Γράφτηκε στις .

Ὁμιλίες κατά τόν ἐκκλησιασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, στούς Ἱερούς Ναούς τῆς Ναυπάκτου

Ὁμιλίες κατά τόν ἐκκλησιασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, στούς Ἱερούς Ναούς τῆς Ναυπάκτου

Της Βεατρίκης Λιάκκα, Θεολόγου στο ΕΠΑΛ και στο 1ο Γυμνάσιο Ναυπάκτου

Στόν Ἱερὸ Ναό Ἁγίου Δημητρίου

Σεβασμιώτατε,

Σεβαστοί Πατέρες, Κύριε Δήμαρχε, Κυρίες και Κύριοι, αγαπητά παιδιά.

Τιμούμε σήμερα τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Η γιορτή αυτή ξεκίνησε ως γιορτή της εκκλησίας, όταν ο Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτων της Μ. Ασίας, συνέταξε ακολουθία τον 11ο αιώνα με σκοπό να τιμηθούν και οι τρεις μαζί μεγάλοι άνδρες, ως κήρυκες του μυστηρίου της Αγ. Τριάδος.

Δεν ξεκίνησε ως γιορτή της παιδείας.
Πώς όμως μια γιορτή καθαρά εκκλησιαστική καθιερώθηκε στην Ελλάδα ως γιορτή ταυτόχρονα των γραμμάτων, της γνώσης, της πνευματικής καλλιέργειας;

Ποιο είναι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που νοηματοδοτεί τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία; Πώς πραγματώνεται μέσα στην ιστορία η συμπόρευση αυτή στα πρόσωπα των Τριών Μεγάλων Ιεραρχών;

Κατά τη διάρκεια των νεοτέρων Βυζαντινών χρόνων και ιδιαίτερα της Τουρκοκρατίας, επικράτησε η γιορτή ως γιορτή των γραμμάτων, διότι οι τρεις αυτοί άνδρες, υπήρξαν από τη μια μεριά με τη ζωή τους και τη δράση τους εκφραστές της γνήσιας Ευαγγελικής αλήθειας και ενσάρκωναν την παράδοση όλων των Αγίων και από την άλλη υπήρξαν γνώστες, εντρυφητές και συνεχιστές των ελληνικών γραμμάτων. Είχαν, όπως συνήθιζε να λέει ο Μακρυγιάννης, και τα δύο πόδια γερά, είχαν δηλαδή πληρότητα παιδείας και πληρότητα αγιοπνευματικής παραδόσεως. Ο Μακρυγιάννης συνειδητοποιούσε το δυναμισμό αυτής της ενότητας, που, σήμερα, αποξενωμένοι από τις ρίζες και τις πηγές μας, ηχεί σε μας τους Νεοέλληνες ως διάσταση και διάσπαση. Ζούσε την υπέρβαση της ελληνικής αρχαιότητας και συγχρόνως τη συνέχεια της μέσα στην ορθοδοξία των Αγίων Πατέρων, βλέποντας στην πορεία αυτή να εξασφαλίζεται η συνέχεια του Γένους μας, αφού όταν μιλάμε για ταυτότητα, για συνείδηση, όλα αυτά εξαρτώνται από το νόημα που λαμβάνει η παιδεία μας.

Το 1826, ο Άγγλος ευγενής Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, βαπτισμένος Ορθόδοξος από το 1791, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα, καθιέρωσε μαζί με τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τυπάλδο, τον μετέπειτα ιδρυτή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, από κοινού, τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, ως γιορτή της Ελληνικής και Επτανησιακής παιδείας. Ο Γκίλφορντ δεν τεμάχισε τον Ελληνισμό, δεν ανακήρυξε προστάτες των γραμμάτων κάποιους αρχαίους φιλοσόφους, που θα μπορούσε να το κάνει ως ξένος, αλλά θέλησε να γνωρίσει τον Ελληνισμό στη συνέχεια του, σ' όλη την ιστορική του πορεία, τον Ελληνισμό του μέλλοντος, αυτόν που διασώθηκε χάρη στην ορθοδοξία, αφού οι μεγάλοι Πατέρες ήταν αυτοί που προήγαν τη γλώσσα, δημιούργησαν γραμματεία εφάμιλλη της Αρχαίας Ελληνικής και πέρασαν στα συγγράμματά τους τα αγαθά της ελληνικής παιδείας, αποκαθάροντας την από την κατάπτωση της θρησκευτικής και ηθικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, όπως φαίνεται αυτό σαφώς στον γνωστό Λόγο του Μεγάλου Βασιλείου «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών οφελοίντο των λόγων».

Οι Άγιοι δεν λειτουργούν ισοπεδωτικά, προσλαμβάνουν από τον Ελληνισμό τη ζήτηση της αλήθειας στην κοινωνία, στο δίκαιο, στην τέχνη, σ' όλες τις μορφές της ζωής και αφομοιώνουν το κάθε τι δημιουργικά, παρουσιάζοντας μέσα από αυτά το περιεχόμενο της Θείας Αποκάλυψης.

Το 1842-43 το Πανεπιστήμιο των Αθηνών, μιμούμενο το παράδειγμα του Γκίλφορντ, καθιέρωσε για το ελεύθερο πια Ελληνικό κράτος τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών ως γιορτή της παιδείας.

Η ζήτηση λοιπόν της αλήθειας της ελληνικής φιλοσοφίας έρχεται να απαντηθεί από τον Χριστιανισμό και να λάβει ιστορική σάρκα με τη θεανθρώπινη αποκάλυψη. Έτσι πραγματοποιείται η σύζευξη Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, που λαμβάνει πια οικουμενικές διαστάσεις στην χωρίς σύνορα αυτοκρατορία η οποία προσέλαβε και οικειοποιήθηκε την αλήθεια χάρη στις μεγάλες μορφές των Αγίων Πατέρων που ενσαρκώνουν και μεταδίδουν τη νέα πραγματικότητα. Μέσα σ' αυτήν την ενότητα κινείται η παιδεία που μας παρέδωσαν οι Τρεις Ιεράρχες.

Ποια είναι λοιπόν τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν; Η παιδεία, λέει ο Μέγας Βασίλειος, πρέπει να εξυπηρετεί τον προορισμό του ανθρώπου. Η παιδεία που μορφώνει τον όλον άνθρωπο, που διακρατεί την ιδιοπροσωπία και την ιδιαιτερότητά μας είναι αυτή που αντλεί το περιεχόμενο της από την βεβαιότητα της παρουσίας του Θεανθρώπου στη γη και από τη δυνατότητα του ανθρώπου να προσλάβει μέσα από την ελευθερία του το Θεό και να γίνει δεκτικός της χάριτος του.

Κινείται και αναπτύσσεται μέσα σ' αυτήν τη δυαδική σχέση ζωής που εξισορροπεί τις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου και τον αναγάγει στο άκτιστο. Αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταυτότητας του ελληνορθόδοξου Ρωμιού. Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών δεν είναι λοιπόν ανθρωπιστική αλλά συνιστά υπέρβαση του ανθρωπισμού. Το αρχέτυπο δεν είναι σύμφωνα με τους μεγάλους δασκάλους ο καλός και ηθικός άνθρωπος που όσο τέλειος και αν είναι δεν μπορεί από μόνος του να υπερβεί τα τραγικά αδιέξοδα της φύσεως του, αλλά ο κατά χάριν Θεάνθρωπος που μεταμορφώνεται συνεχώς από δόξα σε δόξα μιμούμενος «εν πάσι» τον κατά φύσιν Θεό που συγκαταβαίνει και γίνεται άνθρωπος «καθ' ημέραν» στη γη, για να μπορεί ο άνθρωπος να γίνει Θεός. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα της παιδείας τους είναι ότι καλλιεργεί το αυτοσυναίσθημα , την ορθή γνώση του εαυτού μας. «Μικρός ειμί και μέγας», έγραφε ο Ελύτης, «ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επίγειος και ουράνιος». Οι λόγοι αυτοί, που φαινομενικά δείχνουν αντίθεση, εναρμονίζονται και συντίθενται μέσα στην παιδεία των Τριών Ιεραρχών, ως έκφραση και συνειδητοποίηση από τη μια μεριά της ασημαντότητας και μικρότητας που πρέπει να αισθάνεται ο άνθρωπος λόγω της φθαρτότητας και θνητότητάς του και από την άλλη ως πεποίθηση ότι μπορεί να γίνει μέγας, ταμείο αγιότητας. Αυτή είναι η αυτοσυνειδησία που μας κληροδότησαν οι Τρεις Ιεράρχες.

Η παιδεία τους είναι, ακόμη, ένα είδος ποιμαντικής αγωγής. Ο δάσκαλος είναι ποιμένας, κατευθύνει, οδηγεί, μεταδίδει ζωή, όχι μόνο γνώσεις. Έτσι παραδίδει μια σκυτάλη στους μαθητές του. Η παιδεία μας δεν είναι «ξηρή πολυμάθεια», αλλά κατά τον Βασίλειο, «ανατροφή μετ' ευλαβείας και μετάληψις αγιότητος».

Πέρασαν δεκαεφτά περίπου αιώνες στην Ιστορία της ανθρωπότητας για να φτάσει η σύγχρονη Παιδαγωγική επιστήμη να προσεγγίσει τις βασικές βιωματικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελίωσαν οι Τρεις Ιεράρχες τα παιδαγωγικά τους αξιώματα.

Ο δάσκαλος, λέει ο Χρυσόστομος, πρέπει να διαθέτει απέραντο σεβασμό για την προσωπικότητα του παιδιού και όπως οι δάσκαλοι της κιθάρας, αφού πιάσουν τα δάχτυλα των μαθητών τους τα πλησιάζουν με ηρεμία στις χορδές και τα διδάσκουν να χτυπούν με προσοχή, το ίδιο ακριβώς πρέπει να κάνουν και οι παιδαγωγοί, σ' όλες τις ηλικίες. Τα τελευταία διδάγματα της Παιδαγωγικής, που αναφέρονται στην ποσότητα της ύλης και την αφομοίωσή της από τους μαθητές, δεν είναι ασφαλώς καθόλου καινούργια. Αυτό φαίνεται σαφέστατα στα κείμενα του Γρηγορίου, ο οποίος χρησιμοποιώντας εικόνες από την γεωργική ζωή, λέει πως δεν είναι ωφελιμότερη η ραγδαία βροχή από την ήρεμη, γιατί εκείνη παρασύρει το έδαφος ενώ αυτή μπαίνει βαθιά και το κάνει γόνιμο. Η διδασκαλία στην τάξη, λέει ο Βασίλειος, πρέπει να γίνεται ευχάριστα γιατί μόνο τότε η γνώση παραμένει μόνιμη. Γι’ αυτό και τα μαθητικά βιβλία θα πρέπει να είναι σαφή και επαγωγικά. Κατά τον Γρηγόριο το να επιχειρεί κανείς να εκπαιδεύει άλλους προτού ο ίδιος εκπαιδευτεί ικανοποιητικά είναι τολμηρό και ανόητο. Ή να μη διδάσκεις ή να διδάσκεις με το παράδειγμα σου, τονίζει, διαφορετικά ό,τι κτίζεις με το δεξί, το γκρεμίζεις με το αριστερό. Το να φιλοσοφεί κανείς μόνο με τους λόγους είναι χαρακτηριστικό του υποκριτή και όχι του δασκάλου.

Σε τελική ανάλυση η παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι ένα έργο ανόρθωσης του όλου ανθρώπου ως προσώπου. Μέσα από την αξία του προσώπου πηγάζει ο κοινοτισμός που αποτελεί αίτημα της σύγχρονης εποχής μας. Ο Μ. Βασίλειος πριν δεκαεφτά αιώνες περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τη σημερινή οδυνηρή πραγματικότητα και τα λόγια του αποκτούν προφητική σημασία. «Γεγεννήμεθα καθάπερ η ψάμμος, διηρημένοι, ού συνημμένοι αλλήλοις». Έχουμε φτάσει δηλαδή εξαιτίας της ατομικότητας μας να είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας, όπως η άμμος, που φαίνεται από μακριά σαν κάτι ενιαίο, αλλά από κοντά είναι κόκκοι διηρημένοι. Λείπει η κατακόρυφη κίνηση κοινωνίας με τον Θεό από όπου αντλείται η οριζόντια, με τον κάθε άνθρωπο. Αυτή είναι η παιδεία μας, η παράδοση των Τριών Ιεραρχών. Από την Ενορία, που είναι η σύναξη γύρω από την Αγία Τράπεζα όπου πραγματώνεται το μυστήριο της ζωής και της ενώσεως των πιστών με τον Έναν και μεταξύ τους, στην ευρύτερη ενορία που είναι η οικογένεια, το σχολείο, η κοινότητα. Αυτή η παράδοση θα συνεχιστεί ακόμη και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μόνο κατά τον 19ο αιώνα θα επιχειρηθεί το ξεθεμελίωμά της από τους απεσταλμένους δυτικούς που στάλθηκαν να αναμορφώσουν τα σχολεία μας.

Η παιδεία μας υπέστη μεγάλο πλήγμα που το πλήρωσε ακριβά ολόκληρος ο νεοελληνικός πολιτισμός, όπως εκτιμά σήμερα η αμερόληπτη ιστορική επιστήμη. Αναγνωρίζει πως η παιδεία των Τριών Ιεραρχών δεν είναι απόκοσμη ή φιλόκοσμη, αλλά μια προσπάθεια ορθής γνώσης, θέασης και εκτίμησης του κόσμου. Κινείται στο παρόν μεταμορφώνοντας συνεχώς τον άνθρωπο και προσβλέπει στα έσχατα, όχι σαν μια παθητική αναμονή ενός ιδεατού κόσμου, αλλά ως φυσική κατάληξη και «πλήρωση» της συνεχούς επί γης μεταμόρφωσής του. Δεν είναι σκοταδιστική, δεν κάνει διάκριση μεταξύ υλικών και πνευματικών, ανοίγεται σ’ όλους τους τομείς, όλος ο άνθρωπος και όλη η ζωή γίνεται δεκτή, εφόσον μπορεί να ενταχθεί στην κοινή πραγματικότητα του Χριστού, στη νέα λυτρωτική πορεία. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στέρησε από τους χριστιανούς τη δυνατότητα να μαθαίνουν Ελληνικά, για να πάψει η συνέχεια της Ελληνικής παιδείας, ο Γρηγόριος Θεολόγος έγραψε στην Ομηρική διάλεκτο ποιήματα για να διατηρηθεί η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας.

Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε κάτοχος όλων των επιστημών της εποχής του, όπως ομολογεί ο Έρασμος της Αναγέννησης και υπήρξε ανώτερος του Αριστοτέλη. Κουβαλούσε τον Ελληνισμό στη σάρκα του. Δεν τον βρήκε και τον κατέστρεψε, όπως συνέβη στη δύση, όπου κατά τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα καταργήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία τα γράμματα και μόλις στον 13ο – 14ο αιώνα γνώρισαν τον Αριστοτέλη και τον Όμηρο.

Διαβάζοντας κάποτε ο μεγάλος εθνικός ρήτορας Λιβάνιος επιστολή που του έστειλε ο Μ. Βασίλειος, ενώ βρισκόταν μεταξύ φίλων και μαθητών του, φώναξε «νενικήμεθα», εντυπωσιασμένος από την αρτιότητα της επιστολής. Ο ίδιος ο Λιβάνιος εκφράζει σε άλλη περίπτωση τη λύπη του που κέρδισε ο Χριστιανισμός τον Χρυσόστομο, γιατί διαφορετικά θα τον άφηνε διάδοχο του.

Ο Χρυσόστομος, λέει ο Παπαρηγόπουλος, ήταν αγαθότατος, πραότατος, ο πιο επιεικής από τους ανθρώπους, όσες φορές όμως βρισκόταν μπροστά στην οργανωμένη αδικία, είχε τη δύναμη να μη σιωπά, αλλά να ελέγχει.

Ασυμβίβαστες προσωπικότητες οι Τρεις Ιεράρχες, δεν ταυτίστηκαν ποτέ με την αδικία για να επιβιώσουν και να κρατήσουν τη θέση τους. Γι’ αυτό πλήρωσαν το αγέρωχο φρόνημα τους με πικρίες, εξορίες, διωγμούς.

Οι Τρεις Ιεράρχες δεν υπήρξαν απλώς ποιμένες, δάσκαλοι ή καθοδηγητές. Πολέμησαν το ψεύδος, όχι από μίσος στους αιρετικούς, αλλά από αγάπη και πόθο για την αλήθεια. Υπήρξαν πρώτα και κύρια άνθρωποι που πόνεσαν βαθιά τον άνθρωπο. Έζησαν έντονα τα ανθρώπινα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα βίωσαν έντονα τον Θεό, όχι σαν μια αφηρημένη ιδέα, αλλά ως τη μόνη καθημερινή αλήθεια που έδινε νόημα και περιεχόμενο στη ζωή τους. Γι’ αυτό χαρακτηρίζονται Οικουμενικοί, δάσκαλοι όλης της οικουμένης, που πρόσφεραν ελεύθερα και αβίαστα, χωρίς καμία επιβολή, με τρόπο θεοπρεπή, όχι μια ιδέα, αλλά ένα τρόπο ζωής σ’ Ανατολή και Δύση.

Τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι τρεις μεγάλοι δάσκαλοι που τιμούμε, μας δίνουν το μήνυμα πως μπορούμε να επιβιώσουμε στην χωρίς σύνορα εποχή μας, όπως τυπικά ανάλογη υπήρξε η εποχή των Τριών Ιεραρχών, μιμούμενοι το ήθος, την αγωνιστικότητά τους, τον τρόπο της ζωής τους, συνδεόμενοι με το νήμα που μας δένει μαζί τους. Η σύνδεσή μας με την παράδοση των Τριών Ιεραρχών και άλλων μεγάλων μορφών του Γένους μας αποτελεί ίσως τη μόνη ελπίδα για τη διατήρηση της ταυτότητάς μας, αλλά και την αναμόρφωση του δυτικού κόσμου, ο οποίος κουρασμένος από τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού προσβλέπει με πόθο στην Ανατολή, αναζητώντας γνήσιες και αυθεντικές εμπειρίες.

Τοῦ Νικολάου Φούντα, Διευθυντή 1ου Δημoτικοῦ Σχολείου Ναυπάκτου

 Στόν Ἱερὸ Ναό Ἁγίας Παρασκευῆς

Πανοσιολογιώτατε - Αἰδεσιμώτατε – Ἀγαπητοί συνάδελφοι, σεβαστοί συνταξιοῦχοι ἐκπαιδευτικοί - κυρίες καί κύριοι – ἀγαπητά μου παιδιά

Τούς τρεῖς μεγίστους φωστήρας, τῆς Τρισηλίου Θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτίσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας΄ τούς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας. Αὐτούς συγκεντρωθήκαμε στόν ἱερό τοῦτο χῶρο, σήμερα, νά τιμήσουμε γιά μιά ἀκόμη χρονιά.

Ὅλοι ἐμεῖς πού ἔχουμε ἐπιφορτισθεῖ μέ τό λειτούργημα τῆς παιδαγωγίας τῶν παιδιῶν, ἀντλοῦμε δύναμη ἀπό τά λόγια αὐτῶν τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ἐκκλησίας μας, ζητᾶμε μέ τήν προσευχή μας φώτιση καί μέ τίς πρεσβεῖες τους στό Θεό νά μποροῦμε νά ἀνταπεξερχόμαστε στίς δυσκολίες πού συναντᾶμε καί νά στεκόμαστε στό ὕψος τοῦ λειτουργήματός μας.

Αὐτές οἱ τρεῖς σεβάσμιες μορφές: Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κι ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού ἔζησαν καί ἔδρασαν πρίν ἀπό 1700 χρόνια, μαζί βέβαια μέ ἄλλες ἐξέχουσες μορφές Ἱεραρχῶν, ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς ἑλληνορθόδοξης χριστιανικῆς πίστης καί παράδοσης.

Ἀφιέρωσαν τίς περιουσίες τους, ἀλλά καί τήν ἴδια τους τή ζωή στό νά μπορέσουν νά βοηθήσουν τούς συνανθρώπους τους νά ξεπεράσουν τόσο βιοποριστικά, ὑπαρξιακά, ἠθικά, παιδαγωγικά ἀκόμα καί προβλήματα ὑγείας. Πανεπιστήμονες τῆς ἐποχῆς τους, μέ εὐρύτητα πνεύματος, γνῶστες τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, κατάφεραν νά συνδυάσουν μέ θαυμαστό τρόπο τήν ἀρχαιοελληνική σκέψη μέ τό ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες καί νά οἰκοδομήσουν ἕνα στέρεο μοντέλο πού ἄντεξε μέχρι σήμερα καί θεωρεῖται ἀξεπέραστο.

Οἱ σύγχρονοι μελετητές καί λόγιοι στηρίζονται ἀκόμη στό ἔργο τους τό ὁποῖο καί αὐθεντικό εἶναι, ἀλλά ἀπαντάει ἀκόμα καί σέ σύγχρονα ἐρωτήματα καί σημερινές ἀνάγκες.

Θά προσπαθήσω, χωρίς νά σᾶς κουράσω, σ’ αὐτό τό δεκάλεπτο νά παραθέσω ἀποφθέγματα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τά ὁποῖα ἔχουν σχέση μέ ἕνα σημαντικό θέμα πού πραγματεύτηκαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχες καί δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἀγωγή τῶν νέων.

Ἡ ἀγωγή τῶν νέων δέν εἶχε πάντα τήν μορφή πού ξέρουμε ἐμεῖς σήμερα. Τά δημόσια Σχολεῖα εἶναι δημιούργημα τοῦ 19ου αἰῶνα συνέπεια καί ἀνάγκη τῆς βιομηχανικῆς ἐπανάστασης. Τά περισσότερα παιδιά δέ λάμβαναν κάποια συστηματική διαπαιδαγώγηση, οὔτε μάθαιναν γράμματα. Ἡ ὑποχρεωτικότητα καί ἡ δωρεάν ἐκπαίδευση καθιερώθηκε μόλις τόν 20ό αἰῶνα. Παρ’ ὅλα αὐτά πολλοί δέν ὁλοκλήρωναν τήν στοιχειώδη ἐκπαίδευση. Ὁ ἀναλφαβητισμός ὑπάρχει ἀκόμα καί στίς μέρες μας. Κάποιες πληθυσμιακές ὁμάδες ἀκόμα στεροῦνται τά ἀγαθά τῆς παιδείας.

Σήμερα σχεδόν ὅλα τά παιδιά μετέχουν τῆς ἐκπαίδευσης. Μετέχουν ὅμως τῆς ΠΑΙΔΕΙΑΣ;

Ὁ Ἰερὸς Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει τήν παιδεία ὡς «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», ἀπείρως σπουδαιότερη ἀπό τό ἔργο ἑνός ἀγαλματοποιοῦ. Ὁ Μ. Βασίλειος τήν ὁρίζει «ὡς ἀγωγή ὠφέλιμη στήν ψυχή, πού ἔχει τή δύναμη νά τήν καθαρίσει ἀπό τίς κηλίδες τῆς κακίας» καί ὡς «τιμιότερη πολλῶν χρημάτων». Ὁ δέ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν χαρακτηρίζει ὡς «πρῶτο καί μέγιστο καλό γιά τούς ἀνθρώπους». «Ἡ παιδεία ἐμπνέει ἀξίες καί ἰδανικά, στρέφει τό βλέμμα τοῦ νέου σέ ὑψηλά ὁράματα»

Τόν καιρό πού ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί αἰῶνες ἀργότερα οἱ γονεῖς καί τό περιβάλλον τῶν νέων εἶχαν τό βασικό λόγο στή διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν, ἀντλώντας ἀπό τήν ἐμπειρία τους, μιά ἐμπειρία πού μέσα ἀπό συμβουλές θά μεταφερόταν στούς νέους καί γι αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος θά πῆ σχετικά:
«Ἄνθρωπος πού δέν συμβουλεύεται ἄλλον μοιάζει μέ ἀκυβέρνητο πλοῖο, πού ἔχει παραδοθεῖ στή δύναμη τῶν ἀνέμων».

Κι ἀκόμα:
Νά προσέχουν τά παιδιά μέ ποίους συναναστρέφονται, νά προσέχουν ποίους κάνουν φίλους. Ὅπως ὁ μολυσμένος ἀέρας, ὅταν τόν εἰσπνεύσουμε, ἀφήνει μέσα μας χωρίς νά τά βλέπουμε μικρόβια τῆς ἀρρώστιας, ἔτσι καί τό κακό περιβάλλον ἀφήνει μέσα στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ τήν μόλυνσή του.

Κι ἂν τά χρόνια πού ἀκολούθησαν, ὡς καί τίς ἀρχές τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα αὐτό ἦταν σχετικά εὔκολο νά γίνη, γιατί λίγο πολύ οἱ γονεῖς μποροῦσαν νά ξέρουν τούς φίλους καί τίς παρέες τῶν παιδιῶν τους, σήμερα ζοῦμε τό τραγικό: νά βρίσκονται τά παιδιά μας στό δωμάτιό τους καί νά μήν ξέρουμε σέ ποιά κακόφημη γειτονιά τοῦ κόσμου περπατᾶνε, μέ ποιά ἄτομα συνομιλοῦν καί σέ τί σκοτεινά μονοπάτια ἑτοιμάζονται νά περπατήσουν.

Τό INTERNET, οἱ νέες τεχνολογίες κρύβουν τόσες παγίδες καί τόσες κακοτοπιές πού θά εἶναι εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ὁ γονιός πού τό παιδί του δέ θά πιαστῆ σέ αὐτά τά δίχτυα.

Οἱ Πάνσοφοι Ἱεράρχες, ἔχουν ἀντιληφθῆ τό ρόλο πού μπορεῖ νά παίξη ἡ ἀγωγή στήν διαμόρφωση ἑνός σωστοῦ ἀνθρώπου πού θά συμβάλλη ἀποφασιστικά, στήν διαμόρφωση ὑγιοῦς κοινωνικοῦ συνόλου, ἀλλά καί στήν πραγμάτωση τοῦ βασικοῦ προορισμοῦ τοῦ ὑπέρτατου δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό καθ’ ὁμοίωση, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπό τό Θεό «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση» καί ἔχει τίς προδιαγραφές νά ὁμοιάση στό Θεό, νά φτάση στήν θέωση.

Γι αὐτό καί ὁ Ἱερὸς ὁ Χρυσόστομος θά μᾶς συμβουλεύη μέσα στό πέραμα τῶν αἰώνων:
«Οἱ γονεῖς πού δέ φροντίζουν γιά τή μόρφωση τῶν παιδιῶν τους θεωροῦνται φονιάδες, γιατί ἡ μόρφωση εἶναι πού θά καλλιεργήση τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ.»

Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι θεοκεντρική καί ἀποβλέπει στήν ἐν Χριστῷ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν Μ. Βασίλειο σκοπός τῆς παιδείας εἶναι: «ὁμοιωθῆναι Θεῷ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπου φύσει». Ὁ δέ Ἰ. Χρυσόστομος γράφει «θά ὀνομάσω ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού διασώζει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος εἶναι ὅποιος ἀκολουθεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι κατά τόν Μέγα Βασίλειο «Θεός κεκελευσμένος», ἔχει δηλαδή τήν ἐντολή μέσα του νά γίνει κατά χάρη Θεός. Ἡ ἀξία ἢ ἡ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ἀπό τή σχέση του μέ τόν Θεό.

«Εἰ τούς παῖδας ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ πάντα ἂν ἀνεπήδησε τά λυπηρά καί μυρίων ἀπηλλάγη κακῶν ὁ βίος ὁ παρών», γράφει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος (θά ἁπαλλασσόταν ὁ βίος μας ἀπό μύρια κακά, ἂν παιδεύαμε τά παιδιά μας νά γίνουν φίλοι μέ τόν Θεό).

Ὅμως ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στίς σύγχρονες δυτικές κοινωνίες εἶναι ἡ ἔλλειψη φόβου Θεοῦ, ἡ ὑπεροψία καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου πού θεωρεῖ πώς μπορεῖ νά κοροϊδέψη τό Θεό καί σ’ αὐτό πιστεύω, πώς παρόλο πού ἔχει στήν διάθεσή του ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά, στίς ψυχές ἔχει ριζώσει ἡ θλίψη καί ἡ κατάθλιψη.

Ἕνα ἄλλο διαχρονικό σημεῖο πού καί στίς μέρες μας θέλει ἰδιαίτερη προσοχή καί ἀπό τούς γονιούς καί ἀπό τούς παιδαγωγούς εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ἡ διασταύρωση τῆς πληροφορίας. Τῆς ἀληθινῆς πληροφορίας, τῆς σωστῆς, αὐτῆς πού θά σέ βοηθήσει στή διαμόρφωση ἀντικειμενικῆς ἄποψης καί δέ θά σέ παρασύρει, δέ θά σέ κάνει πειθήνιο ὄργανο ὅσων θέλουν νά σέ ἐκμεταλλευτοῦν, θά πῆ λοιπόν ὁ Μ. Βασίλειος:

Κι ὅταν διαβάζουν τά παιδιά, ἀλλά καί ὅλοι μας πρέπει νά κάνουμε: ὅπως ὅταν κόβουμε τό τριαντάφυλλο, προσέχοντας νά μή μᾶς πληγώσουν τά ἀγκάθια του, ἔτσι πρέπει σ’ αὐτά πού βλέπουμε καί ἀκοῦμε γύρω μας, νά κρατοῦμε μόνο τά ὠφέλιμα. Ὅπως οἱ μέλισσες πού μέ πολλή σοφία τρυγοῦν ἀπό κάθε ἄνθος, μόνο ὅ,τι εἶναι χρήσιμο γιά νά φτιάξουν τό μέλι.

Νά σκεφτοῦμε μόνο γιά μιά στιγμή τί θά μᾶς συνέβαινε ἂν κάποιες μέλισσες συνέλεγαν καί δηλητηριώδεις οὐσίες καί νά τό ἀντιπαραβάλλουμε μέ τίς ψεύτικες εἰδήσεις μέ τίς ὁποῖες βομβαρδιζόμαστε καθημερινά, τά γνωστά ΦΕΪΚ ΝΙΟΥΣ, γιά τά ὁποῖα τόση συζήτηση γίνεται στίς μέρες μας.

Στήν ἐποχή μας ἔχουμε δώσει μεγάλο βάρος καί ἔχουμε πάρει ἀπίστευτο ποιοτικό χρόνο ἀπό τήν ζωή ἑνός νέου ἀνθρώπου γιά νά τοῦ μεταδώσουμε γνώσεις, γνώσεις, γνώσεις.

Ἀπό τήν τρυφερή ἡλικία τῶν τεσσάρων χρόνων πού θά πάη στό Νηπιαγωγεῖο, μέχρι τά εἰκοσιτέσσερά του πολλές φορές μαθαίνει, μαθαίνει, μαθαίνει, περισσότερο ὡς παπαγάλος, παρά ὡς νοήμων ἄνθρωπος πού στοχεύει στό καθ΄ ὁμοίωση.

Θά μας πεῖ ὁ Μ. Βασίλειος πρίν ἀπό 1700 χρόνια:
«Ἡ παιδεία δέν εἶναι ξηρή πολυμάθεια, ἀλλά ἀνατροφή μετ΄ εὐλαβείας καί μετάληψη ἁγιότητας»
κι ἀκόμα: «ὁ δάσκαλος ὀφείλει νά διδάσκει πρῶτα τόν ἑαυτό του καί νά ἀποτελεῖ προσωποποίηση τοῦ νόμου καί παράδειγμα ἀρετῆς».

Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ:
Μή θέλεις νά πείσεις μέ τά λόγια, ἀλλά μέ τά ἔργα. Μισῶ τήν διδασκαλία πού εἶναι ἀντίθετη μέ τόν τρόπο ζωῆς.

Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες δέ θά μποροῦσαν νά μή μιλήσουν γιά τήν τιμωρία καί τήν ἐπίπληξη πού θεωρεῖτο ὡς βασική ἀρχή παιδαγωγίας παλιότερα. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει:
«Ὅποιος ἐπιπλήττει τούς νέους χωρίς συγχρόνως νά τούς παρηγορῆ, τούς κάνει σκληρότερους. Διότι δέν μποροῦν νά σηκώσουν τό φορτίο τῶν συνεχῶν ἐλέγχων καί γι΄ αὐτό καί μέ βιαιότητα ἀντιδροῦν. Γιά νά προλάβουμε, λοιπόν, τούς πόνους πού προκαλοῦν οἱ ἔλεγχοι, πρέπει νά τούς συνοδεύουμε μέ λόγια καλοσύνης»
καί ὁ Μέγας Βασίλειος θά συμπληρώση:
«Εἶναι ἀποτελεσματικότερη ἡ παιδαγωγία πού γίνεται μέ λογικό καί ἤπιο τρόπο, παρά ἐκείνη πού ἔχει ὡς αἰτία της τό θυμό καί τήν ὀργή».

Ἡ μελέτη στό ἔργο τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν δέν ἐξαντλήθηκε στό πέρασμα δέκα ἑπτά αἰώνων, πόσο μᾶλλον νά ἐξαντληθεῖ σέ μιά σύντομη ὁμιλία.

Σήμερα ἡ ἐκπαίδευση στοχεύει σύμφωνα μέ τήν «Διακήρυξη τῆς Μπολόνια» τοῦ 1998, καί τή «Διακήρυξη τῆς Πράγας» τοῦ 2001 στή σύγκλιση τῶν συστημάτων Ἀνώτατης Ἐκπαίδευσης τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν σέ ἑνιαῖο σύστημα, ὥστε νά εἶναι ἀνταγωνιστικό πρός αὐτό τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, ὥστε νά ἐναρμονιστῆ πλήρως μέ τίς ἀνάγκες τῶν ἐπιχειρήσεων. Αὐτό σημαίνει: γρήγορη παραγωγή μέ μικρό κόστος.

Μιά ἐκπαίδευση ὅμως χωρίς παιδεία, πού θά παράγει ἐνδεχομένως «ἰδιοφυεῖς ἐπιστήμονες» καί ἄριστα καταρτισμένους τεχνοκράτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔχουν «νεκρωμένη συνείδηση καί νεκρωμένη βούληση», «μπορεῖ νά ἀποτελέση ἀπειλή πολλαπλή καί κίνδυνο φοβερῶν διαστάσεων». Τέτοιοι ἰδιοφυεῖς ἐπιστήμονες καί τεχνοκράτες ὑπηρέτησαν ἤδη «ἐξωανθρώπινους σκοπούς καί «χάρισαν» στήν ἀνθρωπότητα πυρηνικά μανιτάρια καί θαλάμους ἀερίων θαυμαστῆς πράγματι τελειότητας…». Ἐπαληθεύθηκε ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Πλάτωνα: «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζόμενη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».

Στήν ἐκπαίδευση αὐτῆς τῆς μορφῆς, κυριαρχεῖ ὁ ἄκρατος ὠφελιμισμός καί ἀτομισμός, βάζει στό περιθώριο τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, τόν θεϊκό προορισμό ΤΟ ΚΑΘ’ ΟΜΟΙΩΣΗ.

Τό ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι ἐπίκαιρο γιατί αὐτοί πού μᾶς τό κληροδόμησαν δέν εἶχαν ὡς σκοπό τό προσωπικό τους ὄφελος, οὔτε τά LIKE στό ΦΕΪΣΜΠΟΥΚ. Εἶχαν ὡς μοναδικό τους σκοπό τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας καί τή θέωσή μας. Εἶχαν πάντα στό νοῦ τους τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Μάρκου:
«Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήση τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ;» (Μάρκ. 8,36). «Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο καί χάσει τήν ψυχή του;»

Ἂς ἔχουμε καί ἐμεῖς αὐτό στό μυαλό μας κάθε μέρα γιά νά μποροῦμε νά χαμογελᾶμε καί νά ἐλπίζουμε.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ ὅλους καί ἰδιαίτερα ἐσᾶς ἅγιοι Πατέρες πού μου δώσατε τό λόγο.