Γράφτηκε στις .

Ἀρχιμ. π. Εἰρηναίου Κουτσογιάννη: Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀμπελακιώτισσας, Ἀρχιμ. Ἠσαΐας

Μία ἐξέχουσα μορφή τοῦ Ναυπακτιακοῦ Μοναχισμοῦ στά χρόνια τοῦ Μεσοπολέμου.

τοῦ Ἀρχιμ. π. Εἰρηναίου Κουτσογιάννη, Ἱεροκήρυκος

Τό ἱστορικό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Ἀμπελακιώτισσας ἦταν ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μοναστήρια τῆς Ναυπακτίας, πού λειτουργοῦσαν στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Μέ τό γνωστό βάναυσο, ἀπάνθρωπο καί ἀντιεκκλησιαστικό διάταγμα τοῦ Ὄθωνα τό 1833, δυστυχῶς διαλύθηκαν καί τά ἑπτά Ναυπακτιακά Μοναστήρια μέ τό αἰτιολογικό ὅτι εἶχαν στή δύναμή τους λιγότερους ἀπό ἕξι Μοναχούς.

Γιά τό Μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας ὑπῆρξαν μεγάλες διαμαρτυρίες καί ἀντιδράσεις, ἀφοῦ στήν ἀπογραφή πού ἔγινε δέν προσμετρήθηκε ἕνας Ἱερομόναχος πού βρισκόταν σέ ἀποστολή καί ἔτσι τό Μοναστήρι ἐπανιδρύθηκε λίγο ἀργότερα, τόν Μάϊο τοῦ 1835.

Ἔκτοτε καί μέχρι σήμερα, σύμφωνα μέ τό Μοναχολόγιο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἔζησαν στήν Ἀμπελακιώτισσα περισσότεροι ἀπό ἑκατό Μοναχοί καί δόκιμοι. Στήν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου, καί ἰδιαίτερα τήν δεκαετία τοῦ ΄30, τό Μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας ἔφθασε σέ μιά ἰδιαίτερη οἰκονομική, κοινωνική καί πνευματική ἀκμή. Καί αὐτό κατά κύριο λόγο ὀφείλεται στήν παρουσία τοῦ ἐνάρετου καί δραστήριου Ἡγουμένου Ἠσαΐα Παπαγεωργίου. Ἀναμφίβολα ὁ π. Ἠσαΐας ἀποτελεῖ μία ἐξέχουσα μορφή τοῦ Ναυπακτιακοῦ Μοναχισμοῦ.

Ὁ κατά κόσμον Ἠλίας Παπαγεωργίου γεννήθηκε στό χωριό Ἄνω Μποτίνου (σημερινό Λιθοβούνι) Μεσολογγίου τό 1884. Ὁ πατέρας του Γεώργιος καί ὁ ἀδελφός του Δημήτριος ἦταν Ἱερεῖς στήν περιοχή τῆς Μακρυνείας Μεσολογγίου. Ἀφοῦ τελείωσε τό Δημοτικό Σχολεῖο στό χωριό του, στή συνέχεια πῆγε στό Ἀγρίνιο ὅπου τελείωσε τό Σχολαρχεῖο. Ἀποφάσισε νά γίνει Ἀξιωματικός τοῦ Στρατοῦ καί τό 1906 γράφτηκε στή Σχολή Εὐελπίδων στήν Ἀθήνα. Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη δόκιμος, ἀρρώστησε ἀπό πλευρίτιδα καί εἰσήχθη στό Νοσοκομεῖο ¨Εὐαγγελισμός¨ ὅπου τόν χειρούργησε ὁ ἰατρός Λοῦρος ἀπό τήν Ἀράχωβα Ναυπακτίας καί τοῦ ἀφαιρέθηκαν δυό πλευρά. Παρέμεινε γιά θεραπεία στό Νοσοκομεῖο γιά ἕνα περίπου χρόνο καί ὅταν βγῆκε πῆρε τήν μεγάλη ἀπόφαση νά ἐγκαταλείψει τό Στρατό & νά καταταγεῖ στό στράτευμα τοῦ Χριστοῦ καί στό τάγμα τῶν Μοναχῶν, πού ἀποτελοῦν τήν «Μοναδική Πολιτεία».

Ἔτσι τό 1912 πῆγε στό ἱστορικό καί ξακουστό Μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας πού κατέχει ὡς πολύτιμους θησαυρούς τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἦρθε μέ θαυμαστό τρόπο ἀπό τά Ἀμπελάκια τῆς Θεσσαλίας καί τό θαυματουργό ἱερό λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρός τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης, ὅπου καί ἔγινε δόκιμος Μοναχός. Μετά τριετή δοκιμασία, ἀπό τόν Ἡγούμενο Θεόφιλο Θεοφανόπουλο ἐκάρη Μοναχός τό 1915 καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἠσαΐας. Στίς 3/5/1915 χειροτονήθηκε Διάκονος καί στίς 4/5/ 1915 Πρεσβύτερος. Στό διάστημα 17/2/1925 μέχρι 26/5/1926 ἀφοῦ προχειρίστηκε σέ Ἀρχιμανδρίτη, διετέλεσε Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό ἑπόμενο ἔτος (1927) ἔγινε πάλι Ἡγούμενος καί στή θέση αὐτή παρέμεινε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του (20 Ἰουλίου 1940).

Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς Ἠγουμενίας του ἡ Ἀμπελακιώτισσα ἔφτασε σέ μεγάλη ἀκμή. Πλήθη Χριστιανῶν, ἰδιαιτέρως τούς καλοκαιρινούς μῆνες, κατέκλυζαν τό μοναστήρι ὄχι μόνο ἀπό τά γύρω χωριά τῆς Ναυπακτίας, ἀλλά καί ἀπό τίς γειτονικές περιοχές τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, τῆς Εὐρυτανίας, τῆς Φωκίδας καί τῆς Φθιώτιδας, γιά νά λειτουργηθοῦν, νά ἐξομολογηθοῦν καί νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου.

Ἡ φλογερή πίστη του, τό ταπεινό φρόνημά του, οἱ πνευματικοί του λόγοι, ἡ ἀγάπη του γιά τό Θεό καί τόν συνάνθρωπο, προκαλοῦσαν τό θαυμασμό σέ ὅσους τόν γνώριζαν. Ἦταν ἄνθρωπος ἁπλός καί προσιτός, συγχρόνως ὅμως ἄνθρωπος κύρους, σοβαρός καί ἐπιβλητικός. Στόν καθένα εἶχε νά πεῖ ἕναν πνευματικό λόγο, μιά καλή συμβουλή, μιά προτροπή γιά μετάνοια. Ἦταν ἄριστος Πνευματικός, ζηλωτής καλῶν ἔργων καί ὁδηγός ψυχῶν.

Περιόδευε συνεχῶς ὅλα τά χρόνια τήν γύρω περιοχή μέ τό ζῶο τοῦ μοναστηριοῦ καί τή συνοδεία ἑνός ὑπηρέτη – ἀγωγιάτη, ἔχοντας μαζί του καί τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Οἱ κάτοικοι τόν ὑποδέχονταν μέ λαχτάρα, μέ εὐλάβεια καί πίστη. Σέ κάθε χωριό εἶχε καί ἕνα συγκεκριμένο σπίτι ὅπου τόν φιλοξενοῦσε κάποιο πνευματικό του παιδί ἢ κάποιο ἀγαπητό του πρόσωπο. Ἡ παρουσία του γινόταν ἀφορμή γιά πνευματική συζήτηση, γιά προσευχή καί κατάνυξη. Τόν γνώριζαν καί τόν σέβονταν ὅλοι, ὅπως κι αὐτός γνώριζε ὅλους, μικρούς καί μεγάλους.

 

 

Ἰδιαίτερη πνευματική φιλία εἶχε ἀναπτύξει μέ τό Θεολόγο – Καθηγητή Γεώργιο Ἀλεξανδρόπουλο ἀπό τό Ἀγρίνιο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα (1942) ἐκάρη μοναχός στήν Ἀμπελακιώτισσα καί ἔλαβε τό μοναχικό ὄνομα Χριστοφόρος καί ἀργότερα ἀκόμη τό (1945) χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας.

 

 

Εἶχε φήμη ἐνάρετου καί πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ὁ ἀληθινός ποιμένας, ὁ σεβαστός πνευματικός πατέρας. Τόν προσκαλοῦσαν στίς στάνες τῶν ζώων, στίς ἀγροτικές καλλιέργειες καί στά νοικοκυριά. Παντοῦ ὅπου πήγαινε, τελοῦσε κατανυκτικό Ἁγιασμό μέ τό χέρι τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου καί μέ τήν θαυματουργό δύναμη τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγίου, πολλοί ἄρρωστοι ἐθεραπεύοντο καί πολλές περιοχές ἀπαλλάχτηκαν ἀπό διάφορες ἐπιδημίες πού τίς βασάνιζαν.

Πολλοί ἀπό τούς παλαιοτέρους κατοίκους τῆς περιοχῆς – πού ζοῦν ἀκόμη καί σήμερα – ἐνθυμοῦνται πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ὅπως ἄλλωστε ἐνθυμοῦνται καί τήν ἁγιασμένη μορφή τοῦ π. Ἠσαΐα. Ἕνας ἀπό αὐτούς διηγεῖται : « ὁ π. Ἠσαΐας ἤξερε ἂν καί πότε θά θαυματουργήσει τό «κουτί» (ἔτσι ἀποκαλοῦσαν τήν Λειψανοθήκη πού περιεῖχε τό Ἱερό Λείψανο τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου). Μιά φορά τόν κάλεσαν νά πάει σέ ἕνα χωριό τῆς Τριχωνίδας μέ τόν Ἅγιο γιά νά κάνει Ἁγιασμό στά ζῶα τῶν κατοίκων, ἐπειδή ψοφοῦσαν, ξεκίνησε ἀπό τό μοναστήρι στίς 12 τό μεσημέρι μέ τή συνοδεία ἑνός νέου παιδιοῦ πού κρατοῦσε στό ζῶο τό «κουτί», καί ὅταν πέρασαν τό χωριό Χόμορη, λέει ὁ π. Ἠσαΐας στόν Κώστα (ἔτσι ἔλεγαν τό παιδί): Πήγαινε μπροστά ἐσύ νά προσέχεις τόν Ἅγιο νά μήν εἶναι λυμένος γιατί ἔχει κατηφόρα. Ὁ Ἅγιος δέν εἶναι λυμένος λέει τό παιδί, μόνο πού στάζει νερό καί τρίζει. Βγάζει τό ρολόϊ του ὁ π. Ἠσαΐας καί λέγει «τρεῖς παρά τέταρτο σταμάτησε», μόνο αὐτό εἶπε. Τό βράδυ διανυχτέρευσαν στόν Πλάτανο. Ἦταν Φλεβάρης μήνας, τήν ἄλλη μέρα ἔφτασαν στό χωριό πού πήγαιναν καί τόν ὑποδέχτηκαν ὅλοι. Γυρίζει ὁ π. Ἠσαΐας καί τούς λέει : Τό τελευταῖο ζῶο πρέπει νά ψόφησε χθές στίς τρεῖς παρά τέταρτο τό μεσημέρι. - Ναί, τοῦ λένε. -Λοιπόν θά κάνουμε Ἁγιασμό μέ τό χέρι τοῦ Ἁγίου καί δέν θά ψοφήσει ἄλλο ζῶο. Ὅταν ἔτριζε τό «κουτί» αὐτός ἤξερε ὅτι κάτι συμβαίνει, ὅτι θά θαυματουργήσει ὁ Ἅγιος».

Ὁ π. Ἠσαΐας ἦταν ἐλεήμων καί ὅ,τι τοῦ ἔδιναν οἱ Χριστιανοί στά χωριά τά ἔδινε καί αὐτός ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. Ἦταν φιλακόλουθος καί καλλίφωνος, μόνο πού ἡ φωνή του κοβόταν ἀπότομα κάποιες φορές, λόγω τῆς ἀσθενείας του. Ἦταν ἐργατικός, ἀσκητικός καί πιστός τηρητής τῶν μοναχικῶν παραδόσεων. Στήν ἐποχή του τό μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας εἶχε πέντε ἕως δέκα μοναχούς καί δοκίμους καί κάποιους ὑπηρέτες γιά βοηθητικές ἐργασίες. Ἐνδιαφερόταν γιά ὅλους καί φρόντιζε νά μήν λείπει οὔτε τροφή, οὔτε ἐνδυμασία, ἀπό κανέναν. Σέ ὅλους φερόταν μέ ὑπομονή, καλοσύνη καί ἀγάπη, ἀλλά καί μέ σοφή διάκριση. Χαρακτηριστικό εἶναι τό περιστατικό πού διηγεῖται κάποιος πού γνώρισε τόν π. Ἠσαΐα : « Μιά φορά ἔστειλε ὁ πάτερ Ἠσαΐας δυό μοναχούς, τόν Εὐσέβιο καί τόν Ἰάκωβο νά πᾶνε στή Λογγά, κάτω στό ποτάμι, νά βάλουν τό τριφύλλι στήν ἀποθήκη. Ἦταν δεκαπενταύγουστος καί αὐτοί ἔκαναν αὐστηρή νηστεία. Τό βράδυ πρίν ξεκινήσουν τούς ἔδωσε ἐντολή : Θά πάρετε ψωμί καί ἐλιές μαζί σας καί φαΐ καί μπουκάλι μέ κρασί. Ὅταν γύρισαν οἱ δυό καλόγεροι στό μοναστήρι κουρασμένοι καί τρικλίζοντας τούς εἶδε ὁ π. Ἠσαΐας καί τούς λέει :-Πήρατε μαζί σας αὐτά πού σᾶς εἶπα χθές τό βράδυ; -Ὄχι, εἶπαν ἐκεῖνοι. -Γιατί; Δέν θά κοινωνήσετε τῆς Παναγίας. Νά πᾶτε νά φᾶτε τώρα καί νά βάλετε καί λάδι, ἐφόσον δουλεύετε σκληρά πρέπει καί νά τρῶτε. Λοστός πού λυγάει, πέτρες δέν βγάζει, ἔτσι λέει μιά παροιμία».

Ἐνδιαφέρον ἔδειξε ὁ ἀείμνηστος ἡγούμενος Ἠσαΐας καί γιά τήν συντήρηση τοῦ Ναοῦ καί τῶν ὑπολοίπων κτιρίων τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἀνέγερση νέων κτιρίων. Τό 1935 συγκέντρωσε χρήματα καί ἔκτισε νότια τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς ἕνα διώροφο κτίριο μέ δεκαέξι κελιά. Κατεδάφισε τό παλιό ἡγουμενεῖο πού βρισκόταν ἀριστερά τῆς εἰσόδου στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ, μέ σκοπό νά ἀνεγείρει ἄλλο κτίριο, ἀλλά ὁ πρόωρος θάνατός του δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο αὐτό.

Ἰδιαίτερη πνευματική φιλία εἶχε ἀναπτύξει μέ τό Θεολόγο – Καθηγητή Γεώργιο Ἀλεξανδρόπουλο ἀπό τό Ἀγρίνιο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα (1942) ἐκάρη μοναχός στήν Ἀμπελακιώτισσα καί ἔλαβε τό μοναχικό ὄνομα Χριστοφόρος καί ἀργότερα ἀκόμη τό (1945) χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας. Ὁ Γ. Ἀλεξανδρόπουλος ἐπισκεπτόταν συχνά τό μοναστήρι καί ἕμενε γιά κάποια χρονικά διαστήματα ἐκεῖ συμμετέχοντας στήν ζωή τοῦ μοναστηριοῦ. Συνεργάστηκε μάλιστα μέ τόν π. Ἠσαΐα γιά τήν συγγραφή καί τήν ἔκδοση τῆς ἱστορίας τῆς Ἀμπελακιώτισσας, ἔργο πού τελικά δέν εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητος.

Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 1940 ἡ κατάσταση τῆς κλονισμένης ὑγείας τοῦ ἡγουμένου Ἠσαΐα ἄρχισε σιγά – σιγά νά ἐπιδεινώνεται. Ἔτσι τόν Ἰούνιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους εἰσήχθη πάλι στό Νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου στίς 20 Ἰουλίου 1940 ἐγκατέλειψε τόν μάταιο αὐτόν κόσμο καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Φεύγοντας γιά τήν Ἀθήνα προέβλεψε τόν θάνατό του καί εἶπε στούς ἀδελφούς τοῦ μοναστηριοῦ καί στούς στενούς φίλους του ὅτι δέν θά ἐπέστρεφε πάλι ζωντανός ἀπό τό Νοσοκομεῖο. Ἐτάφη μέ ἐνέργειές τοῦ ἀδελφοῦ του παπα – Δημήτρη στήν Ἀθήνα. Μετά ἀπό λίγα χρόνια ὁ παπα – Δημήτρης ἔκανε τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του, ὅμως τά Ἱερά του ἄμφια μέ τά ὁποῖα ἐνταφιάστηκε βρέθηκαν σχεδόν ἄθικτα καί ἔτσι δέν μετέφερε τά ὀστά του στό ἀγαπημένο του μοναστήρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας.

Ὁ π. Ἠσαΐας πέρασε στήν αἰωνιότητα. Ἔζησε στήν ἄσκηση τῆς μοναχικῆς ζωῆς 28 χρόνια καί ἄφησε μνήμη δραστήριου, ἐναρέτου καί ἁγίου μοναχοῦ καί ἡγουμένου. Ἂν καί πέρασαν 70 περίπου χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του, ἡ ἁγία μορφή του παραμένει ζωντανή στήν μνήμη ἐκείνων πού τόν γνώρισαν. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν γνώρισαν, θεωροῦν τόν ἡγούμενο Ἠσαΐα ὡς μία κορυφαία ἐκκλησιαστική καί μοναστική προσωπικότητα τοῦ 20οῦ αἰώνα.