Γράφτηκε στις .

Π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Ἀφορῶντες» στόν Χριστό μέ πράξη καί θεωρία

Ὁμιλία στόν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου κατά τόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό τῆς Β΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν (4 Μαρτίου 2018). Ἐδῶ δημοσιεύεται μέ ἀναγκαῖες συμπληρώσεις.

 

Ὁ τίτλος τοῦ θέματος («Ἀφορῶντες» στόν Χριστό μέ πράξη καί θεωρία), εἶναι ἀντλημένος ἀπό τούς δύο πρώτους στίχους, τοῦ 12ου κεφαλαίου τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου. Θυμίζω ἐνδεικτικά μιά φράση μόνο ἀπό τούς στίχους αὐτούς: «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν».

Στόν τίτλο, γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ βρίσκονται τρεῖς θεμελιώδεις ἔννοιες στίς ὁποῖες στήν συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε. Εἶναι οἱ ἔννοιες «πράξη», «θεωρία» καί «ἀφορῶντες». Μέσα σ’ αὐτές μπορεῖ νά περικλείση κανείς ὅλον τόν τρόπο τῆς ἐν Χριστῷ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ὡς πράξη ἐννοοῦμε ὅλα τά ἔργα πού ἐμπνέονται ἀπό τήν πίστη στό Χριστό, τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐν τέλει ὅλα τά ἔργα πού μᾶς βοηθοῦν νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τά πάθη, νά τήν ἀπελευθερώσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τόν ἐθισμό στήν ἁμαρτία.

Ἡ θεωρία εἶναι εὐρεία ἔννοια, ἔχει μάλιστα πολλούς βαθμούς, πού εἶναι ἀνάλογοι μέ τήν πνευματική ἡλικία τοῦ κάθε Χριστιανοῦ. Ἐδῶ τήν ἐννοοῦμε κυρίως στούς κατωτέρους βαθμούς της ὡς συγκέντρωση στόν ἑαυτό μας, ἐπίγνωση τῶν συνεπειῶν τῆς ἁμαρτίας ἐπάνω μας, ἀλλά καί στόν κόσμο, ἐπίγνωση πού μᾶς δίνεται μέ τήν προσεκτική μελέτη ἤ ἀκρόαση πνευματικῶν λόγων, στούς ὁποίους προσηλώνουμε τόν νοῦ μας, θεωρώντας ὅτι αὐτοί οἱ λόγοι λέγονται γιά ἐμᾶς, ἀφοροῦν τήν ζωή μας. Πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι πολύ σημαντικός (ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση) ὁ μηρυκασμός αὐτῶν τῶν πνευματικῶν νοημάτων μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ἡσυχίας. Ἡ ἀνάκλησή τους, δηλαδή, ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τῆς μνήμης, σέ ὧρες ἥσυχες, ὅταν μποροῦμε καί συγκετρωνόμαστε στόν ἑαυτό μας, ὥστε ὁ νοῦς μας, ἡ λεπτή προσοχή μας, νά τά μελετᾶ μέ εὐλάβεια, ταπεινό πνεῦμα καί δίψα γιά γνώση, ἐπιδιώκοντας, ἀνακρινόμενοι ἀπό αὐτά, νά τά ἀφομοιώνουμε καί νά μετασχηματίζουμε τήν ζωή μας πρός τά κελεύσματά τους.

Τό «ἀφορῶντες» δηλώνει ὅτι ἡ «πράξη» καί ἡ κάθε βαθμοῦ «θεωρία» πηγάζουν ἀπό τήν προσήλωση τῆς διάνοιας, τοῦ νοῦ, ὅλης τῆς ὕπαρξής μας στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. «Ἀφορῶ» σημαίνει βλέπω κάτι ἀπό μακριά, τό διακρίνω καλά· ἔχει καί τήν σημασία τοῦ ἀποβλέπω. Βλέπουμε τόν Χριστό. Μαθαίνουμε καλά τά σχετικά μέ τήν εὐαγγελική ἱστορία Του καί τήν διδασκαλία Του. Ἀποβλέπουμε, μέ προσευχητική κίνηση καί ἀφομοίωση τοῦ λόγου Του, στήν κατά τό δυνατόν ὁμοίωσή μας μέ τό πρότυπο πού μᾶς ἄφησε.

Προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά θεωρία καί πράξη πρός τούς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς

Ἀλλά ἄς περάσουμε σέ γεγονότα πού σχετίζονται μέ τό συγκεκριμένο χωρίο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, ἀπό τό ὁποῖο ἀντλήσαμε τό θέμα. Θά μᾶς δείξουν πῶς ὁ ἀπ. Παῦλος εἰσάγει τούς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς του, τούς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς τῶν Ἱεροσολύμων στήν πράξη καί τήν θεωρία πού ἐμπνέονται ἀπό τόν Χριστό, προσελκύοντας τήν προσοχή τους στό Χριστό.

Ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου στούς στίχους αὐτούς εἶναι παρηγορητικός, ὄχι συναισθηματικά, ἀλλά πνευματικά, ποιμαντικά. Εἶχε νά ἀντιμετωπίσῃ τίς μεγάλες θλίψεις, τίς ἀπογοητεύσεις καί τά παράπονα τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ ἀπ. Παῦλος παρηγορώντας δέν δικαιολογεῖ τά παράπονα τῶν συμπατριωτῶν του. Κινεῖται πέρα ἀπό αὐτά. Μέ τόν πειστικό λόγο του ἀνανεώνει τήν πρώτη ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὑποδεικνύοντάς τους νά ζοῦν καί νά πράττουν ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν πίστη, δίνοντάς τους μάλιστα ὑλικό θεωρίας πού φωτίζει τόν νοῦ καί προσανατολίζει ὅλη τήν ὕπαρξή τους πρός τόν Χριστό.

Προηγουμένως, βέβαια, τούς μίλησε πολύ ρεαλιστά γιά τήν ἱστορία τῶν προπατόρων τους.

Συγκεκριμένα γι’ αὐτούς (τούς προπάτερες), στόν τέλος τοῦ 11ου κεφαλαίου, ἀφοῦ ἀνέφερε τήν πίστη τους, ἀλλά καί ὅλες τίς θλίψεις τους («ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον»), συμπλήρωσε: «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.»(39,40). Δηλαδή, «ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ὅ,τι τούς ὑποσχέσθηκε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶχε προβλέψῃ κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς».

Ἀλλά γιατί χρειάζονταν παρηγοριά οἱ ἐξ Ἑβραίων Χριστιανοί τῆς Ἱερουσαλήμ, καί ποιές ἦταν οἱ θλίψεις τους, καί πῶς ἐμπλέκονταν σ’ αὐτές τίς θλίψεις οἱ προπάτορές τους;

Πρέπει νά ποῦμε, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ, πού δέχθηκαν τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων καί βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, περνοῦσαν μεγάλους πειρασμούς ἀπό τούς ὁμοεθνεῖς τους, οἱ ὁποῖοι δέν ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἐπειδή ἔμειναν φανατικά προσηλωμένοι στή φαρισαϊκή καί ἐθνικιστική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Τόν καιρό ἐκεῖνο ἡ Ρωμαϊκή ἐξουσία εἶχε παραχωρήσει στούς Ἑβραίους τῆς Ἱερουσαλήμ τό δικαίωμα νά κρίνουν, νά φυλακίζουν καί νά κακοποιοῦν ὅσους ἤθελαν. Ὁ φανατισμός, λοιπόν, καί τό μίσος τους γιά τούς Χριστιανούς, πού κρυβόταν κάτω ἀπό τό ζῆλο τους γιά τό μωσαϊκό νόμο, τούς ὁδήγησε σέ ἐγκληματικές πράξεις ἐναντίον τῶν ὁμοεθνῶν τους Χριστιανῶν. Τούς ἅρπαζαν τίς περιουσίες, τούς φυλάκιζαν, κάποιους ἀπό αὐτούς τούς σκότωσαν. Αὐτός ὁ διωγμός, πού προηγεῖται ἀπό τούς διωγμούς πού ἐξαπέλυσε ἡ ρωμαϊκή ἐξουσία, δημιούργησε μεγάλη ἀπόγνωση σέ πολλούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους προσπαθεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος μέ τήν ἐπιστολή του νά στηρίξῃ.

Ὁ ἀπ. Παῦλος κάνει ἀναφορά στήν ἱστορία τῶν προπατόρων, γιατί μιά βασική αἰτία τῆς μεγάλης ἀπόγνωσης τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἱερουσαλήμ ἦταν ἡ λανθασμένη ἄποψη πού εἶχαν γιά τήν ἱστορία αὐτή. Εἶχαν διαβάσει στήν Πεντάτευχο τίς πολλές ταλαιπωρίες τους, τήν δουλεία στήν Αἴγυπτο, τίς στερήσεις καί τούς ποικίλους κινδύνους κατά τήν πορεία στήν ἔρημο, ἀλλά εἶχαν τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Θεός γρήγορα ἐπενέβαινε καί τούς ἀπάλλασσε ἀπό τά δεινά. Ἡ ἐντύπωση αὐτή τούς δημιουργοῦσε μεγάλη λύπη, γιατί αἰσθάνονταν ὅτι ὁ Θεός στά δικά τους δεινά ἀργοῦσε νά ἐπέμβῃ, πράγμα πού προετοίμαζε τή ψυχή τους νά καταληφθῇ ἀπό τό βασανιστικό λογισμό τῆς ἀπιστίας.

Ἔπαθαν, δηλαδή, αὐτό πού παθαίνουν καί πολλοί εὐλαβεῖς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι διαβάζουν συναισθηματικά καί μέ πολλή φαντασία τούς βίους τῶν ἁγίων. Βλέπουν τούς ἁγίους στήν ὡριμότητά τους, στίς θαυματουργίες τους, στή δόξα τους, ἀλλά ἀγνοοῦν ἤ παραθεωροῦν τούς ἱδρῶτες, τίς ταπεινώσεις καί τούς κόπους τους, τήν ἄσκηση τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, τήν ἀσκητική πράξη καί θεωρία, ὥστε νά γίνουν χωρητικοί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά σχηματίζουν (οἱ Χριστιανοί αὐτοί) μιά διαστρεβλωμένη εἰκόνα γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἡ ὁποία δέν τούς βοηθᾶ στήν πνευματική τους πορεία. Θέλουν γρήγορα ἀποτελέσματα. Θέλουν ἀσκητική πράξη μέ γρήγορους πνευματικούς καρπούς καί θεωρία μέ ἄμεσες ὑψηλές ἐμπειρίες. Συνήθως ἡ «πράξη» τους δέν ἐνοχλεῖ τήν φιλαυτία τους καί ἡ «θεωρία» τους εἶναι στήν πραγματικότητα μιά φανταστική περιπλάνηση φορτιζόμενη ἀπό ἐπιπόλαια συναισθήματα. Δέν μποροῦν νά σηκώσουν ταπεινώσεις ἤ συκοφαντίες. Δυσανασχετοῦν σέ περιόδους «πνευματικῆς ξηρασίας». Ἡ ἐπιθυμία τους, μάλιστα, γιά διαρκῆ καρποφορία κάνει πολλούς ἀπό αὐτούς εὐάλωτους στά κηρύγματα τῶν διαφόρων ἀνατολικῶν θρησκειῶν, τῶν ποικίλων πεντηκοστιανῶν ὁμάδων καί ἄλλων παρόμοιων θεωριῶν.

Οἱ Χριστιανοί αὐτοί, ὅπως καί οἱ ἐξ Ἑβραίων Χριστιανοί τῆς Ἱερουσαλήμ, μαθητεύοντας σέ πείρᾳ μεμυημένους στήν ἀποστολική παράδοση, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ὑγιεῖς, εὐλαβεῖς πνευματικές θεωρίες καί ταπεινή, μέ ὑπομονή, τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν· πράξεις καί θεωρίες σάν καί αὐτές πού προσφέρει, μέ τόν ἐμπνευσμένο ἀποστολικό λόγο του, ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός τούς Ἑβραίους ἐπιστολή του.

Ἔχοντας ὑπόψη ὅσα εἴπαμε προηγουμένως εἶναι χρήσιμο νά δοῦμε τήν ἑρμηνεία τῶν δύο πρώτων στίχων ἀπό τό 12ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου· νά δοῦμε τό ὑλικό θεωρίας πού προσφέρει στούς ὁμοεθνεῖς του Χριστιανούς.

Ὁ ἀπ. Παῦλος, λοιπόν, ἀφοῦ ἀναφέρθηκε στήν πίστη καί τά μαρτύρια τῶν προπατόρων, καί ὅτι δέν ἔχουν λάβει ἀκόμη ὅ,τι τούς ὑποσχέσθηκε ὁ Θεός, γράφει:

1. “ΤΟΙΓΑΡΟΥΝ καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα,”

Γι’ αὐτό, λοιπόν, καί ἐμεῖς, ἀφοῦ ἔχουμεν ὁλόγυρά μας τόσο μεγάλο νέφος μαρτύρων (δηλαδή ἀναριθμήτων ἁγίων, πού μαρτύρησαν και μαρτυρήθηκαν γιά τήν πίστη τους), ἄς πετάξουμε μακριά ἀπό πάνω μας κάθε βάρος ἀπό τίς μέριμνες τοῦ βίου καί προπαντός τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, καί ἄς τρέχωμεν μέ ὑπομονή τόν ἀγώνα, πού βρίσκεται μπροστά μας

2. “ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.”

Ἄς ἔχουμε προσηλωμένα μέ πίστη τά βλέμματά μας στόν Χριστόν, τόν ἀρχηγόν καί ἱδρυτήν τῆς πίστεώς μας, ὁ Ὁποῖος ἀντί τῆς μακαριότητος, τήν ὁποία εἶχε πάντοτε ὡς Θεός καί ἀντί τῆς χαρᾶς τήν ὁποία δικαιοῦτο νά ἀπολαμβάνη καί ὡς ἄνθρωπος ἀναμάρτητος, προτίμησε καί ὑπέμεινε τόν σταυρικό θάνατο καί κατεφρόνησε τήν ντροπή καί τόν ἐξευτελισμό γιά χάρη μας. Καί γι’ αὐτό ἔχει καθίσει τώρα στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.

Μέ τά λόγια αὐτά τούς προσφέρει ὑλικό θεωρίας. Τούς δίνει πνευματικά νοήματα γιά τροφοδοσία καί ἀνανέωση τῆς ψυχῆς τους, γιά φωτισμό τοῦ νοῦ τους.
Εἶναι χρήσιμο νά δοῦμε λίγο πιό προσεκτικά τίς διατυπώσεις τοῦ ἀπ. Παύλου, χρησιμοποιώντας τήν ἑρμηνεία τους ἀπό τόν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, ὁποῖος συνοψίζει τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

–τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων

Δέν εἶπε «ὑπεραιρούμενον», «ἀλλά περικείμενον, τουτέστι, πάντοθεν ἡμᾶς περιέχον». Τούς τοποθετεῖ δηλαδή στό ἴδιο ὕψος μέ τούς πρόπατορές τους. Τούς παρηγορεῖ δηλώνοντάς τους ὅτι εἶναι ὅμοιοι στήν πίστη μέ ἐκείνους.

Δέν εἶπε, ἐπίσης, «πλῆθος», ἀλλά «νέφος [μαρτύρων], οἰκειότατα πρός τήν παροῦσα περίπτωση», ἐπειδή ζοῦσαν σέ καύσωνα θλίψεων, ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων σάν νεφέλη τούς καλύπτε ἀπό παντοῦ καί τούς ἀνέψυχε.

– Ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα

«Τουτέστι, τό βάρος τῶν γηϊνων πραγμάτων καί τῶν ἐπ’ αὐτοῖς φροντίδων». Τούς λέει, δηλαδή, ὅτι αὐτά πού πιθανῶς τούς πῆραν (περιουσίες, ὑλικά πράγματα) ἦταν στήν πραγματικότητα βάρος. Τούς ἐμφυτεύει τόν ὑγιῆ λογισμό, νά θεωρήσουν τόν σκληρό πειρασμό τῆς ἁρπαγῆς τῶν περιουσιῶν τους ὡς εὐλογία, ὡς ἀπαλλαγή ἀπό περιττό βάρος.

–καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν,

Ὀνομάζει τήν ἁμαρτία «εὐπερίστατον» θεωρώντας την ὡς «τήν εὐκόλως περιισταμένην ἡμᾶς», δηλαδή αὐτή πού μᾶς ἐμπλέκει εὔκολα σέ περιστάσεις, «ἤ τήν εὐκόλως περίστασιν παθεῖν δυναμένην», δηλαδή αὐτήν πού εὔκολα μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά τήν ἀντιμετωπίσουμε καί νά τήν νικήσουμε· «Ῥάδιον γάρ, ἐάν θέλωμεν, περιγενέσθαι τῆς ἁμαρτίας». Ἄλλη σημασία τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς ἁμαρτίας ὡς «ἐμπεριστάτου» εἶναι: «δι’ ἥν εὐκόλως τις εἰς περιστάσεις ἐμπίπτει, οὐδέν γάρ οὕτω κινδυνῶδες ὡς ἡ ἁμαρτία»· δηλαδή ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας εὔκολα περιπίπτει κανείς σέ πολλές περιστάσεις· τίποτε δέν εἶναι τόσο ἐπικίνδυνο, ὅσο ἡ ἁμαρτία.

–δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα

Σχολιάζει: «Οὐ πυκτεύωμεν [πυγμαχοῦμε], οὐδέ παλαίωμεν, ἀλλ’ ὅ κουφότερον ἧν τό τοῦ δρόμου, τοῦτο εἰς μέσον τέθεικεν. Οὐδέ εἶπε, προσθῶμεν τῷ δρόμῳ, ἀλλ’ ἐν αὐτῷ τούτῳ ὑπομείνωμεν. Ἄλλοι μέν γάρ δ’ ἐγκρατείας, ἄλλοι δι’ ἐλεημοσύνης, ἄλλοι δι’ ἄλλης ἀρετῆς ὀφείλουσι τρέχειν· ὑμεῖς δέ δι’ ὑπομονῆς. Ταύτης γάρ ὑμῖν χρεία, ὡς καί ἀνωτέρω προείρηται». Δηλαδή, δέν ὑπάρχει κάποιος ἀπέναντί τους πού τούς ἐμποδίζει, μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά πυγμαχήσουν ἤ νά παλαίψουν. Ἔχουν ἀνοιχτό δρόμο γιά νά τρέξουν. Αὐτόν τόν δρόμο ἄλλοι τόν τρέχουν μέ τήν ἐγκράτεια, ἄλλοι μέ τήν ἐλεημοσύνη, ἄλλοι μέ ἄλλες ἀρετές. Οἱ Χριστιανοί τῆς Ἱερουσαλήμ ἔπρεπε νά τόν τρέξουν μέ τήν ὑπομονή, ἀσκούμενοι, δηλαδή, στήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς.

-ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν

Δηλαδή, «ἐάν θέλωμεν μαθεῖν τό τρέχειν δι’ ὑπομονῆς, πρός τόν Χριστόν ἀφορῶμεν, ὥσπερ οἱ τέχνας μανθάνοντες πρός τούς διδασκάλους». Ὁ Χριστός ἔλεγε: «“Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ”· καί πάλιν· “Εἰ τόν οἰκοδεσπότην Βεελζεβούλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τούς οἰκιακούς αὐτοῦ;” Καί, “οὐκ ἔστι μαθητής ὑπέρ τόν διδάσκαλον”». Δηλαδή, γιά νά μάθουν τήν ὑπομονή πρέπει νά βλέπουν (νά μελετοῦν) τόν Χριστό, ὅπως αὐτοί πού μαθαίνουν τέχνες παρατηροῦν προσεκτικά τούς δασκάλους τους, γιά νά «κλέψουν» καί τίς λεπτομέρειες τῆς τέχνης τους.

«Τί δέ ἐστιν, ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν;». Ὁ Χριστός σπέρνει μέσα μας τήν πίστη. Αὐτός μᾶς «ἐκλέγει» (ὄχι κάποιους, ἀλλά «πάντας ἀνθρώπους») καί Αὐτός, σέ ὅσους τοῦ ἀνοίγουν τόπο, σέ ὅσους ἀκοῦν ἔμπρακτα τόν λόγο Του, ἐπειδή ἀγαποῦν τήν «ἐπιφάνειά» Του, ὁδηγεῖ τό σπόρο τῆς πίστης στήν ἀνάπτυξη καί τήν καρποφορία του, στήν «τελείωσή» του.

Ἡ Ἐκκλησία τροφοδοτεῖ τόν λαό της μέ ὑλικό γιά πνευματικές θεωρίες

Πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μέ τά εὐαγγελικά καί ἀποστολικά ἀναγνώσματα, τό λειτουργικό κήρυγμά της, τίς διάφορες συνάξεις της, γιά μικρούς καί μεγάλους, ἀλλά καί μέ τήν λατρεία της, τούς ψαλμούς καί τούς ὕμνους της μᾶς τροφοδοτεῖ συνεχῶς μέ ὑλικό γιά πνευματικές θεωρίες, γιά μελέτη κατ’ ἰδίαν. Γιά μελέτη στήν ὁποία θά εἴμαστε μόνοι μέ τόν ἑαυτό μας, ἑρμητικά κλεισμένοι στό ταμιεῖο μας, τόν ἥσυχο χῶρο μας, ἀλλά κλεισμένοι καί μέσα στήν ψυχή καί τό νοῦ μας, ἀπενεργοποιώντας εἰ δυνατόν τίς ἀχαλίνωτες σωματικές αἰσθήσεις καί τίς ἀτίθασες κινήσεις τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν· ἐνεργοί μόνο στήν πρόσληψη τῶν πνευματικῶν νοημάτων καί ἀνοιχτοί μόνο στόν Θεό καί τόν λόγο Του, στά «λόγια τοῦ Πνεύματος».

Ὁ ἑβδομαδιαῖος καί ὁ ἐτήσιος ἑόρτιος κύκλος, ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου καί ἡ περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου μᾶς δίνουν, ἄν θέλουμε, ἄν ἐνδιαφερόμαστε, πλούσιο ὑλικό γιά τροφή πνευματική καί «νοερό μηρυκασμό» γιά καλύτερη ἀφομοίωση τῆς πνευματικῆς τροφῆς.

Οἱ πνευματικές θεωρίες εἶναι ἡ προθέρμανση τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, γιά τήν προσευχή. Ἐκεῖ καταλήγουν. Ἄν δέν ἐμπνέουν σέ προσευχή, τότε ἡ «θεωρία» μας ἦταν ἐξ ἀρχῆς νόθος ἤ καθοδόν ἐκφυλίστηκε σέ ἀνώφελη διανοητική ἤ φανταστική ἐργασία, ὑποκείμενη σέ πάθη, κυρίως τῆς ἔπαρσης καί τῆς ματαιοδοξίας. Οἱ εὐλαβεῖς πνευματικές θεωρίες μᾶς δίνουν πείρα πνευματική, δηλαδή στέρεη θεολογική γνώση, ἀλλά καί ὅλο καί πιό καθαρή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας· τῶν φυσικῶν ἀδυναμιῶν μας, τῆς κρυπτόμενης κακότητάς μας, τῆς κακότητας τοῦ διαβόλου καί ὑπό τό φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωση τοῦ πόσο καταστροφική εἶναι ἡ ἁμαρτία. Μᾶς μαθαίνουν, ἐπίσης, νά θαυμάζουμε τούς ἁγίους, τήν σοφία τῶν λόγων τους, τήν ἀγάπη πού ἔκανε ἀνδρεία τήν ψυχή τους, τήν πανσοφία καί τήν ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, τήν καθαρότητα καί τήν δόξα τῆς Θεοτόκου. Μᾶς μαθαίνουν, ἐπίσης, νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἁπλοί, καί νά ρωτᾶμε τούς ἐμπειρότερους γιά αὐτά πού δέν καταλαβαίνουμε, γιατί δέν τά καταλαβαίνουμε ὅλα, οὔτε ὅλα μποροῦμε μονομιᾶς νά τά ἀφομοιώσουμε, ἀλλά, ἀκόμη, καί ὅσα νομίζουμε ὅτι τά καταλαβαίνουμε, μᾶς ὠθοῦν νά τά βάζουμε στήν κρίση ἀνθρώπων πού ἔχουν μαρτυρημένη πνευματική πείρα.

Γι’ αὐτό, ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς μέ κατάλληλα, θερμά καί ἐμπνευσμένα λόγια, μᾶς συμβουλεύει, μέ τά ἀναγνώσματα καί τούς ὕμνους της, νά θρέφουμε τόν ἑαυτό μέ πράξεις πού καθαρίζουν τήν ψυχή μας καί θεωρίες πού τήν φωτίζουν. Αὐτό θά τό δείξουμε μέ ὁρισμένα παραδείγματα ἀπό τίς ἀκολουθίες τοῦ Τριωδίου.

Στήν δ΄ Ὠδή τοῦ Μεγάλου Κανόνα κατά τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς μᾶς ἔδωσε θεωρία γιά ἐγρήγορση καί αὐτοκριτική μέ τό τροπάριο:
«Γρηγόρησον, ὦ ψυχή μου, ἀρίστευσον ὡς ὁ μέγας ἐν Πατριάρχαις, ἵνα κτήσῃ πρᾶξιν μετὰ γνώσεως, ἵνα χρηματίσῃς νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν, καὶ φθάσῃς τὸν ἄδυτον γνόφον ἐν θεωρίᾳ, καὶ γένῃ μεγαλέμπορος».

Μένε ἄγρυπνη, ψυχή μου! Ὅπως ὁ μεγάλος Πατριάρχης [Ἰακώβ], δεῖξε ἀνδρεία γιὰ ν᾿ ἀποχτήσῃς πράξη μαζί μέ γνώση. Γιὰ νὰ γίνῃς νοῦς ποὺ βλέπει τὸν Θεό. Νὰ μπῇς στὸν ἄδυτο γνόφο μὲ θεωρία κι ἔτσι νὰ γίνῃς ἔμπορος μεγάλων δωρεῶν.

Οὐσιαστικά ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ ποιητής τοῦ Μ. Κανόνα, καταγράφει τίς δικές του θεωρίες καί μᾶς τίς προσφέρει γιά νά τίς κάνουμε καί δικές μας. Βάζει τόν ἑαυτό του ἀπέναντι στόν Ἰακώβ καί τόν κρίνει μελετώντας τήν ἀνδρεία του καί τήν ὑψηλή γνώση στήν ὁποία ἔφτασε μέ πράξεις, πού ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐγρήγορσής του. Σέ ἄλλο τροπάριο βάζει ἐμπρός του τόν Ἠσαῦ. Γράφει:
«Ἠσαῦ τὸν μεμισημένον ζηλοῦσα, ψυχή, ἀπέδου τῷ πτερνιστῇ σου τὰ τοῦ πρώτου κάλλους πρωτοτόκια, καὶ τῆς πατρικῆς εὐχῆς ἐξέπεσας, καὶ δὶς ἐπτερνίσθης, ἀθλία, πράξει καὶ γνώσει· διὸ νῦν μετανόησον».

Τὸν μισημένο Ἠσαῦ, ψυχή μου, θέλοντας νὰ μιμηθῇς, πρόσφερες σ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ ξεγέλασε τὰ ἀρχικὰ ὡραῖα πρωτοτόκια. Στερήθηκες τὴν πατρικὴ εὐλογία. Δυὸ φορές, ἄθλια, ξεγελάστηκες, στὴν πράξη καὶ στὴν γνώση. Γι᾿ αὐτὸ τώρα μετανόησε.

Ἡ μετάνοια ὀφείλεται γιά ἁμαρτήματα (ἀπό παραπλάνηση τοῦ διαβόλου) πού ἔχουν σχέση μέ τίς πράξεις μας, ἀλλά καί μέ τήν γνώση μας. Δέν ἀρκοῦν μόνον οἱ ὀρθές ἐξωτερικές πράξεις. Πρέπει ὁ νοῦς μας νά εἶναι προσηλωμένος καί στήν ἁπλή ἀκίβδηλη γνώση τῆς ὀρθῆς πίστης.

Στόν Ὄρθρο τῆς Πέμπτης, τῆς Β΄ Ἑβδομάδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἀκοῦμε τό συνοπτικότατο, ἀλλά πλούσιο σέ νόημα τροπάριο:
«Νήστευσον, ψυχή, ἀκρασίαν βρώσεως, τρύφησον καλῶν θεωρίαις, ἵνα τῆς ἄνω τραπέζης τύχῃς».

Ὁ ὑμνογράφος βλέπει τήν νηστεία ὡς πράξη τῆς ψυχῆς· «Νήστευσον, ψυχή, ἀκρασίαν βρώσεως». Τό σῶμα χρειάζεται τήν «βρώση» τῆς ἀναγκαίας τροφῆς.

Τό πρόβλημα τῆς «ἀκρασίας» δημιουργεῖται ἀπό τήν ψυχή, ὅταν κολλᾶ μέ τήν ἐπιθυμία της στήν ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν τροφῶν· στήν γεύση τους καί τήν πλησμονή τους καί ὄχι στήν ἁπλή μετάληψη τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ἡ ψυχή πρέπει νά «τρυφᾶ», νά ἀπολαμβάνῃ «θεωρίες καλῶν», δηλαδή νά ἀπολαμβάνῃ πνευματικά νοήματα καί εἰκόνες πού ἀναβάζουν τόν νοῦ στό Θεό. Γι’ αὐτό πρέπει νά ξεκολλήσῃ τήν ἐπιθυμία της ἀπό τήν «ἀκρασίαν» τῆς «βρώσεως».

Ἡ ἀποχή ἀπό τήν «ἀκρασίαν» τῆς «βρώσεως» καί ἡ «τρυφή» στίς θεωρίες τῶν καλῶν ἐπιτυγχάνεται μέ ὁρισμένες βοηθητικές πράξεις, δηλαδή μέ ἐνέργειες πού μᾶς βγάζουν ἀπό τήν φιλαυτία καί μᾶς ἀνοίγουν στήν συμπάθεια αὐτῶν πού ἔχουν ἀνάγκες, ὑλικές ἤ ψυχικές. Γι’ αὐτό στήν ἴδια ἀκολουθία μέ τροπάριο τῶν ἀποστίχων ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νά συνδέσουμε τήν νηστεία μέ τήν ἐλεημοσύνη.

«Μετανοίας ὁ καιρός, καὶ ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐὰν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιΐαν· οὐδὲν γὰρ οὕτω σῴζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων, ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τὸν ἄνθρωπον· Αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδὲν ἴσον· ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει, σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Οἱ ὀκτώ πνευματικές θεωρίες κατά τόν ὅσιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό

Ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή ἡ θεωρία εἶναι εὐρεία ἔννοια, ἔχει μάλιστα πολλούς βαθμούς, πού εἶναι ἀνάλογοι μέ τήν πνευματική ἡλικία τοῦ κάθε Χριστιανοῦ. Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός βλέπει στίς πνευματικές θεωρίες ὀκτώ βαθμούς. Λέει συγκεκριμένα:

Οἱ πνευματικές θεωρίες εἶναι ὀκτώ: οἱ ἑπτά εἶναι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνῷ ἡ ὀγδόη εἶναι ἐργασία τοῦ μελλοντικοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ.
Πρώτη λοιπόν εἶναι ἡ γνώση τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν τοῦ βίου καί ἡ λύπη γιά κάθε ζημία πού ἔπαθε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν ἁμαρτία.
Δεύτερη, ἡ γνώση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ.
Τρίτη, ἡ γνώση τῶν πρίν ἀπό τόν θάνατο καί τῶν μετά τόν θάνατο δεινῶν, ὅπως ἀναφέρονται μέσα στίς θεῖες Γραφές.
Τέταρτη, ἡ μελέτη τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν μαθητῶν Του στόν κόσμο αὐτό, καί τῶν ἔργων καί τῶν λόγων τῶν λοιπῶν ἁγίων μαρτύρων καί ὁσίων πατέρων.
Πέμπτη, ἡ γνώση τῆς φύσεως καί τῆς μεταβολῆς τῶν πραγμάτων.
Ἕκτη, ἡ θεωρία τῶν ὄντων, δηλαδή ἡ γνώση καί κατανόηση τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ.
Ἕβδομη, ἡ κατανόηση τῶν νοητῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ.
Ὄγδοη, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού λέγεται Θεολογία.

Σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό ἀπό τίς ὀκτώ παραπάνω θεωρίες οἱ τρεῖς πρῶτες ἁρμόζουν στόν πρακτικό, δηλαδή σ’ αὐτόν πού ἀσχολεῖται μέ τήν «πράξη», τήν κάθαρση ἀπό τά ψεκτά πάθη, τήν ὑπέρβαση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, ὥστε νά μπορέσῃ μέ πολλά καί πικρά δάκρυα, πού προκαλοῦνται ἀπό τίς θεωρίες αὐτές, νά καθαρίσῃ τήν ψυχή του ἀπό ὅλους τούς μολυσμούς τῶν παθῶν. Σέ αὐτό τό ἐπίπεδο εἶναι σαφές ὅτι οἱ «θεωρίες» ἐμπνέουν «πράξεις» μετανοίας, πού καθαρίζουν τήν ψυχή.

Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν «θεωριῶν» καί τῶν «πράξεων» εἶναι ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί κατά τήν ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ νά ὁδηγεῖται καί στίς ὑπόλοιπες πέντε θεωρίες, στούς ὑπόλοιπους ὑψηλότερους πέντε βαθμούς θεωρίας, πού ἁρμόζουν στόν θεωρητικό, δηλαδή στόν γνωστικό, σ’ αὐτόν πού φωτιζόμενος ἀποκτᾶ ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῶν θείων, καί ὁ ὁποῖος χωρίς ἰδιαίτερο κόπο φυλάει καλά καί ἐκτελεῖ πάντοτε ὅλες τίς σωματικές καί ψυχικές πράξεις, πού ὁρίζονται ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.

Δύο ὑποδείγματα πνευματικῶν θεωριῶν

Θά δοῦμε στήν συνέχεια δύο ὑποδείγματα πνευματικῆς θεωρίας, ἕνα ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή καί ἕνα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ τό πήραμε ἀπό τό ἔργο του: Πρός Θαλάσσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί θά τό παρουσιάσουμε ἀρκετά ἁπλοποιημένο καί σέ μιά μόνο πτυχή του.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος μελετᾶ ἀναγωγικά στίχους ἀπό τήν Α΄πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου. Ἐδῶ θά δοῦμε μιά πτυχή τῆς ἀναγωγικῆς ἑρμηνείας του στούς στίχους 4 καί 5 ἀπό τό 11ο κεφάλαιο, οἱ ὁποῖοι λένε: «Πᾶς ἀνὴρ προσευχόμενος ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν ἑαυτῆς· ἓν γάρ ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ τῇ ἐξυρημένῃ».

Στήν «θεωρία» τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἀνήρ εἶναι ὁ νοῦς, εἴτε ὁ πρακτικός, εἴτε αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ τήν φυσική θεωρία, εἴτε ὁ νοῦς πού ἔφθασε στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γυναῖκα αὐτοῦ τοῦ νοῦ στήν πρώτη περίπτωση εἶναι ἡ «ἕξις τῆς πράξεως», στήν δεύτερη ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία ἀπό ὅλα τά αἰσθητά «τούς ἐν αὐτοῖς θειοτέρους ἀναλέγεται λόγους» καί στήν τρίτη ἡ διάνοια, ἡ καθαρή ἀπό κάθε αἰσθητή φαντασία, ἡ ὁποία δέχεται τούς ἀναπόδεικτους λόγους περί τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά τούς ἐπεξεργάζεται.

Θά δοῦμε, λοιπόν, πολύ σύντομα πῶς βλέπει ἀναγωγικά ὁ ἅγιος Μάξιμος αὐτόν τόν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου γιά τήν πρώτη συζυγία, τοῦ «πρακτικοῦ νοῦ», ὡς ἀνδρός, μέ τήν «ἔξη τῆς πράξεως», ὡς τῆς συζύγου του.

«Πρακτικός νοῦς» εἶναι αὐτός πού ἀγωνίζεται νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τά πάθη. Αὐτός ἔχει ὡς κεφαλή του «τόν λόγο τῆς πίστεως», τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, «πρός ὄν ὡς Χριστόν ἀφορῶν», προσηλωμένος, δηλαδή, στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ὡς νά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, οἰκοδομεῖ τήν ζωή του. Ἐπαναλαμβάνουμε: Ὁ «πρακτικός νοῦς» ἔχει μπροστά του τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὡς αὐτόν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Τίς ἐντολές Του τίς φοβᾶται, τίς σέβεται, ἀλλά καί τίς ἀγαπᾶ σάν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Μέ τίς πράξεις πού ὁρίζουν οἱ ἐντολές Του οἰκοδομεῖ ὅλο τόν βίο του. Αὐτός ὁ νοῦς, αὐτός ὁ «ἀνήρ», πάνω ἀπό τήν κεφαλή του, πάνω, δηλαδή ἀπό «τόν λόγο τῆς πίστεως» δέν βάζει τίποτε ἀπό τά πρόσκαιρα καί λυόμενα· οὔτε φιλοσοφίες, οὔτε σκοπιμότητες, οὔτε θεολογίες τῶν παθῶν. Τιμᾶ τήν κεφαλή του ἔχοντάς την μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀκάλυπτη.

Σύζυγος αὐτοῦ τοῦ νοῦ εἶναι ἡ «ἕξις τῆς πράξεως», ἡ συνήθειά μας σέ συγκεκριμένες πράξεις. Γιά νά εἶναι καλές οἱ συνήθειες τῶν πράξεών μας, θά πρέπει ἡ κεφαλή αὐτῆς τῆς συζύγου τοῦ «πρακτικοῦ νοῦ» νά εἶναι καλυμμένη. Κεφαλή αὐτῆς τῆς συζύγου τοῦ «πρακτικοῦ νοῦ» (τῆς «ἕξεως τῆς πράξεως») εἶναι ὁ νοῦς ὡς λογική. Ἡ λογική θά πρέπει νά κατευθύνῃ τίς πράξεις μας. Θά πρέπει, λοιπόν, ἡ λογική μας νά εἶναι «καλυμμένη» μέ πρακτικούς καλούς λογισμούς καί μέ εὐπρεπῆ ἤθη. Νά εἶναι γεμάτη ἀπό τίς διδασκαλίες τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Μέ τέτοιους ὑγιεῖς λογισμούς καλυμμένη τήν λογική κεφαλή αὐτῆς τῆς «ἕξεως», δέν ντροπιάζει τόν σύζυγό της «πρακτικό νοῦ». Ἄν εἶναι ἀκάλυπτη ἀπό λογισμούς πού ἐμπνέονται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα πράγμα μέ τήν «ἐξυρημένην».

Ἐδῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι ἡ μελέτη τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ («ἀφορῶντες» στόν Χριστό) καί ὅλες οἱ ἀσκήσεις μας σέ πνευματικές θεωρίες πρέπει νά διακρίνονται ἀπό δύο πράγματα: Πρῶτον, νά μήν ἀναμιγνύουν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ μέ διδασκαλίες ἀνθρώπων, μέ ἀνυπόστατες φαντασίες, σκοπιμότητες καί πάθη. Καί δεύτερον, πρέπει νά γεμίζουν τήν διάνοια μέ καλούς λογισμούς, μέ δόγματα ζωῆς εὐσεβῆ, πού θά δημιουργοῦν καλές ἕξεις, καλές συνήθειες, ὥστε τό καλό νά εἶναι, χωρίς ἀμφιταλάντευση, αὐθόρμητη πράξη, ἁπλή φυσική καθημερινή κίνηση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.

Θά κλείσουμε μέ ἕνα δεύτερο ὑπόδειγμα θεωρίας εἰλημμένο ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ Ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Δέν θά ἀναφερθοῦμε στά πολλά περί πράξεως καί θεωρίας πού ἀναπτύσσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στίς πολλές συγγραφές του, ἀλλά σέ ἕνα λόγο του πού ἐκφώνησε, «περί νηστείας», στήν Θεσσαλονίκη, πιθανῶς τήν πρώτη ἤ σέ μιά ἀπό τίς πρῶτες μέρες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

Σ’ αὐτόν τόν λόγο ἐπισημαίνει στούς Θεσσαλονικεῖς τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ὁ πονηρός ἀχρειώνει τήν νηστεία. Εἶχε μπροστά του ἀνθρώπους πού νήστευαν. Τούς λέει, λοιπόν, ὅτι ἡ νηστεία δέν ἀχρειώνεται μόνον ἀπό τήν πλησμονή τῶν τροφῶν, ἀλλά καί ἀπό τήν πλησμονή «τῆς εἰς τόν πλησίον ὀργῆς καί μίσους καί μνησικακίας, καί τῶν ἀπό τούτων τικτομένων κακῶν». «Ἀλλ’ ἐμεῖς», τούς λέει, «νά ἀφήνουμε τά παραπτώματα τῶν ἄλλων».

Ἡ νηστεία, τούς λέει ἐπίσης, ἀχρειώνεται ἀπό τήν φαρισαϊκή οἴηση, ἀπό τήν ψευδαίσθηση ὅτι εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καθαροί. Ἀκόμη τούς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ νηστεία ἀχρειώνεται (γίνεται ἀκερδής), ὅταν τήν τηροῦμε ἀπό κενοδοξία μεθ’ ὑποκρίσεως. Θυμίζει, λοιπόν, στούς Θεσσαλονικεῖς καί τό «ἄλειψέ σου τήν κεφαλήν» γιά τήν νηστεία καί τό «Εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖον σου» γιά τήν προσευχή, ἡ ὁποία πρέπει νά συνοδεύῃ τήν νηστεία.

Εἰδικά γιά τό «εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖον σου», ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέει, ὅτι ὁ Χριστός δέν τό εἶπε γιά νά ἐγκαταλείψουμε τίς συνάξεις, τίς προσευχές καί τίς ψαλμωδίες στό Ναό. Τό εἶπε γιά κάποιους ὑψηλότερους λόγους, πού δέν ἐπιτρέπει ὁ καιρός νά τούς ποῦμε τώρα, (ἐννοεῖ νοήματα πού δέν ἄντεχαν οἱ ἀκροατές του), τό εἶπε ὅμως καί διότι ἡ κατά μόνας προσευχή στό σπίτι, καί μέσα στό ἰδιαίτερο δωμάτιό μας ἐνισχύει τήν προσευχή πού κάνουμε στόν Ναό, ὅπως καί ἡ ἐσωτερική προσευχή πού γίνεται στήν διάνοιά μας ἐνισχύει αὐτή πού γίνεται μέ τά χείλη. Καί συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Διότι ἐκεῖνος πού θέλει νά προσεύχεται τότε μόνο, ὅταν ἔλθῃ στό ναό τοῦ Θεοῦ, καί δέν φροντίζει καθόλου γιά τήν προσευχή στό σπίτι του, [ἀλλά] καί στούς δρόμους καί στίς ἀγορές, στήν πραγματικότητα δέν προσεύχεται οὔτε ὅταν βρίσκεται στόν ναό τοῦ Θεοῦ.

Αὐτά δείχνει κι ἐκεῖνος [ὁ Ψαλμωδός], ὁ ὁποῖος ἀφοῦ εἶπε: “ἑτοίμη ἡ καρδία μου ὁ Θεός”, πρόσθεσε “ἄσομαι καί ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου”».

Τά παραπάνω μᾶς ἐπισημαίνουν τήν μεγάλη σημασία πού ἔχει ἡ «ἑτοιμασία τῆς καρδιᾶς». Μᾶς λένε μέ πολλή σαφήνεια ὅτι ἡ θεωρία, ἐν ἡσυχίᾳ πολλῇ, μέ ὑλικό τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, τίς πρακτικές διδασκαλίες καί τά δόγματα τῆς πίστεως ἑτοιμάζει τήν καρδιά μας, κατά τό «ἑτοίμη ἡ καρδία μου ὁ Θεός», ὥστε νά γίνουμε ἱκανοί νά προσευχηθοῦμε κατ’ ἰδίαν στό «ταμιεῖον» μας καί κατόπιν νά ὑμνήσουμε εὐχαριστιακά τόν Θεό στόν Ναό, ἀλλά καί σέ πάντα τόπο· νά Τόν δοξολογήσουμε ἐν ἔργοις καί λόγοις, νά Τόν δοξολογήσουμε μέ τά ἔργα πού ἐμπνέει ἡ πίστη στόν Χριστό καί μέ τά λόγια πού μεταφέρουν τό Πνεῦμα Του.

Εἴθε, μέ εὐσεβεῖς πράξεις καί θεωρίες, ἐκμεταλλεύομενοι τίς συνάξεις καί τίς τελετές τῆς Ἐκκλησίας, τόν πλοῦτο τῆς θεολογίας καί τῆς λογικῆς λατρείας της, ἐκκλησιαζόμενοι, νά αἰσθανθοῦμε κάποτε, ἤ μᾶλλον νά αἰσθανόμαστε συνεχῶς, ὡς δικό μας λόγο, τόν λόγο τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ: «ἑτοίμη ἡ καρδία μου ὁ Θεός». Ἀμήν.