Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Ἀμώς,15 Ἰουνίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Ἀμώς,15 ἸουνίουὉ Προφήτης Ἀμώς εἶναι ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μικρούς λεγομένους Προφῆτες. Γεννήθηκε στό χωριό Θεκουέ τῆς γῆς Ἰούδα. Ἦταν βοσκός προβάτων καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἀνέδειξε Προφήτη. Προφήτευσε 800 χρόνια π.Χ., τότε πού βασιλιάς τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ Ὀζίας καί τοῦ Ἰσραήλ ὁ Ἱεροβοάμ, γιός τοῦ Ἰωάς (787-747). Τό προφητικό βιβλίο του ἀποτελεῖται ἀπό 4 κεφάλαια καί κατατάσσεται στά Προφητικά Βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στήν ὑποομάδα «Δώδεκα Προφῆτες». Ἀνάλογη θέση κατέχει καί στήν ἑβραϊκή Βίβλο. Διαβάζοντάς το κανείς διαπιστώνει ὅτι ὁ Προφήτης ἐλέγχει αὐστηρά τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά τό κάνει μέ σκοπό νά τόν ξυπνήση ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας καί νά τόν ὁδηγήση στήν μετάνοια. Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ δράση του συμπίπτει μέ μία περίοδο κατά τήν ὁποία ἐπικρατοῦσε στήν Χώρα μεγάλη κοινωνική ἀνισότητα. Ὑπῆρχε ὑψηλή φορολογία, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν συγκέντρωση τῆς ἰδιοκτησίας στά χέρια μικρῆς, ἀλλά ἰσχυρῆς τάξης γαιοκτημόνων, ἐνῶ ἡ πλειοψησία τοῦ πληθυσμοῦ ὑπέφερε ἀπό τήν φτώχεια καί τήν καταπίεση τῶν πλουσίων.

Ὁ Προφήτης Ἀμώς, ὁμιλώντας ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ὕψωσε τήν φωνή του ἐνάντια στήν κοινωνική ἀδικία καί καταπίεση, ἡ ὁποία σημαίνει, ὅπως τονίζει, ἀπόρριψη τῆς Διαθήκης πού συνῆψε ὁ Θεός μέ τόν λαό Του, καί ἰσοδυναμεῖ μέ εἰδωλολατρεία, παρά τήν προσφορά θυσιῶν. Προειδοποιεῖ γιά τά ἐπερχόμενα δεινά καί τό ἐπικείμενο τέλος τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, πού τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός μέσα ἀπό μιά σειρά ὁραμάτων, καί τό ὁποῖο θά ἐπέλθη ὡς συνέπεια τῆς ἀδιαφορίας τοῦ λαοῦ γιά ὅσα ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ προβλέπει ὑπέρ τῶν φτωχῶν καί καταπιεσμένων.

Στό Ἀπολυτίκιό του περιλαμβάνεται συνοπτικά ὅλος ὁ βίος του. «Προφήτην σε πιστόν, καί τόν ἄνω ἐπόπτην, ἀνέδειξεν Ἀμώς, ἐκ ποιμνίου ὁ Λόγος, τοῦ βίου σου δεξάμενος, εὐμενῶς τήν χρηστότητα· ὅθεν ἤλεγξας, τούς ἀσεβοῦντας ἀνδρείως, καί τόν θάνατον, μαρτυρικῶς δεδεγμένος, ζωῆς θείας ἔτυχες».

Τό τέλος του ὑπῆρξε μαρτυρικό.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. «Προφήτην σε πιστόν, καί τόν ἄνω ἐπόπτην, ἀνέδειξεν Ἀμώς, ἐκ ποιμνίου Λόγος». Ὁ ἱερός ὑμνογράφος μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει μεγάλες θεολογικές ἀλήθειες. α) Ὅτι αὐτός πού ἀνέδειξε τόν Ἀμώς σέ Προφήτη, ἀπό βοσκό, εἶναι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐμφανιζόταν καί συνομιλοῦσε μέ τούς Προφῆτες καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκη, ἄσαρκος τότε, καί ὅταν ἦλθε «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» σαρκώθηκε «διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν». β) Ὁ Προφήτης Ἀμώς συνομίλησε μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, μυήθηκε στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε «ἐπόπτης τῶν ἄνω», ἤτοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ὅσα, βεβαίως, τοῦ ἀπεκαλύφθησαν καί μετέφερε στόν λαό τά ὅσα τοῦ ἔλεγε ὁ Θεός. γ) Ἡ καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου, οἱ γραμματικές γνώσεις του καί τό ἐπάγγελμά του ἔχουν σημασία γιά τήν ἐξέλιξή του στά ἀνθρώπινα ἀξιώματα. Γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅμως, αὐτό πού εἶναι ἀπα-ραίτητο εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, μέσα στήν ὁποία (καρδιά) ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Τό ἐπάγγελμα πού ἐξασκεῖ καποιος ἤ τό ἀξίωμα πού κατέχει ἀφοροῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅσον ἀφορᾶ τό αἰώνιο μέλλον του σέ τίποτε δέν τοῦ εἶναι χρήσιμα τά παραπάνω, ἄν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του δέν ἐναρμονίζεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, δέν καταδικάζεται κάποιος ἐξ αἰτίας τοῦ ἀξιώματατός του, ἀφοῦ, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὅλοι ἔχουν τήν δυνατότητα νά σωθοῦν «ἀνεξάρτητα ἀπό τόν βαθμό ἤ τό ἀξίωμα πού ἔχει ὁ καθένας».

 

Ὁμιλώντας ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ὕψωσε τήν φωνή του ἐνάντια στήν κοινωνική ἀδικία καί καταπίεση, ἡ ὁποία σημαίνει, ὅπως τονίζει, ἀπόρριψη τῆς Διαθήκης πού συνῆψε ὁ Θεός μέ τόν λαό Του, καί ἰσοδυναμεῖ μέ εἰδωλολατρεία, παρά τήν προσφορά θυσιῶν.

 

 

Δεύτερον. «Ἤλεγξας τούς ἀσεβοῦντας ἀνδρείως». Ἡ κοινωνική ἀδικία πηγάζει ἀπό τήν φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀσέβειας καί τῆς ἀπο-στασίας ἀπό τόν Θεό, καί εἶναι ἡ μητέρα τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας, τῆς κενοδοξίας καί ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν. Γιά νά τολμήση κανείς νά ἐλέγξη τήν ἀσέβεια, νά συγκρουστῆ μέ τό κοινωνικό κατεστημένο καί νά ὑπερασπισθῆ τό δίκαιο τῶν φτωχῶν, πρέπει νά διακατέχεται ἀπό ἀνδρεία, λεβεντιά, καί πνεῦμα θυσίας, ἀλλά καί ὁ τρόπος ζωῆς του θά πρέπει νά συμφωνῆ μέ τά ὅσα λέγει. Ἐπειδή δέν εἶναι δυνατόν νά καυτηριάζη κανείς τήν κοινωνική ἀνισότητα καί ἀδικία, καί ταυτόχρονα νά ζῆ μέσα στήν εὐμάρεια καί τήν χλιδή. Στόν Προφήτη Ἀμώς ὑπῆρχε συμφωνία ἔργων καί λόγων, γι’ αὐτό καί μπόρεσε νά ἐλέγξη μέ παρρησία καί θάρρος τήν ἀσέβεια καί νά συγκρουσθῆ μέ τό κοινωνικό κατεστημένο. Τελικά, τό «πλήρωσε» μέ τήν ζωή του, ἀλλά ὁ μαρτυρικός θάνατός του τόν ὁδήγησε στήν αἰώνια θεία ζωή.

Τρίτον. «Τόν θάνατον, μαρτυρικῶς δεδεγμένος, ζωῆς θείας ἔτυχες».

Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι γίνεται λόγος γιά θάνατο καί ζωή. Ζωή καί θάνατος εἶναι δύο σημαντικά γεγονότα τά ὁποῖα συμπλέκονται. Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στήν ζωή, ἤτοι ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, καί μετά ἀπό μερικά χρόνια -πολλά ἤ λίγα- πεθαίνει, ἀλλά δέν ἐπανέρχεται στήν ἀνυπαρξία. Μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἤτοι μετά ἀπό αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο, ὁ ἄνθρωπος δέν παύει νά ὑπάρχη, ἀλλά ἀλλάζει τρόπο ὕπαρξης. Ἡ ψυχή του ἡ ὁποία εἶναι ἀθάνατη ὄχι ἀπό τήν φύση της, ἀλλά ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός, ἐξακολουθεῖ νά ζῆ καί νά ἔχη αὐτοσυνειδησία. Καί θά ζῆ χωρίς τό σῶμα μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ὁποία θά ἀναστηθοῦν τά σώματα τῶν κεκοιμημένων, καί τό κάθε ἕνα ἀπό αὐτά θά ἑνωθῆ μέ τήν δική του ψυχή, ἀφοῦ πρῶτα ἀλλαγοῦν καί γίνουν πνευματικά, ἄφθαρτα, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι τό σῶμα «σπείρεται ἐν φθορᾷ ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ».

Ὅταν καθαρίζεται ἡ καρδιά, τότε ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν ἐπίσκεψη τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια ὁμιλεῖ καί μεταφέρει στούς ἀνθρώπους τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί τό κάνει αὐτό, ἐπειδή τότε τοῦ εἶναι ἀδύνατο νά μήν ὁμιλήση, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἀμώς «ὅταν τό λιοντάρι βρυχᾶται ποιός εἶναι δυνατό νά μή φοβηθῆ»; Καί «ὅταν ὁ Κύριος ὁμίλησε ποιός θά ἀρνηθῆ νά προφητεύση;». Ὁμιλεῖ, λοιπόν, προφητεύει, καί μεταφέρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στόν λαό, προκειμένου νά τόν ὠφελήση, νά τόν παρηγορήση καί νά τόν ὁδηγήση στήν μετάνοια καί τήν σωτηρία.

Ὅποιος θέλει νά διορθώση τήν κοινωνία θά πρέπει νά ἀρχίση πρῶτα ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ κοινωνική ἀδικία θεραπεύεται ὅταν θεραπεύονται οἱ ἄνθρωποι πού ἀπαρτίζουν τήν κοινωνία, καί ἀπό φίλαυτοι γίνονται φιλόθεοι καί φιλάνθρωποι.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ