Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Ὁμιλία στήν παρουσίαση τῆς ἔκδοσης «Μαξιμιανόν Ταμεῖον» Γιάννενα 30 Ὀκτωβρίου 2016

Ἡ κοπιώδης ἐργασία τοῦ Ἱερομονάχου π. Βενεδίκτου Ἁγιορείτου - Νεοσκητιώτου μέ τήν ἔκδοση τοῦ «Μαξιμιανοῦ Ταμείου», ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κ. Μαξίμου γιά τόν ἅγιο Μάξιμο, τοῦ ὁποίου φέρει τό ὄνομα, μᾶς συγκέντρωσε στήν πνευματική αὐτή πανδαισία γιά νά δοῦμε τήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου καί Πατρός τῆς Ἐκκλησίας.

Τά σχετικά μέ τόν βίο του τά ἀκούσατε προηγουμένως, ἐμένα μοῦ δόθηκε τό θέμα νά παρουσιάσω μέσα σέ λίγη ὥρα τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου.

Σκεπτόμενος τό θέμα αὐτό αἰσθάνθηκα μεγάλη δυσκολία γιά τό πῶς θά μπορέσω νά παρουσιάσω σέ λίγα λεπτά τῆς ὥρας τήν μεγαλειώδη σύνθεση τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ σημαντικότερη μορφή τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν 7ον αἰώνα. Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξέφρασε τήν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τήν μεταγενέστερη θεολογία, ὅπως  γιά παράδειγμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἄρχισε τήν διδασκαλία του μέ τήν νηπτική καί ἡσυχαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί κατέληξε στήν λεγόμενη «πολεμική θεολογία», ὅταν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ.

Ὁ Θεός οἰκονόμησε νά μελετήσω τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου, σχεδόν μέ τήν σειρά μέ τήν ὁποία ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν ἴδιο. Ἄρχισα νά μελετῶ τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἡ ὁποία προφανῶς εἶναι θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ’70,  μετά τήν ἀποφοίτησή μου ἀπό τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Καί κατά ἕναν ἐκπληκτικό τρόπο ἄρχισα ἀπό τά πρώιμα ἔργα του, τά λεγόμενα νηπτικά καί ἡσυχαστικά, ἔπειτα προχώρησα στά ἑρμηνευτικά καί ἐκκλησιολογικά καί κατέληξα στά ἀντιαιρετικά του ἔργα, μέ τά ὁποῖα ἀνέπτυσσε τά περί τῆς θελήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀντιμετωπίζοντας τόν μονοενεργητισμό καί τόν μονοθελητισμό τῆς ἐποχῆς του.

Θά ἐκθέσω μέ συντομία αὐτήν τήν πορεία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μέ τόν χρονική διαδικασία πού τήν μελέτησα καί στήν οὐσία, ὅπως προεῖπα, ἀνταποκρίνεται στήν ἐξέλιξη τῆς διδασκαλίας του.

1. Ἀπό τήν ἀρχή ἐνδιαφέρθηκα γιά τήν ἀγάπη, ὅπως τήν ἀναλύει ὁ ἅγιος στά κεφάλαια περί τῆς ἀγάπης, σύμφωνα μέ τήν δημοσίευσή τους στήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν. Προσπαθοῦσα νά δῶ τί εἶναι ἡ ἀγάπη κατά τόν ἅγιο Μάξιμο. Βρῆκα τόν ὁρισμό της ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι γέννημα τῆς ἀπαθείας, ἀφοῦ «ἀγάπην μέν τίκτει ἀπάθεια». Ὁπότε γιά νά ἀποκτήση κανείς ἀγάπη πρέπει νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τά πάθη.

Ἡ ἀναζήτησή μου προχώρησε στό τί εἶναι πάθος. Ὁρίζοντας ὁ ἅγιος Μάξιμος τήν ἔννοια τοῦ πάθους γράφει ὅτι «πάθος ἐστι ψεκτόν, κίνησις ψυχῆς παρά φύσιν», δηλαδή εἶναι ἡ παρά φύση κίνηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης, ἔκανε λόγο καί γιά πάθη τοῦ σώματος. Ἀκόμη, μιλώντας γιά τήν ἀπάθεια γράφει ὅτι εἶναι «εἰρηνική κατάστασις ψυχῆς, καθ' ἥν δυσκίνητος γίνεται ψυχή πρός κακίαν».

Ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι τό μεγαλύτερο πάθος εἶναι ἡ φιλαυτία πού εἶναι «ἡ τοῦ σώματος ἄλογος φιλία». Ὁ φίλαυτος εἶναι μισόθεος καί μισάνθρωπος, ὁπότε ἐκεῖνος  πού ἐλευθερώνεται ἀπό τήν φιλαυτία ἀποκτᾶ τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία. Ἔτσι,  ὁ φίλαυτος δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ πραγματικά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ὁ φιλόθεος εἶναι καί φιλόπονος, δηλαδή ἀγαπᾶ τήν ἄσκηση.

Σημαντικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τῶν παθῶν, τήν παρά φύσιν κίνηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ἔχει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ δαιμονιώδης γίνεται ἤ κτηνώδης». Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν κάθαρση τοῦ νοῦ καί τήν ἐπαναφορά του στόν Θεό, μεταμορφώνονται καί ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί ἔτσι μπορεῖ κανείς νά φθάση στήν ἀληθινή ἀγάπη, νά ἀποβάλη τήν φιλαυτία καί νά ἀποκτήση τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κάνει λόγο γιά τόν πρακτικό καί θεωρητικό ἄνθρωπο, ἤτοι τήν πράξη καί τήν θεωρία. Πρακτικός ἄνθρωπος εἶναι ὁ κτηνοτρόφος, πού ἀκόμη προσπαθεῖ νά κατευνάση τά πάθη, τά ὁποῖα συμπεριφέρονται ὡς ἄγρια κτήνη, καί θεωρητικός ἄνθρωπος εἶναι ὁ ποιμήν τῶν προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀνάγει τόν νοῦ στό ὕψος τῆς θεωρίας.

Μέσα σέ ὅλα αὐτά γίνεται ἀναφορά στήν ἡσυχαστική καί ἀσκητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι γιά νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν πραγματική ἀγάπη πρέπει νά φθάση στήν ἀπάθεια καί αὐτό γίνεται μέ ὅλη τήν ἡσυχαστική μέθοδο καθάρσεως τοῦ νοῦ καί τήν μεταστροφή ὅλων τῶν ψυχικῶν δυνάμεων πρός τόν Θεό, πράγμα πού εἶχε ἐπίδραση καί στό σῶμα.

2. Μετά τήν μελέτη τῶν ἡσυχαστικῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Μαξίμου  προχώρησα στήν ἀνάγνωση τῶν κεφαλαίων περί τῆς Θεολογίας, ὅπως καταγράφηκαν στήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν. Στά ἔργα αὐτά εἶδα τό ὕψος τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου γιά τόν Θεό, τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, τούς λόγους τῶν ὄντων, τόν ἄνθρωπο ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, τήν πτωτική κατάστασή του καί τήν ἀναγέννησή του ἐν Χριστῷ καί πολλά ἄλλα. Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μαξίμου γιά τά θέματα αὐτά εἶναι συνοπτικός, αὐθεντικός, ἀλλά τίς περισσότερες φορές εἶναι ἐλλειπτικός, γι’ αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή κατά τήν ἀνάγνωση.

Τό κυριότερο πού μπορῶ νά ἀναφέρω ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος παντοῦ κάνει λόγο γιά τήν πρακτική φιλοσοφία, ἤτοι τήν κάθαρση∙ τήν φυσική θεωρία, ἤτοι τόν φωτισμό τοῦ νοῦ∙ καί τήν μυστική θεολογία, ἤτοι τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Παρουσιάζει μέ καταπλητικό τρόπο τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Γράφει ὅτι ἡ ἐμπειρική γνώση εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν θεολογία, γιατί «δαιμόνων ἐστί θεολογία ἡ δίχα πράξεως γνῶσις».

Στά θέματα αὐτά εἶναι διάχυτος ὁ ἐπηρεασμός του ἀπό τό ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τοῦ ὁποίου τά συγράμματα σχολίασε ἐκτενῶς, ἀλλά καί ἀπό τήν προγενέστερη εὐαγγελική καί πατερική παράδοση.     

3. Συνεχίζοντας τήν ἀνάγνωση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπό τήν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν ἔφθασα στήν προσευχή «Πάτερ ἡμῶν», δηλαδή τήν ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, τῆς προσευχῆς πού παρέδωκε ὁ Χριστός στούς Μαθητές Του καί δι’ αὐτῶν σέ ὅλους τούς Χριστιανούς, διά μέσου τῶν αἰώνων. Πρόκειται γιά μιά τέλεια καί καταπληκτική ἑρμηνεία τῆς περίφημης αὐτῆς προσευχῆς,  μέσα ἀπό τήν ὁποία ἑρμήνευσε τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ προσευχή «Πάτερ ἡμῶν» περιλαμβάνει ἐννέα αἰτήματα-δεήσεις πρός τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει μέσα στά αἰτήματα αὐτά τά ἑπτά μυστήρια τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Στά πρῶτα αἰτήματα (Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου) ἐντοπίζει τήν θεολογία, τόν λόγο περί τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖ περιγράφεται ὁ Τριαδικός Θεός, δηλαδή ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός πού φανέρωσε τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ ὁποίου ἀποκτᾶμε γνώση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Τό δεύτερο μυστήριο (ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου) εἶναι ἡ κατά Χάρη υἱοθεσία μέ τό νά μᾶς χαρίση ὁ Χριστός τήν ὑπερφυσική καί οὐράνια γέννηση καί συνθέωση μέ τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Τό τρίτο μυστήριο (γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς) εἶναι ἡ ἰσοτιμία μέ τούς ἀγγέλους, διότι ὁ Χριστός μέ τόν Σταυρό Του ἥνωσε τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί γῆς, καί μέ τήν Ἀνάληψή Του συνῆψε τά αἰσθητά μέ τά νοητά  καί ἑνοποίησε ὁλόκληρη τήν κτιστή φύση.

Τό τέταρτο μυστήριο (τόν ἆρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον) εἶναι ἡ μέθεξη στήν θεία ζωή, μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Τό πέμπτο μυστήριο (καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν) εἶναι ἡ ἀποκατάσταση  τῆς πεπτωκυῖας φύσεώς μας στήν ἀπαθῆ φύση, πού ἔγινε μέ τήν ἕνωση τῆς ἄκτιστης καί τῆς κτιστῆς φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου.  

Τό ἕκτο μυστήριο (καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν) εἶναι ἡ κατάλυση τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας μέ τήν ὑπέρβαση τοῦ  ἐνηδόνου καί τοῦ ἐπωδύνου πειρασμοῦ.

Καί τό ἕβδομο μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας (ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πειρασμοῦ) εἶναι  ἡ καθαίρεση τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ, δηλαδή τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ ὁ Χριστός προσέλαβε αὐτήν τήν σάρκα πού νικήθηκε ἀπό τόν διάβολο στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί μέ αὐτήν δηλητήριασε τόν διάβολο, ὥστε αὐτός στήν συνέχεια νά ἀποβάλη ὅλους ἐκείνους πού εἶχε καταπιῆ μέ τήν ἁμαρτία.

Αὐτή ἡ ἑρμηνευτική ἀνάλυση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπό τόν  ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή δείχνει τά ἑπτά μυστήρια τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδή τό τί ἔκανε ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του στόν ἄνθρωπο καί πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ μπορεῖ νά προχωρήση ἀπό τό παρά φύση, στό κατά φύση καί τό ὑπέρ φύση.

4. Στήν συνέχεια, ὅταν ἐκδόθηκαν τά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἀπό τίς «Πατερικές ἐκδόσεις Γρηγόριος Παλαμᾶς», στήν σειρά «Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν», διάβασα τό ὑπέροχο ἔργο του «Μυσταγωγία», στό ὁποῖο ἀναλύεται μέ καταπληκτικό καί θεόπνευστο τρόπο τί εἶναι Ἐκκλησία καί τί εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος στό ἔργο του αὐτό συμπλέκει τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, μέ τόν Ἱερό Ναό ὅπου συγκεντρώνονται οἱ πιστοί γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί τήν ζωή τῶν ἐσχάτων, ὅπως ἐπίσης καί τήν λειτουργία μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά μιά ἐκπληκτική περιχώρηση μεταξύ Ἐκκλησίας, θείας Εὐχαριστίας, ἐσχατολογίας καί ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Στήν θεία Εὐχαριστία ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει τίς τρεῖς κινήσεις, ἤτοι τήν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πεπτωκότα κόσμο στήν Ἐκκλησία, τήν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τά ἔσχατα, πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά καί τήν κίνηση τοῦ νοῦ ἀπό τόν κόσμο τῆς περιπλανήσεως στά αἰσθητά, στό ἱερό βῆμα τῆς καρδίας.

Μέ τήν περιχωρητική αὐτή ἑρμηνεία του ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναδεικνύεται μεγάλος θεολόγος καί μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἑνώνει στενά τήν ἱστορία μέ τήν ἐσχατολογία, τήν θεία Εὐχαριστία μέ τήν Ἐκκλησία, τόν αἰσθητό ναό μέ τόν πνευματικό ναό τοῦ σώματος κάθε πιστοῦ, τήν θεία Εὐχαριστία μέ τήν ἀσκητική καί τήν ἡσυχαστική ζωή.

5. Μετά ἀπό αὐτά προχώρησα στά ἑρμηνευτικά ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πάνω σέ ἁγιογραφικά χωρία, ἀλλά καί σέ χωρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἑρμηνεύει τά ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, χρησιμοποιώντας τίς ἑρμηνευτικές ἀναλύσεις ἄλλων Πατέρων, ἀλλά κυρίως προσθέτοντας πρωτότυπες δικές του ἀναλύσεις.

Μέσα στήν προοπτική αὐτή ἐντάσσονται καί οἱ ἑρμηνευτικές ἀναλύσεις πάνω στά ἔργα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ἀφοῦ αὐτές οἱ ἀναλύσεις συνετέλεσαν σέ μεγάλο βαθμό στό νά καταλάβουμε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῶν ἐκπληκτικῶν αὐτῶν μυστικῶν συγγραμμάτων, γιά τήν Θεαρχία, τίς θεωνυμίες, τήν οὐράνια καί τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, τήν καταφατική καί τήν ἀποφατική θεολογία, τήν συμβολική θεολογία, τόν θεῖο γνόφο καί ὅλα τά ἄλλα σημαντικά θέματα πού συναντᾶμε στά ἀρεοπαγητικά συγγράμματα.

6. Στήν συνέχεια προχώρησα στήν ἀνάγνωση τῶν ἀντιρρητικῶν καί πολεμικῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σχετικά μέ τόν μονοενεργητισμό καί τόν μονοθελητισμό. Αὐτή ἡ περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ προσέδωσε τόν τίτλο τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὑπερασπίστηκε τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, λόγῳ τῆς ὑπάρξεως τῶν ἀντιχαλκηδονίων, ἤ μονοφυσιτῶν τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά στήν συνέχεια προχώρησε στήν ἀντιμετώπιση καί τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ, ὅταν οἱ Αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νά ἑνώσουν τούς Χριστιανούς. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀγωνίσθηκε γιά νά μή ἀλλοιωθῆ ἡ πίστη, χάρη μιᾶς ἐξωτερικῆς καί ἐπίπλαστης ἑνώσεως μέ τήν χρήση τῆς διπλωματίας, γιατί δέν χωρεῖ διπλωματία στά θεολογικά ζητήματα.

Ἀπό τό 633 μ.Χ. ἔγινε προσπάθεια μέ τόν μονοενεργητισμό νά γίνη ἕνας συμβιβασμός μεταξύ τῶν θεολογικῶν διαφορῶν αὐτῶν πού ὑποστήριζαν τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος μέ τούς ἀντιχαλκηδονίους πού δέν δέχονταν αὐτές τίς ἀποφάσεις. Ἔπειτα, τό 638 ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειτος δημοσίευσε τήν «Ἔκθεση» (διάταγμα) μέ τήν ὁποία ἐπέβαλε τόν μονοθελητισμό. Στήν συνέχεια τό 647 ὁ αὐτοκράτωρ Κώνστας ἐξέδωσε τόν «Τύπο» μέ τόν ὁποῖον ἀπαγορεύονταν οἱ συζητήσεις περί τῆς μιᾶς ἤ δύο θελήσεων καί ἐνεργειῶν στόν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀποδύθηκε σέ ἕνα θεολογικό καί μαρτυρικό ἀγώνα γιά νά ἀνατρέψη τήν αἵρεση τοῦ μονοεργητισμοῦ, κυρίως δέ τοῦ μονοθελητισμοῦ. Δίδασκε ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καί ἐφ΄ ὅσον στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις ὑπάρχουν καί δύο θελήσεις. Ἔκανε τήν διάκριση μεταξύ φυσικοῦ καί  γνωμικοῦ θελήματος, τήν διαφορά μεταξύ σύνθετης φύσεως καί σύνθετης ὑποστάσεως, καί ἔδωσε αὐθεντική ἑρμηνεία στήν φράση τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου «μία θεανδρική ἐνέργεια». Δίδασκε ὀρθοδόξως ὅτι ὅπως στόν Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἑνωμένες στόν ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως καί ἡ κάθε φύση ἐνεργεῖ «μετά τῆς θατέρου κοινωνίας», τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς δύο θελήσεις στόν Χριστό. Ἐκτός τῶν ἄλλων, ὁμίλησε γιά τήν ἀντίδοση τῶν θελημάτων τῶν δύο φύσεων, γιά τήν συμφυΐα θείου καί ἀνθρωπίνου θελήματος, γιά τόν ὅρο λόγος φύσεως καί τρόπος ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό κ.ἄ.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος μέ τήν διδασκαλία του ἀπορρίπτει τήν αἱρετική ἄποψη περί ὑποστατικῶν θελημάτων, γιατί ἄν ἡ θέληση συνδέεται μέ τήν ὑπόσταση, τότε καταλύεται ἡ Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό.

Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου στά θέματα αὐτά κατοχυρώθηκε ἀπό τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἔτσι ἀναδείχθηκε ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς  Ἐκκλησίας κατά τόν 7ο αἰώνα.

Τό θεολογικό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ εἶναι μεγαλειῶδες. Ὁ ἅγιος ξεκίνησε ἀπό τόν ἡσυχασμό, δείχνοντας ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐμπειρική. Ἡ ἐμπειρία δείχνει τήν διαφορά μεταξύ τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν. Οἱ Πατέρες εἶχαν ἐμπειρία τῶν ἀκτίστων ρημάτων καί στήν συνέχεια τήν κατέγραψαν, ὅταν χρειάστηκε, μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν τήν φιλοσοφία, στήν ὁποία ἀναμειγνύεται ἡ φαντασία καί ὁ στοχασμός γιά νά ὁμιλήσουν γιά τόν Θεό. Ὁ ἐμπειρικός λόγος τοῦ ἁγίου Μαξίμου φαίνεται στήν ἀνάλυση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπως βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος γνώριζε πολύ καλά τήν ἐμπειρική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί μποροῦσε νά ἀντιμετωπίση καί τήν αἵρεση τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό καθόρισε τήν θεολογία τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἔγινε καί μεγάλος Ὁμολογητής τῆς πίστεως.

Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει ὅτι ἡ αὐθεντική ἐκκλησιαστική ἡσυχαστική ἐμπειρία καθιστᾶ ἕναν ἄνθρωπο θεολόγο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἐμπειρία γίνεται κανείς αὐθεντικός ἑρμηνευτής ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί ὁπωσδήποτε μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἐμπειρία μπορεῖ κανείς νά κάνη λόγο γιά τήν Ἐκκλησία, τήν θεία Εὐχαριστία καί τήν ζωή τῶν ἐσχάτων.

Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ εἶναι προφανής. Στίς ἡμέρες μας πού ἀναπτύσσεται μιά θεολογία, ἡ ὁποία δέν συνδέει στενά τόν ἡσυχασμό, τήν Ἐκκλησιολογία, τήν Εὐχαριστιολογία καί τήν ἐσχατολογία, ἡ γνώση καί κατανόηση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου εἶναι καταλυτική. Γι’ αὐτό θεωρῶ ὅτι ἡ ἔκδοση  τοῦ «Μαξιμιανοῦ Ταμείου» ἀπό τόν Ἱερομόναχο π. Βενέδικτο Ἁγιορείτη – Νεοσκητιώτη, μέ τήν θεολογική ἀνάλυση τοῦ θέματος «Τό δόγμα τῶν δύο θελημάτων καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ» κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ἀπό τόν κ. Γεώργιο Σίσκο, καί ἡ παρουσίασή του σήμερα  εἶναι πολύ σημαντική.

Συγχρόνως θεωρῶ ὅτι τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Μαξίμου πού θά ἀκούγεται στά Γιάννενα, λόγῳ τοῦ Μητροπολίτου Ἰωαννίνων πού φέρει τό ὄνομά του, θά δώση τήν δυνατότητα στούς ἀγαπητούς μου συμπατριῶτες Ἰωαννίτες νά γνωρίσουν καλύτερα τόν μεγάλο καί ἐκπληκτικό αὐτόν θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας.–