Γράφτηκε στις .

Ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς «ἡ αἰώνια καλλονή»

Μετάφραση τοῦ βιβλίου «Ἐκκλησιαστικό φρόνημα» στά ἰταλικά

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Πρόσφατα, κυκλοφόρησε σέ Γ΄ ἔκδοση τό βιβλίο μου μέ τίτλο «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα», πού ἐξεδόθη γιά πρώτη φορά τό ἔτος 1990, δηλαδή πέντε (5) χρόνια πρίν ἐκλεγῶ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου. Τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου εἶναι οἱ ὁμιλίες πού ἔκανα στό μηνιαῖο Σεμινάριο, τοῦ ἔτους 1989-1990, τῶν Κατηχητῶν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ὅταν ὑπηρετοῦσα ἐκεῖ ὡς Ἱεροκήρυκας καί Διευθυντής Νεότητος αὐτῆς.

Στό βιβλίο ἐτέθη ἡ ἑξῆς ἀφιέρωση: «Τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἤγουν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, τῇ τρεφούσῃ ἡμᾶς ὡς φιλόστοργος μήτηρ καθάπερ ὑπομάζια βρέφη, ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν καί ζῶμεν καί ἐν ᾗ ἐλπίζομεν κοιμηθήσεσθαι, βαθυσεβάστως, υἱϊκῶς καί εὐγνωμόνως ἀνατίθημι».

Τό βιβλίο αὐτό προλογίσθηκε ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Θηβῶν καί Λεβαδείας καί νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, ὁ ὁποῖος στό τέλος τοῦ κειμένου του ἔγραφε:
«Ὁ συγγραφεύς μέ τόν ὁποῖο εἶχα τήν χαρά καί τήν εὐτυχία νά συνεργασθῶ, μέ τόν θεολογικό του λόγο καί τήν ἐκκλησιαστική του πνοή ἐπαναχαράζει πατερικούς δρόμους. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ λόγιος Κληρικός, τόν ὁποῖο χρειάζεται σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά μιά καινούργια ἐλπίδα, γι’ αὐτό ὅσοι ἀγωνιζόμαστε στίς ποιμαντικές ἐπάλξεις τόν εὐχαριστοῦμε».

Τό βιβλίο αὐτό, πού εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό, χωρίς νά τό ἐπιδιώξω καί χωρίς νά τό γνωρίζω μεταφράσθηκε στήν ἰταλική γλώσσα, ἀπό τόν Ἀντόνιο Ραντσολίν, Ρωμαιοκαθολικό θεολόγο, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν ἄδεια νά τό ἐκδώση, μετά τήν μετάφραση πού ἔκανε καί λίγο πρίν τήν ἐκτύπωση καί δημοσιοποίησή του. Ἔκανε, μάλιστα, ἕναν ὡραῖο πρόλογο.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θά κάνω μιά μικρή καί σύντομη περίληψη τοῦ βιβλίου αὐτοῦ καί στήν συνέχεια θά παραθέσω τόν πρόλογο τοῦ Ἰταλοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου, γιατί ἔχει μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα.

1. Περίληψη τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου

Τό βιβλίο «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα» περιλαμβάνει ἐννέα (9) κεφάλαια, πού ὅλα ἀναφέρονται στό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τί εἶναι τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Ὅλα αὐτά ἐνῶ ὡς λέξεις τά γνωρίζουμε καί τά χρησιμοποιοῦμε ἐπανειλημμένως στόν προφορικό μας λόγο, ἐν τούτοις δέν εἶναι δεδομένα γιά ὅλους.

Τό πρῶτο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «Προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Ὁ Χριστός εἶπε στόν Ἀπόστολο Πέτρο: «Σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄, 18). Ἡ πέτρα δέν εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Πέτρου, ἀλλά ἡ ὁμολογία πού ἔδωσε προηγουμένως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν Μαθητῶν: «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ιστ΄, 16).

Ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε καί ἔτσι εἶναι ζωντανός. Καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό δοξασμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. «Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. γ΄, 15).

Ἡ ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δημιουργία τῶν ἀγγέλων καί ἀκολούθησε ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ παραμονή τῶν Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο. Μέ τήν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε αὐτήν τήν δόξα, ἀλλά παρά ταῦτα στά πρόσωπα τῶν Προφητῶν, τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διασώζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς πνευματική, ἐπειδή οἱ δίκαιοι αὐτοί μετεῖχαν τοῦ ἀσάρκου Λόγου, ὅμως ἀκόμη ὑπῆρχε ὁ θάνατος.

Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἡ πνευματική Ἐκκλησία ἔλαβε σῶμα, καί ἔγινε Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί στόν Χριστό καταργήθηκε ὁ θάνατος. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία στήν Καινή Διαθήκη εἶναι σαρκική, καί αὐτό φαίνεται μέ τό ὅτι οἱ Χριστιανοί εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπί πλέον ἡ Ἐκκλησία θά ὑπάρχη καί μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος στούς αἰῶνες, καί οἱ ἅγιοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά μετέχουν τῆς δόξης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄, 6). Αὐτή τήν αἰώνια δόξα τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι ἀπολαμβάνουν ἀπό τώρα, ὅταν φθάνουν στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Τό δεύτερο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «Ὁρισμός καί ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας». Ἡ Ἐκκλησία ἐνῶ εἶναι μυστήριο καί ὄχι ἁπλῶς ἕνας θεσμός, ζῆ καί ἐργάζεται στόν κόσμο, ἀλλά δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀφοῦ ὡς Σῶμα Χριστοῦ ζῆ στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Δέν ὑπάρχουν ὁρισμοί γιά τήν Ἐκκλησία, γιατί κάθε ὁρισμός εἶναι περιορισμός, ἀλλά ἐκεῖνο πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός δέν εἶναι ἁπλῶς ὁρισμός, ἀλλά εἶναι ἡ ζωντανή πραγματικότητα. Στόν Χριστό εἶναι ἑνωμένες ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως».

Κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως καταρτίσθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους (Α' καί Β'), ἡ Ἐκκλησία ἔχει τέσσερεις ἰδιότητες, εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική.

Εἶναι Μία, καί ὄχι πολλές, γιατί μία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα Του.

Εἶναι Ἁγία, γιατί ἁγία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἐμεῖς ἁγιαζόμαστε ἀπό τόν Χριστό καί δέν ἁγιάζουμε τήν Ἐκκλησία, ἐμεῖς παραμένουμε στήν Ἐκκλησία γιά νά σωθοῦμε καί ὄχι γιά νά τήν σώσουμε.

Εἶναι Καθολική, γιατί ἔχει τήν πλήρη ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια πού δόθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰούδα: «ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ἰούδ. α΄, 3).

Εἶναι Ἀποστολική, διότι στηρίζεται στούς θεόπτες Ἀποστόλους καί Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων, καί διότι ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή στούς Ἐπισκόπους. Ἡ δέ ἀποστολική διαδοχή εἶναι «σειρά» χειροτονιῶν, ἀλλά κυρίως διαδοχή στήν ἀλήθεια, κατά τό ἀπολυτίκιο: «Καί τρόπων μέτοχος καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος».

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως καί οἱ ἰδιότητές της, δηλαδή «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» εἶναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, καί δέν νοεῖται ἡ μία χωρίς τήν ἄλλη.

Τό τρίτο κεφάλαιο ἔχει τίτλο «Ἡ Ὀρθοδοξία κατά τούς ἁγίους Πατέρας», ἀφοῦ οἱ Πατέρες εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, καί γι’ αὐτό ὅταν ὁμολογοῦμε τήν Ἐκκλησία ὡς Ἀποστολική τήν ὁμολογοῦμε καί ὡς Πατερική. Ἐπίσης, ὁ ὅρος Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθή πίστη καί ὀρθή δοξολογία τοῦ Θεοῦ, καί ὅταν ὁμολογοῦμε τήν Ἐκκλησία ὡς Καθολική τήν ἐννοοῦμε ὡς Ὀρθόδοξη, διότι κατέχει ὅλη τήν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια.

Οἱ Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων περιέγραψαν τήν Ἐκκλησία καί καθόρισαν τήν ζωή της καί τήν ἀλήθειά της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ταυτίζει τήν ἀλήθεια μέ τήν Ἐκκλησία· ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής συνδέει τήν Ἐκκλησία μέ τήν ὀρθή πίστη, πού εἶναι ἡ ὀρθή ἀποκάλυψη-φανέρωση τοῦ ἀσάρκου καί σεσαρκωμένου Λόγου στούς θεουμένους ἁγίους Προφήτας, Ἀποστόλους καί Πατέρας· ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶνος συνδέει στενά τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία καί τήν θεία Εὐχαριστία, καί δέν νοεῖται τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα δύο· ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας βλέπει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητα μεταξύ θυσιαστηρίου, Ἐπισκόπου καί ἁγίων, ὅπως φαίνεται κατά τήν καθιέρωση τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου.

Τό τέταρτο κεφάλαιο, πού τιτλοφορεῖται «Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἅγιον Μάξιμο τόν Ὁμολογητή», στήν πραγματικότητα εἶναι ἀνάλυση τοῦ περίφημου ἔργου του μέ τίτλο «Μυσταγωγία». Στό ἔργο αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος μέ ἕναν θεόπνευστο καί ἐκπληκτικό τρόπο παρουσιάζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα τῶν πάντων, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἐπίσης ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κόσμο στήν βίωση τῶν καρπῶν τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐκκλησιοποίησή του, ἡ κίνηση τοῦ νοῦ ἀπό τήν διάχυσή του στήν καρδιά, καί συνιστᾶ τήν τελείωση τῆς ψυχῆς διά τῆς γνώσεως, καί ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ζωή τῶν ἐσχάτων πού τά ζῆ ἀπό τώρα, στήν μυστηριακή καί εὐχαριστιακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ.

• Τό πέμπτο κεφάλαιο ἀναλύει σέ τί συνίσταται τό «Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα». Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά πραγματικότητα πού μελετᾶ κανείς διανοητικά, ἀλλά αὐτό πού ζῆ κανείς, μέσα στήν ὁποία ἀναγεννᾶται καί ζῆ ἀπό τώρα τήν αἰωνιότητα. Τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα συνίσταται σέ αὐτό πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ «πνευματικόν ἄνθρωπον», δηλαδή εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἔχει μέσα του τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ ὡς νοερά ἐσωτερική προσευχή.

Τά γνωρίσματα τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος περιλαμβάνονται στό καταπληκτικό καί θεόπνευστο κείμενο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του (Ἐφ. ιδ΄, 21). Αὐτό τό φρόνημα, ὅπως παρουσιάζεται σέ αὐτό τό θεόπνευστο χωρίο, εἶναι Χριστολογικό, Τριαδολογικό, Ἐκκλησιολογικό, ἐσωτερικό, καρδιακό, θεωτικό, δηλαδή μέθεξη τῆς θεώσεως, προσωπικό, κοινωνικό καί προσευχητικό. Ὅλα αὐτά τά γνωρίσματα εἶναι ἑνωμένα μεταξύ τους καί δέν νοοῦνται ξεχωριστά.

• Τό ἕκτο κεφάλαιο ἔχει τίτλο «Ὁ καθολικός τρόπος ζωῆς». Κάνοντας λόγο γιά καθολικό τρόπο ζωῆς, ἐννοοῦμε ἕναν ὁλοκληρωμένο τρόπο ζωῆς καί ὄχι ἕναν διεσπασμένο τρόπο. Ἔτσι, ὅλος ὁ ἐκκλησιαστικός τρόπος ζωῆς, φαίνεται στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, στήν πτώση του καί τήν ἀναγέννησή του ἐν Χριστῷ. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά συμμετάσχη στήν δόξα τοῦ Θεοῦ∙ ἡ πτώση εἶναι ἀπώλεια αὐτῆς τῆς δόξας, καί ὄχι παράβαση μιᾶς ἐντολῆς καί τιμωρία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ζόφωση τοῦ κατ’ εἰκόνα, σκοτασμός τοῦ νοῦ καί ἔνδυση τῶν δερματίνων χιτώνων∙ καί ὡς ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ διατάραξη τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, καί ἑπομένως αὐτό συνιστᾶ τήν πνευματική ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν θνητότητα καί τήν παθητότητά της, καί τήν θεράπευσε, δηλαδή τήν θέωσε. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο πού θεραπεύει τήν νοσοῦσα κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται ἡ οἰκειοποίηση τῆς σωτηρίας μέ τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, τήν θεία Κοινωνία, τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν προσευχή, τήν ἡσυχαστική παράδοση. Ἔτσι, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι συγχρόνως ὁ ἰατρός, τό φάρμακο καί τό θεραπευτήριο τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτή ἡ ζωή εἶναι γιά ὅλους τούς Χριστιανούς πού εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τόν ὁλοκληρωμένο-καθολικό τρόπο ζωῆς. Ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ: θεολόγων καί μή θεολόγων, νηπτικῆς καί κοινωνικῆς θεολογίας, πράξεως καί θεωρίας, μυστηριακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς, ἀποφατικῆς καί καταφατικῆς θεολογίας, μοναχῶν καί ἐγγάμων, Μοναστηριῶν καί Ἐνοριῶν, μοναχῶν καί ἱεραποστόλων, Κληρικῶν καί λαϊκῶν.

Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος τεμαχίζει τήν ἑνιαία ἐκκλησιαστική ζωή, ἐνῶ ὅποιος καθαρίζεται, φωτίζεται καί θεοῦται τόσο ὁλοκληρώνεται, καθολικοποιεῖται, βιώνει τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας.

• Τό ἕβδομο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «Ὀρθοδοξία καί νομικισμός». Ἀφοῦ στά προηγούμενα κεφάλαια μελετήθηκε ἡ πληρότητα καί ἡ ἐσωτερική καλλονή τῆς Ἐκκλησίας, στήν συνέχεια μελετᾶται τό γεγονός πῶς γίνονται οἱ διασπάσεις μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς πρός τήν θεολογία καί τόν τρόπο ζωῆς.

Στήν ἀρχή ἐξετάζεται τό γεγονός ὅτι σήμερα πολλοί Χριστιανοί ἀλλοιώνουν τόν θεραπευτικό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας καί ζοῦν τήν χριστιανική ζωή μέσα ἀπό τόν ἀντινομισμό, δηλαδή ἀπορρίπτουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τούς ἱερούς Κανόνες χάρη μιᾶς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, καί μέσα ἀπό τήν ἐκνομίκευση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅταν βλέπουν ἁπλῶς τό γράμμα τοῦ νόμου καί δέν εἰσδύουν στό πνεῦμα τοῦ νόμου. Ὁ ἀντινομισμός ἐκφράζεται ἀπό τόν Προτεσταντισμό καί ἡ ἐκνομίκευση ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ὅπως, βέβαια, αὐτό ἐκφράζεται καί ἀπό Ὀρθοδόξους Χριστιανούς πού ἐπηρεάζονται ἀπό τέτοιες νοοτροπίες.

Ἔπειτα, ἐξετάζεται ἡ «διαφοροποίηση Παπισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας». Ὁ ὅρος παπισμός δέν χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπιθετικός, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι τό ὅλο σύστημα διοργανώσεως στηρίζεται στόν Πάπα, ἐνῶ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως.

Ἡ θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας (11ος αἰῶνας) περί ἐξιλεώσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, πού παρουσιάζει ὅτι ἡ ἁμαρτία τῶν Πρωτοπλάστων προσέβαλε τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἐξιλέωσε τήν θεία ὀργή, δέν στηρίζεται στούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἁμαρτία ἦταν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, καί ἑπομένως συνιστᾶ τήν πνευματική ἀσθένεια, καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά ἐκφράση τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο, νά τόν ἐπαναφέρη στήν προηγούμενη δόξα καί νά τόν ἀνυψώση ἀκόμη ὑψηλότερα, νά τόν ἑνώση μαζί Του, γιά νά συμμετέχη κατά Χάρη στήν δόξα Του.

Αὐτόν τόν θεραπευτικό σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας τόν βλέπουμε στόν Νόμο πού ὁ Χριστός ἔδωσε, καί στούς ἱερούς Κανόνες. Ὁ Νόμος καί οἱ ἱεροί Κανόνες δέν εἶναι ἐντάλματα ἀνθρώπων, γιά νά ἐπιβάλλουν στούς ἀνθρώπους μιά κοσμική ἑνότητα, ἀλλά συνίστανται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού ἀποβλέπει στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν θεραπεία του, τήν ἐπαναφορά στόν Παράδεισο, στήν κοινωνία μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται διά τοῦ νόμου καί τῶν ἱερῶν Κανόνων, πού εἶναι ἡ ποιμαντική τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων γιά νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν θέωση, τότε ὑπερβαίνονται τόσο ὁ νόμος ὅσο καί οἱ ἱεροί Κανόνες. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δῆ κανείς τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως, ὅπως καί τά λεγόμενα ἐπιτίμια. Εἶναι τά πνευματικά φάρμακα γιά νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν θεραπεία, πού εἶναι ἡ θέωση.

Ἕτσι, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πνευματική ἀσθένεια, ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ, καί ἡ θεραπεία εἶναι ἡ πορεία πρός τήν θέωση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας, εἶναι ὑπέρβαση τόσο τοῦ ἀντινομισμοῦ ὅσο καί τῆς ἐκνομίκευσης τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

• Τό ὄγδοο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία, τήν θεολογία καί τήν ποιμαντική». Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καθαρά στήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς, καί μέσα σέ αὐτήν τήν δόξα παρευρίσκονταν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οἱ τρεῖς Μαθητές, ἐκπρόσωποι τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι στήν πραγματικότητα μετέχουν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό φαίνεται καί τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πού οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά λαμπρυνθοῦν ἀπό αὐτό.

Ὅμως, οἱ περισσότεροι Χριστιανοί, ἀκόμη καί πολλοί Ὀρθόδοξοι, δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν κατά τόν τρόπο αὐτόν τήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦν νά ἀντέξουν τό ἐκπληκτικό ὕψος τῆς ὡραιότητας τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό ζοῦν ἐκκοσμικευμένα, ζοῦν στήν Ἐκκλησία καί πολιτεύονται ἐντελῶς κοσμικά. Ὄχι μόνον δέν μποροῦν νά δοῦν αὐτήν τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά παραμένουν σέ ἐξωτερικές ἐκφράσεις της. Αὐτή εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ ὁποία σήμερα εἶναι ὁ χειρότερος ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἐκκοσμίκευση δέν ἐννοοῦμε τόν κόσμο πού εἶναι τό κόσμημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἀποβολή τοῦ οὐράνιου μέρους καί τῆς δόξας τῆς Ἐκκλησίας, καί τόν περιορισμό της στά ἐξωτερικά καί ἐν πολλοῖς κοσμικά γνωρίσματα.

Παρατηροῦμε σήμερα τήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἐκλαμβάνεται ὡς μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση καί ὄχι ὡς τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύεται ὡς ἕνα κοινωνικό σύστημα καί ὄχι ὡς πνευματικό θεραπευτήριο πού θεράπευσε τόν ἄνθρωπο, ὡς μιά θρησκευτική ὀργάνωση, ὡς ἕνας ἰδεολογικός χῶρος, ὡς μιά κοινωνική ὀργάνωση.

Ἡ ἐκκοσμίκευση ἐκδηλώνεται στήν θεολογία, ὅταν ἡ θεολογία, πού εἶναι λόγος περί τοῦ Θεοῦ καί περί τῆς θεοπτίας, μετατρέπεται σέ μιά φιλοσοφία, ὅπως φαίνεται στήν σχολαστική θεολογία (11ος-13ο αἰώνας) καί τόν βαρλααμισμό, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται στόν στοχασμό ὡς πρός τά θεολογικά ζητήματα ἀντί τῆς θεοπτίας, στήν ἐξωτερική αἰσθητική ἀντί τῆς ἀσκητικῆς, ὡς πορείας ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί τήν θέωση, καί στήν λεγομένη ἀναγέννηση τῆς ἐξωτερικῆς λατρείας χωρίς τίς οὐσιαστικές προϋποθέσεις, πού εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση.

Ἀκόμη, ἡ ἐκκοσμίκευση ἐκδηλώνεται στήν ποιμαντική, ὅταν ἀποβάλλεται καί παραθεωρεῖται ἡ θεραπευτική προοπτική τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς, τήν ὁποία φανερώνουν τά δόγματα καί οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅταν ἀντί αὐτῆς τῆς Ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς τῶν ἁγίων, χρησιμοποιεῖται ἡ σύγχρονη ἀνθρωποκεντρική θύραθεν ψυχιατρική.

• Τό τελευταῖο ἔνατο κεφάλαιο φέρει τόν τίτλο «Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», πού εἶναι ἕνα κείμενο πού διαβάζεται τήν Α' Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τήν λεγομένη Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, καί εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς ἡσυχαστικῆς Συνόδου τοῦ 14ου αἰῶνος, πού χαρακτηρίσθηκε ἀπό πολλούς ὡς ἡ Θ' Οἰκουμενική Σύνοδος.

Ἡ Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) ἦταν ἡ τελευταία Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τό Χριστολογικό θέμα, ἀφοῦ ἀποφάσισε ὅτι μποροῦμε νά ἁγιογραφοῦμε τόν Χριστό, ἐπειδή προσέλαβε σῶμα ἀπό τήν Παναγία, ὅπως μποροῦμε νά ἁγιογραφοῦμε τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους.

Ἡ Θ' Οἰκουμενική Σύνοδος (1351 μ.Χ.), μέ τίς πρό αὐτῆς Συνόδους καί τήν μετά ἀπό αὐτήν Σύνοδο, ἀποφάσισε γιά τό ὅτι τό φῶς τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκτιστο, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δέν ταυτίζονται μέ τήν οὐσία Του, καί ὅτι ὁ ἱερός ἡσυχασμός εἶναι ἡ ἑρμηνεία ὅλων τῶν δογμάτων καί ἡ προϋπόθεση ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί διότι αὐτοί ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἕνα ἄρρωστο μέλος τοῦ σώματος δέν δέχεται τό αἷμα καί γι’ αὐτό ἀποκόπτεται ἀπό τό σῶμα, καί ἐπευφημοῦνται ὅσοι παραμένουν σταθεροί στήν διδασκαλία τοῦ ἀσάρκου καί σεσαρκωμένου Λόγου, δηλαδή οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες.

Ἐπίσης, τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» ἔχει μεγάλη σημασία καί σπουδαιότητα, γιατί καταδικάζεται ἡ φιλοσοφία, πού εἶναι ἡ βάση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας, κατοχυρώνεται ἡ θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, πού διαφοροποιεῖται ἀπό τήν δυτική σχολαστική θεολογία, ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται συνοδικῶς ὅτι ὁ ἱερός ἡσυχασμός εἶναι ἡ μέθοδος τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί ὅτι στήν Ὀρθόδοξη θεολογία ἰσχύει ἡ ἀρχή ὅτι βαδίζουμε «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησιας εὐσεβές φρόνημα».

Ἑπομένως, ὅλο τό βιβλίο ἀρχίζει ἀπό τήν προέλευση καί ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει αἰώνια προέλευση, καί μέ τήν ἐνανθρώπηση ἔγινε Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅτι σέ αὐτήν ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μετέχουν τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, καί βεβαίως μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται γιά νά ζήση αἰωνίως στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, νά μετάσχη στήν οὐράνια Ἐκκλησία. Αὐτήν τήν ἄκτιστη δόξα ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει ἀπό τώρα, ἀφοῦ ἡ θεία Λειτουργία εἶναι «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί προϋπόθεση γιά νά συμμετάσχη ὁ ἄνθρωπος στήν αἰώνια Ἐκκλησία, στήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

2. Ἡ Ἰταλική μετάφραση τοῦ βιβλίου

Ὁ Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ἀντόνιο Ραντσολίν διάβασε τό βιβλίο καί ἐνθουσιάσθηκε πολύ, γιατί μέσα σέ αὐτό εἶδε τήν καλλονή τῆς Ἐκκλησίας, τήν αἰώνια δόξα της. Προφανῶς εἶχε διάφορα προβλήματα μέ τήν σχολαστική θεολογία καί τήν πρακτική πού χαρακτηρίζει τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, γι’ αὐτό ἀγάπησε τό βιβλίο καί τό μετέφρασε στήν Ἰταλική γλώσσα. Μάλιστα, ἄλλαξε τόν τίτλο –γιά τήν ὁποία ἀλλαγή συμφώνησα– τό τιτλοφόρησε «Ἡ αἰώνια καλλονή», ἐμπνευσμένος ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Ἆσμα Ἀσμάτων, θέττοντας ὡς ὑπότιτλο «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας».

Τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν μελέτη τοῦ βιβλίου τίς κατέγραψε στόν πρόλογο, πού εἶναι πολύ σημαντικός, καί δείχνει πῶς αἰσθάνθηκε τήν Ἐκκλησία μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ βιβλίου πού μετέφρασε, σέ ἀντιπαραβολή μέ τό πῶς βιώνει τήν δική του Ρωμαιοκαθολική παράδοση.

Παραθέτω ὁλόκληρο τόν Πρόλογό του στήν Ἰταλική ἔκδοση.

 

* * *

Πρόλογος

«Τί μπορεῖ νά πῆ σέ ἕναν καθολικό ἀναγνώστη –καί ἑπομένως στήν πλειοψηφία τῶν ἰταλῶν ἀναγνωστῶν του– ἕνα βιβλίο γιά τήν Ἐκκλησία γραμμένο ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο;

Θά προσπαθήσω νά ἐκφράσω αὐτό πού εἶπε σέ μένα, τόν μεταφραστή του. Θά προσπαθήσω νά ἐπισημάνω μερικά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, πού μέ βοήθησαν νά «ἐπανεστιάσω» –ἐπιτρέψτε μου τόν ὅρο– στόν στόχο σέ σχέση μέ ὁρισμένες ἀσυνέπειες ἀπό τίς ὁποῖες μοῦ φαίνεται μερικές φορές ὅτι ὑποφέρει ὁ καθολικισμός μου…

Ἕνα πρῶτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Νά μιλᾶς καί νά ζῆς τήν Ἐκκλησία ἐκκινώντας ἀπό τόν Χριστό. Ὄχι νά ξεκινᾶς ἀπό ἕναν πάπα, ἀπό ἕναν πατριάρχη, ἀπό ἕναν ἐπίσκοπο∙ ὅσο σημαντικός κι ἂν εἶναι αὐτός (ὁ πάπας, ὁ πατριάρχης, ὁ ἐπίσκοπος), ὅσο εὐαγγελικός κι ἂν εἶναι. Γιατί ὅσο ἀκούγεται ὁ ἡγέτης, τόσο γίνεται καί ἠθική αὐθεντία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντα καί μόνο χριστοκεντρική (ὄχι παποκεντρική, ὄχι πατριαρχοκεντρική, ὄχι ἐπισκοποκεντρική). Χριστοκεντρική εἶναι ἡ Ἐκκλησία∙ καί γι’ αὐτό Πνευματοκεντρική. Μέ τά χαρίσματα καί τά ὑπουργήματα τοῦ Πνεύματος πού θέτουν, μέσα στήν ἱεραρχικά καθορισμένη κιβωτό της, ὅλους στήν ὑπηρεσία ὅλων, σέ μία ἐκπληκτική καθολικότητα καί συμφωνία τῶν ἐκφράσεων. Μέ τά χαρίσματα καί τά ὑπουργήματα τοῦ Πνεύματος, πού ἀποτυπώνουν στό σῶμα της τήν ἐσταυρωμένη καί πασχάλια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σῶμα πού γίνεται ἔτσι σῶμα φωτός, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδας γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο. Σῶμα ἅγιο, ἡ Ἐκκλησία, μέ τόν Χριστό στό κέντρο, ἤτοι μέ τό Πνεῦμα.

Ἕνα δεύτερο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι οὐσιαστικά ἕνας ἀσθενής: ἡ νόσος του εἶναι τά πάθη του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑπομένως ἰατρεῖο, νοσοκομεῖο∙ δέν εἶναι δικαστήριο. Εἰσέρχεσαι καί ἡ Μητέρα Ἐκκλησία σέ περιθάλπει. Μέ τό Λόγο, τοῦ ὁποίου εἶναι φύλακας. Μέ τά μυστήρια τῆς ἄκτιστης Χάρης. Καί στηρίζοντάς σε, ἐφόσον θέλεις καί τό ἀναζητᾶς, μέ ἕναν πνευματικό πατέρα, ἕναν ἰατρό, πού συμπαραστέκεται στούς ἀγῶνες σου, πού σέ ὁδηγεῖ ἀπό τό χέρι σέ μιά θεραπευτική πορεία μέσω ἀναβαθμῶν: Ἀρχικά ἡ ἐπίπονη καί μακρά κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, καί τέλος, ἐάν καί ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήση, ἡ ἐκστατική ἁρπαγή τῆς θεώσεως. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά σέ κάνη θεό! Νά ἐκτείνη στό ἄπειρο τίς δυνατότητές σου, τίς θεῖες δυνατότητες τῆς ἀγάπης. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά νεκρωθοῦν μέσα σου τά ἀφύσικα, θανατηφόρα πάθη σου, γιά νά ζήση ἐντός σου τό μοναδικό, ἅγιο, θεῖο καί ζωοποιό πάθος: ἡ ἀγάπη. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη…

Ἕνα τρίτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι τόσο ἡ παράβαση ἑνός νόμου. Δέν εἶναι μιά προσβολή στό Θεό, πού ἀπαιτεῖ τιμωρίες καί ἀποζημιώσεις… Πόσες ἀνακρίβειες, στό θέμα αὐτό, ἂν ὄχι πραγματικές βλασφημίες, σέ τόσες προσευχές: «Ἁμάρτησα καί ἀξίζω τίς κολάσεις σου καί… σέ προσέβαλα… Ὑπόσχομαι μέ τήν βοήθειά Σου νά μήν σέ ξαναπροσβάλω πιά». Τά ἁμαρτήματά μας δέν προσβάλλουν τό Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄπειρη ἀγάπη. Προσβάλλουν ἐμᾶς: διαστρέφουν τήν φύση μας, τήν πλασμένη κατ’ εἰκόνα Του… τήν ἀρρωσταίνουν, δέν ἀφήνουν νά διαλάμψη τό πρωταρχικό φῶς τοῦ Λόγου, πού περιέχει. Ἐμεῖς ὅμως θεωροῦμε τά πάθη «φυσικά», ἐνῶ πρόκειται μόνον γιά παθολογία. Ἡ Ἐκκλησία, … πάντα μᾶς κηρύσσει καί πάντα κοινωνεῖ σέ μᾶς τήν φυσιολογία. Μᾶς βαπτίζει στήν φυσιολογία, μᾶς τρέφει μέ τήν φυσιολογία. Δηλαδή μᾶς βαπτίζει στόν Χριστό καί τρέφει μέ τόν Χριστό, πάντα.

Ἕνα τέταρτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι ἀδιάφορη. Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά πιστεύης σέ ἕναν Θεό τρισυπόστατο ἢ σέ ἕναν Θεό μονοϋπόστατο, σέ ἕναν Υἱό γεννηθέντα ἢ σέ ἕναν Υἱό ποιηθέντα, σέ μιά ἀληθῆ σάρκα τοῦ Λόγου, ἀληθῶς προσληφθεῖσα, παθοῦσα, ἀναστᾶσα καί ἀναληφθεῖσα, ἢ ἁπλῶς σέ μία σάρκα φαινομενική, φανταστική, κατά δόκηση, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ πίστη εἶναι ζωή. Καί ἀπό μία διαφορετική πίστη προέρχεται, κατά τρόπο φυσικό, μιά διαφορετική ζωή, μέ διαφορετικές ἐκφράσεις καί πραγματώσεις καί διαφορετικά σημεῖα ἀναφορᾶς. Αὐτό τό βιβλίο θέτει τόν ἀναγνώστη ἐνώπιον τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως μέ τόν ἀναλλοίωτο χαρακτήρα της, γιά τήν ὁποία ἔγραψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν, γιά τήν ὁποία πολλοί ἐξ αὐτῶν γεύτηκαν τήν πικρία τῶν βασανιστηρίων, τῆς φυλακῆς, τῆς ἐξορίας καί τοῦ θανάτου. Σέ ἕνα γενικό κλίμα πού σχετικοποιεῖ τά πάντα, πού ὑποβαθμίζει τά πάντα, καθίσταται ὅσο ποτέ ἄλλοτε ὑγιές καί ἐπεῖγον νά ἀναστοχαστοῦμε πάνω στό δόγμα καί τήν οὐσιώδη ἀξία του∙ καί αὐτό μπορεῖ νά γίνη στήν σχολή ἐκείνων πού ἀπέκτησαν ἐμπειρία τοῦ δόγματος, δηλ. τῶν θεουμένων. Εἶναι αὐτοί πού «θεώρησαν» («ἐθεάσαντο») τό δόγμα πρόσωπον πρός πρόσωπο: Στό Φῶς πού εἶναι τό Πνεῦμα, εἶδαν τό Φῶς πού εἶναι ὁ Υἱός, καί μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, εἶδαν τό Φῶς πού εἶναι ὁ Πατήρ. Τό δόγμα μᾶς ὁδηγεῖ στήν γνώση ἀπό τό τριαδικό πῦρ τοῦ Ἠγαπημένου.

Ἕνα πέμπτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, λοιπόν, μιά συνάντηση. Δέν εἶναι ὀρθολογικός ἢ «ἐπιστημονικός» στοχασμός ἐπί τοῦ δεδομένου τῆς ἀποκαλύψεως (πού ἀκόμα κι ἕνας ἄθεος –ἔτσι λέγεται σέ κάποια περιβάλλοντα- θά μποροῦσε νά πραγματοποιήση). Θεολόγοι δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού «ξέρουν» θεολογία, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἔχουν συναντηθεῖ μέ τόν Ἀναστάντα τῆς θεολογίας καί ἔτσι μποροῦν ἐκ πείρας νά μιλήσουν γιά τόν Θεό. Ἢ καλύτερα νά ψελλίσουν κάτι γιά τόν ἄρρητο Ἠγαπημένο. Καί ἐδῶ νά ἐπανεστιάσω σέ στρεβλώσεις… Ἂν συναντήσης τόν Θεό, ἀναβλύζεις θεολογία, χωρίς νά ἔχης μελετήσει τούς διάσημους Ἀθηναίους σοφούς. Ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά σέ προετοιμάζη γιά τήν συνάντηση. Ὑπάρχει μόνο γι’ αὐτό. Μέ τήν χάρη καί τήν ἄσκηση σέ ὁδηγεῖ –ἂν τήν ἀκολουθήσης πιστά, ἂν εἰσέλθης στούς ἀγῶνες πού σου προτείνει– μέχρι τήν Πεντηκοστή. Φτάνοντας στό ὑπερῶο τό πῦρ τοῦ Πνεύματος θά ἐπιφοιτήση καί σέ σένα καί τοῦτο τό πῦρ θά σέ ὁδηγήση ἔσω τοῦ Μυστηρίου. Θά εἶσαι ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος: Ἡ θεολογία «σου» θά συμπίπτη μέ τήν δική τους, ἐπειδή ἡ δική «σου» ἐμπειρία θά ὁμοιάζη μέ τήν δική τους. Τίποτε περισσότερα, ἀλλά καί τίποτα λιγότερο.

Ἕνα ἕκτο ἐπαναβεβαιωμένο κέντρο: Ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε μιά σχέση ἀξεδιάλυτη μέ τήν πίστη, μέ τήν ὀρθή πίστη, ἀλλά ὁμοίως σχέση ἀξεδιάλυτη μέ τήν Εὐχαριστία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιαστική πράξη. Ἐδῶ ἀνακεφαλαιώνονται τά πάντα: ἀπό τήν δημιουργία μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀπό τήν πρωτολογία στήν ἐσχατολογία, ὅλα ἐμπεριέχονται σέ τοῦτο τό Ποτήριον καί τόν Ἄρτον. Τά πάντα: ὅλα τά ὄντα καί τό νόημά τους, ὅλη ἡ ἱστορία καί τό νόημά της. Γιατί ὁ Σαρκωμένος Λόγος, ὁ σταυρωθείς καί ἀναστάς, εἶναι καρδιά καί τό νόημα κάθε ὄντος∙ ἡ καρδιά καί τό νόημα τῆς ἱστορίας. Ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς Ἐκκλησίας… Ἐκκλησία, ὀρθοδοξία τῆς πίστης, Εὐχαριστία: Τρία στοιχεῖα σέ περιχώρηση, πού ἀγκαλιάζονται ἀμοιβαῖα, συνυπάρχουν καί μαζί δίνουν ἀμοιβαίως μαρτυρία. Ἀκόμα καί ὁ τόπος ὅπου ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τήν κλάση τοῦ ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γίνεται καί αὐτός ἀποκάλυψη: τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτῆς εἰσέρχεσαι στό Ναό στίς μύτες τῶν ποδιῶν, ἀφαιρεῖς τά ὑποδήματα, γιά νά συναντηθῆς μέ τήν βάτο τήν καιομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν βάτο πού βυθίζει τίς ρίζες της στήν ἁγία γῆ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου.

Αὐτά εἶναι μόνον μερικά ἀπό τά στοιχεῖα πού τό μεταφρασμένο κείμενο ἄφησε στήν καρδιά τοῦ μεταφραστῆ. Στοιχεῖα –πιστεύω– ἀποφασιστικά γιά νά ζήσουμε –καί κατά τρόπο πιό «στοχευμένο»– τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔγινα κι ἐγώ μαθητής, ὅπως οἱ κατηχητές τῶν Ἀθηνῶν τῶν ἐτῶν 1989-90, πού ἄκουγαν τόν τότε ἀρχιμανδρίτη καί νῦν μητροπολίτη Ἱερόθεο∙ ἄκουσα κι ἐγώ τούς λόγους του∙ τούς μετέφρασα (ἀναζητώντας, μεταξύ ἄλλων, καί βρίσκοντας σχεδόν πάντα τίς ἀκριβεῖς πηγές τῶν Πατέρων πού παρατίθενται καί σημειώνοντάς τις στίς ὑποσημειώσεις)∙ καί τώρα τούς παραδίδω στόν ἀναγνώστη –Ρωμαιοκαθολικό, Ὀρθόδοξο, Προτεστάντη… Γιατί νά ἀντιπαρατεθῆ μέ αὐτούς τούς λόγους, νά ἀρχίση ὁ διάλογός του μέ αὐτούς, νά διασταυρωθῆ ἡ ζωή του. Ἕνα καινούριο βιβλίο σηματοδοτεῖ πάντα τήν ἀρχή ἑνός κομματιοῦ κοινῆς ἱστορίας ἀνάμεσα στόν συγγραφέα καί τόν ἀναγνώστη.

Ὁ μεταφραστής
Ἀντόνιο Ραντσολίν»

 

* * *

3. Ὁ τελευταῖος λόγος μου

Ὁ Ἰταλός μεταφραστής τοῦ βιβλίου μου «Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα» ἦλθε στήν Ναύπακτο στό διάστημα μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης, γιά νά μέ γνωρίση καί νά συζητήση μαζί μου διάφορα μεταφραστικά προβλήματα καί ἀμέσως μετά μοῦ ἔστειλε τόν Πρόλογό του.

Διαβάζοντας τόν πρόλογο αὐτό, αἰσθάνθηκα βαθειά ἔκπληξη, συγκινήθηκα πολύ καί δοξολόγησα ἐκ καρδίας τόν Θεό γιά τό δῶρο αὐτό πού μοῦ χάρισε.

Σέ μιά ἐποχή πού ἀκόμη καί μεγάλοι φαινομενικά θεολόγοι ἀγωνίζονται νά μᾶς πείσουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξεπερασμένοι ἀπό τήν σχολαστική καί ρωσική θεολογία –πού εἶναι ἡ λεγομένη μεταπατερική θεολογία καί κυριαρχεῖται ἀπό τόν σχετικισμό∙ ὅτι ἡ σύγχρονη θεολογία πρέπει νά εἶναι «συναφειακή», νά βλέπη τά κοινά σημεῖα ὅλων τῶν Χριστιανικῶν θεολογικῶν παραδόσεων∙ ὅτι πρέπει νά συμβιβαστοῦμε μέ τόν σχολαστικισμό∙ ὅτι πέρα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν καί ἄλλες Ἐκκλησίες∙ ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δέν προσδιορίζονται ἀπό τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (Μυστήριο θείας Εὐχαριστίας), ἀλλά ἀπό τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος∙ ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι «ἀδελφές Ἐκκλησίες» καί ὑπάρχει συναγωνισμός ἀναγνωρίσεως τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἔρχεται ἕνας Ἰταλός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος νά ἐξυμνήση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί νά κρίνη μέ ὡραῖο τρόπο τήν χριστιανική παράδοση μέσα στήν ὁποία μεγάλωσε καί ζῆ.

Φαίνεται καθαρά ὅτι, ἐνῶ οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες προσπαθοῦν νά κινηθοῦν μέ μεταπατερικό, συναφειακό, σχετικιστικό καί κοσμικό τρόπο, ὅσοι ἀπό τόν λαό ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια καί ὑποψιάζονται τήν «αἰώνια καλλονή» τῆς Ἐκκλησίας, τήν προσλαμβάνουν, τήν ἀγαποῦν καί τήν ἐκφράζουν. Τελικά, «μεγάλη ἡ ἀλήθεια καί ὑπερισχύει» (Ἔσδρας Α', δ', 41).

Φαίνεται ὅτι ἐκεῖνο πού τελικά θά ἐπικρατήση θά εἶναι «ἡ δογματική συνείδηση» τῶν θεουμένων Πατέρων καί ὄχι οἱ θεσμοποιημένες ἀρχές, ἀπό ὁποιονδήποτε καί ἄν προέρχωνται. Οἱ κατά Χάριν θεούμενοι εἶναι οἱ ἐγγυητές τῆς ἀληθείας καί σέ αὐτούς ἀναπαύεται ὁ Θεός. Μακάριοι ὅσοι ζοῦν στό ἔκπαγλο Μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς «αἰωνίας αὐτῆς καλλονῆς».–