Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Ἡσυχίας»

Λόγος τοῦ Σεβασμιωτάτου στήν πανηγυρική τράπεζα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου (βλ. σελ. 1, 6)
*

Πανοσιολογιώτατε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Σεβασμίας Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ξηροποτάμου, Πανοσιολογιώτατε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ ὁσίου Φιλοθέου, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί,

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Ἡσυχίας»Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τόν Πανοσιολογιώτατο Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς διότι μέ κάλεσε νά ἔρθω στό πανηγύρι καί πραγματικά τό ἀπήλαυσα, αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν συναντοῦσε διαφόρους Χριστιανούς, ἔλεγε σᾶς ἀπήλαυσα. Τό νά συναντᾶ κανείς ἕναν ἐν Χριστῷ ἀδελφό καί μάλιστα μοναχούς οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως, εἶναι μιά πραγματική ἀπόλαυση. Γιατί ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ προφητική ζωή, ἡ ἀποστολική ζωή καί ἡ μαρτυρική ζωή. Ἐάν οἱ Μάρτυρες ἀγωνίστηκαν καί σέ μιά νύκτα ἔλαβαν τόν στέφανον τῆς δόξης καί τῆς ζωῆς, οἱ μοναχοί ἀγωνίζονται, καί οἱ Χριστιανοί κατ’  ἐπέκτασιν, ἀγωνίζονται ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τους γιά νά λάβουν «τόν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον».

Σᾶς εὐχαριστῶ, Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Καθηγούμενε, γιατί μέ καλέσατε στό πανηγύρι τῆς Μονῆς σας καί χθές τό βράδυ καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας αἰσθανόμουν μέσα μου, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε τήν ἔκφραση, ὅτι ζοῦσα ἕνα πνευματικό ὑπερθέαμα. Δηλαδή, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ψάλλονταν οἱ ψαλμωδίες, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἐξελισσόταν τό τυπικό ἦταν πραγματικά μεγαλειώδης.

Βέβαια, δέν εἶμαι ἄγνωστος στόν χῶρο αὐτόν τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί πολιτείας, διότι ὅπως ἔλεγα χθές κατά τήν ὑποδοχή τήν ὁποία μοῦ ἐπιφυλάξατε, τό Μοναστήρι Ξηροποτάμου ἦταν τό πρῶτο Μοναστήρι πού ἐπισκέφθηκα ὅταν ἦρθα στό Ἅγιον Ὄρος τό 1966, πρίν πενήντα χρόνια, ὅταν νεαρός φοιτητής ἦρθα μέ μιά ὁμάδα φοιτητῶν, μαζί μέ τόν τότε Καθηγητή Παναγιωτη Χρήστου καί τόν ὑφηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη καί ἄλλους, γιά νά μελετήσουμε τά χειρόγραφα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καί ἐδῶ παραμείναμε γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα καί ἀπό ἐδῶ μετά ἐπισκέφθηκα ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος καί ἄρχισα νά τό γνωρίζω καλύτερα καί νά γνωρίζω, θά ἔλεγα, ὄχι μόνο τήν ἐξωτερική πλευρά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά νά ἀκούω καί τήν μυστική φωνή τήν ὁποία ἔχει τό Ἅγιον Ὄρος, πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά αὐτή ἡ κραυγή ἡ ἐσωτερική, ἡ προσευχή τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με».

Ἡ προσευχή αὐτή ἔχει μέσα της τήν ὁμολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶναι προσευχή στόν Χριστό, τόν κατά φύσιν Υἱό τοῦ Πατρός καί φυσικά κανείς δέν μπορεῖ νά ἐπικαλεσθῆ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ «εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἄρα ἡ προσευχή αὐτή  ἔχει μιά Τριαδική ὁμολογία καί ταυτόχρονα ἔχει καί τήν ὁμολογία ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Αὐτό ἔζησα στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐρχόμουν τακτικά σέ πολλές ἀγρυπνίες καί στά Μοναστήρια καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί στίς Σκῆτες καί στά Καθίσματα καί στά κελλιά καί τίς Καλύβες καί ἀπήλαυσα πραγματικά τό Ἅγιον Ὄρος. Νομίζω ὅτι ἔδωσα ἕνα πολύ μεγάλο κομμάτι τῆς ζωῆς μου καί τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποίαν ἐκφράζω στό Ἅγιον Ὄρος καί γι’ αὐτό εἶμαι ὑποχρεωμένος σέ ὅλους τούς ἁγίους Πατέρες πού κατά καιρούς ἔδωσαν σε ἐμένα προσωπικά νά φάγω τό δικό τους ψωμί, ἀπό αὐτόν τόν μεγάλο θησαυρό τῆς ζωῆς τους. Γιατί, ὅταν συναντοῦσα τούς Πατέρες ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, δέν συναντοῦσα ἁπλῶς μερικούς μοναχούς, ἀλλά ἐκφραστές τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί φορεῖς τοῦ ἀληθινοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος.

Πανηγυρίσαμε τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Πολλά μπορεῖ κανείς νά πῆ γιά τούς ἁγίους Μάρτυρες καί τούς Τεσσαράκοντα, ἀλλά γενικότερα γιά τούς ἁγίους Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά ὑπογραμμίσω τρία σημεῖα.

Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι τό μαρτύριο εἶναι καρπός θεωρίας. Οἱ Μάρτυρες δέν ἦταν ἁπλῶς μερικοί ἄνθρωποι πού εἶχαν ἰσχυρή βούληση καί ἰσχυρή θέληση, ἀλλά ἔδωσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς καρπό τῆς ἐμπειρίας, ὡς καρπό τῆς θεοπτίας, ὡς καρπό τῆς θεωρίας. Ἀκούσαμε καί χθές καί σήμερα ἀπό τό ἀνάγνωσμα, καί ὅπως τό περιγράφει μάλιστα καί ὁ Μεγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἔζησε, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Καθηγούμενος, λίγα χρόνια μετά τό μαρτύριο τῶν ἁγίων καί τό μαρτύριό τους ἦταν πολύ ἀγαπητό σέ ὅλη τήν οἰκογένεια, οἱ ὁποῖοι Μάρτυρες ὅταν πήγαιναν στό μαρτύριο εἶδαν τόν Χριστό ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί ὁ Χριστός τούς ἐνίσχυσε καί ἑπομένως ἦταν μιά ὁμολογία, δέν μαρτύρησαν ἁπλῶς διότι ἄκουσαν καί εἶδαν μερικά ἀνθρώπινα πράγματα ἤ διάβασαν μερικά βιβλία, ἀλλά εἶχαν πραγματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, εἶδαν τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του. Καί κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους τό βράδυ εἶδαν τούς ἀγγέλους καί τά στεφάνια πού κρατοῦσαν γιά νά τούς στεφανώσουν. Γι’ αὐτό καί λέγω ὅτι τό μαρτύριο εἶναι καρπός θεωρίας.

Αὐτό τό βλέπουμε στούς Μακαρισμούς πού εἶπε ὁ Χριστός καί τούς ὁποίους ψάλλουμε κάθε φορά στήν θεία Λειτουργία, καί ψάλλαμε καί σήμερα. Οἱ Μακαρισμοί ἀρχίζουν ἀπό τό «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι», που σημαίνει ὅτι εἶναι μακάριοι αὐτοί πού αἰσθάνονται τήν πτωχεία τους, τήν ἁμαρτωλότητά τους. Καί ἀκολουθοῦν οἱ ἄλλοι Μακαρισμοί καί ὑπάρχει μιά διαδοχή στούς Μακαρισμούς πού δείχνουν τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: «Ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Ἡσυχίας»Ὅταν ἀρχίζη κανείς καί αἰσθάνεται μέσα του τήν πτωχεία του ὡς πρός τόν Θεό, καταλαβαίνει ὅτι εἶναι πάρα πολύ πτωχός, μετά ἀρχίζει τό κλάμα: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Καί μετά ἔρχεται ἡ πραότητα. Διότι, ὅταν μετανοῆ κανείς ἐσωτερικά, αἰσθάνεται τήν πραότητα. Καί ἀρχίζουν μετά οἱ ἄλλοι Μακαρισμοί: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην...», διότι, ὅταν αἰσθάνεται κανείς μέσα του τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ με τό  «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες», τότε πεινᾶ καί διψᾶ περισσότερο γιά Θεό καί σιγά-σιγά καθαρίζεται καί ἡ καρδιά: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», καί βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς. Γιατί, ὅταν γράφουν τά κείμενα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν Πατέρων καί τά λειτουργικά κείμενα για τήν «δόξα τοῦ Θεοῦ», δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό Φῶς, τό ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος. Οἱ ἅγιοι βλέπουν, ἀφοῦ καθαρίζεται ἡ καρδιά τους, τό Φῶς καί στήν συνέχεια γίνονται ἐλεήμονες, δηλαδή ἀγαποῦν καί ὅλον τόν κόσμο καί θέλουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά γνωρίσουν τόν Χριστό. Καί τό τέλος τῶν Μακαρισμῶν εἶναι: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν», δηλαδή ἀμέσως ἀκολουθεῖ τό μαρτύριο, γιατί ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βιώνει αὐτά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί φθάνει στήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ οὐσιαστικά ξεχωρίζεται ἀπό τήν νοοτροπία τοῦ κόσμου.

Καρπός θεωρίας εἶναι τό μαρτύριο καί τό βλέπουμε αὐτό σέ ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὅταν ὁδηγεῖτο πρός τό μαρτύριο ἔλεγε: «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται καί οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί πῦρ φιλόϋλον», δηλαδη ὁ δικός μου ἔρωτας –ἀντί νά πῆ ὁ Χριστός, ὁ Θεός μου, ἔλεγε ὁ δικός μου ἔρωτας, εἶχε τόσο μεγάλη ἀγάπη– ἔχει σταυρωθῆ καί γι’ αυτό σέ μένα δέν ὑπάρχει μέσα μου μιά ἀγάπη γιά τήν ὕλη. Καί ἔφθανε νά πῆ ὅτι «Νῦν ἄρχομαι μαθητής Χριστοῦ εἶναι», τώρα ἀρχίζω νά εἶμαι μαθητής τοῦ Χριστοῦ, νά βιώση, δηλαδή, τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε, ὅταν ἔμαθε –τά ξέρετε αὐτά, δέν σᾶς διδάσκω ἁπλῶς τά ὑπενθυμίζω, γιατί σέ μοναχούς δέν μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ καί νά διδάσκη, ἐπειδή γνωρίζουν ἐμπειρικά τήν ὀρθόδοξη θεολογία– καί ὅταν ὁδηγεῖτο πρός τό μαρτύριο καί ἔμαθε ὅτι οἱ Χριστιανοί συγκέντρωναν διάφορα χρήματα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν, ἐκεῖνος τούς εἶπε: Τί εἶναι αὐτό πού κάνετε; «Ὁ τοκετός μοι ἐπίκειται», τώρα πρόκειται νά γεννηθῶ. Γιατί σύμφωνα μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως τήν ἐκφράζει καί ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, ὅλη ἡ ζωή σέ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι σάν νά εἴμαστε μέσα σέ μιά μήτρα καί κυοφορούμαστε γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅπως τό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς». Γιά νά πῆ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος «Σῖτός εἰμι Θεοῦ καί δι' ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρός ἄρτος εὑρεθῶ τοῦ Χριστοῦ».

Αὐτό εἶναι τό πρῶτο σημεῖο πού ἤθελα νά ὑπογραμμίσω στήν ἀγάπη σας: Ὅτι τό μαρτύριο εἶναι καρπός ἐμπειρίας, καρπός θεωρίας καί καρπός γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης ὅταν εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του, αἰσθάνθηκε ὅτι ἦρθε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή του καί διαπότισε καί τό σῶμα του καί «ἡ Χάρη ἦταν ὅμοια μέ τήν Χάρη τῶν Μαρτύρων». Τοῦ δόθηκε Χάρη νά μαρτυρήση γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ὑπῆρχαν τότε οἱ συνθῆκες γιά νά μαρτυρήση, ὅμως σέ ὅλη τήν ζωή του ἔδωσε τήν καλή μαρτυρία καί ὁμολογία τῆς πίστεώς του.

Τό δεύτερο σημεῖο πού ἤθελα νά ὑπογραμμίσω στήν ἀγάπη σας εἶναι ὅτι οἱ μάρτυρες εἶχαν ἀναφορά στόν οὐρανό, εἶχαν ἀναφορά στήν πραγματική πατρίδα, εἶχαν ἀναφορά στόν Παράδεισο. Ἐφόσον εἶχαν γευθῆ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμοῦσαν νά ὁδηγηθοῦν πιό γρήγορα στόν Χριστό. Γι’ αὐτό, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν ὁμιλία πού ἔχει γράψει γιά τούς ἁγίους Μάρτυρες καί τό ἀκούσαμε πολλές φορές σέ αὐτές τίς ἀκολουθίες καί στά τροπάρια, οἱ μάρτυρες ἔλεγαν: «Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλ’ ἡδύς ὁ Παράδεισος, ἀλγεινή ἡ πῆξις, ἀλλ’ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις» –ἀνάπαυσις λέγει ὁ Μεγας Βασίλειος, ἀπόλαυσις λένε τά ἱερά τροπάρια. «Διά μιᾶς νυκτός ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξόμεθα», δηλαδή μέ μιά νύχτα θά ἀνταλλάξουμε ὅλον τόν αἰῶνα, τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἄρα, ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀναφορά, ὅπως ὑπάρχει αὐτή ἡ δίψα μέσα στόν ἄνθρωπο, ὑπάρχει αὐτή ἡ ὁρμή μέσα του γιά τόν Θεό. Γιατί, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε, τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί ἔχει μέσα του τήν ὁρμή νά ὁδηγηθῆ πρός τόν Θεό, καί αὐτό ἦταν τό αὐτεξούσιο. Τό αὐτεξούσιο δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά νά ὁρμᾶ πρός τόν Θεόν, ἀλλά λόγῳ τῆς προαιρέσεως ὑπέστη τό ὀλίσθημα. Στήν συνέχεια ἔρχεται ὁ Χριστός καί ἀνακαινίζει τό κατ’ εἰκόνα, τό καθαρίζει καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά διψᾶ γιά νά προχωρήση ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν.

Αὐτό ἔζησαν οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες καί ὅλοι ὅσοι εἶναι θεούμενοι καί ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ ὁρισμός τόν ὁποῖον δίδει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος, λέγει, «εἶναι ζῶον (ὄν δηλαδή πού ἔχει ζωή) ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον». Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ ἁπλῶς γιά νά ἱκανοποιῆ τά ὑλικά του ἀγαθά, τίς ἐπιθυμίες του καί τά ἔνστικτά του, ἀλλά εἶναι ἕνα ὄν πού ἔχει ζωή καί ἐνταῦθα ἁπλῶς οἰκονομεῖται, ἀλλά ὁδηγεῖται πρός τό πέρας-«καί πέρας τοῦ μυστηρίου»- πρόκειται γιά μυστήριο, «τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον», νά γίνη θεούμενος, νά φθάση στήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι ἀκολουθοῦν τήν παραγγελία καί τήν ἐμπειρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ὅλων τῶν ἁγίων, ὅτι τό «πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Ἐδῶ εἴμαστε δεμένοι μέσα στά πλαίσια τῆς φυλακῆς, ὅλος ὁ ἀνθρώπινος βίος, οἱ αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά εἶναι μιά φυλακή. Ὁπότε, τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά περνᾶμε καλά μέσα στήν φυλακή καί νά ἔχουμε μερικές προσωπικές, ὅπως λένε σήμερα, ἐλευθερίες ἤ ὅπως μιλᾶνε γιά «τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», δέν ζοῦμε ἁπλῶς για νά ἱκανοποιοῦμε μερικά δικαιώματα, ἀλλά εἴμαστε ἐδῶ γιά νά βιώνουμε αὐτό τό μυστήριο, ἔχοντας τήν ὁρμή νά φθάσουμε στήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό.

Μοῦ ἀρέσει πάρα πολύ ἕνα ὡραῖο χωρίο τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λογδούνου, Λυῶνος, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει αὐτήν τήν μεγάλη ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.  «Ἔδει δέ –γράφει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος– τόν ἄνθρωπον πρῶτον γενέσθαι καί γενόμενον αὐξῆσαι καί αὐξήσαντα ἀνδρωθῆναι καί ἀνδρωθέντα πληθυνθῆναι, καί πληθυνθέντα ἐνισχῦσαι καί ἐνισχυθέντα δοξασθῆναι καί δοξασθέντα ἰδεῖν τόν ἑαυτοῦ δεσπότην». Αὐτός εἶναι ὁ ἀπόλυτος καί ὁ ἀπόρρητος καί ὁ μυστηριώδης σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐρχόμαστε στόν κόσμο γιά νά φθάσουμε στήν θέωση.

Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ὅτι τό κατ’ εἰκόνα εἶναι τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο, τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι ἡ θέωση, καί ταυτίζεται στήν πραγματικότητα ἡ θέωση μέ τό καθ’ ὁμοίωσιν. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου καί ἐργαζόμαστε γιά αὐτόν τόν λόγο.

Καί ἕνα τρίτο σημεῖο, γιά νά μήν σᾶς κουράσω, πού ἤθελα νά τονίσω, εἶναι ὅτι συνήθως πολλοί ἀπό μᾶς καί ὅλοι οἱ σύγχρονοι θεολόγοι, μιλᾶμε γιά τό «τί» καί δέν μιλᾶμε γιά τό «πῶς». Μιλᾶμε γιά τό «τί» εἶναι οἱ ἅγιοι καί δέν μιλᾶμε γιά τό «πῶς» γίνονται ἅγιοι. Μιλᾶμε γιά τό «τί» εἶναι ἡ θέωση καί ἀκοῦμε καί διαβάζουμε πολλά κείμενα τά ὁποῖα ἀναλύουν τό θέμα τῆς θεώσεως, ἀλλά ὅμως δέν μιλᾶμε γιά τό «πῶς» γίνεται κανείς κατά Χάριν Θεός, «πῶς» ἐπιτυγχάνει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν δική του συνέργεια, τήν θέωση.

Αὐτό εἶναι, θά ἔλεγα, ἡ μεγαλύτερη ἀδυναμία τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὅταν ἔγραφε στό «Ἑορτοδρόμιον» τίς ἀναλύσεις στίς δεσποτικές ἑορτές, στό τέλος κατέληγε πάντοτε: «πῶς καί κατά τίνα τρόπον», δηλαδή πῶς καί με ποιό τρόπο θά βιώσουμε αὐτες τίς ἑορτές στήν ζωή μας. Καί αὐτό ἔχει πολύ μεγάλη σημασία, εἶναι ἡ μέθοδος καί ὁ τρόπος γιά νά φθάσουμε στήν θέωση καί τόν ἁγιασμό. Δέν ἀρκεῖ μόνο να ξέρουμε καί νά μιλᾶμε γιά τό τί εἶναι ἀγάπη, ἀλλά πῶς κανείς θά ἀποκτήση τήν πραγματική ἀγάπη, πῶς θά μετατρέψη τήν φιλαυτία του σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Τό πῶς τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη θά τήν μετατρέψη καί θά τήν κάνη ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.

Αὐτό τό «πῶς» διδάσκει ὅλη ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἡσυχαστική ζωή, ἡ ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως τήν βλέπουμε ἐκφρασμένη στό βιβλίο πού λέγεται Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν. Καί ἐδῶ θέλω νά τονίσω ὅτι σήμερα ἑορτάζουμε καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὁ ὁποῖος μᾶς δείχνει αὐτόν τόν τρόπο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ «Κλῖμαξ» τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη παρουσιάζει τήν πνευματική ζωή ὡς χαρισματική κατάσταση μέ τήν ἀποταγή, τήν ὑπακοή, τήν ξενιτεία, τήν μετάνοια, τό πένθος, τά δάκρυα, τήν ἀποφυγή ἤ τήν μετατροπή τῶν λογισμῶν μέχρι πού νά φθάση κανείς στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι τό τέλος, θά λέγαμε, πού δέν ἔχει τέλος, γιατί γράφει «αὕτη ἐστίν ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης», τήν ἀτελεύτητη κοινωνία μέ τόν Θεό.

Στό βιβλίο «Κλῖμαξ» ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πολλές φορές κάνει λόγο γιά τούς Μάρτυρες καί πῶς βιώνουμε τήν ζωή τῶν Μαρτύρων. Γιά παράδειγμα σέ ἕνα σημεῖο λέγει ὅτι, ἐάν ὁ μοναχός βιάζη τόν ἑαυτό του νά λοιδορῆται καί να ἐξουδενώνεται καθημερινῶς γιά τόν Κύριο, αὐτός θά χορεύση μέ τούς Μάρτυρες. Κάπου ἀλλοῦ γράφει ὅτι θά πρέπει ὅλοι οἱ μοναχοί, καί βεβαίως κατ’ ἐπέκταση οἱ Χριστιανοί, νά εἴμαστε «φερέπονοι», δηλαδή νά ἀγαπᾶμε τόν πόνο, γιατί, ὅπως λέγει ὁ  ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «πᾶς φιλόθεος ἐστί καί φιλόπονος», καθένας πού ἀγαπᾶ τόν Θεό ἀγαπᾶ καί τόν πόνο, τόν πόνο ὡς ἄσκηση, τόν πόνο ὡς προσπάθεια ὑπέρβασης τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης. Γιατί σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνη τήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη, ὁπότε δέν δυσαρεστεῖται, δέν δυσανασχετεῖ ἀπό ὀδυνηρά καί ἡδονικα πράγματα, τότε σημαίνει ὅτι βιώνει τήν κάθαρση, τήν πρακτική φιλοσοφία· καί ὅταν ὑπερβαίνη τήν λήθη καί τήν ἄγνοια, τότε ζῆ τήν φυσική θεωρία, πού εἶναι ἡ νοερά προσευχή· καί ὅταν ὑπερβαίνη τήν φαντασία, τότε ζῆ τήν θέωση καί τόν ἁγιασμό.

Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Φυσικά, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ Τεσσαράκοντα, δέν ζοῦσαν ὅπως ἐμεῖς τό ζοῦμε ἔτσι μακροχρόνια καί διαδοχικά, ἀλλά μέσα τους ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐπιθυμία καί ἔτσι ἀκριβῶς τό ἔζησαν στήν ζωή τους καί ἰδίως κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου.

Ὁπότε, νομίζω, οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες μᾶς δείχνουν τόν σκοπό τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Λέγει κάπου ὁ Μέγας Βασίλειος πάλι στήν ὁμιλία αὐτή τήν ὁποία διαβάσαμε προηγουμένως: «Μακάρισον γνησίως τούς μάρτυρας», γιατί ἐκεῖνος πού μακαρίζει τούς μάρτυρας θά γίνη καί αὐτός μάρτυς κατά τήν προαίρεση, καί χωρίς διωγμό, χωρίς πῦρ, χωρίς μαστίγια θα ἀξιωθῆ νά λάβη τούς ἴδιους μέ τούς στεφάνους ἐκείνων.

Ἅγιε Καθηγούμενε,
Παρακαλῶ νά εὔχεσθε καί γιά μᾶς καί γιά μένα πού εἶμαι μέσα στόν κόσμο καί προσπαθοῦμε νά δώσουμε μέ τίς ταπεινές μας δυνάμεις τήν μαρτυρία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί κυρίως τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, τοῦ τρόπου τῆς βιώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Καί νά εὐχαριστήσω καί ὅλους τους παρόντες καί χάρηκα πού εἶδα καί τόν ἅγιο Καθηγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Φιλοθέου καί εἶδα τόσους Πατέρες ἀπό τά διάφορα Μοναστήρια. Θέλω νά συγχαρῶ καί τούς ψάλτες πού μᾶς ἔψαλαν πάρα πολύ ὡραῖα σήμερα καί εἴδαμε πραγματικά ὅτι σέ ὅλη αὐτήν τήν ἀγρυπνία ἦταν μία «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς». Καί εὔχομαι καί νά εὔχεσθε καί ἐσεῖς γιά μένα, ὁ Θεός νά μᾶς ἐνισχύη στόν ἀγώνα αὐτόν καί νά ἀποδεικνυόμαστε πράγματι ὁμολογητές τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, ὁμολογητές τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας καί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πράγμα πού τό ἔχει πάρα πολύ ἀνάγκη ὁ σύγχρονος κόσμος. Ἀμήν.