Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἄς ἀγρυπνοῦμε

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό βράδυ τῆς Παρασκευῆς, 20 Ὀκτωβρίου, πρός τό Σάββατο 21 τοῦ μηνός τελέσθηκε στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου ἀγρυπνία, στήν ὁποία ψάλθηκε ἡ ἀκολουθία τῆς «Μεγάλης Τρίτης», σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς «Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου».

Δέν θά γράψουμε ρεπορτάζ γιά τήν τέλεση τῆς ἀγρυπνίας. Θά ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχήν σύντομα στήν ἰδιαίτερη τιμή τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μέ προεόρτιες καί μεθέορτες ἀκολουθίες καί μέ τήν συγκρότηση ἰδιαίτερου τυπικοῦ ἀκολουθιῶν, πού δέν συναντοῦμε σέ ἄλλον ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Κατόπιν θά καταγράψουμε κάποιες χαρακτηριστικές ἐκφράσεις, μέ διαχρονικά (πύρινα καί ἀνακαινιστικά) νοήματα, ἀπό τό ἀνάγνωσμα πού ἐπιλέχθηκε καί διαβάστηκε κατά τήν μικρή ἀγρυπνία.

Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, ἤδη ἀπό τό 1963, μέ τήν ἐργασία του: «Αἱ ἑορταί τοῦ ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης», μίλησε γιά τόν ἰδιαίτερο τρόπο ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου στήν πόλη του. Τό 1970 ὁ καθηγητής Ἰωάννης Φουντούλης ἐπεσήμανε ὅτι ὁ μεγαλοπρεπής ἑορτασμός τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πού τελεῖται μέ βάση τά Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα περιλαμβάνουν ὅσα ἀφοροῦν «στόν οἰκουμενικό ἑορτασμό τοῦ μεγαλομάρτυρος», «εἶναι μία σκιά τῶν ὅσων ἐτελοῦντο στήν πόλι τοῦ μυροβλήτου κατά τήν βυζαντινή ἐποχή» (Λογική λατρεία, σ. 271).

Στόν καθηγητή Ἰωάννη Φουντούλη ὀφείλεται κατά κύριο λόγο ἡ σύγχρονη ἀναζωπύρωση τῆς ἰδιαίτερης λειτουργικῆς τιμῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μέ τήν ἔκδοση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς «Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου».

Μέ βάση δύο κώδικες τοῦ 15ου αἰώνα, προερχόμενους ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα χειρόγραφα, ἐπανασυγκρότησε τό τυπικό τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἑπτά ἡμερῶν, πού προηγοῦνται τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, λαμβάνοντας ὑπόψη «τό παραδοσιακό σχῆμα, ὑπό τό ὁποῖον ἐμφανίζονται εἰς τά χειρόγραφα αἱ προεόρτιοι ἀκολουθίαι, ἐν συνδυασμῷ πρός τά σύγχρονα λειτουργικά καί ποιμαντικά δεδομένα». Βέβαια οἱ ἡμέρες τῆς «Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» δέν ταυτίζονται μέ τίς ὁμώνυμες τοῦ ἡμερολογίου. Γιά παράδειγμα, ἡ Μ. Δευτέρα τῆς «Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» εἶναι πάντα ἡ 20η Ὀκτωβρίου ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιά ἡμέρα δείχνει τό ἡμερολόγιο τοῦ τρέχοντος ἔτους καί ἡ 26η Ὀκτωβρίου εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ Πάσχα καί ἄς δείχνει τό ἡμερολόγιο Πέμπτη, ὅπως ἐφέτος.

Εἶναι φανερό ὅτι τό «ἰδιάζον γνώρισμα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν εἶναι ἡ προσπάθεια ἐξομοιώσεως τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημητρίου πρός τό Πάσχα». Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συγκρίνεται μέ τό πάθος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό συναντοῦμε ἀκόμη καί στήν ὑμνογραφία τῶν Μηναίων. Στό δοξαστικό, γιά παράδειγμα, τῶν στιχηρῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ ψάλλουμε: «Χαίροις, ὁ λογχευθέντων τῶν μελῶν, τὸ μακάριον πάθος πνευματικῶς ἡμῖν ἀναζωγραφήσας τοῦ Χριστοῦ» καί στό δοξαστικό τῆς λιτῆς: «λογχευθεὶς δὲ τὴν πλευράν, τὴν ἀκήρατόν σου πανσεβάσμιε, μιμούμενος τὸν ἐπὶ ξύλου τανυσθέντα».

Παρά τήν κυριαρχία τοῦ Πάσχα καί τῶν ἄλλων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος στίς ἀκολουθίες τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὑπάρχουν μέσα στά ὑμνογραφήματα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν ἀπηχήματα καί ἀπό ἄλλες δύο ἑορτές: (1) ἀπό τά Χριστούγεννα, μέ προσόμοια κατά τό «Αἱ ἀγγελικαί προπορεύεσθε δυνάμεις», μᾶλλον λόγῳ τῆς θεωρήσεως τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου τῶν μαρτύρων, ἄρα καί τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὡς τῆς «γενεθλίου ἡμέρας» τους, καί (2) ἀπό τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μέ ὀκτάηχο δοξαστικό καί προσόμοια κατά τό «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος» σέ ἦχο α’, γιά νά δειχθῇ μᾶλλον ἡ ὁμοιότητα τῆς κοίμησης τοῦ μάρτυρος μέ τήν κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Βέβαια, τήν κοίμηση τοῦ μάρτυρος δέν ἀκολουθεῖ μετάσταση.

Τά παραπάνω στοιχεῖα προέρχονται ἀπό τήν εἰσαγωγή στήν ἔκδοση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς «Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» ἀπό τόν καθηγητή Ἰ. Φουντούλη, ὁ ὁποῖος, ἔχοντας ὑπόψη τά σύγχρονα λειτουργικά καί ποιμαντικά δεδομένα, προτείνει, ὅπου τελοῦνται οἱ ἀκολουθίες αὐτές, νά τελοῦνται ἀμιγεῖς, νά μή συμπλέκονται δηλαδή μέ τίς καθημερινές ἀκολουθίες τοῦ Μηναίου καί τῆς Παρακλητικῆς. Γράφει: «ἡ τέλεσίς των θά ἦτο ὀρθότερον νά προδιαγραφῇ εἰς μικράς ἀγρυπνίας, τελουμένας κατά τάς μέσας νυκτερινάς ὥρας, αἱ ὁποῖαι νά περιλαμβάνουν ἑσπερινόν, ὄρθρον καί θείαν λειτουργίαν. Ἀναλόγως πρός τά διαθέσιμα ἑκάστοτε χρονικά περιθώρια, ἡ ἀγρυπνία θά ἠδύνατο νά ἐκταθῇ, κατά τόν τύπον τῶν μοναχικῶν ὁλονυκτιῶν, προστιθεμένων εἰς τόν ἑσπερινόν τῶν ἀνοιξανταρίων ἤ τοῦ «Μακάριος ἀνήρ», παλαιοδιαθηκικῶν ἀναγνωσμάτων, λιτῆς καί ἀρτοκλασίας, καί εἰς τόν ὄρθρον καθισμάτων ψαλτηρίου, πολυελέου καί ἐκλογῆς».

Στήν μικρή ἀγρυπνία, λοιπόν, πού τελέσθηκε στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, μετά τήν ἀρτοκλασία, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, καί πρίν ἀπό τόν Ἑξάψαλμο, διαβάστηκε ὡς ἀνάγνωσμα, σχετικό μέ τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό «Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἅγιον καί Πανένδοξον τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον», τό ὁποῖο ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν μοναχό καί φιλόσοφο Συμεών κατά τήν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου στήν Θεσσαλονίκη τόν 14ο αἰώνα ἤ στά τέλη τοῦ 10ου ἤ πάλι στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα.

Οἱ διαφορές στήν χρονολόγηση τοῦ ἐγκωμίου ὀφείλονται στό ὅτι, ἐνῷ τό ἐγκώμιο τοῦ Συμεών στόν ἅγιο Δημήτριο διασώθηκε (ἐκδόθηκε μάλιστα ἀπό τόν Β. Λαούρδα καί ἔχει συμπεριληφθῇ σέ τόμο μέ ἐγκωμιαστικούς λόγους στόν ἅγιο Δημήτριο, ἀπό τίς ἐκδόσεις Ζήτρος, μέ εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση στήν καθομιλουμένη καί σχόλια ἀπό τόν Π. Βλαχάκο καί γενικό πρόλογο ἀπό τόν καθηγητή Β. Κατσαρό), ὅμως γιά τόν βίο τοῦ ἐγκωμιαστῆ Συμεών δέν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Ἀπό κάποια στοιχεῖα πού ἀνιχνεύουν οἱ μελετητές τοῦ κειμένου, θεωροῦν πιθανό «ὁ Συμεών μοναχός καί φιλόσοφος νά καταγόταν ἀπό τήν Θεσσαλονίκη» καί «ὅτι ξεχώριζε γιά τήν ἰδιαίτερη παιδεία του».

Στό ἀπόσπασμα πού ἀναγνώστηκε ὁ Συμεών στά πρόσωπα τοῦ Μαξιμιανοῦ καί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου περιγράφει, μέ συνοπτικές διατυπώσεις, ἀπό τήν μιά μεριά τήν βαρβαρότητα τῆς εἰδωλολατρείας, πού ἱκανοποιεῖ τά πάθη καί ἡ ὁποία ὄχι μόνον ἀφήνει ἀθεράπευτες τίς ψυχές, ἀλλά τίς βυθίζει βαθύτερα στό σκοτάδι τῆς ἔπαρσης, τοῦ θηριώδους ἤθους καί τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Καί ἀπό ἄλλη μεριά τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους, τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, τό φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλευθερία ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου.

Λέει ὁ Συμεών, συγκρίνοντας τόν Μαξιμιανό μέ τόν Ἅγιο Δημήτριο:  «Ὅπως τό νυχτερινό σκοτάδι τό διαλύει ὁ ἥλιος, ἔτσι καί τότε τό σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καί τῆς μανίας τῶν εἰδώλων, πού ξερνοῦσε ἀπό τά μύχια του ὁ εἰδωλολάτρης Μαξιμιανός, πού κυβερνοῦσε ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, τό διέλυε ὁ Δημήτριος μέ τίς ἀστραπές τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ».

Τό σκοτάδι ἔβγαινε ἀπό τήν ψυχή τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα. Ὁ Συμεών τό περιγράφει ὡς ἐμετό τῶν ἐγκάτων τοῦ Μαξιμιανοῦ. Στήν συνέχεια μάλιστα τήν πολεμική του δράση τήν παρουσιάζει «σάν ἀπειλητικό σύννεφο, πού φέρνει τήν καταστροφή· γιατί ἦταν ἰσχυρός στήν ἀσέβεια συνάμα καί στή σκληρότητα».

Ἰσχυρός στήν ἀσέβεια καί τήν σκληρότητα! Αὐτός ὁ σκληρός καί ἀσεβής ἄρχοντας, σύμφωνα μέ τόν Συμεών, «διασκέδαζε μέ τήν εὐμένεια τῶν ὑπηκόων του». Ἔπαιζε μέ τήν ὑποταγή τοῦ λαοῦ. Δέν εἶχε φίλους. Εἶχε ὑπηκόους πού διασκέδαζε μέ τήν ὑποταγή τους. Κάποιοι ἀπό αὐτούς διέβαλαν σ’ αὐτόν τόν Δημήτριο. Γράφει γιά τούς συκοφάντες ὁ Συμεών, ὅτι ἦταν «αὐτοί πού τόν κατέτρωγαν [τόν Δημήτριο] μέ τά ἀφανέρωτα σαγόνια τοῦ φθόνου».

Ὁ Δημήτριος ὅμως «μόνο τόν Χριστό ἀγαποῦσε καί σεβόταν πάνω ἀπ’ ὅλους καί τόν κήρυττε σωστά καί μέ σαφήνεια στούς συμπατριῶτες του».

«Καί ἐπειδή [ὁ Δημήτριος] σκεφτόταν μέ σοφία καί σύνεση, ἀντάλλασσε τόν πρόσκαιρο καί ἄθεο βασιλιά μέ τόν ἀληθινό καί αἰώνιο, καί γινόταν ἀπό ὕπατος ἀπόστολος». Ἀγαποῦσε τόν λαό. Δέν διασκέδαζε μέ τήν εὐμένειά του. Τοῦ δίδασκε τήν ὀρθή πίστη.  Γινόταν γι’ αὐτόν ἀπό ὕπατος ἀπόστολος. Ἐπειδή γνώριζε τί εἶναι σημαντικό γιά τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀψηφοῦσε τίς ἀνθρώπινες δόξες καί τίς ἀπειλές τῶν ἀρχόντων. «Προτιμοῦσε νά εἶναι παραπεταμένος μέσα στούς ναούς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, παρά νά περπατᾶ μέσα στά ἀνάκτορα τῶν ἁμαρτωλῶν βασιλιάδων, πού ἀποπνέουν ἀσέβεια».

Ὅταν συναντήθηκε μέ τόν Μαξιμιανό, μέ φωτεινό πρόσωπο τόν ἀπεκάλεσε σοφό στά μάταια καί ἰσχυρό στήν ἀσέβεια. Καί τοῦ εἶπε, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Συμεών, ὅτι αὐτός δέν τυφλώνει τά μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἐκεῖνος, πού εἶναι μύωπας στό θεῖο φῶς ἤ πού προσπαθεῖ νά κλείση τά μάτια στήν ἀλήθεια. Δεχόμενος μάλιστα τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου τοῦ διαμήνυσε: «οὔτε σύ, οὔτε ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει ἀποκτήσει τήν ἐξουσία νά τιμωρεῖ τή νοερή ψυχή, παρά μόνο ὁ Θεός». Ἀλλά καί τό σῶμα πού μπορεῖ νά τό θανατώση θά ἀφθαρτισθῇ δοξασμένο στήν κοινή ἀνάσταση.

Ἀπέναντι σέ ἐξουσίες σοφές στά μάταια καί ἰσχυρές στήν ἀσέβεια χρειάζονται τέτοιες λαμπρές σταυροαναστάσιμες μαρτυρίες. Γι’ αὐτό ἄς ἀγρυπνοῦμε, ἔστω καί σέ «μικρές ἀγρυπνίες», πού ἀφυπνίζουν τόν νοῦ στήν ὀρθή πίστη καί στό εὐσεβές ἀνδρεῖο φρόνημα.

 

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ