Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὅσιος Παῦλος: «ὁ ὕπατος τῶν φιλοσόφων» στήν «φιλοσοφία τοῦ Θεοῦ»

Ἀπομαγνητοφωνημένος λόγος τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου στήν πανηγυρική τράπεζα.

Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Καθηγούμενε, Ἀρχιμανδρίτα π. Παρθένιε,

Εἶμαι εὐγνώμων πού μέ καλέσατε στήν πανήγυρη τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου. Εἶναι ἰδιαίτερη τιμή γιά μένα πού ἦλθα στόν Μοναστήρι σας, πού εἶναι οἰκεῖο σέ μένα καί πολύ ἀγαπητό. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού βρίσκομαι στήν πανήγυρη τῆς Μονῆς σας ὡς Ἀρχιερεύς καί μάλιστα μέ πρόσκλησή σας γιά νά ἑορτάσουμε τόν ὅσιο Παῦλο τόν Ξηροποταμινό.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὅσιος Παῦλος: «ὁ ὕπατος τῶν φιλοσόφων» στήν «φιλοσοφία τοῦ Θεοῦ»Ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου, ἀγαπητέ π. Ἰωσήφ, ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀγαπητοί προσκυνητές.

Κατά τήν διάρκεια τῆς ἱερᾶς ἀγρυπνίας, τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου καί τήν θεία Λειτουργία, καθώς ἐπίσης καί κατά τήν ἀνάγνωση προηγουμένως ἐδῶ στήν ἀκολουθία τῆς Τραπέζης εἴχαμε τήν δυνατότητα νά γνωρίσουμε καί νά ἀπολαύσουμε τήν μεγάλη μορφή τοῦ ὁσίου Παύλου τοῦ κτήτορος αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

Ἀπό ὅσα ἀκούσαμε, ἐγώ τουλάχιστον ἔχω συγκρατήσει τρία σημεῖα, τά ὁποῖα νομίζω εἶναι ἐνδιαφέροντα.  

Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ὅσιος Παῦλος καταγόταν ἀπό βασιλική οἰκογένεια, ἀλλά ὅμως ὅταν κατάλαβε ὅτι εἶχε ἕνα ἄλλο βασιλικό γένος μέσα του, ὅτι εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ δημιουργημένος, ὅπως καί κάθε ἄνθρωπος, τότε ἐγκατέλειψε τά βασίλεια ἐκεῖνα, τήν κοσμική δόξα καί ἄρχισε νά ἐργάζεται πνευματικά γιά τό πῶς ἀπό τό κατ’ εἰκόνα θά ὁδηγηθῆ πρός τό καθ’ ὁμοίωση, στήν θέωση. Διότι, κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τό κατ’ εἰκόνα εἶναι τό νοερόν καί αὐτεξούσιον, ἐνῶ τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία φθάνει κανείς μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν δικό του προσωπικό ἀγώνα.

Ἄρχισε μέσα του νά ἐργάζεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε πραγματικά ἕνας υἱός τοῦ οὐρανίου Βασιλέως.

Ἀσκήθηκε κατ’ ἀρχάς πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ξηροποτάμου καί μετά γιά περισσότερη ἄσκηση ἦρθε στόν τόπον αὐτόν καί φυσικά ἔγινε μαγνήτης πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄρα μέσα μας ἔχουμε αὐτή τήν βασιλική Χάρη, πού εἶναι τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’  ὁμοίωση, τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, καί πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε σέ ὅλη μας τήν ζωή γιά νά  τελειοποιηθοῦμε κατά Χριστόν μέ τήν θεία Χάρη.

Τό δεύτερο σημεῖο πού παρατηρεῖ κανείς ἀπό τήν ζωή τοῦ ὁσίου Παύλου, εἶναι ὅτι, ὅπως εἶπε καί τό συναξάριο, ἐθεωρεῖτο, πρίν ἔρθει στό Ἅγιον Ὄρος καί γίνει μοναχός, ὡς ὁ ὕπατος τῶν φιλοσόφων. Γνώριζε καί τούς φιλοσόφους  Πλάτωνα καί Ἀριστοτέλη, γνώριζε καί τήν νεοπλατωνική παράδοση καί ἄλλους φιλοσόφους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ὅμως, δέν ἀναπαυόταν σέ αὐτήν τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία οὐσιαστικά ἔχει μέσα της στοιχεῖα φανταστικά, διότι μέσα ἀπό τήν φαντασία τους οἱ φιλόσοφοι δημιουργοῦσαν ὅλες τίς φιλοσοφικές τους ἰδέες. Ἀναζητοῦσε μιά ἄλλη φιλοσοφία, τήν ὑπερτάτη φιλοσοφία, ὄχι τήν φιλοσοφία τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τήν θύραθεν φιλοσοφία, ἀλλά τήν  φιλοσοφία τοῦ Θεοῦ, οὐσιαστικά τήν θεολογία.

Ἔτσι, ἔγινε μοναχός καί στήν συνέχεια ἀναδείχθηκε σέ καθηγητή τῆς ἐρήμου καί ἔκανε τέτοιο μεγάλο ἔργο διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀξιώθηκε νά κάνη μιά ποιμαντική, μέ διαχρονικη ἀξία καί σπουδαιότητα, γιά δέκα αἰῶνες. Δηλαδή, ἐργάστηκε στόν ἑαυτό του στόν ἱερόν αὐτόν τόπο, ἀπέκτησε πνευματικούς μαθητές, ἀνακαίνισε τήν Ἱερά Μονή Ξηροποτάμου, ἀνοικοδόμησε αὐτή τήν Ἱερά Μονή καί ἔτσι ἐξακολουθεῖ νά κάνη μιά διαχρονική ἀποστολή μέσα στήν Ἐκκλησία.

Ἀπέκτησε τήν ὑπερτάτη φιλοσοφία πού εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐμπειρική· ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι διανοητικά ἐφευρήματα καί διανοητικές φιλοσοφίες, ἀλλά εἶναι ἐμπειρία, ὅπως τό ἀναλύει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν τελείωση.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ σχολιαστής τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, οὐσιαστικά ἀκολουθεῖ τήν ἴδια παράδοση, Κάνει λόγο γιά τήν πρακτική φιλοσοφία πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή ἡ ὑπέρβαση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης· φθάνει στό δεύτερο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ἡ φυσική θεωρία, καί στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς λήθης καί τῆς ἄγνοιας, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ· καί ὕστερα, ἄν ὁ Θεός θελήση, φθάνει στό τρίτο στάδιο πού εἶναι ἡ μυστική θεολογία, ἡ ἄληστη γνώση, δηλαδή ἡ ἀλησμόνητη γνώση, ὅταν ὑπερβαίνη κανείς καί αὐτήν τήν ἴδια τήν φαντασία. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία.

Φυσικά, ὑπάρχει καί ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία, ἡ ὁποία μελετᾶ τά ἔργα τῶν Πατέρων, μᾶλλον ἀπό φιλολογικῆς καί συστηματικῆς πλευρᾶς, ἀλλά ἡ ὑπερτάτη θεολογία εἶναι ἡ ἐμπειρία τήν ὁποία ἀποκτοῦν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἐνδεχομένως δέν ἔχουν καί ἀνθρώπινες γνώσεις, δέν ἔχουν θύραθεν φιλοσοφία καί γνώση, ἀλλά ἀποκτοῦν γνώσεις καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν ἄσκηση.

Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι αὐτό πού ἔγινε ἀπόψε, ὅλη τήν νύχτα στήν ἀγρυπνία μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν, μέσα στήν προσευχή καί τήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, δείχνει ὄχι μόνο τί εἶναι θεολογία, ἀλλά καί τί εἶναι ἡ ἀληθινή ἐκκλησιολογία καί τί εἶναι ἡ ἀληθινή θεία Εὐχαριστία. Ὁδηγηθήκαμε στήν θεία Εὐχαριστία καί κοινωνήσαμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὅμως ἀσκηθήκαμε προηγουμένως καί ἀφοῦ προσευχηθήκαμε. Δέν μπορεῖ κανείς νά ζήση τήν ὀρθόδοξη θεολογία, τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί τήν ὀρθόδοξη εὐχαριστιολογία, ὅταν δέν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες καί ὀρθόδοξες προϋποθέσεις.

Ὑπάρχουν πολλοί σήμερα πού κάνουν λόγο γιά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου περί τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως τήν καταγράφει στό σύγγραμμά του «Μυσταγωγία», καί κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ βίωση τῆς ζωῆς τῶν ἐσχάτων, τῆς ζωῆς μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅμως παραμένουν μόνο σέ αὐτό τό σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου στήν «Μυσταγωγία» καί παραγνωρίζουν τά ἄλλα σημεῖα.  

Στήν ἀρχή της «Μυσταγωγίας» του ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅταν ἀναλύη τό πῶς κανείς μυσταγωγεῖται στήν θεία γνώση, τό πρῶτο πού ἀναφέρει εἶναι τό πῶς ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τόν κόσμο καί εἰσέρχεται μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στόν Ἱερό Ναό, πού σημαίνει ὅτι φεύγει ἀπό τό κοσμικό φρόνημα καί εἰσέρχεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό δεύτερο σημεῖο πού ἀναφέρει εἶναι τό πῶς ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχεται ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, ἀπό τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῶν αἰσθητῶν, ἀπό τήν διάχυσή του στόν περιβάλλον, στά πάθη, στήν κτίση καί στήν σύγχυσή του μέ τήν λογική καί εἰσέρχεται μέσα στό χῶρο τῆς καρδιᾶς καί ἐκεῖ γίνεται καρδιακή καί νοερά προσευχή. Καί ἀφοῦ ἀναπτύσσει τά δύο αὐτά σημαντικά σημεῖα στήν συνέχεια προχωρεῖ γιά νά τονίση ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ βίωση τῶν ἐσχάτων.

Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά βιώση τήν ἐσχατολογική πραγματικότητα, ἐάν δέν ζήση τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ὄχι ἁπλῶς ἀπό τόν κόσμο, καί ἄν δέν βιώση μέσα στήν καρδιά του τήν ἔλευση τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος θά ἀναχωρήση ἀπό τόν ἐξωτερικό κόσμο γιά νά εἰσέλθη μέσα στήν καρδιά πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ, δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια νά μιλᾶμε σήμερα γιά θεολογία καί γιά ἐκκλησιολογία χωρίς τίς ἀληθινές καί ἀπαραίτητες προϋποθέσεις.

Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ κτήτωρ αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὅπως φαίνεται καθαρά στό συναξάριο καί στόν βίο του, ἦταν εὐκατάνυκτος, ζοῦσε μέ τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια καί προσευχή, εἶχε ἀποκτήσει τό χάρισμα τῶν δακρύων -ὄχι ἁπλῶς νά κλαίη κανείς- πού εἶναι καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς ἑνώσεως τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔκανε προσευχή μέ πολλά δάκρυα, στήν συνέχεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς καί φυσικά μετά ἀποχαιρέτησε τούς μαθητές του.

Βλέπουμε, λοιπόν, τόν ἐσωτερικό σύνδεσμο πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ ἀσκητική ζωή, τῆς προσευχῆς καί τῆς θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μέ αὐτόν τόν σύνδεσμο ἡ θεία Κοινωνία δέν γίνεται «εἰς κρίσιν ἤ εἰς κατάκρισιν», ἀλλά γίνεται εἰς θεωρίαν Θεοῦ, δηλαδή λάμπει τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου καί βιώνει τήν ἄκτιστη πραγματικότητα, τό θαβώρειο Φῶς.

Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γράφεται ὅτι οἱ μαθητές μετά τήν Πεντηκοστή «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων, καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (Πρ. β΄, 42). Βλέπουμε ἐδῶ καθαρά ὅτι τά βασικά σημεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ διδαχή τῶν Ἀποστόλων, δηλαδή ἡ διδασκαλία, ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ἡ κλάση τοῦ ἄρτου, δηλαδή ἡ θεία Εὐχαριστία, καί οἱ προσευχές.

Στίς ἡμέρες μας τονίζεται καθ’ ὑπερβολήν, ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Φυσικά, ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δέν τό ἀρνεῖται κανείς αὐτό, ἀλλά αὐτό δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἀποξενώση τήν θεία Εὐχαριστία ἀπό τήν προσευχή, τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν διδαχή τῶν Ἀποστόλων καί τήν κοινωνία τῶν ἁγίων. Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή καί ἔτσι ἀποκτᾶ κανείς ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα.

Τελειώνοντας, θά ἤθελα ἁπλῶς νά ἀναφέρω κάτι πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής, ὁ μεγάλος αὐτός ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει τό ψιττακίζειν-παπαγαλίζειν στήν διανοητική θεολογία. Ὁ παπαγάλος ἐνῶ δέν ἔχει ἀνθρώπινη φύση, ἐν τούτοις χρησιμοποιεῖ τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τούς θεολόγους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν ἐξωτερικά τά λόγια τῶν ἁγίων, χωρίς νά συνδέουν τήν ἕξη τῆς γνώσεως μέ τήν πράξη τῶν ἀρετῶν. Ὅπως, ἐπίσης, ὑπάρχει καί τό πιθηκίζειν στήν θεολογία, ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ὁμοιάζουν μέ τόν πίθηκο πού κάνει ἐξωτερικές ἐνέργειες, μιμεῖται τά ἀνθρώπινα ὄντα, ἀλλά δέν εἶναι ἄνθρωπος. Ἔτσι μερικοί μιμοῦνται ἐξωτερικά τήν ζωή τῶν ἁγίων, χωρίς ὅμως νά ἔχουν τό ἐσωτερικό βίωμα. Διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «δαιμόνων ἐστί θεολογία ἡ δίχα πράξεως γνῶσις». Δηλαδή, ἡ θεολογική γνώση χωρίς τήν πράξη εἶναι δαιμονική θεολογία.

Στίς ἡμέρες μας ὑπάρχουν πολλοί θεολόγοι, κυκλοφοροῦν πολλά θεολογικά βιβλία χωρίς νά προϋποθέτουν τήν χαρισματική ἐμπειρία, καί χωρίς νά ὁδηγοῦν στήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Παῦλος ἀπεδείχθη καί ἦταν ἕνας ἐμπειρικός θεολόγος. Τό ἀκούσαμε καθαρά στό συναξάριο, τό ψάλαμε στά τροπάρια τά ὁποῖα συνετάγησαν γι' αὐτόν.

Ὅταν ἄκουγα νά ψάλλωνται τά τροπάρια μέ καταπληκτική κατάνυξη σήμερα, θυμήθηκα αὐτόν τόν συνδυασμό πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi. Ὑπάρχει δηλαδή ταύτιση μεταξύ τοῦ νόμου τῆς πίστεως καί τοῦ νόμου τῆς προσευχῆς.  Ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε τό δόγμα  μέσα στήν λατρεία καί ἡ λατρεία εἶναι ἔκφραση τοῦ δόγματος. Ἐάν θέλουμε νά μάθουμε ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, θά πρέπει νά διαβάσουμε τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά θά πρέπει νά διαβάσουμε καί τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας καί τίς εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Ὅταν ξεφεύγη κανείς ἀπό τό lex orandi καί τό lex credendi, τότε βιώνει μιά ἄλλη θεολογία, μιά θεολογία μεταπατερική, μιά θεολογία νεοπατερική, μιά θεολογία διαφορετική ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἑπομένως, παραμένουμε σταθεροί  στήν ὀρθόδοξη θεολογία, πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι, γιατί ἐμεῖς ὡς διδάσκαλοι τῶν Χριστιανῶν, πρέπει νά εἴμαστε ἐντεταγμένοι στήν ὀρθόδοξη παράδοση, στήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων. Εἶναι αὐτό πού ἄκουσα πρό ὀλίγου στό ἀνάγνωσμα νά γίνεται λόγος ὅτι πρέπει νά εἴμαστε ἄξιοι μιμητές καί ἄξιοι διάδοχοι τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ κτήτορος τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς.

Εὐχαριστῶ καί πάλι γιά τήν πρόσκληση καί χάρηκα πάρα πολύ πού συμμετεῖχα στήν πανήγυρη αὐτή.

Θέλω νά εὐχαριστήσω ἰδιαιτέρως τόν ἅγιο Καθηγούμενο, τούς πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νά εὐχαριστήσω τόν ἅγιο Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου, ὁ ὁποῖος πέρυσι μέ εἶχε καλέσει καί ἐκεῖνος στήν πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του.

Ἐπίσης θέλω νά ζητήσω ἀπ’ ὅλους τίς εὐχές καί τίς προσευχές σας, ὥστε ὅλοι νά ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε ἀπό τούς ἁγίους μας, ἔστω μερικά ψιχία τῆς πλουσίας τραπέζης τοῦ Κυρίου. Νά εἶναι ὁ Θεός μαζί μας, διά πρεσβειῶν τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ Ξηροποταμινοῦ.

  • Προβολές: 2919