Skip to main content

Δηλώσεις στὸν Τύπο.

Γιά τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν

Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στούς μαθητές, γιατί ὁ Μάξ Βέμπερ ὅπως καί ὁ Χάντιγκτον θεωροῦν ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τό κέντρο κάθε πολιτισμοῦ. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθῆ αὐτήν τήν πραγματικότητα. Δέν ὑπάρχει πολιτισμός χωρίς ἀναφορά στόν Θεό, ὅπως φαίνεται καί στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί τήν σύγχρονη δυτική παράδοση.

Ἔπειτα στήν σύγχρονη ἐποχή ὑπάρχει μιά θρησκευτικότητα ἡ ὁποία εἶναι ἐγκληματική μέ καταστροφικές λατρεῖες, ὅπως φαίνεται στίς διάφορες σέκτες πού ἀποπρασανατολίζουν τόν ἄνθρωπο.

Ἑπομένως, κάθε δημοκρατική πολιτεία ἔχει ὑποχρέωση νά ἐλέγχη τήν παραθρησκευτικότητα γιά νά μήν ὑπάρχουν ἐκτροπές μέ φανατισμούς καί μίση, ὅπως ἐπανειλημμένως ἔχει ἀποφανθῆ τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Βέβαια, ἄλλο εἶναι τό θέμα τό πῶς θά διδάσκωνται τά Θρησκευτικά στά Σχολεῖα καί ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ Θρησκείας καί Ἐκκλησίας. Καί ὅσοι θέλουν νά ἀπαλλαχθοῦν ἀπό τά Θρησκευτικά πρέπει νά διδάσκωνται ἄλλο μάθημα πού ἔχει σχέση μέ τόν πολιτισμό καί τήν ὀρθή κοινωνική συμπεριφορά.

Παρατηρῶ ὅτι στήν σημερινή ἐποχή καλλιεργεῖται μιά ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία προέρχεται καί ἀπό τούς πολίτες ἀλλά καί ἀπό τήν ὑπεύθυνη ἡγεσία, λόγῳ ἄγνοιας καί μιᾶς ψευδοῦς ἑρμηνείας τοῦ μοντερνισμοῦ καί τοῦ μεταμοντερνισμοῦ. Ἐν πάσῃ περιπτώσει οἱ ἡγέτες πρέπει νά ἡγοῦνται τοῦ λαοῦ καί νά τόν κατευθύνουν σωστά καί ὄχι νά ἄγωνται ὑπό τοῦ λαοῦ.–

Γιά τόν λεγόμενο «χωρισμό Κράτους-Ἐκκλησίας»

Γίνεται συνεχῶς, καί τελευταῖα, λόγος γιά χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας, χωρίς νά γίνεται κατανοητό σέ τί συνίσταται αὐτός ὁ χωρισμός, καί γι' αὐτό προκαλεῖται μεγάλη σύγχυση.

Κατ' ἀρχάς δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά χωρισμό, γιατί κανένας στό Κράτος δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό αὐτό, ὅλοι κάποια σχέση πρέπει νά ἔχουν μαζί του. Κάθε Σύλλογος, κάθε Σωματεῖο ἔχει μιά νομική συγκρότηση, ἕνα καταστατικό πού δηλώνει τήν σχέση πού ἔχει μέ τά μέλη του καί τό Κράτος.

Κανένας δέν μπορεῖ νά εἶναι «κράτος ἐν κράτει». Ἔτσι, ἀντί νά ὁμιλοῦν γιά χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας, πρέπει νά ὁμιλοῦν γιά σχέση, καθορίζοντας τό εἶδος τῆς σχέσης. Γιά παράδειγμα, τό Βατικανό εἶναι Κράτος, ἀλλά ἔχει συνάψει κονκορδᾶτο, πού καταγράφει τήν σχέση πού ἔχει μέ τό Ἰταλικό Κράτος.

Ἔπειτα δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά σχέση Κράτους καί Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά καθορισμό σχέσεως μεταξύ κρατικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Γι' αὐτό ὅσοι γνωρίζουν καλά τά πράγματα καί δέν διακατέχονται ἀπό ἰδεολογικές καί συνθηματολογικές ἀγκυλώσεις ὁμιλοῦν γιά ὁριοθέτηση ἤ ἐξορθολογισμό σχέσεων Κρατικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης. Αὐτή εἶναι ἡ ἀκριβής φράση γιά τό θέμα αὐτό.

Μέ αὐτό τό πρίσμα ὑφίσταται ἡ «διακριτότητα τῶν ρόλων ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς διοίκησης», ὅπως ἐπισημαίνεται σαφῶς στό 3ο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι «ὑποκείμενο» στό 13ο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος, πού ἀναφέρεται στήν θρησκευτική ἐλευθερία. Μπορεῖ μιά ἐπιτροπή εἰδημόνων ἀπό τίς δύο πλευρές νά ἐντοπίση μέ νηφαλιότητα ἐλάχιστα θέματα στά ὁποῖα μπορεῖ νά γίνη εὐκρινέστερη ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων, τά ὁποῖα ἐπανειλημμένως ἔχω ἐντοπίσει στά κείμενά μου, καί τίποτε περισσότερο. Καί οὐσιαστικά εἶναι οἱ νόμοι περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά τραυματίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας ἀπό ἀνεπίτρεπτες συγχύσεις καί ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις, ἀλλά καί ἀπό ἄγνοια.

(Δημοσιεύθηκε στήν « Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν»)

  • Προβολές: 3611