Γράφτηκε στις .

«Ὁδίτες»

Ἕνας Χριστιανός πού ζῆ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν ἔχει φθάσει ἀκόμη σέ ὑψηλά μέτρα ἁγιότητος, πιστεύει στήν ὕπαρξη προσωπικοῦ Θεοῦ καί προσεύχεται σέ Αὐτόν, ἔχει ἀπόλυτη πίστη στήν θεία πρόνοια, συμμετέχει στήν λατρευτική σύναξη τῆς Ἐκκλησίας καί, κυρίως, στήν θεία Λειτουργία κάθε Κυριακῆς καί ἑορτῆς χρησιμοποιεῖ τήν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας σχετικά μέ τούς λογισμούς, τούς ὁποίους δέν ἀφήνει νά γίνουν ἐπιθυμία καί πράξη, ἀλλά τούς ἀποκρούει• ἔχει Πνευματικό Πατέρα, στόν ὁποῖον ἐξομολογεῖται διάφορες πράξεις πού δημιουργοῦν ἐνοχικές καταστάσεις• μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί πατερικά κείμενα• ἀνέχεται τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀγαπᾶ• ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη τῶν ἄλλων γιά τούς ὁποίους ἔχει μιά ἁρμοδιότητα, κλπ.

… Ἕνας τέτοιος Χριστιανός ἔχει ψυχική – πνευματική ὑγεία καί εἶναι εὐεργετικό στοιχεῖο στήν κοινωνία. Μέ μιά τέτοια ἁπλῆ, συντηρητική χριστιανική ζωή δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἐλέγχει τούς λογισμούς, δέν πέφτει στήν θλίψη καί κατάθλιψη, διότι ἔχει ἀπόλυτη πίστη στόν Θεό, δέν διανοεῖται τήν αὐτοκτονία, διότι γνωρίζει ὅτι ἡ ζωή καί ὁ θάνατος δέν ἀνήκουν σέ αὐτόν, ἀλλά στόν Θεό, δέν λαμβάνει ψυχοτρόπες οὐσίες, δέν αἰσθάνεται τόν συνάνθρωπό του ὡς ἐχθρό-κόλαση, ἀλλά ὡς ἀδελφό καί παράδεισο, δέν ἀποκάμνει ἀπό τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, δέν ἀπογοητεύεται καί δέν φοβᾶται τόν θάνατο, δέν αἰσθάνεται τήν μοναξιά.

… Καί, ὅταν ἀρρωσταίνη λόγῳ τῆς φθαρτότητος, ἀντιμετωπίζει τήν κατάσταση αὐτή μέ πίστη στόν Θεό, μέ ἐλπίδα καί ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι ἐδῶ εἴμαστε ὁδίτες καί ὄχι πολίτες, καί πορευόμαστε πρός τήν ἀληθινή πατρίδα, στήν ὁποία θά γίνη συνάντηση μέ τούς ἀληθινούς πατριῶτες τῆς «ἄνω πατρίδος».

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Δερμάτινοι χιτῶνες»)

ΧΩΡΙΟ