Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια δάκρυα»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Ὁμιλία κατά τόν πρῶτο Κατανυκτικό Ἑσπερινό, ἀπομαγνητοφωνημένη)

Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιωνόμαστε σήμερα νά εἰσέλθουμε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέ τόν Ἑσπερινό τόν ὁποῖο τελέσαμε προηγουμένως, ὁ ὁποῖος λέγεται κατανυκτικός Ἑσπερινός. Εἶναι ὁ πρῶτος κατανυκτικός Ἑσπερινός καί θά συνεχίσουμε κάθε Κυριακή ἀπόγευμα, μέχρι τήν Ε’ Κυριακή των Νηστειῶν, ἐδῶ στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὥστε καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἑτοιμαστοῦμε κατάλληλα γιά νά ἑορτάσουμε καί νά μεθέξουμε τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Λέγεται κατανυκτικός Ἑσπερινός, διότι ἔχει τό στοιχεῖο τῆς κατανύξεως. Δηλαδή, βοηθοῦνται οἱ Χριστιανοί νά αἰσθανθοῦν τήν ἐσωτερική κατάνυξη, ὁπότε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά ἀναπτυχθῆ μέσα τους ἡ μετάνοια καί διά τῆς μετανοίας ἔρχεται ὁ ἁγιασμός. Γιατί συμβαίνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «μετανοεῖτε ἤγγικεν γάρ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μέσα ἀπό τήν μετάνοια μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Καί ἐπειδή λέγεται κατανυκτικός Ἑσπερινός, γι’ αὐτό καί τά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλονται κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας, ἰδίως τά πρῶτα τέσσερα τροπάρια, λέγονται κατανυκτικά. Ὑπάρχουν κατανυκτικά τροπάρια σέ ὅλους τούς ἤχους. Σήμερα ἔχουμε τόν τρίτο (γ΄ ) ἦχο καί ἑπομένως ψάλαμε τά κατανυκτικά τροπάρια τοῦ τρίτου ἤχου.

1. Ἑρμηνεία ἑνός κατανυκτικοῦ τροπαρίου

Ἕνα τροπάριο ἀπό αὐτά θά σᾶς ἀναλύσω στά λίγα λεπτά πού ἔχω στή διάθεσή μου σέ αὐτόν τόν πρῶτο κατανυκτικό Ἑσπερινό. Λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος:
«Τόν διεσπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε, καί τήν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν καθάρισον, ὡς τῷ Πέτρῳ διδούς μοι μετάνοιαν, ὡς τῷ Τελώνῃ στεναγμόν, καί ὡς τῇ Πόρνῃ δάκρυα, ἵνα μεγάλῃ τῇ φωνῇ κραυγάζω σοι∙ ὁ Θεός σῶσόν με, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος».

Ἡ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ ὕμνου εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Κύριε, συγκέντρωσε τόν διεσπαρμένο μου νοῦ καί καθάρισε τήν ἄγονη καί σκληρή καρδιά μου, ὅπως ἔδωσες στόν Πέτρο τήν μετάνοια, στόν τελώνη στεναγμό, καί στήν πόρνη γυναίκα δάκρυα, ὥστε μέ μεγάλη φωνή νά κραυγάζω σέ σένα: Θεέ μου, σῶσε με, ὡς μόνος εὔσπλαχνος καί φιλάνθρωπος».

Κατ’ ἀρχάς, βλέποντας αὐτό τό τροπάριο, ὅπως καί πολλά ἄλλα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, μποροῦμε νά καταλάβουμε τήν μεγάλη ἀξία πού ἔχει ἡ ἱερά ὑμνογραφία. Τά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας εἶναι γεμάτα θεολογία. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πέρασε μέσα στά ἱερά τροπάρια. Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων μας, ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅλα τά δόγματα, ἀλλά κυρίως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο βιώνουμε τά δόγματα καί ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή, πέρασε μέσα στήν ὑμνογραφία καί στήν προσευχή.  Ἄρα συνδέεται πολύ στενά τό δόγμα μέ τήν προσευχή, ἡ θεολογία μέ τήν προσευχή, καί αὐτή εἶναι ἡ πραγματική θεολογία.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι ὅταν συντάσσουν τά ἱερά τροπάρια, ἐκτός ἀπό τά δικά τους βιώματα, πού ἔχουν καί τά διατυπώνουν μέ τό λεξιλόγιό τους, συγχρόνως χρησιμοποιοῦν καί διάφορες λέξεις καί διάφορες φράσεις ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο κ.ἄ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀφομοίωσε πνευματικά ὅλη τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέταξε τήν περίφημη Δογματική –«Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»– μέσα στήν ὁποία συμπεριέλαβε ὅλα τά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, σέ ἕνα μόνο βιβλίο, γύρω ἀπό τόν Θεό, τόν Χριστό, τόν ἄνθρωπο καί τήν Ἐκκλησία, καί ὁ ἴδιος συνέταξε ἱερά τροπάρια. Καί ἔτσι βλέπουμε κατά καταπληκτικό τρόπο τήν ἕνωση τῆς θεολογίας μέ τήν ὑμνογραφία. 

Καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν θέλουμε νά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ πραγματική θεολογία γιά κάποιο γεγονός, διαβάζουμε τά τροπάρια, ἀλλά καί τίς εὐχές, πού ἔχουν συντάξει ἅγιοι ἄνθρωποι καί τίς διαβάζουμε κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Γιατί; Ὅταν ὑπάρχη μία θεολογία ἡ ὁποία δέν συνδέεται μέ τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι κάπως διαφορετική καί ἀνεξάρτητη ἀπό αὐτήν, ὅταν ὑπάρχουν σύγχρονοι θεολόγοι, γιά παράδειγμα, πού μιλᾶνε γιά διάφορα θέματα, ἀλλά ἡ θεολογία τους δέν συνδέεται μέ τήν ὑμνογραφία, τότε αὐτή ἡ θεολογία δέν εἶναι ὀρθόδοξη.

Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τί ἀκριβῶς γράφει τό τροπάριο αὐτό τό ὁποῖο σᾶς διάβασα προηγουμένως καί σέ κείμενο καί σέ μετάφραση.

Πρῶτον, συνδέει πολύ στενά τόν νοῦ μέ τήν καρδιά. Γράφει: «Τόν διεσπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε, καί τήν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν καθάρισον». Βλέπετε ἐδῶ ὁ ἱερός ὑμνογράφος δέν μιλάει τόσο γιά ψυχή καί σῶμα, διότι ἐμεῖς ἔχουμε μάθει, καί μάλιστα ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἐκεῖνο πού βλέπει κανείς στήν προφητική παράδοση, στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, περισσότερο γίνεται λόγος γιά νοῦ καί καρδιά. Μάλιστα λένε ὅτι ὁ Ἀδάμ ὅταν ἔφυγε ἀπό τόν Παράδεισο, ἐπειδή ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς του σκοτίστηκε. Καί ὁ νοῦς διασκορπίσθηκε ἀπό τήν καρδιά.

Ἔτσι ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπό τό σπίτι. Ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφυγε ἀπό τήν καρδιά καί παρέσυρε τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ἄρα ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διασκορπίζεται ἀπό τήν καρδιά καί πρέπει νά ἐπιστρέψη σέ αὐτήν.

Καί ἡ καρδιά εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία χερσώθηκε. Ἡ λέξη χέρσος –«χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος», πού ψάλλουμε στίς καταβασίες– εἶναι ἀντίθετη μέ τό νερό, πού σημαίνει χέρσα γῆ, ξηρή γῆ, γῆ πού εἶναι σκληρή, πού εἶναι ἄγονη καί ἀκαλλιέργητη. Καί ἑπομένως ἐδῶ παρακαλεῖ ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «καί τήν χερσωθεῖσάν μου καρδίαν καθάρισον».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἱερός ὑμνογράφος ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τοῦ δώση δύναμη γιά νά συγκεντρώση τόν νοῦ ἐσωτερικά στήν καρδιά καί ἡ καρδιά ἀπό ἄγονη πού εἶναι νά καθαρισθῆ καί νά γίνη γόνιμη.

Τό δεύτερο σημεῖο πού βλέπουμε στόν ὕμνο αὐτό εἶναι ὅτι –καί ἐδῶ καί ἀλλοῦ– τονίζεται πολύ τό θέμα τῆς μετανοίας. Δηλαδή αὐτό, τό νά ἐπιστρέψη ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος εἶναι διασκορπισμένος, στήν καρδιά καί νά γίνη ἡ καρδιά ἀπό ἄγονη γόνιμη, αὐτό σημαίνει μετάνοια. Ἡ λέξη μετάνοια παράγεται ἀπό τίς λέξεις μετά καί νοῶ. Δέν ἐννοεῖται νά καθαρισθῆ ἡ λογική, ἀλλά νά ἐπιστρέψη ὁ διασπασμένος καί διασπαρμένος νοῦς. Νά ἐπιστρέψη ποῦ; Στήν καρδιά καί διά τῆς καρδιᾶς νά ἀνέλθη στόν Θεό. Αὐτό σημαίνει μετάνοια.

Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ εὔκολα νά μετανοήση. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τά πάθη τῆς σαρκός καί εἶναι φίλαυτος, εἶναι ἐγωκεντρικός, τότε δέν μπορεῖ εὔκολα νά μετανοήση. Καί ἄν τοῦ πῆ κανείς νά μετανοήση, ἀμέσως λέει, «δέν ἔκανα καί τίποτα κακό», δικαιολογεῖ αὐτό πού ἔπραξε καί τό συγκρίνει καί μέ τούς ἄλλους, λέγοντας «τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἄλλοι». Δέν εἶναι εὔκολο, ἑπομένως, κανείς νά μετανοήση, γιατί πάντοτε δικαιολογεῖ τόν ἑαυτό του καί ἡ δικαιολογία εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση στόν ἄνθρωπο, εἶναι ἐκείνη πού δείχνει τήν μεγάλη ἀρρώστια τήν ὁποία ἔχει. Ὁπότε, ἡ μετάνοια εἶναι ὥρα τῆς Χάριτος. Ὁ Θεός στέλνει τήν Χάρη Του καί ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν ἀσθένειά του καί μετανοεῖ, ἐάν καί ὁ ἴδιος θελήση, γιατί σέ ὅλα τά θέματα ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ.

Ἔτσι, ὅπως λέει τό τροπάριο: Δός μου, Κύριε, μετάνοια, ὅπως τήν μετάνοια τοῦ Πέτρου, πού ὅταν κατάλαβε ὅτι ἀρνήθηκε τόν Χριστό, τότε «ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δός μου τήν μετάνοια τοῦ Τελώνη, ὁ ὁποῖος χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Δός μου καί τήν μετάνοια τῆς πόρνης γυναίκας, πού ἔπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί ζητοῦσε τήν σωτηρία της. Ἄρα ὁ ὑμνογράφος ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τοῦ δώση αὐτή τήν μετάνοια καί φυσικά καί ὁ ἴδιος εἶναι ἕτοιμος νά ἀνταποκριθῆ.

Μέ αὐτές, λοιπόν, τίς προϋποθέσεις, ὅτι δηλαδή ὁ ὑμνογράφος καί ὁ Χριστιανός ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά ἐπιστρέψη ὁ νοῦς στήν καρδιά –ἡ καρδιά ἀπό ἄγονη γίνεται γόνιμη, ἀπό ξηρά γίνεται εὐαίσθητη στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ– καί νά τοῦ δώση δάκρυα, καταλήγει: «ἵνα μεγάλῃ τῇ φωνῇ κραυγάζειν σοι∙ ὁ Θεός, σῶσόν με ὡς μόνος εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος».

Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος. Δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση κανείς ἄλλος τέτοια ἀγάπη, δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση τόση εὐσπλαχνία, ὅπως ὁ Θεός. Γιατί; Διότι εἴμαστε δημιουργήματά Του καί μᾶς ἀγαπᾶ.

2. Ὁ γερο-Αὐγουστῖνος ὁ Φιλοθεΐτης

Ὡς ἐφαρμογή τῆς ἑρμηνείας τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ, θά ἤθελα νά σᾶς πῶ μία διήγηση ἀπό ἕναν σύγχρονο ἁγιορείτη μοναχό, ὁ ὁποῖος ἔζησε σέ ἕνα Φιλοθεϊτικό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Ρωσία, στήν Πολτάβα, τό 1882, καί κοιμήθηκε τό 1965 στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἰδιόρρυθμη τότε Μονή Φιλοθέου. Λεγόταν Αὐγουστῖνος μοναχός, γιά  τόν ὁποῖο γράφει ὁ ἅγιος Παΐσιος στό βιβλίο πού συνέγραψε γιά τούς Γέροντες πού συνάντησε στά Μοναστήρια καί στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος, ζοῦσε μέσα στό πνεῦμα αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, γι’ αὐτό καί τό ἀναφέρω. Τό διακόνημά του ἦταν νά συγκεντρώνη ὅλα τά γέρικα ζῶα τῆς περιοχῆς, τά ὁποῖα οἱ ἄλλοι μοναχοί –δέν εἶχαν αὐτοκίνητα τότε στό Ἅγιον Ὄρος, τουλάχιστον τότε, καί ὅλες οἱ ἐργασίες γίνονταν μέ τά μουλάρια– ὅταν αὐτά γερνοῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν καμμία ἐργασία, τά ἄφηναν στό δάσος νά τελειώσουν μόνα τους καί πολλές φορές κατασπαράσσονταν ἀπό τά θηρία καί ἀπό τούς λύκους κλπ. Ἐκεῖνος, λοιπόν, λυπόταν αὐτά τά ζῶα, τά συγκέντρωνε καί τά γηροκομοῦσε. Ἦταν γηροκόμος καί νοσοκόμος τους. Τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη, γιατί τόσα χρόνια ἐξυπηρετοῦσαν τούς μοναχούς στά ἔργα τους. Καί ὅταν ἀργότερα οἱ δυνάμεις του δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἀνταποκριθῆ στό ἔργο αὐτό καί χρειάστηκε ὁ γερο-Αὐγουστῖνος νά πάη στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, ζήτησε νά ἀναλάβη κάποιος ἀπό τούς μοναχούς τό διακόνημα αὐτό.

Ἐπίσης, αὐτός ἔδειχνε πολύ μεγάλη ἀγάπη σέ κάθε προσκυνητή. Εἶχε πολύ μεγάλη εὐαισθησία ἐσωτερική καί κάθε ἕναν πού συναντοῦσε τοῦ ἔκανε ἐδαφιαία, στρωτή μετάνοια. Καί ὅταν τοῦ ἔλεγαν: «Γιατί, Γέροντα, βάζεις ἐδαφιαία μετάνοια στούς λαϊκούς;» ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Γιατί ἔχουν τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος». Δηλαδή, ἔβλεπε σέ κάθε ὀρθόδοξο Χριστιανό τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί γι’ αὐτό τόν τιμοῦσε. Φυσικά, δέν ἀρκεῖ νά ἔχη κανείς τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, θά πρέπει αὐτή ἡ Χάρη νά εἶναι ἐνεργής, ζωντανή. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἔβλεπε αὐτή τήν δυνατότητα τήν ὁποία ἔχει ὁ κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανός νά γίνη ἅγιος, καί ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά σωθῆ.

Κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μέ πολλή ἀγάπη καί ζῆλο. Μάλιστα μία φορά αἰσθάνθηκε τήν θεία Κοινωνία ὡς σάρκα καί αἷμα, τόσο πολύ, πού τήν μασοῦσε γιά πολλή ὥρα. Καί ἐνῶ τήν μασοῦσε, συγχρόνως αἰσθανόταν μεγάλη ἀγαλλίαση στήν καρδιά του καί ἔκλαιγε ἀπό μεγάλη χαρά.

Ἀκόμη, τό βράδυ διάβαζε τόν κανόνα του καί τά βιβλία χωρίς νά χρησιμοποιῆ φῶς, γιατί φώτιζε τό κελλί του τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τό κελλί του τά μεσάνυχτα μετατρεπόταν σέ μέρα.

Ἐπίσης, εἶχε ἐπισκέψεις ἁγίων. Πολλές φορές εἶδε ἁγίους, ἀγγέλους καί τήν ἴδια τήν Παναγία. Καί ὅταν μάλιστα ἦταν στό Γηροκομεῖο, ἔβλεπε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους καί σκουντοῦσε τούς ἄλλους Γέροντες μοναχούς νά σηκωθοῦν. Ἔλεγε: «Ἡ Παναγία», «ὁ Ἄγγελος». Ὁ γηροκόμος τόν θεωροῦσε πλανεμένο.
«Σηκωθεῖτε, ἦλθε ὁ τάδε ἅγιος», καί οἱ ἄλλοι δέν ἔβλεπαν τίποτα καί τόν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι σαλός.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος πού ἦταν ἕνα διάστημα στήν Μονή τοῦ ἁγίου Φιλοθέου γράφει γιά τόν γερο-Αὐγουστῖνο:
«Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα ἦταν φωτεινή, γιατί τόν εἶχε ἐπισκιάσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Καί μόνο νά τόν ἔβλεπες, ξεχνοῦσες κάθε στενοχώρια γιατί σκορποῦσε χαρά μέ τήν ἐσωτερική του καλοσύνη. Ἡ ἐξωτερική του φορεσιά, τό ζωστικό του τό καταμπαλωμένο, ἦταν χειρότερο ἀπό τό ροῦχο πού κρεμάει ὁ κηπουρός ὡς σκιάχτρο γιά τίς κουροῦνες. Ἐάν τύχαινε νά τοῦ δώση κανείς κανένα καλό πράγμα, τό ἔδινε καί αὐτός σέ ἄλλον... Ἔτσι χαρούμενος μέ τήν πολλή καλοσύνη του, δοξολογώντας τόν Θεό καί προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, πέρασε ἤ μᾶλλον ἔζησε παραδεισένια ζωή στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μέσα του εἶχε τόν Χριστό, ἡ καρδιά του ἦταν Παράδεισος, καί ἀξιώθηκε νά δῆ καί ἀπό δῶ Ἀγγέλους καί Ἁγίους, ἀκόμα καί τήν Παναγία, καί στήν συνέχεια νά ἀγάλλεται αἰώνια. Τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ἡ ψυχή τοῦ Γερο-Αὐγουστίνου τό πρόσωπο του ἄστραψε τρεῖς φορές! Οἰκονόμησε δέ ὁ Θεός νά βρίσκεται ἐκεῖ δίπλα του καί ὁ Γηροκόμος, ὁ ὁποῖος θαύμασε καί βεβαιώθηκε γιά τίς θεῖες ἐπισκέψεις πού εἶχε ὁ Γέροντας».

Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί φυσικά τά ἀποδεχόμαστε πλήρως, ὄχι γιατί τά πληροφορήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ἀλλά τά  εἶδε ὁ ἴδιος καί τά περιγράφει, εἶναι αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ μοναχοῦ.

Θά μοῦ πεῖτε γιατί ἀναφέρθηκα σέ αὐτόν τόν Γέροντα καί τί σχέση ἔχει αὐτός ὁ Γέροντας μέ τό τροπάριο τό ὁποῖο ἀνέλυσα προηγουμένως. Ἔχει μεγάλη σχέση.
Ζῆ κανείς πολλά χρόνια καί ἀπό τήν πείρα του καταλήγει σέ μερικά συμπεράσματα. Εἶναι αὐτό πού συναντοῦμε στό Γεροντικό ὅπου λέει: «Εἶπε γέρων» καί μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι εἶπε 2-3 λόγια σέ ὅλη του τήν ζωή. Δηλαδή, πολλά εἶπε, ἀλλά αὐτά παρέμειναν στήν μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἀπόσταγμα τῆς πείρας του.

Ἑπομένως, τό ἀπόσταγμα ὅλων αὐτῶν πού ἔζησε ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος ὁ Φιλοθεΐτης, ἦταν μία φράση τήν ὁποία ἔλεγε. Ξέρετε, ὅταν πάη κανείς στό Ἅγιον Ὄρος καί βλέπη μοναχούς, ρωτᾶ: «Γέροντα, πές μου κάτι». Καί οἱ Γέροντες λένε ἀνάλογα μέ αὐτά πού ζοῦν, καί ὄχι αὐτά πού ἔχουν διαβάσει. Ἐκεῖνος ζοῦσε πολλά, ἀλλά ὅλα αὐτά, ὅλη ἡ ζωή του ἦταν κλεισμένη σέ μία φράση:  Τί ἔλεγε; Ἦταν Ρῶσος στήν καταγωγή, μιλοῦσε σπαστά ἑλληνικά καί ἔλεγε:
«Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα,  μάτια δάκρυα».

Εἶναι καταπληκτικό! Ὅταν τό διάβασα γιά πρώτη φορά,  –δέν  ἔτυχε  νά  τόν γνωρίσω, γιατί τό 1966 πῆγα γιά πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος, δέν ἔτυχε νά τόν γνωρίσω– ἐνθουσιάσθηκα, γιατί αὐτό εἶναι τό ἀπόσταγμα μιᾶς ζωῆς. Τί δίδασκε καί τί ἔλεγε: Στήν καρδιά σας νά ζῆτε τό Πάσχα, στόν νοῦ σας νά ἔχετε τό φῶς -λάμπα, στά μάτια σας δάκρυα.

Ἄν αὐτό τό ἀναστρέψουμε καί ποῦμε «στά μάτια δάκρυα-μετάνοια, στόν νοῦ φῶς-λάμπα, καί στήν καρδιά Πάσχα», τότε καταλαβαίνουμε πῶς προχωρεῖ κανείς στήν πνευματική του ζωή. Εἶναι αὐτό πού οὐσιαστικά λένε οἱ Πατέρες: κάθαρσις, φωτισμός, θέωσις. Τό νά ζῆ κανείς μέσα στήν καρδιά του τό Πάσχα, δηλαδή τήν ἀγαλλίαση, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά –ὄχι τήν συναισθηματική χαρά, ἀλλά αὐτή τήν χαρά πού εἶναι καρπός τοῦ Παναγίου Πνεύματος– τόν Χριστό, αὐτό δέν ἔρχεται εὔκολα. Προηγεῖται τό Φῶς μέσα στόν νοῦ,  δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπαλλάσσεται ἀπό τόν σκοτασμό, τήν σύγχυση, τούς πολλούς λογισμούς, καί προσεύχεται καθαρά στόν Θεό, καί φυσικά ὑπάρχουν τά δάκρυα τῆς μετανοίας.

Ἑπομένως, σκεπτόμενος τί θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ σήμερα καί βλέποντας αὐτό τό τροπάριο πού ψάλαμε τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχει μεγάλη θεολογία, πού μιλάει γιά τόν νοῦ καί τήν καρδιά καί τήν μετάνοια, ἀμέσως τό συνδύασα μέ τόν Γέροντα αὐτό μοναχό, καί εἶπα: Νά, τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, νά, πῶς τά τροπάρια γίνονται τρόπος ζωῆς∙ νά πῶς οἱ βιταμίνες τίς ὁποῖες παίρνουμε μπαίνουν μέσα στόν ὀργανισμό μας καί μᾶς ἀναγεννοῦν καί μᾶς δημιουργοῦν εὐεξία∙ νά, λοιπόν πῶς τό δόγμα γίνεται ζωή∙ νά πῶς ἡ λατρεία γίνεται ἐσωτερική λατρεία!

Γιατί πέρα ἀπό τήν θεία Λειτουργία πού ἔχουμε στούς Ναούς καί τίς ἀκολουθίες, ὑπάρχει καί ἡ ἐσωτερική ἀκολουθία, ἡ ἐσωτερική λειτουργία μέσα στήν καρδιά, αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ καρδιακή, ἡ ἀγρυπνία ἡ ἐσωτερική μέσα στήν καρδία, στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς.

Νά, λοιπόν, πῶς τό τροπάριο βιώθηκε μέ μία φράση, πού ἦταν ἀπόσταγμα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Γέροντος. Καί θεώρησα καλό νά σᾶς τό πῶ σάν μία κατεύθυνση γιά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιά νά κάνη ὅ,τι μπορεῖ ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του καί τόν ζῆλο του.

Ποιός δέν θέλει νά ζήση τό Πάσχα στήν καρδιά του; Ποιός δέν θέλει νά ἔχη φωτισμένο νοῦ καί νά μήν ἔχη σύγχυση; Ναί, αὐτό ἀρχίζει ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας.

Ἑπομένως, αὐτό εἶναι τό σύνθημα τό ὁποῖο θά μποροῦσα νά σᾶς δώσω σήμερα:  «Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια δάκρυα». Εἶναι ἡ προοπτική τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Τελειώνοντας θέλω νά ὑπενθυμίσω ὅτι κάθε Κυριακή τό ἀπόγευμα στόν Ἱερό αὐτό Ναό μαζί μέ τόν κατανυκτικό Ἑσπερινό, θά ὁμιλῆ καί ἕνας ἐκ τῶν πατέρων-Ἱεροκηρύκων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί Ἐφημερίων, μέχρι τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα τό ὁποῖο ἔχει ἀναρτηθῆ.

Φέτος καθορίσαμε νά εἶναι κεντρικό θέμα ὅλων τῶν ὁμιλιῶν ἡ θεία Λειτουργία, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μέσα στίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Γι’ αὐτό νά μήν χάνετε αὐτήν τήν εὐκαιρία.

Οἱ ὁμιλητές θά κουραστοῦν νά ἑτοιμάσουν τά κηρύγματά τους, πού θά εἶναι περίπου 20 λεπτά, γιά νά μᾶς δώσουν μία τροφοδότηση πνευματική, γιά νά διανύσουμε μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, μέ μετάνοια καί μέ καρδιακή ζωή τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σαρακοστή,  ὥστε νά φθάσουμε ἔχοντας δάκρυα στά μάτια καί ἔχοντας φῶς στόν νοῦ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα καί κυρίως στό Πάσχα, νά ζήσουμε τό Πάσχα μέσα στήν καρδιά μας. Ἀμήν.

  • Προβολές: 4263