Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Στεναγμός ἀναπτυγμένος σέ βιβλία

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, νέος 32 ἐτῶν, μόνος στήν ἐρημόνησο Σκυροπούλα καί μόλις ἕξι χρόνια μοναχός, ἔδειξε μέσα ἀπό τό βιβλίο του «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον», τό ὁποῖο χαρακτηρίστηκε ἀπό τόν μακαριστό μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτη, «δημιουργία ἐκ τοῦ μηδενός», τήν ἀσκητική του ἀκρίβεια, τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, τήν θεολογική του εὐαισθησία.

Τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἐπιστολή πρός Ἀρχιερέα, τόν ἐξάδελφό του Ἱερόθεο, Ἐπίσκοπο Εὐρίπου καί ἐκφράζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἐσωτερική της πλευρά. Ἔχει δεδομένη τήν ἱεραρχική δομή της. Γνωρίζει τήν ὑπεροχική θέση τοῦ Ἀρχιερέως, στήν διδασκαλία καί τήν διάδοση τῶν θείων χαρισμάτων. Γνωρίζει τήν κανονική συγκρότηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, γνωρίζει ὅμως καί τήν ζωή πού αὐτή ἡ συγκρότηση προϋποθέτει καί στήν ὁποία θέλει νά κατευθύνῃ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό μιλᾶ κυρίως γιά τήν «μέσα ὄψη» τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Βλέπει τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν σκοπιά καί μέ τά μάτια ἑνός νέου στήν ἡλικία ἡσυχαστῆ, ἐνθουσιασμένου ἀπό τίς μυστικές ὀμορφιές τῆς ἡσυχίας, μέ δυνατή διάνοια, δίψα γιά μελέτη, εἰλικρινῆ ἀναζήτηση τῶν ὁδῶν τοῦ Θεοῦ καί μέ «ἀποστολική» ἀγάπη γιά τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας.

Τό «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον», ὅπως καί  ὅλη ἡ συγγραφική παραγωγή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, εἶναι ἡ ἀσκητική καί θεολογική ἀνάπτυξη ἑνός στεναγμοῦ. Γιά νά δειχθῇ αὐτό, θά παραθέσουμε ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό τά βιβλία του «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον», «Ἐξομολογητάριον» καί «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν». Ἀφοροῦν ἀντίστοιχα τούς Ἀρχιερεῖς, τούς πνευματικούς καί τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Στό «Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον», γράφει: «Ὤ πόσον εὐτυχεῖς καί χρυσοί αἰῶνες ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, καθ’ οὕς ἐπολιτεύετο εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν μία ἐξαίρετος καί καλλίστη συνήθεια, τό νά ἐκλέγωνται δηλαδή ἀπό τοῦ σεμνοῦ τάγματος τῶν Μοναχῶν, ὅλοι ἐκεῖνοι (ἐκτός ὀλίγων τινῶν, οἵτινες διά τό ὑπερβάλλον τῆς ἀρετῆς, ἐκ λαϊκῶν ἀμέσως ἀνέβησαν εἰς τήν προεδρίαν λαῶν), ὅσοι ἔμελλον νά ἀναβῶσιν εἰς τούς ὑπεροχικούς θρόνους τῆς ἀρχιερωσύνης καί νά ἐγχειρισθῶσι προστασίαν ψυχῶν». Καί ἀφοῦ ἀναλύει τά καλά αὐτῆς τῆς εὐλογημένης συνήθειας, βλέποντας τήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, γράφει: «Ἀφοῦ δέ μία τοιαύτη ἁγιωτάτη συνήθεια (ἀγνοῶ τίνος ἕνεκα ἀφορμῆς) ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐξέλιπεν ἀπό τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, συνεξέλιπον οἴμοι! (καλόν γάρ ἐνταῦθα στενάξαι πικρόν) ἐν ταὐτῷ καί τά προειρημένα πάντα καλά· ἀντεισήχθησαν δέ τά ἐναντία τούτων δεινά», τά ὁποῖα ὁ Ἅγιος ἀποσιωπᾶ «αἰδούμενος τήν κοινήν μητέρα», τήν Ἐκκλησία, γιά νά μήν κατηγορηθῇ ὡς ἱεροκατήγορος.

Αὐτή ἡ «καλλίστη συνήθεια», νά ἐκλέγονται οἱ ἀρχιερεῖς ἀπό αὐτούς πού εἶχαν πείρα τῆς μοναστικῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο νόμος ἁγιώτατος, δικαιότατος καί κοινωφελής.

Ὡς νεαρός ἐρημίτης εἶχε μέσα στήν συνείδησή του τό ὑπερφυές ὕψος τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος ἄμεσα συνδεδεμένο μέ τίς προϋποθέσεις του, τίς ὁποῖες γνώρισε μέσα ἀπό τήν μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τῶν ὁσίων Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τό καθαυτό ἔργο τοῦ Ἀρχιερέως, τό ὁποῖο, ὁ ἅγιος Νικόδημος, δέν τό βλέπει στίς ποικίλες κοινωνικές δράσεις, οὔτε στίς λαμπρές τελετές (ἄν καί ὅλα αὐτά ἔχουν τόν λόγο τους, ὅταν γίνονται κατά τόν «ὀρθόν λόγον»), ἀλλά στήν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ λαοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα γράφει γιά τό τί πρέπει νά γνωρίζῃ ὁ Ἀρχιερέας καί ποιῶν καταστάσεων πρέπει νά ἔχῃ πεῖρα, ὥστε νά εἶναι ἀποτελεσματικά συνεργῶν στήν χάρη τῆς ἀρχιερωσύνης του. Γράφει: Πρέπει ὁ Ἀρχιερέας νά μάθῃ «ποιός εἶναι ὁ ἐσωτερικός καί ἀφανής σέ μᾶς πόλεμος τοῦ ἐχθροῦ· ποιά εἶναι ἡ διάκρισις τῶν συνεχῶς εἰσερχομένων καί ἐξερχομένων λογισμῶν· καί ποιούς ἀπό αὐτούς πρέπει νά ἀποδέχεται καί νά τούς ἀποθησαυρίζῃ στό ταμεῖο τῆς καρδιᾶς, καί σέ ποιούς πρέπει νά ἀντιλέγῃ καί νά τούς διώχνει καί νά τούς κατατροπώνῃ ἐντελῶς καί πότε· ποιούς πρέπει νά ἀποφεύγῃ καί ποιούς πρέπει νά περιφρονῇ καί πότε. Καί μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ κανείς νά «βρῇ τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μέσα μας»(Λουκ. 17,21) καί τόν κρυμμένο θησαυρό στόν ἀγρό τῆς καρδιᾶς του καί νά ἀπολαύσῃ μεγάλη καί ἀνέκφραστη χαρά γιά τήν ἀνεύρεσί του· καί νά γευθῇ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη τά ἀγαθά τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὅπως διδάσκουν γι’ αὐτά οἱ θεῖοι Πατέρες, οἱ ὀνομαζόμενοι Νηπτικοί καί τά γνωρίζουν καλά ὅσοι ἔχουν πεῖρα».

Οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ὅμως δέν περιορίζονται μόνον στούς Ἀρχιερεῖς, ἐπεκτείνονται καί στούς Πρεσβυτέρους, ἰδιαιτέρως σέ ὅσους ἔχουν γίνει ἤ μέλλουν νά γίνουν Πνευματικοί. Γνώριζε ὅτι ἡ συμβολή τῶν Πνευματικῶν στήν οὐσιαστική διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μεγάλη, γι’ αὐτό, γράφει στό βιβλίο του «Ἐξομολογητάριο»: «Σύ Πάτερ, ὁποῦ μέλλεις νά γένῃς Πνευματικός, πρέπει νά ἔχῃς μίαν ἐξαίρετον καί διαφορετικήν ἀρετήν καί ἁγιότητα ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί ἀπό αὐτούς ἀκόμη τούς συνιερεῖς σου». Στήν συνέχεια συμβουλεύει: «δέν φθάνει μόνο νά ἔχῃς ἕνα ἁπλοῦν χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλ’ εἶναι χρεία νά ζητήσῃς καί σύ ἀπό τόν Θεόν νά σοῦ δώσῃ διπλάσιον (ἵνα μή λέγω καί πολλαπλάσιον) χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, [...]· διά νά ἠμπορῇς μέ αὐτό καί τόν ἑαυτόν σου νά κυβερνᾷς καί τούς ἄλλους». Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀνθρώπινο καί δέν ἀρκοῦν γι’ αὐτό οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις, οὔτε μπορεῖ νά κλειστῇ σέ ἀνθρώπινους προγραμματισμούς καί σχεδιασμούς. Χρειάζεται οἱ Ποιμένες νά ζητοῦν ἀπό τόν Θεό διπλάσια καί πολλαπλάσια τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος γράφει ὅτι ὁ Πνευματικός πρέπει νά ἔχῃ «μίαν διαφορετικήν ἀπό τούς ἄλλους γνῶσιν καί ἐμπειρίαν εἰς τήν παλαιάν καί νέαν Γραφήν· εἰς τά δόγματα τῆς πίστεως, τά περιεχόμενα εἰς τό Πιστεύω· μάλιστα δέ καί ἐξαιρέτως, εἰς ὅλους τούς ἀποστολικούς, συνοδικούς, καί πατρικούς Κανόνας». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος μιλᾶ ὄχι ἁπλά γιά γνώση τῶν Γραφῶν, τῶν δογμάτων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀλλά γιά «διαφορετικήν γνῶσιν καί ἐμπειρίαν».

 Ὁ ἅγιος Νικόδημος, χωρίς νά διασαλεύῃ τήν ἱεραρχική τάξη τῆς Ἐκκλησίας, θεωρεῖ τόν Πνευματικό κυβερνήτη «τοῦ καραβίου τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας», διότι αὐτός κρατᾶ στά χέρια του, σάν τιμόνι τῆς Ἐκκλησίας, τούς κανόνες καί τά δόγματα τῆς πίστεως καί μέ αὐτά κατευθύνει, μέσα ἀπό τό μυστικό καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης, τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἑνότητα, ἐννοεῖται, καί ὑπό τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου του. Εἶναι σαφές ἀπό τά παραπάνω ὅτι ἡ διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται στίς διεκκλησιαστικές, διαχριστιανικές ἤ διαθρησκειακές σχέσεις. Εἶναι πρωτίστως ἡ διαποίμανση τοῦ λαοῦ της. Εἶναι ἡ καθοδήγησή του γιά νά φθάσῃ «εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,13).

Ὁ πολύς λαός ὅμως δέν κινεῖται σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση. Ζῇ στήν ἁμαρτία καί τό κακό, τά ὁποῖα, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος στό βιβλίο του «Χρηστοήθεια», δέν δικαιολογοῦνται ἤ νομοθετοῦνται ἀπό «κανένα νόμον τῶν ὀρθοδόξων, οὐδέ τῶν φρονίμων καί σοφῶν, οὐδέ τῶν ἐχόντων λόγον ὀρθόν». Ἐπικρατοῦν ὅμως λόγῳ τῆς κακῆς συνήθειας, ἡ ὁποία «ἔγινεν ἕξις· καί ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν νόμος καί φύσις». Αὐτό συντελέστηκε ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν «ἀπό τάς ἀλόγους προλήψεις μερικῶν ἀνοήτων, καί ἀπό τάς παρανόμους καί ἀσυλλογίστους παραδόσεις». Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος στενάζει: «ὤ τῆς ἐλεεινῆς πλάνης τῶν ἀνθρώπων! ὤ τῆς ἀξιοδακρύτου συμφορᾶς! [...] ἠμπορεῖ νά εὑρεθῇ ἀπό αὐτήν μεγαλυτέρα τυφλότης;». Ἡ συμφορά εἶναι μεγαλύτερη γιατί δέν παρατηρεῖται μόνον στούς εἰδωλολάτρες, τούς Ἑβραίους, τούς Ὀθωμανούς καί στά λοιπά ἄπιστα ἔθνη, πού εἶναι «τυφλοί καί ἐσκοτισμένοι κατά τήν πίστιν καί τήν θρησκείαν» καί «ἀκολούθως εἶναι τυφλοί καί ἐσκοτισμένοι καί κατά τήν ζωήν καί τάς κακάς συνηθείας», ἀλλά «νά κυριεύῃ μία τοιαύτη τυφλότης καί σκότισις τῶν κακῶν συνηθειῶν τούς ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τούς Χριστιανούς ὅπου εἶναι τέκνα φωτός, ὅπου βλέπουσι τήν ἀλήθειαν, καί ὅπου ἔχουσι μίαν πίστιν λαμπροτέραν ἀπό τόν Ἥλιον; τοῦτο εἶναι τῇ ἀληθείᾳ ἀνυπόφορον καί ἀνυπομόνητον».

Αὐτός ὁ στεναγμός ὁδηγεῖ τόν Ἅγιο στήν συγγραφή τῆς «Χρηστοήθειας». Γράφει: «Διά τοῦτο καί ἐγώ, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἀπεφάσισα σήμερον νά λαλήσω καθολικῶς διά τάς καλάς καί διά τάς κακάς συνηθείας, καί νά σᾶς παρακινήσω νά φυλάττητε μέν τάς καλάς καί ψυχωφελεῖς συνηθείας, τάς δέ κακάς καί ψυχοβλαβεῖς νά ἀποστραφῆτε καί νά μισήσητε».

Ἡ ἀσκητική καί θεολογική ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν στεναγμῶν τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ἀναζωογόνησε καί ἀναζωογονεῖ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνεργοποιοῦν τό χάρισμα πού ἔλαβαν μέ τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα.