπα εἴτε πρός μίμηση, εἴτε πρός ἀποφυγή, χωρίς φαντασιακές ὡραιοποιήσεις, ἀλλά καί χωρίς ἰσοπεδωτικές ἑρμηνεῖες τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος μέ βάση ἀντιηρωϊκές σύγχρονες ἰδεοληψίες.

Ἐρχόμαστε, ἔτσι, στήν δεύτερη κεντρική ἄποψη τοῦ ἄρθρου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ἀκόλουθη διατύπωση: «Παραμένει τό ἐρώτημα ἄν εἶναι δυνατή ἡ ταύτιση μέ τούς ἥρωες τοῦ παρελθόντος καί συνεπῶς ἡ ἀντικειμενικότητα στήν Ἱστορία». Συνδέει τήν ἀντικειμενικότητα στήν ἱστορία μέ τήν δυνατότητα ταυτίσεώς μας μέ τούς ἥρωες, πράγμα δύσκολο, ἀφοῦ «τό μεγάλο ἐμπόδιο», κατά τόν κ. Βερέμη, «εἶναι ὁ ἀξιακός κώδικας κάθε ἐποχῆς πού καθιστᾶ ἐξαιρετικά δύσκολη τήν κατανόηση τῶν πράξεων τῶν πρωταγωνιστῶν».

Προκειμένου νά πείση γιά τήν ἄποψή του αὐτή κάνει μιά ἀπομυθοποιητική παρουσίαση τῶν προσώπων πού ἐνδέχεται νά ἔχουν ταφῆ στήν Ἀμφίπολη. Γράφει: «Ὁ βασιλιάς τῆς Μακεδονίας Κάσσανδρος ἦταν ὑπεύθυνος γιά τόν θάνατο τῆς μητέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τῆς συζύγου του καί τῶν δύο γιῶν του (φυσικοῦ καί νόθου)... Οἱ Ἐπίγονοι τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀνταγωνίστηκαν γιά τήν ἐδαφική του κληρονομιά μέ νύχια καί μέ δόντια. Ὁ Ἀντίγονος ὁ Μονόφθαλμος σκότωσε τήν ἀδελφή τοῦ Ἀλεξάνδρου, τήν Κλεοπάτρα, γιά νά μήν παντρευτεῖ ἀνταγωνιστή του…». Καί κατόπιν ρωτᾶ: «Πῶς νά κατανοήσει ἕνας σύγχρονος νοῦς τά γεγονότα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, τόν κώδικα ἠθικῆς καί τίς ἀγριότητες τῶν ἡγετῶν;».

Προφανής στόχος τοῦ ἀρθρογράφου εἶναι νά πείση ὅτι ἡ ἀντικειμενικότητα στήν ἱστορία εἶναι δύσκολη καί παρεπόμενος, νά πλήξη τήν ἐνστικτώδη ὑπερηφάνεια τῶν Ἑλλήνων πού ἐμπνέεται ἀπό τήν «κρυπτομνησία τῶν βιβλίων τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου». Εἶναι σκληρά ἀπομυθοποιητικός, ἀλλά ἀφήνει ἀκουσίως ἕνα κενό στό ἐνδιάμεσο ἀρχαίας καί νεώτερης Ἑλλάδας, πού μπορεῖ νά γεμίση μέ τήν ἀκόλουθη έπισήμανση.

Πρῶτοι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μίλησαν μέ ἀπομυθοποιητικό ρεαλισμό, ἀλλά καί διάκριση γιά τούς ἥρωες καί τούς ἡγέτες τοῦ παλαιοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, γιά τά πρόσωπα τῆς «ἀρχαίας αἴγλης». Αὐτοί ταυτόχρονα προσήλκυσαν τόν κόσμο σέ ἕνα νέο τρόπο ζωῆς καί τόν ὁδήγησαν στήν δημιουργία ἑνός νέου πολιτισμοῦ μέ κέντρο τόν Θεάνθρωπο καί χαρακτηριστικά τήν ἀνδρεία, τήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἀγάπη. Ὁ πολιτισμός αὐτός ἐκφράστηκε κυρίως ἀπό τήν Ρωμηοσύνη, πού ἦταν ζυμωμένη μέ τόν ἡρωϊσμό τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁσίων καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικά γιά τόν «ἡρωϊσμό τῆς Ρωμηοσύνης» ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης γράφει: «εἶναι ἀληθής καί διαρκής κατάστασις τοῦ πνεύματος καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης. Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν ἁγίων».

Οἱ νεκροί τῆς Ἀμφίπολης, ὅ,τι καί ἄν ἔκαναν, εἶναι πρόγονοί μας. Δέν τούς ἀρνούμαστε, ἀλλά καί στόν βαθμό πού τούς κατανοοῦμε, δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τούς μιμηθοῦμε.

Τό ἐρώτημα εἶναι: Γιατί προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε ἀπό τό ἐνδιάμεσο ἀρχαίας καί νεώτερης Ἑλλάδας τούς μεγάλους πνευματικούς ἡγέτες τῆς Ρωμηοσύνης, τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μέ τούς ὁποίους, ἐφόσον ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ἔχουμε τόν ἴδιο «ἀξιακό κώδικα» καί κατά τόν βαθμό τῆς πνευματικῆς μας ὡρίμανσης τούς κατανοοῦμε;
Γιατί θέλουμε νά ἀποβάλουμε ἀπό τό πολιτισμικό μας DNA τήν Ρωμηοσύνη; Γιατί νά μήν μελετᾶμε τήν «δικιά μας Ἱστορία» ὁλόκληρη;

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3683