Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου: Ἐκκλησιαστικὴ Σαρακοστὴ

Ἡ περίοδος πού ἀρχίζει ἀπό αὔριο καί τελειώνει τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου, μαζί μέ τήν Μ. Ἑβδομάδα, εἶναι μιά περίοδος ἐγρήγορσης, ἀντίστασης, ἀνάτασης, δημιουργίας. Τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προετοιμάζουν γιά ἕναν ἀγώνα ὁλοκλήρωσης. Ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ λατρεία, πού ἀποτελοῦν τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς περιόδου αὐτῆς ἐντάσσονται στά πλαίσια τοῦ γνησίου ὀρθοδόξου ἀνθρωπισμοῦ.

Ἐκκλησιαστική ἐμπειρία

Μποροῦν ὅλα αὐτά νά ἠχοῦν παράξενα, νά ἐντάσσονται μέσα σέ μιά τυπικότητα καί τυπολατρεία, νά θεωροῦνται σάν μερικές θρησκευτικές διαδικασίες. Ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία μποροῦν νά θεωρηθοῦν σάν μιά γυμναστική της θελήσεως καί σάν ἕνας ἰδιότυπος θρησκευτικός διαλογισμός, ὅπως παρατηρεῖται σέ ὅλα τα θρησκεύματα. Ὅμως διακρίνονται γιά ἕνα ἄλλο περιεχόμενο καί σκοπό, γιά μιά μυστική καί οὐσιαστική “ἐντελέχεια”.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ὀρθοδοξία δέν τήν ἐννοοῦμε ὡς ἕνα ἰδεολογικό σύστημα ἤ ἕνα θρησκευτικό σωματεῖο, ἀλλά γιά μιά ὁρισμένη Ἐκκλησία. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ θρησκείας καί Ἐκκλησίας. Ἡ πρώτη προϋποθέτει ἀτομικές ὑπάρξεις πού ἀγωνίζονται γιά τήν ἐπιβίωσή τους ἀπό τήν πίεση μηχανιστικῶν διεργασιῶν, ἐνῶ ἡ δεύτερη (Ἐκκλησία) προϋποθέτει μιά κοινωνία προσώπων.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ἰδιαίτερη καί συγκεκριμένη κοινότητα, μιά οἰκογένεια μέσα στήν ὁποία μαθαίνουμε νά ζοῦμε ὥριμα, ὑπεύθυνα καί ὁλοκληρωμένα. Μιά ὁλόκληρη κοινότητα προσεύχεται, τό κάθε μέλος ἐνδιαφέρεται γιά τό ἄλλο, καθώς ἐπίσης ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τά προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τήν εὐρύτερη κοινωνία. Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή ἔχει σχέση μέ τήν φιλανθρωπία καί τήν εὐαισθησία γιά ὅλο τόν κόσμο. Μέσα στήν Ἐκκλησία τά ἀνθρωπολογικά θέματα συνδέονται μέ τά κοινωνικά καί παγκόσμια. Ἡ ἀτομοκρατία συνιστᾶ ψυχική καί πνευματική ἀσθένεια.

Κάνοντας λόγο γιά κοινότητα μποροῦμε νά τήν θεωρήσουμε ὡς θεραπευτική κοινότητα, μέσα στήν ὁποία θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος καί ἡ κοινωνία, ἐπειδή στήν πράξη ἐφαρμόζεται ἡ πρωτογενής, δευτερογενής καί τριτογενής πρόληψη. Κάποτε σέ μιά συνέντευξη εἶπα ὅτι κάθε ὀργανωμένη Ἐνορία, καί ὑπάρχουν πολλές, λειτουργεῖ ὡς μιά τέλεια θεραπευτική κοινότητα, ὅπου λύονται συνολικά τα προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο.

Προσωπεῖα καί πρόσωπα

Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι σημαντική γιατί ἡ Ἐκκλησία βοηθᾶ τά μέλη της νά ἀποβάλουν τά προσωπεῖα (τίς μάσκες) καί νά γίνουν πρόσωπα. Ὅλο τόν χρόνο φορᾶμε τά προσωπεῖα (μάσκες) τῆς ὑποκρισίας, ἀφοῦ παρουσιαζόμαστε ὡς δίκαιοι, δημοκράτες, ἐνάρετοι, ἅγιοι, ἐνῶ στήν πραγματικότητα βιώνουμε ἀντίθετες καταστάσεις. Μέ τόν ὑπαρξιακό ἀγώνα, πού γίνεται μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀποβάλλουμε “τά εἰδεχθῆ προσωπεία” καί γινόμαστε πρόσωπα. Τότε δέν ὑπάρχει καμμιά διαφορά μεταξύ “εἶναι καί φαίνεσθαι”.

Ὅταν κάνει κανείς λόγο γιά πρόσωπα πολλά μπορεῖ νά πῆ. Θά ἀρκεσθῶ στόν τονισμό δυό βασικῶν στοιχείων. Τό πρόσωπο διακρίνεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία. Καί βέβαια μιλώντας γιά πρόσωπο, δέν ἐννοῶ τήν προσωπικότητα, ὅπως τό κάνει καί ἡ ψυχολογία, ἀλλά γιά τήν ὑπόσταση, καί τήν ἀνάπτυξη τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Τό πρόσωπο - ὑπόσταση διακρίνεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία.

Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι μιά συναισθηματική κατάσταση, οὔτε ἕνας ἐπιφανειακός καί τυπικός ἀλτρουισμός, ἀλλά τό μυστήριο τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν ὑποστάσεων. Βγαίνει κανείς ἀπό τήν δική του ὑπόσταση, χωρίς νά χάνη τόν προσωπικό του χαρακτήρα, καί εἰσέρχεται στήν ὑπόσταση τοῦ ἄλλου. Προσπαθεῖ νά κατανοήση κανείς τόν ἄλλο, ἔξω ἀπό τίς δικές του προδιαγραφές, στήν συνέχεια ἀγωνίζεται νά οἰκειοποιηθῆ τά θετικά σημεῖα τοῦ ἄλλου καί τότε ἐπιτυγχάνεται ἡ ὑποστατική ἑνότητα, χωρίς βέβαια νά καταργῆται ἡ ἰδιαιτερότητα, ἡ ἑτερότητα.

Ἔπειτα ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι μιά ἐπιλογή μεταξύ πολλῶν πραγμάτων, ὅπως μᾶς ἔμαθε νά λέμε ἡ δυτική φιλοσοφία, ἀλλά ἡ ἀποβολή τοῦ γνωμικοῦ θελήματος καί ἡ βίωση τοῦ φυσικοῦ θελήματος, ἡ ἐλευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κάθε ἐξουσία πού θέλουν νά ἐπιβάλουν τά κτίσματα, ἀκόμη καί οἱ θεσμοί. Τό πρόσωπο δέν ἐξουσιάζεται ἀπό καμμιά ἀναγκαιότητα. Τελικά, ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Τό πρόβλημα τοῦ θανάτου

Ὁ θάνατος δέν εἶναι μιά τελική πράξη πού θά συμβῆ στό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλά μιά πραγματικότητα πού βιώνεται ἀπό τήν γέννησή μας. Παράδοξο πράγμα νά μιλοῦμε γιά συνύπαρξη ζωῆς καί θανάτου, ἀπό τήν γέννηση. Ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα, πού ἐκδηλώνονται μέ τίς ἀσθένειες, τήν αὔξηση τοῦ σώματος, τήν ἀνασφάλεια, καί τήν ἀβεβαιότητα, τίς ἀσφαλίσεις καί τήν σύνταξη, τό ὑπαρξιακό κενό πού παρατηρεῖται, κατά ἰδιαίτερο τρόπο σέ ὅλες τίς ἡλικίες, εἶναι βίωση τοῦ θανάτου.

Γι’ αὐτό καί ἡ περίοδος αὐτή πού ἀποτελεῖ τήν καρδιά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, μέ τήν λατρεία, τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν φιλανθρωπία, μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ἀποκτήσουμε ἐμπειρία τῆς κοινότητος, καί νά ἀποβάλουμε τήν συναισθηματική καί ψυχολογική ὀρφάνεια. Ταυτόχρονα γινόμαστε πρόσωπα, καταστρέφοντας ὅλα τα πολυποίκιλα καί πολύμορφα προσωπεῖα, καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἐκδιώκουμε ἀπό τά βάθη τῆς ὕπαρξής μας τίς βάσεις τοῦ θανάτου. Γιατί, ὁ τραγικότερος θάνατος καί οἱ φοβερότερες βάσεις τοῦ βρίσκονται στά ἔγκατα τῆς ὕπαρξης.