Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Παρατηρήσεις γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 8 Μαρτίου 2016

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Παρατηρήσεις γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο κατὰ τὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ κείμενο σὲ μορφὴ pdf.

Ἡ προετοιμασία γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο διήρκησε πάνω ἀπό 110 χρόνια καί χωρίζεται σέ τρεῖς περιόδους, ἡ πρώτη ἀπό τό 1902 ἕως τό 1952, ἡ δεύτερη ἀπό τό 1952 ἕως τό 1990 καί ἡ τρίτη ἀπό τό 1990 ἕως σήμερα. Τό ἔτος 1961 πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Σύνοδοι, ἐτέθησαν περίπου 100 θέματα καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου μειώνονταν γιά νά συμπεριληφθοῦν τελικά στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἕξι θέματα, ἤτοι: «ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ, ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (Ἀνακοινωθέν Προκαθημένων, 27-01-2016).

Ἐπειδή ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονός γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γι' αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή καί ἀπαιτεῖται θεολογική ἀντιμετώπιση τόσο τῆς Συνόδου, ὅσο καί τῶν ἀποφάσεών της.

Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο συμφωνήθηκε ὅτι θά ἰσχύσουν δύο βασικές ἀρχές. Ἡ πρώτη ὅτι κάθε Ἐκκλησία θά ἔχη μία ψῆφο καί ἡ δεύτερη ὅτι οἱ ἀποφάσεις θά λαμβάνωνται ὁμοφώνως, πού σημαίνει ὅτι, ἄν μία Ἐκκλησία δέν συμφωνῆ γιά ἕνα θέμα, δέν θά λαμβάνεται ἀπόφαση γιά τό θέμα αὐτό.

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει νά προετοιμασθῆ κατάλληλα γιά τήν Σύνοδο αὐτή, μέ ὅλο τό θεολογικό δυναμικό τό ὁποῖο διαθέτει, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς ὑπερτερεῖ ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι μιά μεγάλη ὁμάδα θεολόγων πού ὑπάρχουν στίς ἄλλες Ἐκκλησίες ἔχουν σπουδάσει καί ἔχουν λάβει διδακτορικά διπλώματα ἀπό τίς Θεολογικές Σχολές τῆς Ἑλλάδος, καθώς ἐπίσης καί καθηγητές Θεολογικῶν Σχολῶν χρησιμοποιοῦνται ὡς θεολογικοί σύμβουλοι σέ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Αὐτό δείχνει ὅτι δέν θά εἶναι ἀμελητέα ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Στήν συνέχεια θά τονισθοῦν δύο θέματα, τά ὁποῖα κατά τήν γνώμη μου εἶναι σοβαρά.

1. Ἡ ταυτότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου

Ἡ Σύνοδος πού πρόκειται νά συγκληθῆ τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Πολλές φορές διερωτήθηκα ποιά εἶναι ἡ ταυτότητά της καί ποιά θά εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία της.

Ἡ μία ἑρμηνεία εἶναι ὅτι θά εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος. Ὅμως, πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι δέν θά συγκληθῆ ὡς Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά ὡς μιά Πανορθόδοξη Μεγάλη Σύνοδος. Στήν σκέψη αὐτή κρύπτεται μιά ἔννοια ὅτι μετά τό 1009 καί 1054 μ.Χ. δέν μπορεῖ νά συγκληθῆ Οἰκουμενική Σύνοδος, διότι ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται σέ Σχίσμα καί δέν θά μπορῆ στήν Σύνοδο αὐτή νά παρευρίσκεται «ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης».

Μιά τέτοια, ὅμως, ἐξήγηση ἀμέσως δημιουργεῖ τό ἐκκλησιολογικό πρόβλημα ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ εἶναι δεδομένη, θεωρεῖται ὡς ἀναζητητέα. Ὁπότε, ἡ Ἐκκλησία χάνει τήν αὐτοσυνειδησία της ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά συνέρχεται καί νά ἀποφασίζη, ἀνεξάρτητα ἄν μερικά πρώην μέλη της ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτήν.

Ἡ ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι ὅτι θά εἶναι ὅπως ἀκριβῶς χαρακτηρίζεται ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Μάλιστα δέ λέγεται ὅτι δέν ἔχει συγκληθῆ μιά τέτοια μεγάλη Σύνοδος καθ' ὅλη τήν διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας.

Ἄν αὐτό εἶναι ὀρθό, τότε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐκλαμβάνεται ὡς συνέχεια τῆς Ζ΄  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνῆλθε τό 787 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως, σέ αὐτήν τήν περίπτωση παρακάμπτονται καί παραθεωροῦνται ἡ Η΄  Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-880), πού ἀσχολήθηκε μέ μείζονα ἐκκλησιολογικά θέματα καί κυρίως μέ τήν αἵρεση τοῦ filioque, καί ἡ Θ΄  Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν αἵρεση τοῦ actus purus, δηλαδή τήν ταύτιση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τόν κόσμο μέ κτιστές ἐνέργειες.  

Θεωρῶ, μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, ὅτι ἦταν λάθος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού δέν συζήτησε τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως πού ἐτέθησαν στήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου 2011 γιά τίς Η΄  καί Θ΄  Οἰκουμενικές Συνόδους. Καί ναί μέν τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου εἶχαν ἤδη καταρτισθῆ τότε σέ δέκα καί δέν μποροῦσαν νά προστεθοῦν ἄλλα θέματα, ὅμως οἱ εἰσηγήσεις αὐτές ἔπρεπε νά συζητηθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ὥστε νά τεθῆ ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς συνέχεια τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί νά παρακαμφθοῦν οἱ Μεγάλες Σύνοδοι τοῦ 879-880 καί τοῦ 1351, τῶν ὁποίων τό κύρος καί τήν αὐθεντία κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήση.

2. Θεολογικά σχόλια στά καταρτισθέντα κείμενα

Ὅπως προαναφέρθηκε ἀπό τά δέκα θέματα πού εἶχε ἀποφασισθῆ νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τελικά θά συζητηθοῦν ἕξι ἀπό αὐτά.

Κατ' ἀρχάς θά πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἔχω ἔντονο προβληματισμό γιά τό πῶς ἔγινε ἡ ἐπεξεργασία τῶν κειμένων αὐτῶν ἀπό τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις.

Ποτέ τά σχέδια τῶν κειμένων δέν ἐτέθησαν ὑπ' ὄψιν ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν καί δέν συζητήθηκαν στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοὐλάχιστον ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, δηλαδή στά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια.

Ἔπειτα, γιά τό περιεχόμενο τῶν κειμένων αὐτῶν λάμβανε γνώση καί τά ἐπεξεργαζόταν ἡ Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων. Ἀπ' ὅ,τι φαίνεται, ἡ Ἐπιτροπή αὐτή ἀπέστελλε στήν κατά καιρούς Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἐκθέσεις περί τῶν Προπαρασκευαστικῶν καί Προσυνοδικῶν Διασκέψεων καί τά κείμενα. Ἡ Δ.Ι.Σ. λάμβανε γνώση τῶν ἐκθέσεων αὐτῶν καί τῶν κειμένων καί τά ἔθετε συνήθως στό ἀρχεῖο χωρίς περαιτέρω συζήτηση.

Ἔχω ζητήσει νά μοῦ δοθοῦν οἱ ἐκθέσεις τῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, καί τυχόν κατευθυντήριες γραμμές πού ἔδωσαν οἱ κατά καιρούς Διαρκεῖς Σύνοδοι πρός τήν Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων γιά τήν βελτίωση τῶν κειμένων, γιά νά ἀποκτήσω καθαρή εἰκόνα.

Ἤδη ἔχω ὑπ' ὄψη μου τό ἀπό 4ης Ἰουνίου 2015 ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτου Ἑλβετίας Ἱερεμίου πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, ὡς γραμματέως ἐπί τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ζητοῦσε τίς «τυχόν παρατηρήσεις καί προτάσεις τῆς Ὑμετέρας ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας πρός σχηματισμόν τοῦ φακέλλου καί ὑποβολήν αὐτοῦ εἰς τήν προσαρμοζομένην ἵνα προσεχῶς συνέλθη Ε΄Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, ἥτις καί θά ἐγκρίνῃ καί θά παραπέμψῃ αὐτά εἰς τήν τελικήν μορφήν τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Συνόδῳ» καί ἔπρεπε νά ἀπαντήση ἡ ΔΙΣ μέχρι τέλος τοῦ Ἰουλίου 2015. Καί ἀπ'  ὅ,τι ἐρώτησα δέν ἐδόθη καμμία ἀπάντηση ἀπό τήν ΔΙΣ καί καταρτίσθηκε τό τελικό κείμενο, τό ὁποῖο παραπέμφθηκε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.

Ἔπειτα, θεωρῶ ὅτι ὑπῆρξε ἐλλειμματική ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μας στήν ἐπεξεργασία τῶν κειμένων πού θά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Αὐτό τεκμαίρεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, καίτοι τά θέματα ἦταν κατ' ἐξοχήν δογματικά καί κανονικά, ὅπως τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί πῶς συγκροτεῖται ἡ ἑνότητά της, καθώς ἐπίσης καί τά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν νηστεία, τά κωλύματα τοῦ γάμου, τήν Ὀρθόδοξη Διασπορά, τό Αὐτόνομο καί τόν τρόπο ἀνακηρύξεώς του, ἐν τούτοις ἠσχολεῖτο μέ αὐτό ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων καί ὄχι παράλληλα καί ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή Δογματικῶν καί Κανονικῶν Ζητημάτων, ἡ καθ' ὕλην ἁρμόδια Συνοδική Ἐπιτροπή.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν προετοιμάσθηκε ἐπαρκῶς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἀντίθετα μάλιστα, Ἱεράρχες πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θέματα αὐτά μᾶς καθησύχαζαν ὅτι δέν θά δημιουργηθοῦν προβλήματα στήν Ἐκκλησία ἀπό τά κείμενα. Ὅμως, ὄντως ὑπάρχουν θεολογικά προβλήματα.

Μπορεῖ κανείς νά κάνη πολλές παρατηρήσεις, ἀλλά στήν συνέχεια θά ἤθελα νά παραμείνω σέ δύο ἀπό αὐτές.

Ἡ πρώτη παρατήρηση ἀναφέρεται στό ἐκκλησιολογικό θέμα.

Μελετώντας κανείς προσεκτικά τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» παρατηρεῖ μιά διγλωσσία. Ἀπό τήν μιά θεωρεῖται ὁτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀναγνωρίζονται καί ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἐπίσης, σέ ἕνα μέρος τοῦ κειμένου λέγεται ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένη καί σέ ἄλλο μέρος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τούς διαλόγους ἀναζητᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπί πλέον τίθεται σοβαρό θέμα γιά τόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἰς αὐτήν. Ἐνῶ οἱ «Φραγκολατίνοι» εἰσήγαγαν ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά πολλές αἱρέσεις καί τό μεγαλύτερο πρόβλημα εἶναι ἡ λεγόμενη σχολαστική θεολογία πού διαφέρει σαφέστατα ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία, καθώς ἐπίσης τό βάπτισμα γίνεται μέ ἀλλοιωμένη τήν πίστη καί παραθεώρηση τῆς κανονικῆς τελέσεώς του, ἐν τούτοις γίνεται λόγος γιά ἀποδοχή του κατ' οἰκονομίαν, δηλαδή μέ τό χρίσμα.

Πρόκειται γιά τήν λεγομένη «βαπτισματική θεολογία» πού ἐτέθη τά τελευταῖα χρόνια ὡς βάση γιά τήν λεγομένη ἕνωση μεταξύ τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Πάνω στήν «βαπτισματική θεολογία» στηρίχθηκε ἡ Β΄Βατικανή Σύνοδος γιά νά δείξη ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί τίς Ὁμολογίες, παρά τίς μικρές, κατ' αὐτούς, ἐλλείψεις.

Τό πρόβλημα εἶναι βαθύτερο, γιατί ἀπό πολλούς θεολόγους καί Ἐπισκόπους πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν λεγομένη Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν δέν ταυτίζονται τά χαρισματικά μέ τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι σοβαρό ἐκκλησιολογικό πρόβλημα.

Ἑπομένως, γιά τήν ἀποδοχή τῶν Χριστιανῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Ἁγία Ἐκκλησία δέν πρέπει νά γίνεται κατ' ἐπίφαση ἐπίκληση τοῦ 7ου Κανόνος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τοῦ 95ου Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σέ ἄλλο κείμενό μου ὑπενθύμισα ὅτι αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν Κανόνων αὐτῶν ἔκαναν τό 1756 οἱ Τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, καί αὐτό πρέπει νά ληφθῆ σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θά πρέπει νά ἀποβληθῆ ἀπό τό συγκεκριμένο κείμενο ἡ διγλωσσία καί νά φανῆ ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅτι δέν διαιρέθηκε ποτέ, ὅπως τό Εὐχαριστιακό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μερίζεται καί οὐ διαμελίζεται» καί ὅτι ὅσοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας θέλουν νά ἐπιστρέψουν, πρέπει νά γίνεται μέ Βάπτισμα.

Ἡ δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται στό θέμα τοῦ προσώπου.

Στό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» τίθεται ὡς βάση τό ἀρχικό κεφάλαιο μέ τίτλο «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου».

Βέβαια, στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού ἔγινε στό Σαμπεζύ-Γενεύη στίς 18-28 Ἰανουαρίου 2016, τήν τελευταία στιγμή, χωρίς νά γνωρίζω τόν τρόπο, ἔγινε μία παρέμβαση ἐπί τά βελτίῳ, δηλαδή παρελείφθησαν μερικές ἀπόψεις καί φράσεις γιά τό πρόσωπο.

Ὅμως, παρέμειναν οἱ φράσεις «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», «κοινωνία τῶν προσώπων κατά τό πρότυπο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος» κλπ.

Ἔχω ἤδη καταγράψει τίς ἀπόψεις μου σέ ἄλλο κείμενο, τό ὁποῖο ἐδόθη στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο. Πάντως, ἡ ὅλη προβληματική περί τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ, χωρίς νά κινδυνολογῶ, μιά αἵρεση, συνέχεια τοῦ ἀρειανισμοῦ, τοῦ μονοθελητισμοῦ καί εἶναι ἐπηρεασμός ἀπό τήν ὑπαρξιστική φιλοσοφία τοῦ Κίκεργκαρντ, τοῦ Μάρσελ, τοῦ Σάρτρ καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό τοῦ Χάϊντεγκερ. Σήμερα γίνεται πολύς λόγος γιά τήν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», γιά τήν «κοινωνία τῶν προσώπων», γιά τήν «ἀξιοπρέπεια καί ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», γιά τήν διαφορά μεταξύ τοῦ «ἀτόμου καί τοῦ προσώπου», γιά τήν «κοινωνία τῶν προσώπων κατ' ἀντανάκλαση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος» κλπ. καί ὅλα αὐτά εἶναι ἀντορθόδοξα.

Ἔχω ἐπισημάνει ἐπανειλημμένως ὅτι οἱ Πατέρες ἀνέλυσαν τήν ἔννοια τοῦ προσώπου ὡς πρός τόν Τριαδικό Θεό καί ὄχι ὡς πρός τόν ἄνθρωπο. Ἐπίσης, φαίνεται σαφέστατα ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου θυμίζει τόν ἀρειανισμό, τόν μονοθελητισμό, τόν νεστοριανισμό, κλπ. σέ δύο βασικές ἔννοιες, ἤτοι ὅτι ταυτίζεται ἡ φύση μέ τήν ἀνάγκη, ὅτι κάθε τι ἐκ φύσεως εἶναι καί ἀναγκαστικό, καί συνδέεται τό πρόσωπο μέ τήν βούληση, τήν θέληση καί τήν ἀγάπη. Δηλαδή, γίνεται λόγος γιά ὑποστατική θέληση, ὑποστατική ἀγάπη, ὑποστατική ἐνέργεια, πράγμα πού καταδικάσθηκε ἀπό τήν ΣΤ΄Οἰκουμενική Συνοδο.

Ἡ ὅλη, λοιπόν, προβληματική τῆς ἐννοίας «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» ὑποκαθιστᾶ καί παραθεωρεῖ τήν θεολογία τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση Θεοῦ καί ἐπικεντρώνεται περισσότερο στά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Δηλαδή, μετατρέπει τήν θεολογία σέ κοινωνιολογία. Δέν ἀρνεῖται, βεβαίως, κανείς τόν σεβασμό στόν ἄνθρωπο καί στά δικαιώματά του, στήν ἐποχή μας μάλιστα πού καταπατῶνται, ἀλλά δέν μπορεῖ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία νά ἐκκοσμικεύεται.

Γνωρίζω ὅτι ὑπάρχουν μερικοί πού διδάσκουν τήν ἔννοια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου –ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἔκανε λόγο γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο– ἀλλά τό συνδέουν ἀναμφισβήτητα μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση Θεοῦ, καί δέν συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη οὔτε καταλήγουν στόν βολονταριστικό περσοναλισμό.

Γι' αὐτό θεωρῶ ὅτι ὁπωσδήποτε πρέπει νά ἀντικατασταθῆ ὁ ὅρος πρόσωπο μέ τόν ὅρο ἄνθρωπος. Ἄλλωστε ὅλοι οἱ ξένοι θεολόγοι, οἱ ἄλλες Ὁμολογίες, ἀκόμη δέ καί οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι καταλαβαίνουν τήν ἔννοια ἄνθρωπος, καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν τήν φιλοσοφική ἔννοια τοῦ «ἀνθρωπίνου προσώπου», ὡσάν νά ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος καί κάτι ἄλλο, δηλαδή τό «ἀνθρώπινο πρόσωπο».

Καταλήγοντας τίς παρατηρήσεις μου αὐτές. ἐπισημαίνω ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τόν ζωντανό θεολογικό λόγο πού διαθέτει, μέ τήν ἐπιστημονική ἐπάρκεια πού παρατηρεῖται στίς Θεολογικές Σχολές καί τήν βιωματική, χαρισματική θεολογία πού ἐκφράζεται ἀπό ἐμπειρικούς μοναχούς καί κληρικούς, θά πρέπει νά παίξη σημαντικό ρόλο στήν κατάρτιση τῶν κειμένων καί τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Αὐτό σημαίνει ὅτι, θά πρέπει νά προσεχθοῦν ἰδιαιτέρως τά σημεῖα:

  1. Ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη καί ἡ αὐτοσυνειδησία της εἶναι ἀποδεκτή καί δέν ἀναζητᾶται.
  2. Δέν εἶναι ἀποδεκτή ἡ βαπτισματική θεολογία ὡς βάση στούς Θεολογικούς Διαλόγους.
  3. Νά ἀντικατασταθῆ ὁ ὅρος πρόσωπο ἀπό τόν ὅρο ἄνθρωπος.
  4. Νά μή θεωρηθῆ ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι κατευθείαν συνέχεια τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ παραθεώρηση τῶν Η' καί Θ΄Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ, ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (2016)