Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική, ἡ μουσική τῶν ἀγγέλων


Ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου στό Ἡράκλειο Κρήτης

(βλ. τεῦχος τῆς Ἐ.Π. 201/εἰδήσεις )


Ἐκδήλωση τοῦ Συλλόγου «Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης» Ἱερός Ναός Ἁγίου Μηνᾶ, Ἠράκλειο.  Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Ἡ μουσικὴ τῶν ἀγγέλων» Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας καί βοηθᾶ στόν σκοπό πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγήση τά μέλη της στήν θέωση καί τόν ἁγιασμό. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ἑρμηνεύεται ἀποκεκομμένα ἀπό τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή καί ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Γύρω ἀπό τό σημαντικό αὐτό θέμα θά τονίσω μερικές σκέψεις, πού θά μᾶς βοηθήσουν νά καταλάβουμε τό μεγαλεῖο καί τήν ἀξία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας μουσικῆς γενικά στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαίτερα ὅμως στήν θεία Λειτουργία, πού ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.

1. Ἡ ἀγγελική μουσική

Ἔχει γίνει καί ἐξακολουθεῖ νά γίνεται μιά συζήτηση γιά τό ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ ἐκκλησιαστική-βυζαντινή μας μουσική τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ ἡ Ἑκκλησία στήν λατρεία της. Ἄλλοι διατύπωσαν τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἐκλησιαστική μουσική προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, μέ τούς διαφόρους ἤχους –δώριο, φρύγιο, λύδιο, μιξολύδιο, ὑποδώριο, ὑποφρύγιο, ὑπολύδιο, ὑπομιξολύδιο– καί ἄλλοι ὅτι ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν ἀνατολική μουσική παράδοση, ὅπως τήν ἀραβική.

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τό περιβάλλον, στό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε, ὅπως ἀκριβῶς αὐτό ἔγινε καί σέ ὅλα τά ἄλλα στοιχεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Ἔγινε καί στό σημεῖο αὐτό ὅ,τι μέ τά δόγματα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες προκειμένου νά ἐκφράσουν τήν ἀποκαλυπτική θεολογία μέ ὅρους τῆς ἐποχῆς τους, χρησιμοποίησαν τήν ὁρολογία τήν ὁποία συνάντησαν, ἀλλά μέ τόν ἀπαραίτητο ὅρο ὅτι τήν ἀποδυνάμωσαν ἀπό τό περιεχόμενο πού εἶχε καί τήν νοηματοδότησαν σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας τους. Αὐτό τό ἔκαναν οἱ θεούμενοι Πατέρες, πού γνώρισαν ἐκ πείρας τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐξέφρασαν μέ τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους, δηλαδή τά ἄκτιστα ρήματα μεταφέρθηκαν μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα, κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου.

Ἔτσι, οἱ ἅγιοι Πατέρες γνώρισαν τί θά πῆ ἄκτιστη λατρεία τόσο στήν καρδιά ὅσο καί στόν οὐρανό, ἄκουσαν κατά τήν θεοπτία τους τήν μουσική τῶν ἀγγέλων στήν οὐράνια θεία λειτουργία καί τήν ἐξέφρασαν μέ ὅ,τι καλύτερο συνάντησαν στήν ἐποχή τους, πού ἀνταποκρινόταν κάπως στήν οὐράνια αὐτή θεία λειτουργία καί λατρεία. Κυρίως προσέλαβαν μερικά στοιχεῖα ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, τά αὔξησαν ἀκόμη περσσότερο, τά προσάρμοσαν στήν ἐμπειρική γνώση τους καί ἔτσι ἐπένδυσαν τήν λατρεία μέ τήν μουσική αὐτή. Οἱ Ἄραβες προσέλαβαν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μουσική μερικά στοιχεῖα καί τά χρησιμοποίησαν στήν δική τους παράδοση. Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Ἄραβες ἐνθουσιάσθηκαν μέ ὅλη τήν ζωή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, καί προσέλαβαν διάφορα στοιχεῖα στήν ἀρχιτεκτονική, τήν πολιτική ὀργάνωση καί τήν μουσική.

 

“H παρουσία μας στόν Ναό δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό γεγονός, καί ἡ λατρεία δέν εἶναι μιά κοινή παράσταση, ἀλλά εἶναι πανήγυρη οὐρανίων καί ἐπιγείων, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, κεκοιμημένων καί ζώντων. Στήν λατρεία, ἰδίως στήν θεία Λειτουργία, παρίστανται οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί συμπλέκονται μέ τούς προσευχομένους.

 

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης πού εἶχε μάθει νά ψέλνη κατανυκτικά ἀπό τούς λεγομένους κολλυβάδες, δηλαδή τούς φιλοκαλικούς Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν στήν Σκιάθο τό πνεῦμα καί τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀντιμετώπισε τήν ἄποψη τῶν εὐρωπαϊστῶν τῆς ἐποχῆς του πού εἰσήγαγαν τήν τετραφωνική μουσική, ὅτι ἡ Βυζαντινή μουσική δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά, ὅπως ἑρμηνεύει τήν σκέψη τους ὁ Παπαδιαμάντης, «εἶναι μεσαιωνική καί ἀφόρητος εἰς τά ἀριστοκρατικά ὦτα τῶν παρ’ ἡμῖν νεοπλούτων». Καί γράφει:
«Αὐτά λοιπόν τά ἤθη (ἐν. τά εὐρωπαϊκά) πρό πολλοῦ ἤρχισαν, καί ἐξακολουθοῦν ἀκόμη διαρκῶς νά μᾶς εἰσάγωσιν εἰς τάς Ἀθήνας. Ὅπως δέν ἀσπάζονται τόν Ἐθνικόν χορόν, ἴσως διότι δέν εἶναι ἀρκετά συγχρωτιστικός τῶν μελῶν, οὕτω ἀπορρίπτουσι καί τήν Ἐθνικήν μουσικήν, ἐπειδή δέν εἶναι ἀρκετά γαργαλιστική τῶν ὤτων. Καί ἄν ἦτο δυνατόν ἐπιστημονικῶς ν’ ἀποδειχθῆ ὅτι ἡ Βυζαντινή εἶναι αὐτούσιος ἡ μουσική τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πάλιν οἱ Λεβαντῖνοι θά τήν ἀπέρριπτον, τάχα ὡς ἀπηρχαιωμένην καί ἔξω τῆς μόδας. Διότι, ὅπως εἶναί τις ἱκανός νά αἰσθανθῇ καί ἐκτιμήσῃ πρᾶγμα τόσον ἁβρόν, ὅσον ἡ Βυζαντινή μουσική, πρέπει νά ἔχῃ ἤ ἁπλότητα ἤ λεπτότητα. Ἀλλ’ ἡ παρ’ ἡμῖν ψευδοαριστοκρατία τήν μέν ἁπλότητα, δυστυχῶς, ἀπώλεσε πρό πολλοῦ, εἰς βαθμόν δέ τινα λεπτότητος οὐδέποτε κατόρθωσε νά φθάση.

Ἄλλως, ἡ Βυζαντινή μουσική εἶναι τόσον Ἑλληνική ὅσον πρέπει νά εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τήν θέλομεν, οὔτε τήν φανταζόμεθα, ὡς αὐτήν τήν μουσικήν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀλλ’ εἶναι ἡ μόνη γνησία καί ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καί δι’ ἡμᾶς, ἐάν δέν εἶναι ἡ μουσική τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσική τῶν Ἀγγέλων».

 

Στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦμε νά δοῦμε οὔτε δοῦλο καί ἐλεύθερο, οὔτε πλούσιο καί πτωχό, οὔτε ἄρχοντα καί ἰδιώτη, ἀλλά ἀπομακρύνθηκε ὅλη αὐτή ἡ ἀνωμαλία τοῦ βίου «καί εἷς χορός ἐξ ἀπάντων συγκεκρότηται, καί ἰσηγορία (ἰσότητα) πολλή, καί τόν οὐρανόν ἡ γῆ μιμεῖται».

 

Μουσική τῶν ἀγγέλων, λοιπόν, ἡ μουσική τῆς ὀρθοδόξου λατρείας. Αὐτό φαίνεται ἔντονα καί στίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ εὐχή τῆς Μικρᾶς Εἰσόδου κάνει λόγο γιά τήν εἴσοδο τῶν ἀγγέλων, γιά τήν παρουσία τους στήν τέλεση τῆς ἀναιμάκτου Μυσταγωγίας. «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ καταστήσας ἐν οὐρανοῖς τάγματα καί στρατιάς ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων εἰς λειτουργίαν τῆς σῆς δόξης, ποίησον σύν τῇ εἰσόδῳ ἡμῶν εἴσοδον ἁγίων ἀγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ἡμῖν καί συνδοξολογούντων τήν σήν ἀγαθότητα». Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι συμμετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, στό φῶς τοῦ Θεοῦ, εἶναι συλλειτουργία καί συνδοξολογία μέ τούς ἀγγέλους.

Ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶδε ἀγγέλους στήν θεία Λειτουργία, γι’ αὐτό καί στό ἀπολυτίκιό του ψάλλουμε: «καί ἐν τῷ μέλπειν τάς ἁγίας σου εὐχάς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοι, ἱερώτατε». Ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὡς διάκονος στήν θεία Λειτουργία, μετά τήν Μικρά Εἴσοδο εἶδε τόν Χριστό νά εἰσέρχεται ἀπό τήν δυτική πύλη τοῦ Ναοῦ, περιβαλλόμενον ἀπό τούς ἀγγέλους καί ἔμεινε γιά πολλή ὥρα ἀκίνητος ἀπό αὐτήν τήν θεωρία.

Ὁ «τρισάγιος ὕμνος» πού ψάλλεται ἀπό τούς ψάλτες καί τόν ἱερέα μετά τήν Μικρή Εἴσοδο εἶναι ἔμπνευση ἑνός παιδιοῦ τό ὁποῖο κατά τήν διάρκεια μιᾶς λιτανείας στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἀπειλή σεισμοῦ φωτίσθηκε ἀπό οὐράνιο ἄγγελο καί τόν μετέδωσε στόν ἅγιο Πρόκλο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, καί ἀπό ἐκεῖ τόν παρέλαβαν ὅλες οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες. Ἡ Βασίλισσα Πουλχερία καί ὁ Θεοδόσιος ἐθέσπισαν νά ψάλλεται ὁ τρισάγιος ὕμνος σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη, ὡς ὕμνος πού διδάχθηκε ἀπό τόν ἄγγελο στό παιδί. Ἀπό τά Πρακτικά τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου φαίνεται ὅτι αὐτόν «τόν τρισάγιον ὕμνον» τόν ἔψαλλαν καί οἱ Πατέρες στήν Οἰκουμενική αὐτή Σύνοδο.

Τό «Χερουβικό», πού ψάλλεται πρίν τήν Μεγάλη Εἴσοδο, εἶναι εἰκονισμός τῶν Χερουβείμ πού κρατοῦν τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί τόν δορυφοροῦν. Οἱ ψάλτες πού ψάλλουν τόν ἐξαίσιο αὐτόν ὕμνο εἰκονίζουν τά Χερουβείμ: «Οἱ τά Χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τόν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τόν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα».

Πόσοι ἀπό μᾶς ἔχουμε συνείδηση αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς, καί πόσοι αἰσθανόμαστε τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν μυστική βαθύτητα αὐτοῦ τοῦ ὕμνου! Ὑπάρχει περίπτωση νά δίνουμε βαρύτητα στίς μουσικές νότες, ὑψώνουμε τήν φωνή μας κραυγάζοντες, αὐξάνοντας τήν φωνή μέ τήν χρήση μεγαφώνων, καί ἀγνοοῦμε τήν σημασία τῆς στιγμῆς ἐκείνης καί τῆς μεγάλης ἀξίας τοῦ ὕμνου.

Κατά τήν ἀναφορά, πού ἀποτελεῖ τό κεντρικό τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τήν τέλεση τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, καίτοι παρίστανται «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καί μυριάδες ἀγγέλων, τά Χερουβείμ, καί τά Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά», πού ἀπευθύνουν τόν ἐπινίκιον ὕμνον «ἄδοντα, βοῶντα, κεκραγότα καί λέγοντα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης σου. Ὠσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὠσαννά ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Καί ἀμέσως μετά τήν ψαλμωδία αὐτή ὁ λειτουργός Ἱερεύς λέγει: «Μετά τούτων καί ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπε, βοῶμεν καί λέγομεν: ἅγιος εἶ καί πανάγιος, Σύ, καί ὁ μονογενής σου Υἱός καί τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον. Ἅγιος εἶ καί πανάγιος καί μεγαλοπρεπής ἡ δόξα σου».

Στήν ὑπέροχη αὐτή εὐχή τῆς ἀναφορᾶς φαίνεται ἡ συλλειτουργία τῶν ψαλτῶν, τῶν ἱερέων καί τῶν ἀγγέλων. Ὁ Ἱερεύς διακόπτει τήν εὐχή γιά νά ψάλλουν οἱ ψάλτες καί οἱ δύο ἔχουν βαθειά τήν συνείδηση ὅτι συμψάλλουν καί συλλειτουργοῦν μέ τούς ἀγγέλους καί μέ ὅλα τά τάγματα τῶν οὐρανίων δυνάμεων ἀσωμάτων. Τό ἴδιο παρατηροῦμε καί στήν θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Παράσταση τοῦ Προοιμιακοῦ Ψαλμοῦ. Τοιχογραφία ἀπό τόν Νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς

Στήν δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τήν ὁρατή καί ἀόρατη Ἐκκλησία. Δέν ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες, ἀλλά μία, καί ἔχει δύο ὄψεις, ἁπλῶς ἡ ἀόρατη ὄψη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ὁρατή ἀπό τούς δικούς μας σαρκικούς ὀφθαλμούς, ἀλλά οἱ θεούμενοι μποροῦν νά δοῦν κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας καί ἀγγέλους καί ἁγίους, πού εἶναι στήν οὐράνια λειτουργία.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι στήν Ἐκκλησία ἡ λατρεία εἶναι κοινή τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων, τῆς οὐράνιας καί τῆς ἐπίγειας ὄψεως τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά μιά κοινή πανήγυρη, γιά μία εὐχαριστία. Ἀλλά καί ἡ ἁρμονία τῶν φθόγγων συναρμόσθηκε ἀπό τήν πατρική εὐδοκία. Ἡ ἁρμονία τῶν μελῶν της κινεῖται ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα, κινεῖται σάν ἀπό κάποιο πλῆκτρο καί ἀποδίδει τό τερπνό καί μακάριο μέλος, τό ἀγγελικό ἆσμα, τήν ἀκατάπαυστη συμφωνία.

Θά παραθέσω ὁλόκληρο αὐτό τό χρυσοστομικό χωρίο, γιατί εἶναι πολύ σημαντικό καί ἑρμηνεύει κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν χριστιανική λατρεία. Λέγει ὁ ἱερός Πατήρ:
«Ὤ τῶν τοῦ Χριστοῦ δωρημάτων! Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων, κάτω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκμιμοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφείμ τόν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοᾷ, κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέμπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· μία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαμα, μία εὐφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γάρ ἡ ἄφραστος τοῦ Δεσπότου συγκατάβασις ἐκρότησε, ταύτην τό Πνεῦμα συνέπλεξε τό ἅγιον, ταύτης ἡ ἁρμονία τῶν φθόγγων τῇ πατρικῇ εὐδοκίᾳ συνηρμόσθη· ἄνωθεν ἔχει τήν τῶν μελῶν εὐρυθμίαν, καί ὑπό τῆς Τριάδος, καθάπερ ὑπό πλήκτρου τινός, κινουμένη, τό τερπνόν καί μακάριον ἐνηχεῖ μέλος, τό ἀγγελικόν ᾆσμα, τήν ἄληκτον συμφωνίαν. Τοῦτο τῆς ἐνταῦθα σπουδῆς τό πέρας, οὗτος ὁ τῆς συνελεύσεως ἡμῶν καρπός».

 

Ὁ «τρισάγιος ὕμνος» πού ψάλλεται ἀπό τούς ψάλτες καί τόν ἱερέα μετά τήν Μικρή Εἴσοδο εἶναι ἔμπνευση ἑνός παιδιοῦ τό ὁποῖο κατά τήν διάρκεια μιᾶς λιτανείας στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἀπειλή σεισμοῦ φωτίσθηκε ἀπό οὐράνιο ἄγγελο καί τόν μετέδωσε στόν ἅγιο Πρόκλο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στήν κοινή προσευχή μέσα στόν Ναό καί κατά τήν θεία Λειτουργία, λέγει ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ἀφήνουν «πηγάς δακρύων», νά εἶναι ὑγροί οἱ ὀφθαλμοί ὅλων «καί θρήνους καί οἰμωγάς γενέσθαι παρά τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης». Ἀναφερόμενος στήν προτροπή τοῦ διακόνου «ὀρθοί στῶμεν καλῶς» ζητᾶ νά ἀνορθώσουν τούς λογισμούς πού σύρονται κάτω στήν γῆ, ὥστε νά παρουσιάσουν ὄρθια τήν ψυχή τους μπροστά στόν Θεό, ἀπομακρύνοντας τήν πνευματική χαλάρωση πού δημιουργεῖται ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες. Καί γιά νά τό κάνη αὐτό σαφέστερο τούς λέγει ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα εἶναι συγχορευτές μέ τούς ἀγγέλους. Μοῦ ἀρέσει πολύ αὐτή ἡ φράση «συγχορευτές μέ τούς ἀγγέλους», γι’ αὐτό θά παραθέσω τό συγκεκριμένο αὐτό χωρίο. Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος:

«Ἐννόησον τίνος πλησίον ἔστηκας, μετά τίνων μέλλεις καλεῖν τόν Θεόν, μετά τῶν Χερουβείμ. Ἀναλόγισαί σου τούς συγχορευτάς, καί ἀρκέσει σοι τοῦτο εἰς νῆψιν, ὅταν ἐνθυμηθῇς, ὅτι σῶμα περικείμενος καί σαρκί συμπεπλεγμένος, μετά τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων κατηξιώθης ἀνυμνεῖν τόν κοινόν Δεσπότην ἁπάντων». Αὐτό σημαίνει ὅτι κανένας δέν πρέπει νά συμμετέχη στούς ἱερούς καί μυστικούς ὕμνους μέ διαλελυμένη προθυμία, καί κανείς δέν πρέπει νά εἶναι κυριευμένος ἀπό βιοτικούς λογισμούς. Προτρέπει τόν Χριστιανό ὅταν βρίσκεται στήν Ἐκκλησία νά βγάλη τήν διάνοια ἀπό τά γήινα καί νά μεταθέση ὅλον τόν ἑαυτό του στόν οὐρανό «ὡς αὐτοῦ πλησίον ἑστώς τοῦ θρόνου τῆς δόξης, καί μετά τῶν Σεραφείμ ἱπτάμενος, οὕτω τόν πανάγιον ὕμνον ἀναφερέτω τῷ τῆς δόξης καί τῆς μεγαλωσύνης Θεῷ». Ἡ στάση τοῦ προσευχομένου ἐκείνη τήν ὥρα πρέπει νά εἶναι τέτοια πού ἁρμόζει στόν ἄνθρωπο πού στέκεται μπροστά στόν Θεό «μετά φρίκης καί τρόμου, μετά νηφούσης καί ἐγηγερμένης ψυχῆς».

Ἡ εἰκόνα τῶν Χριστιανῶν ὡς συγχορευτῶν μέ τούς ἀγγέλους συναντᾶται καί σέ ἄλλες ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Πατρός. Μιλώντας γιά τήν προσευχή πού πρέπει νά γίνεται στόν Ναό διδάσκει ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε τίς προσευχές μας «τῷ σχήματι τοῦ σώματος, μηδέ τῇ κραυγῇ τῆς φωνῆς, ἀλλά τῇ προθυμίᾳ τῆς γνώμης». Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά προεύχωνται ὅπως προσευχόταν ἡ Προφήτιδα Ἄννα, τῆς ὁποίας «ἡ καρδία ἐβόα» καί αὐτό γινόταν ὅπως τό συνιστᾶ ὁ Προφήτης Δαυΐδ: «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι Κύριε». Καί λέγει: «Κάτωθεν ἀπό τῆς καρδίας ἕλκυσον φωνήν· μυστήριον ποίησόν σου τήν εὐχήν». Ἡ φωνή πρέπει νά προέρχεται μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ἡ προσευχή πρέπει νά γίνη μυστήριο. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του τό τί γινόταν στά βασιλικά ἀνάκτορα τῆς ἐποχῆς του, χρησιμοποιεῖ μιά τέτοια εἰκόνα γιά νά δηλώση τήν τάξη καί τήν ἡσυχία πού πρέπει νά ἐπικρατῆ στόν Ἱερό Ναό. Ὅπως στά βασιλικά ἀνάκτορα δέν ἀκούγεται θόρυβος, ἔτσι πρέπει νά δείχνουμε εὐκοσμία ὅταν εἰσερχόμαστε στά δικά μας ἀνάκτορα, ὄχι στά ἐπίγεια, ἀλλά στά οὐράνια, πού εἶναι πιό φρικτά ἀπό τά ἐπίγεια. Καί χρησιμοποιώντας αὐτήν τήν εἰκόνα λέγει: «Καί γάρ ἀγγέλων εἶ συγχορευτής καί ἀρχαγγέλων κοινωνός, καί μετά τῶν Σεραφείμ ἄδεις. Πάντες δέ οὗτοι οἱ δῆμοι πολλήν ἐπιδείκνυνται τήν εὐταξίαν, μετά πολλῆς τῆς φρικῆς τό μυστικόν ἐκεῖνο μέλος καί τούς ἱερούς ὕμνους ἄδοντες τῷ βασιλεῖ τῶν ὅλων Θεῷ». Καί ἐπειδή μέσα στόν Ναό γίνεται μιά οὐράνια λατρεία, καί ἀκούγεται ὁ ἀγγελικός ὕμνος γι’ αὐτό συνιστᾶ στόν ἀκροατή του: «Τούτοις (τοῖς ἀγγέλοις) ἐγκατάμιξον σαὐτόν εὐχόμενος, καί τόν μυστικόν αὐτῶν ζήλωσον κόσμον».

Σέ ἄλλη ὁμιλία του ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «οἵτινες ὑποδείγματι καί σκιᾷ λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων», λέγει ὅτι ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος μέ τήν λέξη ἐπουράνια χαρακτηρίζει τά πνευματικά, γιατί ἄν καί τελοῦνται στήν γῆ, ἐν τούτοις εἶναι ἄξια τῶν οὐρανῶν. Ὅλα εἶναι ἐπουράνια, ἀφοῦ ὁ Χριστός πού βρίσκεται στόν Ναό ἐσφαγμένος βρίσκεται στούς οὐρανούς, καί κάθεται στά δεξιά τοῦ Πατρός, κατέρχεται στήν γῆ τό Ἅγιον Πνεῦμα, οἱ Χριστιανοί μέ τό βάπτισμα εἶναι πολίτες αὐτῶν πού εἶναι στούς οὐρανούς, ἡ πατρίδα, ἡ πόλη καί τό πολίτευμά μας εἶναι στούς οὐρανούς, ἐδῶ εἴμαστε ξένοι. Ἡ λατρεία πού προσφέρουν οἱ Ἱερεῖς στόν Ναό εἶναι σκιά τῶν ἐπουρανίων πραγμάτων. Μεταξύ αὐτῶν τῶν ἐπουρανίων πού ζοῦμε ἐδῶ στήν γῆ εἶναι καί οἱ ὕμνοι πού ψάλλονται στόν Ναό. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Οἱ ὕμνοι οὐκ ἐπουράνιοι; οὐχ ἅπερ ἄνω ἄδουσιν οἱ θεῖοι χοροί τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων, ταῦτα καί ἡμεῖς οἱ κάτω συνῳδά ἐκείνοις φθεγγόμεθα;».

Ἔτσι, ὅταν εἰσερχόμαστε στόν Ναό καί ἰδιαιτέρως στήν θεία Λειτουργία εἴμαστε συγχορευτές καί συμψάλλοντες μέ τούς ἀγγέλους καί πρέπει νά ζοῦμε ἐπουράνιες καταστάσεις. Ἡ σκέψη αὐτή καί κυρίως ἡ βίωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, κι ἄν ἀξιωθοῦμε κάποτε νά αἰσθανθοῦμε μιά τέτοια οὐράνια παρουσία –ἕναν ἄγγελο, ἕναν ἅγιο–, θά μᾶς κάνη νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά ψάλλουμε καρδιακά, κατανυκτικά, ἐπουράνια. Ὅταν ἡ καρδία προσεύχεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τότε γλυκαίνεται καί ἡ φωνή, ἀφοῦ ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, τῆς καρδίας, ἔχει συνέπεια καί στήν ἀναγέννηση καί τοῦ σώματος. Αὐτό εἶναι τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό ὕφος τῆς μουσικῆς.

Αὐτή ἡ πραγματικότητα φαίνεται σέ πολλά σημεῖα τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Μερικά εἶναι χαρακτηριστικά. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι χρυσοχοεῖο καί ἀργυροκοπεῖο, ἀλλά «πανήγυρις ἀγγέλων». Ἀλλοῦ λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κουρεῖο καί μυροπωλεῖο καί κάποιο ἄλλο ἐργαστήριο ἀπό ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν στήν ἀγορά, «ἀλλά τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων, βασιλεία Θεοῦ, αὐτός ὁ οὐρανός». Λέγει στούς ἀκροατές του: ἄν κανείς σοῦ ἄνοιγε τόν οὐρανό καί σέ ὁδηγοῦσε ἐκεῖ, ἀκόμη κι ἄν ἔβλεπες τόν πατέρα σου ἤ τόν ἀδελφό σου δέν θά τολμοῦσες νά ὁμιλήσης. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί στόν Ἱερό Ναό δέν πρέπει νά λέγεται τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό πνευματικά. «Καί γάρ καί τά ἐνταῦθα οὐρανός». Ὅταν εἰσερχόμαστε στόν Ναό «εἰς τόν οὐρανόν εἴσιμεν (εἰσερχόμαστε) εἰσιόντες». Αὐτό γίνεται μέ τήν διάθεση, γιατί εἶναι δυνατόν «καί ἐπί γῆς ὄντα ἐστάναι ἐν οὐρανῷ, καί τά ἐκεῖ φαντάζεσθαι, καί τά ἐκεῖθεν ἀκούειν». Γι’ αὐτό δέν πρέπει κανείς νά μεριμνᾶ γιά τά οἰκιακά του μέσα στόν ναό καί δέν πρέπει νά ἀφήνη νά παρεισφρύουν στόν οὐρανό τά ἐπίγεια. Σέ ἄλλη ὁμιλία του λέγει: «ἰδού Ἐκκλησίας ἀξίωμα καί ἀγγελική κατάστασις».

Σέ μιά ὁμιλία του διαβάζουμε ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο στό ὁποῖο φαίνεται πῶς ἔψαλλαν οἱ ἄνθρωποι τήν ἐποχή ἐκείνη στόν Ναό, καί πῶς ὅλο τό ἐκκλησίασμα ἀποτελοῦσε ἕναν χορό καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γῆ ἐμιμεῖτο τόν οὐρανό. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά ψάλλουν στόν Ναό, ἔψαλλαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί ἀπετέλεσαν μία παναρμόνια φωνή. Λέγει: «Ἰδού γάρ ὁ ψαλμός ἐπεισελθών τάς διαφόρους ἐκέρασε (ἀνέμειξε) φωνάς, καί μίαν παναρμόνιον ᾠδήν ἀνενεχθῆναι παρεσκεύασε, καί νέοι καί γέροντες, καί πλούσιοι καί πένητες, καί γυναῖκες καί ἄνδρες, καί δοῦλοι καί ἐλεύθεροι μίαν τινα μελῳδίαν ἀνηνέγκαμεν (προσφέραμε) ἅπαντες». Ὅπως ὁ κιθαρωδός συνήρμοσε μέ τήν ἀκρίβεια τῆς τέχνης του ὅλες τίς χορδές, τίς ἔκανε μία, ἐνῶ παραμένουν πολλές, ἔτσι δέν γίνεται κάτι τό καινούργιο ἐδῶ, ἀφοῦ ἡ δύναμη τοῦ ψαλμοῦ καί τῆς πνευματικῆς ὠδῆς τό ἴδιο ἀκριβῶς ἔκανε. Καί δέν ψάλλουν μόνον οἱ παρόντες, ἀλλά καί αὐτός πού πέθανε τόν ἀνέμειξε μέ τούς ζωντανούς, πού σημαίνει ὅτι στήν λατρεία προσεύχονται καί οἱ ζῶντες καί οἱ κεκοιμημένοι μαζί.

Στήν συνέχεια λέγει ὅτι στά βασιλικά ἀνάκτορα, ὅταν εἶναι παρών ὁ Βασιλεύς καί φορᾶ τό στέμμα ὅλοι οἱ παριστάμενοι, ἀκόμη καί οἱ ἀξιωματοῦχοι παραμένουν σιωπηλοί. Ὅμως τό ἀντίθετο γίνεται στόν Ναό, γιατί ὅταν φθέγγεται ὁ προφήτης, δηλαδή ὅταν ψάλλεται ἕνας ψαλμός, τότε «πάντες ἀποκρινόμεθα, καί πάντες συνεπηχοῦμεν (συνοδεύουμε στήν ψαλμωδία). Καί αὐτό συμβαίνει γιατί στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦμε νά δοῦμε οὔτε δοῦλο καί ἐλεύθερο, οὔτε πλούσιο καί πτωχό, οὔτε ἄρχοντα καί ἰδιώτη, ἀλλά ἀπομακρύνθηκε ὅλη αὐτή ἡ ἀνωμαλία τοῦ βίου «καί εἷς χορός ἐξ ἀπάντων συγκεκρότηται, καί ἰσηγορία (ἰσότητα) πολλή, καί τόν οὐρανόν ἡ γῆ μιμεῖται».

«Τοσαύτη τῆς ἐκκλησίας ἡ εὐγένεια». Ἡ εὐγένεια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μεγάλη, ἀφοῦ μέσα στήν λατρεία δέν ψάλλει ὁ ἄρχοντας μέ πολλή παρρησία, ἐνῶ ἐμποδίζεται ὁ ὑπηρέτης· οὔτε ὁ πλούσιος κινεῖ τήν γλῶσσα, ἐνῶ ὁ πτωχός καταδικάζεται σέ ἀφωνία· οὔτε ὁ ἄνδρας ψάλλει μέ θάρρος, ἐνῶ ἡ γυναίκα σιωπᾶ καί στέκεται ἄφωνη, «ἀλλά πάντες τῆς αὐτῆς ἰσοτιμίας ἀπολαύοντες, κοινήν ἀναφέρομεν τήν θυσίαν, κοινήν τήν προσφοράν». Κανείς δέν ἔχει κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἄλλο, «ἀλλά πάντες ἐν τῇ αὐτῇ τιμῇ, καί φωνή μία ἐκ διαφόρων γλωττῶν πρός τόν τῆς οἰκουμένης ἀναπέμπεται δημιουργόν». Ἡ διαφορά δέν εἶναι στήν κοινωνική τάξη, καί στό φῦλο, ἀλλά στήν διάθεση, τόν ζῆλο τήν ραθυμία, τήν κακία καί τήν ἀρετή.

Ὅλα αὐτά εἶναι σημαντικά καί δείχνουν ὅτι ἡ παρουσία μας στόν Ναό δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό γεγονός, καί ἡ λατρεία δέν εἶναι μιά κοινή παράσταση, ἀλλά εἶναι πανήγυρη οὐρανίων καί ἐπιγείων, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, κεκοιμημένων καί ζώντων. Στήν λατρεία, ἰδίως στήν θεία Λειτουργία, παρίστανται οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί συμπλέκονται μέ τούς προσευχομένους.

Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: πῶς ψάλλουν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό καί πῶς ἀκοῦνε τήν ψαλμωδία τους οἱ ἅγιοι στήν γῆ, ἀφοῦ οἱ ἄγγελοι εἶναι αἰθέρια πνεύματα, καί ἑπομένως δέν ἔχουν σῶμα καί στόμα γιά νά ἐκφωνοῦν λόγια καί νά παράγουν μουσική.

Στό θέμα αὐτό δίνεται μιά ἀπάντηση ἀπό τόν ἅγιο Διάδοχο τόν Φωτικῆς στίς «ὁράσεις» του. Σέ μιά ἐμφάνιση σέ αὐτόν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τόν ἐρώτησε γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τήν ψυχή καί τούς ἀγγέλους. Εἶναι ἐνδιαφέρον τί εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γιά τήν ψαλμωδία τῶν ἀγγέλων.

Κατ’ ἀρχάς τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι οἱ ἄγγελοι δέν ὑμνοῦν τόν Θεό μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, ἀλλά «φωνῇ τινι ἐξόχῳ». Καί μάλιστα πολλές φορές οἱ ἅγιοι, ὅπως τό λένε οἱ Γραφές, αἰσθάνονται «τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐν ὀπτασίᾳ». Βέβαια, ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων διαφέρει ἀπό τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ θεία ἐνέργειά Του. Ὅμως, τί εἶναι αὐτή ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων τήν ὁποία ἀκοῦνε οἱ ἅγιοι κατά τήν θεωρία, ἀφοῦ μάλιστα οἱ ἄγγελοι δέν ἔχουν σωματικά ὄργανα;

Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα μέ τόν θάνατο, καί τῶν ἀγγέλων. Γιατί, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, ὑμνεῖ τόν Θεό μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, ἀλλά οἱ ἄγγελοι εἶναι δημιουργημένοι «ἐν ἁπλῇ τινι καί φιλήχῳ φύσει», δηλαδή ἡ φύση τῶν ἀγγέλων εἶναι ἁπλῆ καί φιλόηχη. Οἱ ἄγγελοι δέν ἔχουν κάποιο σωματικό ὄργανο, ἀλλά οἱ ἀκατάπαυστες φωνές πού ἀκοῦνε οἱ ἅγιοι, κατά τήν διάρκεια τῆς θεοπτίας, προέρχονται ἀπό τήν ἀεικινησία τους, εἶναι σάν νά ἔχουν τήν ἀεικινησία τους ἐξαίσια αἰτία ἤχου. Διότι «τό ἀερῶδες αὐτῶν τῆς φύσεως λίαν φιλῳδόν τυγχάνον εἰς ἄπαυστον ἀεί αὐτούς προτρέπεται καί τρανοτάτην βοήν». Ἔτσι, τό ἀερῶδες τῆς φύσεως καί ἡ ἀεικινησία τῶν ἀγγέλων ἀκούγεται ὡς φωνή ἀπό τούς θεόπτες.

Ἀλλά καί ἡ ἐμφάνιση τῶν ἀγγέλων στούς ἁγίους ἀνθρώπους γίνεται λόγω τῆς ἀραιότητας τῆς φύσεώς τους, ἡ ὁποία πυκνώνεται μέ τήν δύναμη τῆς θελήσεώς τους καί ἔρχονται στήν καθαρή ψυχή ἀνεμποδίστως ἀπό τό μή φαινόμενο στό φαινόμενο σέ ὁποιοδήποτε σχῆμα θέλουν.

Πάντως, οἱ ἅγιοι βεβαιώνουν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τους, ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας γεμίζει ό Ἱερός Ναός ἀπό τήν παρουσία τῶν ἀγγέλων, γιατί ὅπου εἶναι παρών ὁ βασιλεύς Χριστός ἐκεῖ εἶναι παρόντες καί οἱ ἄγγελοί Του, ὁπότε καί οἱ Χριστιανοί εἶναι συγχορευτές καί συμψάλλοντες μέ τούς ἀγγέλους.