Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τρεῖς Διασπάσεις

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Στό χῶρο τῆς Ἑλλαδικῆς κυρίως Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γίνεται συχνά λόγος γιά ἐκκλησιαστικούς καί παρεκκλησιαστικούς, γιά συντηρητικούς καί φιλελεύθερους, γιά “ἀρτηριοσκληρωτικούς” καί ἐκσυγχρονιστές. Οἱ χαρακτηρισμοί αὐτοί ἄλλοτε διατυπώνονται ὡς αὐτοχαρακτηρισμοί καί ἄλλοτε “ἐπικολλώνται” ὡς “ἐτικέτες” σέ ἄλλους. Πάντως εἶναι γεγονός ὅτι, ἐνῶ ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας πορεύεται μέσα στό ροῦ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, παρουσιάζονται ἐν τούτοις ἀπό κάποια δραστήρια μέλη τῆς τάσεις πού ἀποκλίνουν μεταξύ τους καί πού ἀποσυνδέονται σέ κάποιο βαθμό ἀπό “τάς θεοπνεύστους των Ἁγίων θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα”.

Ἡ ἀφετηρία αὐτῶν τῶν τάσεων πού ἀποκλίνουν μεταξύ τους πιστεύω ὅτι εἶναι τρεῖς διασπάσεις. Εἶναι, πρῶτο, ὁ διαχωρισμός τῆς ποιμαντικῆς ἀπό τήν θεολογία, δεύτερο, ὁ χωρισμός τῆς θεολογίας ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς φιλοκαλικῆς ἀσκήσεως καί τρίτο, ἡ ἀποξένωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἀπό τήν ποιμαντική διακονία τοῦ λαοῦ, πού εἶναι πνευματική καθοδήγηση καί θεραπεία τῶν πνευματικῶν ἀσθενειῶν. Ἔτσι, ὅπου ὑπάρχουν αὐτές οἱ διασπάσεις, ἡ ποιμαντική ὑποτάσσεται στό πνεῦμα μιᾶς ἠθικῆς δεοντολογίας, ἡ θεολογία γίνεται ἀκαδημαϊκή ἐπιστήμη καί ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση ἐκκοσμικεύεται.

Αὐτές οἱ τρεῖς διασπάσεις φαίνονται καθαρά στόν τρόπο ἑρμηνείας καί ἐφαρμογῆς τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Εἶναι οἱ αἰτίες τοῦ νομικισμοῦ καί τοῦ ἀντινομισμοῦ, τῆς ὑποταγῆς δηλαδή στό γράμμα τοῦ Νόμου πού ἀγνοεῖ τό πνεῦμα του ἤ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἐν ὀνόματι μιᾶς κακῶς νοουμένης ἐλευθερίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δέν εἶναι ἁπλά νομικά κείμενα, ὅπως οἱ νόμοι μιᾶς κυβέρνησης. Συνδέονται ἄμεσα μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μέ τήν πίστη της. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι οἱ πρακτικές συνέπειες τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Καί μέ μιά ἁπλή ἀνάγνωσή τους μπορεῖ κανείς νά καταλάβη τόν λειτουργικό χαρακτήρα τους. Συνδέονται ἄμεσα μέ τό μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Συνεχῶς σέ αὐτό παραπέμπουν. Παιδαγωγοῦν, ἀφορίζουν ἤ καθιστοῦν ἀκοινωνήτους ἐκείνους τούς Χριστιανούς πού μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους ἤ τήν διδασκαλία τούς ἔγιναν ἀνίκανοι νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε χρειάζεται νά περάσουν ἀπό τήν ἀγωγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατηχήσεως, κατατασσόμενοι μαζί μέ τούς κατηχουμένους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας “ὅλην συλλεξάμενοι ποιμαντικήν ἐπιστήμην” διατύπωσαν τούς Ὅρους τῆς πίστεως καί τούς Ἱερούς Κανόνες ἀποβλέποντας στήν καθοδήγηση τοῦ λαοῦ, ὥστε νά περάση μέ ἀσφάλεια ἀπό τήν ἐμπάθεια στήν χριστιανική ἀπάθεια, ἀπό τήν ζόφωση τοῦ νοῦ στόν φωτισμό του.

Τόν τελευταῖο καιρό γίνεται πολύς λόγος γιά τόν “ἐκσυγχρονισμό τῆς Ἐκκλησίας”. Αὐτό λέγεται ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν διοικητική ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τή νέα γλώσσα πού πρέπει νά χρησιμοποιήση ἡ Ἐκκλησία στήν ἐπικοινωνία της μέ τόν κόσμο καί κυρίως τούς νέους. Ἄν καί ὁ ὅρος “ἐκσυγχρονισμός” γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἀδόκιμος, ἐν τούτοις κανείς δέν εἶναι ἀντίθετος στήν καλύτερη δυνατή ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί στήν χρησιμοποίηση τοῦ καλύτερου δυνατοῦ τρόπου ἐπικοινωνίας μέ τούς νέους. Ἀρκεῖ, βέβαια, νά λαμβάνεται πάντα ὑπόψη ὅτι τό ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό ὁποιονδήποτε κοσμικό διοικητικό ὀργανισμό καί ὅτι στήν ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν κόσμο τό βάρος δέν πέφτει στήν γλώσσα, ἀλλά στό πνεῦμα πού μεταφέρει ἡ γλώσσα.

Αὐτό πού διψᾶ ὁ κόσμος, ἴσως ἀνεπίγνωστα, εἶναι ἡ ζωντανή σχέση καί κοινωνία μέ τόν Χριστό. Αὐτό, βέβαια, ἕνας πού δέν ἔχει δεχθῆ ἔστω καί τήν ἐλάχιστη ἐκκλησιαστική ἀγωγή δέν εἶναι εὔκολο νά τό ἀποδεχθῆ, οὔτε εἶναι δυνατό μέ λογικά ἐπιχειρήματα νά ἀνατραποῦν οἱ ἀρνητικές ἀπόψεις καί ἐμπειρίες του. Στά θέματα αὐτά ὁ σύγχρονος λογικοκρατούμενος ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό λογικά ἐπιχειρήματα• χρειάζεται ἔμπνευση• χρειάζεται νέους πνευματικούς ὁρίζοντες. Θέλει νά αἰσθανθῆ κοντά του πατέρες πού τόν ἀγαποῦν καί προσεύχονται γι’ αὐτόν, πού τόν κατανοοῦν στήν ἐμπάθεια καί τά ἀδιέξοδά του καί τοῦ ἀνοίγουν διακριτικά δρόμους γιά νά τά ὑπερβῆ. Στό βάθος του δέν θέλει νά νομιμοποιηθῆ ἡ ἁμαρτία του• θέλει νά αἰσθανθῆ τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας στήν κατάσταση πού βρίσκεται, γιά νά ἔχη ζωντανή τήν ἐλπίδα γιά μιά πορεία διαφορετική ἀπό αὐτή πού ἀκολουθεῖ.

Ἡ “γλώσσα” πού μπορεῖ νά ἀκούση ὁ σύγχρονος νέος, εἶναι τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, πού μέ τήν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς διεισδύει θεραπευτικά στούς ἐσωτερικούς πυρῆνες τῶν προβλημάτων καί τῶν ἀναζητήσεων.

Εἶναι φανερό ὅτι εἶναι ἀναγκαία στίς μέρες μας ἡ ὀρθόδοξη ποιμαντική πού συνδέεται ἄμεσα μέ τήν θεολογία καί ἐπίσης εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μέ τήν μέθοδο πού μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις καί ἡ “ἐκκλησιαστική διοίκηση” θά διασώζη πάντοτε τόν χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας πού περιγράφει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2741