Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁμιλία στήν Κουρά τοῦ μοναχοῦ Ἱεροθέου (Γιαννουδάκου)
Ἱερός Ναός Ἁγίου Γεωργίου Διόνυσου (12 Ὀκτωβρίου 2015) - Ἀπομαγνητοφωνημένη
Εἶναι γνωστόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σέ ὅλους ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τά ἐκκλησιαστικά θέματα, ἰδίως μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ θεολογία συνδέεται πάρα πολύ στενά μέ τήν προσευχή. Ἐάν κανείς θεολογῆ, προσεύχεται καί ὅποιος προσεύχεται πραγματικά, θεολογεῖ. Καί ἡ Ἐκκλησία συνέδεσε πάρα πολύ στενά τήν θεολογία μέ τήν προσευχή, καί τήν λατρεία μέ τήν προσευχή, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ὅλη τήν θεολογία της τήν περιέκλεισε μέσα στίς ἱερές Ἀκολουθίες. Ἐάν δηλαδή, θέλη κανείς νά δῆ ποιά εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν θεία Λειτουργία, πρέπει νά διαβάση προσεκτικά τίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας.
Ἄρα, ἐάν θέλη κανείς νά διαπιστώση ποιά εἶναι ἡ θεολογία περί τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ μοναχός, θά πρέπει νά διαβάση προσεκτικά τήν Ἀκολουθία πού γίνεται γιά νά καρῆ κάποιος μοναχός καί τήν ὁποία τελέσαμε προηγουμένως. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας περί τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Θά ἔλεγα δέ –καί σκεπτόμουν τήν ὥρα πού διάβαζα σήμερα τήν Ἀκολουθία, τίς εὐχές– ὅτι αὐτός εἶναι στήν πραγματικότητα καί ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου· δέν εἶναι μόνον τοῦ μοναχοῦ. Αὐτά πού περιγράφονται καί διαβάσαμε σήμερα στήν ἱερή αὐτή Ἀκολουθία εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό κατ’ εἰκόνα νά φθάση στό καθ’ ὁμοίωσιν. Καί τό καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ θέωση κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση σέ ἕνα σημεῖο ἡ αἴτηση πρός τόν Θεό: «Κατασκεύασον αὐτόν ὄργανον ἐναρμόνιον, ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Σέ παρακαλοῦμε, Κύριε, νά κάνης τόν μοναχό Ἱερόθεο –νά τόν κατασκευάσης, ὄχι νά τόν κάνης, νά τόν κατασκευάσης– ὄργανον ἐναρμόνιον καί ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ξέρουμε τήν εἰκόνα ἑνός ὀργάνου, ἑνός ἐναρμονίου, μιᾶς κιθάρας, τί μεγάλη σημασία ἔχει. Καί μπορεῖ νά ἔχη κανείς ἕνα ὄργανο καί νά παίζη ὅ,τι ἀκριβῶς θέλει. Ἔτσι, λοιπόν, καί ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαιτέρως ὁ μοναχός, πρέπει νά γίνη ὄργανον ἐναρμόνιον τῆς θείας Χάριτος, νά γίνη ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα, ὄχι μόνον ἡ ψυχή νά ἄδη καί νά ψάλλη στόν Θεό, ἀλλά καί τό σῶμα καί ὅλη ἡ ὕπαρξή του νά ψάλλουν στόν Θεό, νά γίνη ὁ ἄνθρωπος μιά κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα ἐναρμόνιον ὄργανον πού θά ψάλλη καί θά ἄδη στόν Θεό. Καί ἀκριβῶς ἐδῶ βρίσκεται ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἡ οὐσία ἀκόμη καί τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπιμένει, ὅταν ὁμιλῆ γιά τό θέμα τῆς προσευχῆς, ὅτι ἡ προσευχή δέν γίνεται μόνον μέ τήν ψυχή, μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά, ἀλλά καί μέ ὅλο τό σῶμα. Δέν πρέπει νά ὑπάρχη διάσταση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ὑμνῆ καί νά δοξάζη τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὅπως ἀκριβῶς τό βλέπουμε σέ ὅλα τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Συγκεκριμένως, ἔχω ὑπόψη μου μιά ἀνάλυση τήν ὁποία κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἐκεῖ χρησιμοποιεῖ χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Γιά παράδειγμα, τό ὅτι πρέπει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά γίνη ἕνα ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φαίνεται ἀπό ἕνα χωρίο τοῦ Προφητάνακτος Δαυίδ πού λέει: «ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. ξβ΄, 2). Δηλαδή, δίψησε ἡ ψυχή μου τόν ζῶντα Θεό, ἀλλά πολύ περισσότερο καί ἡ σάρκα μου, τό σῶμα μου. Σέ ἄλλο χωρίο ὁ Προφητάναξ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος εἶχε γνώση τῆς νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς, ὅπως καί ὅλοι οἱ Προφῆτες καί ὅλοι οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, λέει: «ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα» (Ψαλμ. πγ΄, 3). Ὁ δικός μας Θεός δέν εἶναι θεός τῶν στοχαστῶν καί τῶν φιλοσόφων, ἕνας ἰδεατός θεός, εἶναι ζωντανός Θεός. Καί οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀποκτοῦν τήν ἐμπειρία αὐτή τοῦ Θεοῦ, γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζῶν Θεός καί κατοικεῖ στούς ζῶντες ὀργανισμούς. Καί λέγει ἐδῶ ὁ Προφητάναξ Δαυίδ: «ἡ καρδία μου», καί ὄχι μόνον ἡ καρδία μου, ἀλλά καί ἡ σάρκα μου –«καί ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντﻬ– καί τά δύο χάρηκαν πάρα πολύ, «γιά τόν Θεόν τόν ζῶντα».
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἀναφέρεται σέ αὐτό τό γεγονός καί λέγει: «διὰ τοῦτο ἡ κοιλία μου ἐπὶ Μωὰβ ὡς κιθάρα ἠχήσει, καὶ τὰ ἐντός μου ὡσεὶ τεῖχος, ὃ ἐνεκαίνισας» (Ἠσ. ιστ΄, 11). Καί ἐδῶ πάλι ἡ ἴδια εἰκόνα εἶναι τῆς κιθάρας, τοῦ ὀργάνου. Ἡ κοιλία μου, λέει ὁ Προφήτης, καί ὅταν ὁμιλῆ γιά τήν κοιλία, ἐννοεῖ τήν καρδία. Αὐτό πού ἄλλοι Πατέρες, ἄλλοι Προφῆτες, ἄλλοι ἐμπειρικοί Πατέρες καί Διδάσκαλοι ὀνομάζουν καρδία, ὁ Προφήτης Ἡσαΐας τό λέει κοιλία. Εἶναι ἡ φωνή πού βγαίνει ὄχι ἁπλῶς ἀπό τό σωματικό ὄργανο τῆς καρδιᾶς, ἀλλά ἀπό τό βάθος τοῦ σωματικοῦ ὀργάνου πού τό ὀνομάζει κοιλία, γιατί δέν εἶναι ἀκριβῶς τό σαρκικό ὄργανο, εἶναι «ὁ ἐντός τῆς καρδίας ἄνθρωπος», εἶναι κάτι τό ὁποῖο εἶναι κάτω ἀπό τήν σαρκική καρδιά, ὁπότε τό ὀνομάζει κοιλία. Καί ἡ κοιλία μου, λέει, θά ἠχήση ὡς κιθάρα καί τό ἐντός μου, δηλαδή ὅλη ἡ ὕπαρξή μου, ὡς τεῖχος χαλκοῦν, σάν νά ἔχουμε ἕνα τεῖχος ἀπό χαλκό καί τό χτυπᾶμε καί ἀκούγεται ἕνας πολύ ὡραῖος ἦχος. Ἔτσι ἀκριβῶς καί ὅλο τό εἶναι μου, καί ὅλη ἡ ὕπαρξή μου, λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ἠχήσει «ὡς τεῖχος χαλκοῦν, ὅ σύ ἐνεκαίνισας», αὐτό πού ἐσύ, Κύριε, ἔκανες.
Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος –τρεῖς φορές τό ἀναφέρει στίς Ἐπιστολές του– «ὁ ἔσω ἐν τῇ καρδίᾳ ἄνθρωπος». Εἴμαστε ἄνθρωποι, ἀλλά μέσα στήν καρδιά μας ἔχουμε καί ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο τῆς θείας Χάριτος. Δέν εἶναι ὁ σαρκικός καί ψυχικός ἄνθρωπος. Γιατί σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ψυχικός ἄνθρωπος, εἶναι αὐτός πού ἁπλῶς ἔχει ψυχή καί σῶμα· λέγεται ψυχικός καί σαρκικός, ἐάν δέν ἔχη συγχρόνως καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ἀλλά ἔχει καί τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ψυχή καί στό σῶμα λέγεται πνευματικός ἄνθρωπος. Καί αὐτός ὁ πνευματικός ἄνθρωπος αἰσθάνεται μέσα του τόν «ἔσω ἐν τῇ καρδίᾳ ἄνθρωπον» στήν πραγματικότητα μέσα στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ τό ἴδιο τό Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο προσεύχεται «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄, 26). Ὅπως ἐμεῖς βγάζουμε στεναγμούς σέ κάποια δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μας, ἔτσι ὁ ἔσω ἄνθρωπος βγάζει ἀλάλητους στεναγμούς. Αὐτός ὁ «ἔσω ἐν τῇ καρδίᾳ ἄνθρωπος» εἶναι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, πού χαίρεται, πού λυπᾶται, πού κλαίει, ὅταν ἁμαρτάνη ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κάνη κάποια ἁμαρτία αἰσθάνεται κανείς τόν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο νά κλαίη. Ἄλλοτε νά χαίρεται, νά δοξάζη τόν Θεό. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ λογική στόν ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι ὅλο αὐτό τό στοιχεῖο ψυχή, σῶμα, καρδία καί, κυρίως, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο προσεύχεται ἀδιάλειπτα μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού ἀγαπᾶ τόν Θεό.
Αὐτό τό βλέπουμε διάχυτα στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Θεωρῶ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος Γέροντας, φυσικά μετά τόν Χριστό, διότι ὅλη ἡ παράδοση, ὅλη ἡ θεολογία καί ὅλη ἡ ἡσυχαστική παράδοση εἶναι μέσα στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Δύο φορές, καί στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή καί στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή, ὑπάρχει αὐτή ἡ βαθύτατη ἔννοια καί ἐμπειρική ζωή, πού εἶναι δική του ζωή. Λέει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄, 14). Παιδιά τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, εἶναι μόνον ἐκεῖνοι πού ἄγονται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί συνεχίζει: «οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας» (Ρωμ. η΄, 15). Τό νά εἴμαστε υἱοί τοῦ Θεοῦ εἶναι χάρισμα καί αὐτό εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὄχι νά εἴμαστε δοῦλοι, ἀλλά νά εἴμαστε υἱοί τοῦ Θεοῦ. Καί πῶς ἀποδεικνύεται ὅτι εἴμαστε υἱοί τοῦ Θεοῦ; Ὅταν προσευχόμαστε ἐσωτερικά, καρδιακά, ὅπως λέγει: «ἐν ᾧ (πνεύματι υἱοθεσίας) κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ». Δηλαδή, ὅταν κανείς αἰσθάνεται ὅτι εἶναι υἱός κάποιου, τότε φωνάζει καί προσκαλεῖ τόν πατέρα του. Ὅταν κανείς αἰσθάνεται ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι χάρισμα υἱοθεσίας, κράζει μέσα στήν καρδιά: «Ἀββᾶ», Πάτερ. Ξέρετε οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔκαναν αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί πρός τόν Πατέρα, κράζοντας τό «Πάτερ». Καί «αὐτό τό πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν, ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ». Καί ἄν εἴμαστε τέκνα Θεοῦ, τότε εἴμαστε κληρονόμοι Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ρωμ. η΄, 16).
Ὅλη αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφερόμενος σέ αὐτήν τήν ἐμπειρία, τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος πρέπει νά γίνη ἕνα ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὅτι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνον τοῦ μοναχοῦ, ἀλλά τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά βγάζη ἀπό μέσα του τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει: «ἐξοικίζομεν τόν νόμον τῆς ἁμαρτίας καί ἐσοικίζομεν τήν ἐπισκοπήν τοῦ νοῦ» μέσα στό σῶμα μας. Δηλαδή, βγάζουμε τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν σάρκα, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πνευματικός μέχρι βαθιά τήν σάρκα του. «Ἐξοικίζομεν τόν νόμον τῆς ἁμαρτίας καί ἐσοικίζομεν», βάζουμε μέσα στήν καρδιά μας, «τήν ἐπισκοπή τοῦ νοῦ», δηλαδή ὁ νοῦς νά εἰσέρχεται μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς, τῆς ὑπάρξεώς μας, καί αὐτός ὁ νοῦς νά γίνη ὁ πραγματικός ἐπίσκοπος τῆς καρδίας καί οὐσιαστικά αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός μοναχός.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, δίνει διαφόρους ὁρισμούς γιά τό τί εἶναι ὁ μοναχός. Ἐάν ἐμεῖς ποῦμε ἤ ρωτήσουμε κάποιον τί εἶναι ὁ μοναχός, θά λάβουμε ἤ θά δώσουμε πάρα πολλές ἀπαντήσεις. Εἶναι πολύ σημαντικό τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γιά τό ποιός εἶναι ὁ μοναχός. Ἀκοῦστε μερικούς ὁρισμούς:
«Μοναχός ἐστι τάξις καί κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι ὑλικῷ καί ρυπαρῷ ἐκτελουμένη». Εἶναι μιά ἀγγελική τάξη τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων, ἡ ὁποία τάξη, ἡ ἀγγελική ζωή, ἡ ἀγγελική πολιτεία, ἡ ἀγγελική ὑμνολογία τελεῖται μέσα σέ ἕνα ὑλικό καί ρυπαρό σῶμα.
Ἀλλοῦ λέγει: «Μοναχός κυρίως ἐστίν ἀμετεώριστον ὄμμα ψυχῆς». Δηλαδή, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς πού εἶναι ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι ἀμετεώριστος, ὁ νοῦς νά συγκεντρώνεται μόνον στόν Χριστό καί μόνον στήν προσευχή καί νά συνδέεται μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, μέ τόν θεῖο ἔρωτα, ὄντας ἀμετεώριστος. Μπορεῖ ἡ λογική νά σκέφτεται διάφορα πράγματα, μπορεῖ ἡ λογική νά ἀσχολῆται μέ διαφόρους λογισμούς, μέ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ταυτόχρονα ὅμως, ἐφόσον ὁ νοῦς ξεχωρίζεται ἀπό τήν λογική, κατευθύνεται πρός τόν Θεό καί εἶναι ἀμετεώριστος. Ἔχει σταθεροποιηθῆ στόν Χριστό καί ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί συνδέεται μαζί Του.
«Μοναχός ἐστιν ἡγνισμένον σῶμα, κεκαθαρμένον στόμα καί πεφωτισμένος νοῦς». Ἀληθινός μοναχός εἶναι αὐτός πού ἔχει καθαρίσει τό σῶμα του τελείως, εἶναι αὐτός πού ἔχει καί καθαρό στόμα καί ὁ νοῦς του εἶναι φωτισμένος ἀπό τό Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει δικό του φῶς. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ καθρέπτης, τό κάτοπτρο, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού δέχεται τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν δέχεται τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, εἶναι σκοτεινός. Ἄρα μοναχός θά πῆ πεφωτισμένος νοῦς. Καθάρισε τό κάτοπτρο, δέχθηκε τήν ἀκτίνα τῆς θείας Χάριτος καί βλέπει, εἶναι φωτεινός.
«Μοναχός ἐστιν ἄληκτον φῶς ἐν ὀφθαλμῷ καρδίας», ἄληκτον, δηλαδή ἀκατάληκτον, πού δέν ἔχει τέλος, ἀτελείωτο φῶς μέσα στόν ὀφθαλμό τῆς καρδιᾶς. Γιατί, ὅπως ἔχει κανείς ὀφθαλμούς στό σῶμα καί βλέπει, ἔτσι καί ἡ καρδιά ἔχει τόν δικό της ὀφθαλμό, πού εἶναι ὁ νοῦς. Ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς καθαρίζεται καί εἶναι ὁ νοῦς, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Καί ὅταν δέχεται τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτός ἔχει μέσα του, συνεχῶς, τό φῶς καί βλέπει τά πάντα. Αὐτό πού λέμε προορατικό χάρισμα, διορατικό χάρισμα δέν εἶναι κάτι ἐξαίρετο, κάτι ἐπιπλέον∙ εἶναι ἡ συνέχεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τῆς θείας Χάριτος.
Καί συνεχίζει γιά νά πῆ σέ ἄλλο κεφάλαιό του ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Μοναχός ἐστιν κατώδυνος ψυχή ἐν τῇ διηνεκῇ μνήμῃ τοῦ θανάτου». Μοναχός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει μιά ψυχή, ἡ ὁποία διαρκῶς ἔχει ὀδύνη, ὀδυνᾶται γιά τόν ἑαυτό του, γιά ὅλον τόν κόσμο, γιά αὐτούς πού ζοῦν καί γιά αὐτούς πού εἶναι κεκοιμημένοι καί μάλιστα μέ διηνεκῆ μνήμη θανάτου ἀδολεσχοῦσα. Ἡ ψυχή ἀδολεσχεῖ συνεχῶς καί προσεύχεται στόν Χριστό. Καί προσέξτε τί λέει στήν συνέχεια: «ἀδολεσχοῦσα ἐγρηγορυῖα τε καί ὑπνώττουσα». Ὅταν ἡ ψυχή στήν καθ’ ἡμέραν ζωή μέ τήν λογιστική της ἐνέργεια βλέπη, παρατηρῆ, ἐλέγχη καί μέ τήν νοερά προσεύχεται, ὅσο εἶναι ἐγρηγοροῦσα αὐτό γίνεται καί ὅταν εἶναι ὑπνώττουσα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοιμᾶται τό βράδυ καί οἱ δυνάμεις τοῦ σώματος συρρικνώνωνται, μειώνωνται, καί ὁ ἄνθρωπος κατά κάποιον τρόπο βιώνη ἕναν τέτοιο μικρό θάνατο, τόν ἀδελφό τοῦ θανάτου –ὁ ὕπνος, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης, εἶναι ἀδελφός τοῦ θανάτου, εἶναι περίπου ἕνας μικρός θάνατος καί ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος– κατά τήν διάρκεια, λοιπόν, τοῦ ὕπνου τοῦ βραδινοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἔχει ἀναπτύξει τήν ἐσωτερική νοερά ἐνέργεια, αἰσθάνεται ὅλη τήν νύχτα ὅτι ἡ ψυχή ἀγρυπνεῖ καί ὁ νοῦς ἀγρυπνεῖ καί προσεύχεται. Καί ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ξέρει ὅτι κοιμᾶται, ἀντιλαμβάνεται μέσα του νά λέγεται συνεχῶς ἡ εὐχή ἤ κάτι ἄλλο. «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», λέγει τό Ἆσμα Ἀσμάτων. «Καθεύδω διά τήν χρείαν τοῦ σώματος καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ διά τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης τῆς Κλίμακος.
Καί ὅποιος βιώνει αὐτήν τήν κατάσταση, αἰσθάνεται τόν νοῦ του ἐλευθερωμένο ἀπό τήν δυναστεία τῆς λογικῆς, τῶν παθῶν καί τοῦ περιβάλλοντος καί κατά τήν διάρκεια τοῦ βραδινοῦ ὕπνου, τόν αἰσθάνεται νά προσεύχεται μέσα στήν καρδιά, αὐτός καταλαβαίνει τί θά γίνη κατά τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς πρό τοῦ θανάτου. Ὅταν, ἐνδεχομένως, ἀρχίζουν οἱ αἰσθήσεις παύουν νά λειτουργοῦν, τότε ὁ ἀσκητής προσεύχεται νοερά στήν καρδία καί μέ αὐτήν τήν προσευχή φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί τότε ἡ ψυχή, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος, ἀπό τήν ἀγάπη τήν ὁποία εἶχε γιά τόν Θεό, ἡ ὁποία ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ τόσο πολύ ὅσο ὑπάρχει τό σῶμα –καί ἐκεῖνο προσεύχεται, ἀλλά εἶναι μία δύναμις ἀνασχετική– τότε ἡ ψυχή ἀπό ἀγάπη καί ἔρωτα γιά τόν Χριστό σάν πύραυλος ἐκτοξεύεται πρός τόν οὐρανό. Αὐτό γίνεται ὅταν προσεύχεται μέ τήν νοερά προσευχή, πού εἶναι ἡ γλώσσα τῶν Ἀγγέλων.
Αὐτή εἶναι ἡ μοναχική ζωή. Καί ἄν δῆτε προσεκτικά, καί ἀκούσατε πολύ προσεκτικά τίς εὐχές καί ἄν διαβάσετε τά κείμενα αὐτά, θά διαπιστώσετε ὅτι ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἶπα μέχρι τώρα, περιγράφονται μέσα σέ αὐτές τίς εὐχές, γιατί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός καί ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καί αὐτός εἶναι τελικά ὁ σκοπός καί ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν.
Ἀγαπητέ μοναχέ, πάτερ Ἱερόθεε,
Αὐτά πού εἶπα μέχρι τώρα, εἶναι κοινή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία γνωρίζεις. Καί τήν γνωρίζεις ἀπό τήν μελέτη τῶν διαφόρων βιβλίων τήν ὁποίαν ἔκανες, ἀλλά καί μέ μιά πείρα τήν ὁποία ἔχεις ἀποκτήσει ὅλα αὐτά τά χρόνια. Αὐτά εἶναι γνωστά σέ ὅλους αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι πεπειραμένοι. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «ἴσασι οἱ πείρᾳ μεμυημένοι», γνωρίζουν αὐτοί πού εἶναι μεμυημένοι διά τῆς πείρας. Καί ἔτσι ἔζησες μέχρι τώρα, ἀλλά ἀκόμη περισσότερο ἀπό τώρα πού ἔγινες μοναχός, ὅλη σου ἡ ὕπαρξη, ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, ἡ λογική, τό σῶμα, ἡ καρδία, ὅλη ἡ ὕπαρξή σου νά γίνη ἕνα ψαλτήρι τερπνό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δέν ἔχεις λάβει μικρό ὄνομα. Ὁ ἅγιος Ἱερόθεος εἶναι μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας. Διαβάζουμε τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, καί βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης εἶναι μαθητής τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Ὅταν διαβάζη κανείς τά ἔργα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου –σώζονται τέσσερα θαυμαστά κείμενα: «Περί μυστικῆς θεολογίας», «Περί θείων ὀνομάτων», «Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας», «Περί οὐρανίου ἱεραρχίας» καί μερικές ἄλλες ἐπιστολές– σέ αὐτά τά τέσσερα βασικά κείμενα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, βλέπει ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερος θεολόγος στήν Ἐκκλησία. Τά κείμενα αὐτά τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου εἶναι τά ὑψηλότερα θεολογικά κείμενα. Ἀπόδειξη εἶναι ὅτι μέ αὐτά ἀσχολεῖται ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέ αὐτά ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, αὐτά γνωρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτά γνωρίζουν οἱ νηπτικοί Πατέρες καί τά ἀναλύουν.
Εἶναι δέ πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ διάλογος πού ἔγινε μεταξύ τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στήν πραγματικότητα εἶναι διάλογος ἑρμηνείας τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Διαφορετικά ἑρμηνεύει ὁ Βαρλαάμ, μέτοχος τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, τά κείμενα αὐτά κατά τρόπον μυστικιστικό, ἀγνωστικιστικό, διαφορετικά τά ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν δική του ἐμπειρία. Ἄρα τά κείμενα αὐτά εἶναι τό κέντρο ὁλοκλήρου τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί ὅταν διαβάση κανείς αὐτά τά κείμενα, ἀμέσως διαπιστώνει ὅτι ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἱερόθεο. Καί λέει, ὅτι αὐτήν τήν διδασκαλία τήν παρέλαβε ἀπό τόν «δεινόν καθηγεμόνα», τόν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο. Εἶναι μέγας διδάσκαλος ὁ ἅγιος Ἱερόθεος καί ἀξιώθηκε νά εἶναι καί στήν ἐξόδιο ἀκολουθία, στήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί νά ψάλη ὕμνους, μέ τούς ὁποίους ὑπερέβαλε ὅλους τούς ἄλλους ὕμνους, μετά τούς ἁγίους Ἀποστόλους, καί «ἐφαίνετο καί οὐκ ἐφαίνετο καί ἐγινώσκετο καί οὐκ ἐγινώσκετο», γιατί εἶχε ὑποστῆ τήν θεία ἔκσταση.
Αὐτήν τήν μεγάλη μορφή ἀγάπησες καί προτίμησες νά λάβης τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Καί ἐγώ εὔχομαι μέ ὅλη μου τήν ψυχή, ὅπως ἔζησες μέχρι τώρα, ἀκόμη περισσότερο νά ζῆς ἐπάξια καί ἐν ταπεινώσει καί ἐν μετανοίᾳ στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, πού εἶναι ἐκείνη πού συνδέεται μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ὥστε νά ἀξιωθῆς καί τῆς οὐράνιας ἱεραρχίας, πού εἶναι οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί ὅλοι αὐτοί πού μυοῦνται καί μυσταγωγοῦνται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό στήν πνευματική ζωή.
Πολλά θά μποροῦσα νά πῶ, ἀλλά «τῶν φρονίμων ὀλίγα». Ὁπότε, εὔχομαι καί πάλι ὁ Θεός νά «κατασκευάση» ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί νά τήν κάνη «ὄργανον ἐναρμόνιον καί ψαλτήριον τερπνόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί ἀπό τήν ἐπίγεια ἐκκλησιαστική ἱεραρχία νά ὁδηγηθῆς στήν οὐράνια ἱεραρχία γιά νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
- Προβολές: 5123