Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Ἀζαρίας, 3 Φεβρουαρίου

Προφήτης Ἀζαρίας, 3 ΦεβρουαρίουὉ Προφήτης Ἀζαρίας ἦταν γιός τοῦ Ὠδήδ καί ἔζησε στά χρόνια τῆς βασι­λείας τοῦ Ἀσά (956 π.Χ.). Τό ὄνομά του καί ἡ προφητεία του καταγράφονται στό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Β΄ Παραλειπομένων καί συγκεκριμένα στό 15ο κεφάλαιο. Ὁ Ἀσά ἦταν γιός καί διάδοχος τοῦ Ἀβιᾶ στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ὁ Ἀσά ὑποστήριξε τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ὀχύρωσε καλά τήν Ἰουδαία. Σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ βιβλίου Β΄ Παραλειπομένων (14ο κεφάλαιο), ὁ Ζερά ὁ Αἰθίοπας ἐκστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἰουδαίας ἔχοντας στήν διάθεσή του ἑκατομμύρια στρατοῦ καί 300 πολεμικά ἅρματα, ἐνῶ ὁ Ἀσά εἶχε στήν διάθεσή του μόνο 500.000 πολεμιστές. Νίκησε, ὅμως, μέ τήν δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Ἀσά εἶδε τό πολυάριθμο στράτευμα τοῦ ἐχθροῦ προσευχήθηκε θερμά στόν Θεό καί Τόν παρακά­λεσε νά τόν βοηθήση. Πράγματι, μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ νίκησε καί ἔτσι ἐπαληθεύθηκε γιά ἄλλη μιά φορά ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα. αὐτοί συνεποδίσθησαν καί ἔπεσαν, ἡμεῖς δέ ἀνέστημεν καί ἀνωρθώθημεν» (Ψαλμ. ιθ΄, 8-9).

Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας, μετά τήν θαυμαστή αὐτή νίκη, φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στόν βασιλιά καί στόν λαό: «Ὁ Κύριος θά εἶναι μαζί σας, ὅταν ἐσεῖς θά προσέχετε νά εἶστε μαζί Του, λατρεύοντας τό ὄνομά Του καί τηρῶντας τίς ἐντολές Του. Ὅταν τόν ζητᾶτε θά τόν βρίσκετε. Ἄν, ὅμως, τόν ἐγκαταλείψετε, θά σᾶς ἐγκαταλείψη καί Αὐτός». Αὐτά τά λόγια εἶναι σημαντικά γιά ὅλους μας.

Τά τέλη τῆς ζωῆς του ἦταν εἰρηνικά καί ἡ ταφή τοῦ σκηνώματός του ἔγινε στόν ἀγρό του.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πάνω στήν γῆ εἶναι ἕνας διαρκής ἀγώνας. Ἀγώνας γιά τήν ἐπιβίωσή του καί γιά τήν ἐπίτευξη τῶν διαφόρων στόχων του. Καί γιά ἐκείνους πού θέλουν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί ἀγώνας γιά τήν βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί γιά τήν ἀντίκρουση τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος, ὁ «νοητός τῆς κακίας προστάτης», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πολεμᾶ συνεχῶς τόν ἄνθρωπο μέ σκοπό νά τόν κάνη νά ἁμαρτήση, νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό, δηλαδή ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ Φωτός, καί ἔτσι νά σκοτισθῆ καί νά χάση τόν προσανατολισμό του καί τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς του. Οἱ πιστοί, ὅμως, μέ τήν ἄσκηση, τήν προσευχή, καί τήν μυστη­ριακή ζωή, θωρακίζονται πνευματικά καί ἔτσι μποροῦν καί ἀντιστέκονται στίς ἐπιθέσεις του, γι’ αὐτό, ἄλλωστε τούς πολεμᾶ μέ μανία. Ἀντίθετα, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέ ἀμέλεια, χωρίς ὑπακοή στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, τούς ἔχει ὑποχείριό του χωρίς ἰδιαίτερη προσπάθεια.

Στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, ὅτι, δηλαδή, ἡ ζωή τῶν πιστῶν εἶναι ἕνας διαρκής ἀγώνας, μιά συνεχής πάλη ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Λέγει: «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Καί στήν συνέχεια τούς προτρέπει νά τόν ἀντιμετωπίζουν μέ τά πνευματικά ὅπλα καί κυρίως μέ τήν προσευχή. «Διά πάσης προσευχῆς καί δεήσεως, προσευχό­μενοι ἐν παντί καιρῷ ἐν Πνεύματι, καί εἰς αὐτό τοῦτο ἀγρυπνοῦντεςἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καί δεήσει περί πάντων τῶν ἁγίων».

Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μαστίγιο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ἐπειδή δέν ἀντέχει στό ἄκουσμά του, καί καθίσταται ἀνίσχυρος νά βλάψη τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού τό προφέρει μέ πίστη καί ταπείνωση. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφέας τῆς «Κλίμακος», προτρέπει: «Ὀνόματι Ἰησοῦ μάστιζε πολεμίους».

Δεύτερον. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔρχεται καθημερινά ἀντιμέτωπος μέ διάφορα προβλή­ματα, ἄλλοτε μέ μικρά καί ἀσήμαντα, τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει μέ εὐκολία, ἄλλοτε πάλι μέ μεγάλα καί σοβαρά, τά ὁποῖα δυσκολεύεται ἤ ἀδυνατεῖ νά τά ἀντιμετωπίση. Καί στήν περίπτωση αὐτή διαπιστώνει ὅτι οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι περιορι­σμένες καί ὅτι μόνο μέ αὐτές ἀδυνατεῖ νά δώση λύση στά μεγάλα καί δύσκολα προβλήματά του, τά ὁποῖα εἶναι κυρίως ὅσα σχετίζονται μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, μέ τήν ζωή καί τόν θάνατο. Π.χ. ὅταν διαπιστώνη ὁ ἄνθρωπος ὅτι πλησιάζει τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς, τότε -ὅσο δυνατός καί ἄν νόμιζε ὅτι εἶναι μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή- αἰσθάνεται ἀδύναμος, ἀσήμαντος καί ἀνίσχυρος νά πράξη ὁτιδήποτε γιά νά τό ἀποφύγη. Καί ἔτσι συνειδητοποιεῖ τήν ματαιότητα ὅλων τῶν προσκαίρων πραγμάτων, καθώς ἐπίσης καί τό ὅτι ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία καί ὁ πλοῦτος δέν ἔχουν τήν δύναμη νά νικήσουν τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι γεγονός μή ἀνα­στρέψιμο. Τό ἴδιο, βεβαίως, διαπιστώ­νει καί ὅταν ἐξ αἰτίας τοῦ θανάτου στε­ρεῖται τῆς παρουσίας προσφιλῶν του προσώ­πων.

Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἐμπιστοσύνη μόνο στίς δικές του δυνάμεις εἶναι ἀληθινά ἀξιολύπητος, ἐπειδή, διαπιστώνοντας ὅτι ἀδυνατεῖ νά ἀντιμετωπίση τά σοβαρά προ­βλήματα τῆς ζωῆς του, θλίβεται ὑπέρμετρα καί φθάνει στήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία ἤ ἀκόμη καί στήν αὐτοκαταστροφή. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μάθει νά προσεύχεται, καί γενικά ἀγωνίζεται νά ζῆ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν ἀπελπίζεται, ἀφοῦ γνωρίζει πολύ καλά ὅτι «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις, δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν», ὅτι «οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» καί ὅτι «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Γι’ αὐτό καί σέ ὅλες τίς δυσκολίες του καταφεύγει στόν Θεό, ἐπικοινωνεῖ μαζί Του μέ τήν προσευχή, καί ἀντλεῖ ἀπό Αὐτόν δύναμη, ἐνίσχυση, παρηγορία. Ἔτσι, μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλες τίς δυσκολίες, ἀκόμα καί αὐτόν τόν θάνατο, τόν ὁποῖο, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνει στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς.

Ἡ προτροπή τοῦ Προφήτη Ἀζαρία εἶναι ἐπίκαιρη γιά τά ἔθνη, ἀλλά καί γιά τόν καθένα ξεχωριστά. Ὅσοι παραμένουν κοντά στόν Θεό μέ τήν ἐφαρμογή ὅλων τοῦ ἐντολῶν Του, αὐτοί γνωρίζουν τόν τρόπο νά ἀντιμετωπίζουν τά δύσκολα καί σοβαρά προβλήματα πού τούς παρουσιάζονται, καί ἔτσι μποροῦν νά διατηροῦν τήν ἐσωτερική τους εἰρήνη.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ