Skip to main content

Κύριο Θέμα: Ἐντυπώσεις ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο

Συνέντευξη σέ Ρωσικό Κανάλι

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Τόν Ἰούλιο τοῦ 2017, ἦρθαν στήν Ναύπακτο δύο Ρῶσοι, δημοσιογράφος (Κατερίνα Τσβέκοβα) καί εἰκονολήπτης, γιά νά συνομιλήσουν μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ. Ἱερόθεο γιά τόν ἀείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο (Σαχάρωφ) γιά τίς ἀνάγκες ἑνός ντοκυμαντέρ. Μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ Σεβασμιώτατος ἔδωσε μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα συνέντευξη, τό κείμενο τῆς ὁποίας, ἀπομαγνητοφωνημένο, δημοσιεύουμε κατωτέρω.

*

Κύριο Θέμα: Ἐντυπώσεις ἀπό τόν Γέροντα ΣωφρόνιοἜγραψα πολλά βιβλία καί γράφω πάντοτε, ὅταν τά ἀγαπήσω. Ὅταν ἀγαπήσω ἕνα θέμα, τότε γράφω. Κάνω περίπου σάν τήν γυναίκα ἡ ὁποία συλλαμβάνει. Πρῶτα τό συλλαμβάνω, τό ἀγαπάω, τό κυοφορῶ καί μετά τό γράφω. Κάθε βιβλίο μου εἶναι κυοφορία, γέννηση, πόνεσα πολύ γιά νά τό γράψω. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό βιβλίο πού ἔγραψα γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο, μέ τίτλο «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ».

 

1. Ἐρώτηση: Δέσποτα, περισσότερα ἀπό 41 χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τήν πρώτη σας συνάντηση μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Θυμᾶστε ἀκριβῶς πῶς τόν γνωρίσατε;

Ἀπάντηση: Πρῶτα πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι πράγματι ἀπό τότε ἔχουν περάσει 41 χρόνια. Ἡ πρώτη συνάντηση τήν ὁποία εἶχα μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἦταν τό 1976, σέ μία πάρα πολύ δύσκολη περίοδο γιά τήν ζωή μου. Τότε ἦταν ἡ πρώτη συνάντηση καί τήν θυμᾶμαι πάρα πολύ ἔντονα. Βέβαια, θέλω νά πῶ ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ συνάντηση, ἄλλο εἶναι ἡ γνωριμία. Μπορεῖ κανείς νά συναντήση ἕναν ἄνθρωπο τήν πρώτη φορά, ἀλλά νά μήν τόν γνωρίση καί χρειάζεται πάρα πολύς κόπος καί πολλά χρόνια γιά νά μπορέση νά γνωρίση κανείς ἕναν ἄνθρωπο, πολύ περισσότερο τόν Γέροντα Σωφρόνιο.

Μπορῶ, λοιπόν, νά πῶ ὅτι ἡ πρώτη συνάντηση ἔγινε τό 1976, πολύ σημαντική γιά μένα, καί ἀπό τότε πέρασαν 41 χρόνια. Ὅσο ζοῦσε, πήγαινα σχεδόν κάθε καλοκαίρι καί τόν ἔβλεπα καί εἴχαμε διαρκῆ ἐπικοινωνία. Διάβαζα τά κείμενά του καί ἀκόμη δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι τόν γνώρισα. Ἔτσι, ἄλλο εἶναι ἡ συνάντηση, ἄλλο εἶναι ἡ γνωριμία. Καί νομίζω ὅτι ὅσο περνοῦν τά χρόνια καί μετά τήν κοίμησή του καί διαβάζω τά κείμενά του τόσο καί τόν γνωρίζω ἀκόμη καλύτερα.

Ἐάν θέλετε νά σᾶς πῶ πῶς αἰσθάνθηκα τήν πρώτη φορά πού τόν συνάντησα, μπορῶ νά χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα. Τό πρῶτο παράδειγμα, ὅτι ἦταν ἕνας πυρηνικός ἀντιδραστήρας, ὁ ὁποῖος ἔχει μία ἁπλότητα ἐξωτερικά, δέν βλέπει κανείς τίποτε μηχανήματα καί τίποτε ἄλλο, ἀλλά μέσα του ἀναπτύσσονται πάρα πολλές δυνάμεις. Ἔτσι αἰσθάνθηκα τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Καί τό δεύτερο παράδειγμα πού μπορῶ νά σᾶς πῶ εἶναι ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὅπως ἐγώ τόν εἶδα, ἦταν σάν ἕνα πολύ μεγάλο ἡφαίστειο, πού πρίν ἐκραγῆ τό ἡφαίστειο τό βλέπει κανείς σέ μιά ἠρεμία, δέν διακρίνει κάτι σημαντικό καί κάτι οὐσιαστικό, ἀλλά ὅταν ἐκρήγνυται καί βγαίνουν ὅλα ὅσα εἶναι ἐσωτερικά, τότε προκαλεῖ φόβο, ἀλλά συγχρόνως καί ἔκσταση.

Νομίζω ὅτι μέσα ἀπό αὐτά τά δύο παραδείγματα μπορῶ νά σᾶς πῶ πῶς γνώρισα τόν Γέροντα καί ποιά εἶναι ἡ δική μου ἐντύπωση γιά αὐτόν. Ἦταν ἕνας μεγάλος πυρηνικός ἀντιδραστήρας πού δέν μπορεῖ νά μετρηθῆ μέ τά συμβατικά θερμόμετρα πού μετρᾶμε τόν πυρετό τοῦ σώματός μας. Ἐκεῖ μέσα στόν πυρηνικό ἀντιδραστήρα ἀσκοῦνται ὑψηλές θερμοκρασίες καί ἐπίσης ἦταν ἕνα πνευματικό μεγαλειῶδες ἡφαίστειο.

 

 

2. Ἐρώτηση: Πάντα λέτε ὅτι ἡ συνάντησή σας μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο εἶναι τό θαυμαστό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;

Ἀπάντηση: Αἰσθάνομαι τόν Γέροντα σάν μία μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί δοξάζω τόν Θεό διότι τόν γνώρισα. Τόν εἶδα καί τόν γνώρισα σέ μία πολύ δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μου, ὅταν ἀναζητοῦσα νά βρῶ ἕναν ἄνθρωπο πού θά συνδέη τρία διαφορετικά πράγματα. Μέχρι τότε διάβαζα τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤξερα τί θά πῆ Ὀρθόδοξη θεολογία. Ἐπίσης, πήγαινα στό Ἅγιον Ὄρος καί γνώρισα τί θά πῆ ἡσυχασμός. Γνώρισα ἁγίους ἀσκητές μοναχούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά ζοῦσαν τόν ἡσυχασμό στήν πράξη. Ἀκόμη γνώρισα καί ἁγίους Κληρικούς πού ἐργάζονται στόν κόσμο, ὅπως τόν Γέροντά μου, τόν Μητροπολίτη Καλλίνικο, μέ τόν ὁποῖο ζοῦσα μέσα στήν Μητρόπολη. Ἄρα γνώρισα τρεῖς διαφορετικούς ἀνθρώπους πού ἀσκοῦσε ὁ καθένας τους μία διαφορετική διακονία. Γνώρισα, δηλαδή, τήν θεολογία στό Πανεπιστήμιο, γνώρισα τόν ἡσυχασμό στό Ἅγιον Ὄρος καί γνώρισα καί τήν ποιμαντική καθοδήγηση καί τήν ποιμαντική δράση καλῶν Κληρικῶν. Ἀλλά ἀναζητοῦσα ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος νά ἔχη καί τά τρία αὐτά: Νά ἔχη καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νά ἔχη καί τήν ἡσυχαστική παράδοση καί ζωή καί νά εἶναι πνευματικός πατέρας στόν κόσμο, γιά νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό συνάντησα καί τό γνώρισα στόν Γέροντα Σωφρόνιο.

Ὁπότε, νά σᾶς πῶ ἐγώ πῶς κατάλαβα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού μέ ὁδήγησε νά δῶ αὐτόν τόν μεγάλο Γέροντα καί θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ὅτι βρῆκα ἕναν ζωντανό θεολόγο, ἕναν ἐμπειρικό θεολόγο. Ξέρουμε ἀπό τά Πανεπιστήμια ὅτι ὑπάρχει μία ἀκαδημαϊκή θεολογία, σεβαστή κατά τά ἄλλα, πού ἐρευνᾶ καί μελετᾶ τά κείμενα τῶν Πατέρων ἀπό φιλολογικῆς πλευρᾶς, ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς καί ἀπό φιλοσοφικῆς πλευρᾶς, σεβαστά ὅλα αὐτά. Αὐτή εἶναι μία ἀκαδημαϊκή λογική θεολογία. Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη θεολογία, ἡ ὁποία εἶναι πρωτογενής θεολογία, εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία. Δέν εἶναι μία θεολογία τῶν βιβλιοθηκῶν.

Ἔτσι, λοιπόν, ὅταν συνάντησα τόν Γέροντα, αἰσθάνθηκα μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιατί μέ ὁδήγησε σέ ἕναν ἐμπειρικό καί ζωντανό θεολόγο. Θά ἔλεγα ἀκόμη περισσότερο, ὅτι ἄλλο εἶναι νά διαβάζη κανείς τά κείμενα τῶν Πατέρων καί ἄλλο νά βλέπη ἕναν ζωντανό θεολόγο. Ἄλλο νά διαβάζη κανείς τά κείμενα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί ἄλλο νά γνωρίζη αὐτόν τόν ἴδιο πού ἔγραψε τά κείμενα αὐτά. Αὐτό, βέβαια, συμβαίνει σέ κάθε ἕναν. Ἄλλο νά διαβάζης καί νά μελετᾶς ἕνα ἔργο κάποιου καλλιτέχνη, κάποιου ζωγράφου, κάποιου θεολόγου πού γράφει βιβλία καί ἄλλο νά συναντᾶς τόν ἴδιο τόν καλλιτέχνη καί συγγραφέα. Αὐτό ἔχει μία ἄλλη ἐσωτερική ἔκρηξη καί μία ἄλλη ἐσωτερική γνώση. Γι' αὐτό καί τό αἰσθάνομαι ὡς μεγάλο ἔλεος καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ μένα.

 

 

3. Ἐρώτηση: Περιγράφετε στό βιβλίο σας τόν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἕνα ἁπλό ἄτομο στήν καθημερινή του ἀνθρώπινη ζωή. Ἴσως ὑπάρχει κάτι γιά τό ὁποῖο δέν ἔχετε γράψει; Πῶς ἦταν ὁ Γέροντας, πῶς τόν βρήκατε, πῶς τόν εἴδατε, πῶς τόν βλέπατε;

Ἀπάντηση: Ὅταν πῆγα στό Μοναστήρι τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας καί συνάντησα τήν πρώτη φορά τόν Γέροντα, καί κάθε φορά πού πήγαινα, τόν ἔβλεπα μέ μία ἁπλότητα. Ὁ ἴδιος δέν ἤθελε, ὅταν ἔρχονταν οἱ ἐπισκέπτες, νά τόν ἐκλαμβάνουν ὡς ἅγιο. Ὅταν αἰσθανόταν ὅτι κάποιος στεκόταν ἀπέναντί του μέ σεβασμό θεωρώντας ὅτι αὐτός εἶναι ἅγιος, αὐτό τό αἰσθανόταν σάν φρίκη. Ἔτσι εἶχε μία ἁπλότητα.

Καί ἐγώ τόν αἰσθάνθηκα τόν Γέροντα ἐξωτερικά ὡς ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο. Στήν καθημερινή του ζωή, δηλαδή ἦταν μαζί μας στήν Λειτουργία, ἦταν μαζί μας στήν καθημερινή προσευχή, ἦταν μαζί μας στήν τράπεζα, συμπεριφερόταν ἄνετα πρός ὅλους μέ μία ἁπλότητα, ἐξωτερική ἁπλότητα. Εἶχε ὅμως ἕνα ἐσωτερικό μεγαλεῖο τό ὁποῖο γιά νά μπορέση κανείς νά τό καταλάβη θά ἔπρεπε νά σπάση τήν ἐξωτερική ἁπλότητα, νά προσπεράση μερικά πράγματα τά ὁποῖα ἐνδεχομένως τόν σκανδάλιζαν. Καί ἦταν τόσο ἁπλός ἐξωτερικά στήν συμπεριφορά του πού ἔλεγες: «Αὐτός εἶναι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος;».

Ὅ,τι ἔχω αἰσθανθῆ μέ τήν συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο τό ἔχω γράψει. Φυσικά θά ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά τά ὁποῖα θά μποροῦσε κανείς νά γράψη. Ὑπάρχουν πάρα πολλά γεγονότα καί συναισθήματα, καρδιακά συναισθήματα, τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά γραφοῦν σέ ἕνα χαρτί. Τό μαρτύριο ἑνός συγγραφέα καί ἑνός καλλιτέχνη εἶναι, ὅταν αὐτά πού ξέρει δέν μπορεῖ ὅλα νά τά καταγράψη. Ὁπότε, αὐτά τά ὁποῖα ἔγραψα ἦταν μία πλευρά τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα Σωφρονίου, ὅπως ἐγώ τήν εἶδα.

Ἐάν ρωτήσετε μοναχούς οἱ ὁποῖοι εἶναι στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ, θά σᾶς ποῦν καί τήν δική τους ἐμπειρία. Ἐάν ρωτήσετε ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι συνάντησαν τόν Γέροντα Σωφρόνιο, θά σᾶς ποῦν καί τήν δική τους ἐμπειρία. Κάθε ἕνας ἀπό τούς χιλιάδες καί τά ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων πού συνάντησαν τόν Γέροντα Σωφρόνιο θά μποροῦσαν νά γράψουν χιλιάδες βιβλία.Ἦταν ἕνας πυρηνικός ἀντιδραστήρας, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἀπό τόν ὁποῖο ἔπαιρνε κανένας ὅ,τι χρειαζόταν γιά τήν δική του ζωή. Καί ἔτσι μπορῶ νά πῶ ὅτι ἔγραψα αὐτό τό βιβλίο, περίπου 500 σελίδες, ἀλλά δέν μπορῶ ποτέ νά καταγράψω σέ ἕνα βιβλίο καί σέ ἄλλα βιβλία ἐκεῖνα τά ὁποῖα αἰσθάνθηκα μέ τήν συνάντηση μαζί του.

 

 

4. Ἐρώτηση: Ἀναφέρετε στό βιβλίο σας ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν περιπάτων μέ τόν Γέροντα σᾶς ἔλεγε πολλά πράγματα συμπεριλαμβανομένων τῶν συμβουλῶν γιά τήν ἐκπαίδευση τῆς νεολαίας. Τί ἀκριβῶς σᾶς ἔλεγε γιά τό θέμα αὐτό, γιά τήν νεολαία;

Ἀπάντηση: Θά μοῦ μείνουν ἀξέχαστοι οἱ περίπατοι πού εἶχα μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Βεβαίως, ἡ συνομιλία τήν ὁποία εἶχα μαζί του γινόταν σέ διάφορους τόπους. Ὅταν ἤθελα νά κάνω μία σοβαρή συζήτηση, μέ καλοῦσε στό γραφεῖο καί ἐκεῖ τόν ρωτοῦσα διάφορα θέματα. Ὅταν ἤθελα νά ἐξομολογηθῶ, πήγαινα στόν χῶρο πού ἐξομολογοῦσε. Ὅταν ἤθελε ὁ ἴδιος, κάθε ἀπόγευμα καί σάν ἄσκηση νά κάνη περίπατο - ἔξω ἀπό τήν Μονή ὑπάρχει ἕνα δρομάκι -, τότε ἤ φώναζε κάποιον πού ἤθελε νά συζητήση μαζί του ἢ ὅποιον ἔβρισκε στόν δρόμο ἢ ἐγώ ἐπεδίωκα κάτι τέτοιο, γιατί ἤξερα περίπου τήν ὥρα πού θά ἔβγαινε καί ἐπεδίωκα νά εἶμαι ἐκεῖ γιά νά τόν συναντήσω. Καί κάναμε περιπάτους.

Μοῦ ἔλεγε πολλές φορές: «Πᾶμε νά κάνουμε ἕναν περίπατο, γιά νά γίνουμε περιπατητικοί φιλόσοφοι». Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρχε μία κατηγορία φιλοσόφων πού λέγονταν περιπατητικοί φιλόσοφοι, περπατοῦσαν καί φιλοσοφοῦσαν. Ἀλλά φυσικά δέν κάναμε φιλοσοφία, κάναμε θεολογία.

Οἱ μεγαλύτερες συζητήσεις πού κάναμε μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἦταν αὐτές οἱ ἀνεπιτήδευτες, οἱ ἁπλές συζητήσεις, πού κάναμε κατά τήν διάρκεια τῶν περιπάτων. Ἦταν δεξιά του ὁ Ἡγούμενος, ὁ π. Κύριλλος, ἀριστερά ἐγώ, καί ἐπειδή δέν εἶχε καλή εὐστάθεια στό σῶμα του, κρατοῦσε ἐμένα ἀπό τό ἕνα χέρι, τόν Ἡγούμενο ἀπό τό ἄλλο χέρι καί πηγαίναμε οἱ τρεῖς. Ἕνα καταπληκτικό τρίο θά λέγαμε, καί συζητούσαμε. Φυσικά σπάνια ρωτοῦσα τόν Γέροντα, ἀλλά πάντοτε τόν ἄφηνα νά ὁμιλῆ ἐκεῖνος καί, ὡς προφήτης πού ἦταν, πάντα καταλάβαινε αὐτό τό ὁποῖο ἐγώ ἀναζητοῦσα καί ἤθελα.

Ἔτσι μιλοῦσε καί γιά τούς νέους. Ἀγαποῦσε πάρα πολύ τούς νέους. Γιατί; Διότι καί αὐτός ἀπό τήν νεανική του ζωή πέρασε δύσκολες στιγμές. Ξέρουμε ὅτι οἱ νέοι ἔχουν ὑπαρξιακά ἐρωτήματα, ὅπως: Γιατί γεννήθηκα, γιατί γεννήθηκα μέ αὐτόν τόν τρόπο, τί εἶναι ἡ ζωή, γιατί νά ὑπάρχη ὁ θάνατος, τί γίνεται μετά τόν θάνατο. Εἶναι τά περίφημα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Τέτοια ἐρωτήματα εἶχε καί ὁ ἴδιος κατά τήν πρώϊμη νεότητά του. Ἐπειδή στήν Ρωσία στήν μικρή του ἡλικία εἶχε προηγηθῆ ὁ Α' Παγκόσμιος Πόλεμος καί μετά ἡ Ρωσική Ἐπανάσταση καί ἔβλεπε νά σκοτώνωνται χιλιάδες νέοι στίς μάχες, καί ἐκεῖνον τόν ἀπασχολοῦσε αὐτό τό ὑπαρξιακό ἐρώτημα: Εἶμαι αἰώνιος ἢ θά ὁδηγηθῶ στό σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας; Εἶναι ἕνα ἔντονο ὑπαρξιακό ἐρώτημα, τό ὁποῖο συνδεόταν καί μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου.

Ξέρουμε ἀπό τήν σύγχρονη φιλοσοφία ὅτι οἱ νέοι ἔχουν μέσα τους ἀνεπτυγμένο ὄχι τό ὑπαρξιακό ἐρώτημα τῆς ζωῆς, ἀλλά καί αὐτό πού συνδέεται μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου. Καί ἐπειδή πέρασε ὅλη αὐτήν τήν δυσκολία καί καταλάβαινε τούς νέους, γι' αὐτόν τόν λόγο καί συνεχῶς τούς ἔδινε ἐλπίδα καί ζωή καί τούς ἀγαποῦσε καί προσπαθοῦσε νά τούς πῆ ὅ,τι μποροῦσαν νά κάνουν γιά νά ὑπερβοῦν αὐτό τό μεγάλο πρόβλημα τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου.

 

 

5. Ἐρώτηση: Σᾶς μιλοῦσε ὁ Γέροντας γιά τήν Ρωσία; Ἔχετε ἀκούσει λόγια του γιά τήν Ρωσία, τί ἔλεγε;

Ἀπάντηση: Νά εἶμαι εἰλικρινής μαζί σας δέν τόν ρώτησα ποτέ γιά τήν Ρωσία, καί γιά νά εἶμαι πάλι εἰλικρινής μαζί σας δέν μοῦ εἶπε ποτέ γιά τήν Ρωσία, δέν μιλοῦσε ποτέ γιά τά θέματα αὐτά. Βέβαια, κατά καιρούς ἔλεγε κάτι γι' αὐτά τά ὁποῖα πέρασε στήν Ρωσία καί κυρίως ἀπό τήν Ρωσία τήν ὁποία εἶχε γνωρίσει ὁ ἴδιος κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης. Ἀλλά, ὅταν πήγαινα στόν Γέροντα, ἐκεῖνος μοῦ μιλοῦσε γιά τά προβλήματα πού εἶχα μέσα στήν καρδιά μου καί τόν ρωτοῦσα θέματα τά ὁποῖα ἀπασχολοῦσαν ἐμένα.

Καί νά σᾶς πῶ καί κάτι ἄλλο. Ἔζησε στήν Ρωσία μέ ὅλη αὐτήν τήν εὐσέβεια πού ὑπάρχει στήν ρωσική κοινωνία. Ἔβλεπε τήν γυναίκα πού τόν περιποιεῖτο, τήν νταντά του, καί ἡ ὁποία δούλευε μέσα στό σπίτι καί τόν πρόσεχε, ὅταν οἱ γονεῖς του ἦταν στήν ἐργασία, πού προσευχόταν. Τά ἔζησε ὅλα αὐτά τά πράγματα, ἀλλά ἐκεῖνα πού ζοῦσε ὁ Γέροντας, τά φοβερότερα, ἦταν ἐκεῖνα πού ἀναπτύσσονταν στόν ἐσωτερικό πνευματικό καί ὑπαρξιακό του κόσμο. Γιατί ζῶ; Γιατί ὑπάρχω; Τί εἶμαι; Τί εἶναι ὁ Χριστός; Τί εἶναι ὁ Χριστιανός; Ἂν ὁ Θεός περικλείεται μέσα στήν ἠθικότητα τῶν ἐντολῶν. Ἀναζητοῦσε τό ὑπέρ προσωπικό ἀπόλυτο, γι' αὐτό καί εἶχε καταλήξει στήν ἀνατολική φιλοσοφία καί παράδοση.

Ἑπομένως, τά προβλήματα τά ὑπαρξιακά καί τά πνευματικά μέ τήν μνήμη τοῦ θανάτου τά ὁποῖα περνοῦσε ὁ Γέροντας μέσα στόν ἐσωτερικό του χῶρο, ἐπεσκίαζαν ὅλα τά ἄλλα τά κοινωνικά προβλήματα πού ὑπῆρχαν τότε στόν χῶρο τῆς Ρωσίας. Γι' αὐτό χαραγμένα βαθιά μέσα στήν μνήμη του περισσότερο ἦταν οἱ ὑπαρξιακές του ἀνησυχίες καί τά ὑπαρξιακά του προβλήματα παρά τά ἐξωτερικά κοινωνικά τά ὁποῖα ἦταν ὄντως συνταρακτικά.

Ἔτσι, ἐγώ ὅταν πλησίαζα τόν Γέροντα, σπάνια μοῦ ἔλεγε κάτι γιά τήν Ρωσία, περισσότερο μοῦ ἔλεγε γιά τήν δική του πνευματική ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε σέ αὐτήν τήν κρίσιμη ἡλικία, κυρίως ἀπαντοῦσε στίς δικές μου ἀναζητήσεις.

 

 

6. Ἐρώτηση: Ἀναφέρετε στό βιβλίο ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀγαποῦσε τά δέντρα. Ἦταν εὐτυχής ὅταν σᾶς ἔβλεπε νά φυτεύετε ἐσεῖς δέντρα μέσα στό Μοναστήρι μαζί μέ τούς ἄλλους. Τί ἔλεγε γιά αὐτά; Τί ἔλεγε γιά τήν φύση; Ποιά ἦταν ἡ στάση του στήν φύση;

Ἀπάντηση: Πράγματι, ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν φύση καί γι' αὐτό μέσα στό Μοναστήρι ἤθελε νά ὑπάρχουν πολλά δέντρα καί πολλά φυτά. Ὅταν ὑπῆρχε ἕνας χῶρος κενός, ἤθελε νά βάζουμε δεντράκια καί φυτεύαμε. Ἐρχόταν τήν ὥρα πού ἤμουν καί ἐγώ πού φυτεύαμε τά δεντράκια καί καθόταν ἐκεῖ καί χαιρόταν καί μᾶς εὐλογοῦσε, καί ὅταν τελειώναμε τό ἔργο αὐτό, μᾶς ἔδινε μία μπύρα γιά νά ξεκουραστοῦμε. Ἀγαποῦσε, δηλαδή, πάρα πολύ τήν φύση.

Γιατί ὅμως; Πρῶτα γιατί ὁ ἴδιος ἦταν καλλιτέχνης καί ὡς καλλιτέχνης, ζωγράφος, - σπούδασε στήν Σχολή Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας τήν ζωγραφική τέχνη, μετά καλλιέργησε αὐτήν τήν τέχνη, εἶχε τό ἰδιαίτερο χάρισμα –ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν φύση ὡς καλλιτέχνης, ὡς ζωγράφος. Καί ἐπειδή ἕνας ἀπό τούς βασικούς δασκάλους του ἦταν ὁ Βασίλειος Καντίνσκι, ὁ ὁποῖος τούς δίδασκε ὅτι, ὅταν βλέπετε τήν φύση, πρέπει νά βλέπετε καί νά προσέχετε πέρα ἀπό αὐτήν, πέρα ἀπό αὐτό τό ὁποῖο βλέπουν οἱ αἰσθήσεις, γι' αὐτό καί ὁ Γέροντας ἔβλεπε τήν φύση, ἀλλά προσπαθοῦσε νά δῆ πέρα ἀπό αὐτό πού βλέπουμε μέ τά μάτια μας. Γι' αὐτό ἀπό ἐκεῖ ἔφθασε καί στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, ὡς καλλιτέχνης ἀγαποῦσε τήν ὀμορφιά, ἀγαποῦσε τό ὡραῖο, ἀγαποῦσε τήν φύση, ἀγαποῦσε τόν κόσμο. Στήν ἑλληνική γλώσσα ἡ λέξη κόσμος σημαίνει κόσμημα, δηλαδή στολίδι.Ἔτσι ἔβλεπε τήν φύση ὡς καλλιτέχνης.

Ἀλλά ταυτόχρονα ἦταν καί μεγάλος θεολόγος γιατί ἔζησε τίς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ μέσα του, εἶδε τόν Θεό μέσα στήν δόξα Του καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὡς ἐμπειρικός θεολόγος ἔβλεπε μέσα στήν φύση αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τούς λόγους τῶν ὄντων. Δηλαδή μέσα σέ κάθε μικρό δεντράκι, σέ ἕνα φυλλαράκι, ἕνα φυτό ὑπάρχει ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη οὐσιοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζωοποιός καί προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, ὡς θεολόγος ἔβλεπε αὐτούς τούς λόγους τῶν ὄντων, τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν κτίση. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντα στήν κτίση, τήν ἀγαποῦσε ὡς καλλιτέχνης καί ὡς ἐμπειρικός θεολόγος.

 

 

7. Ἐρώτηση: Ἀγαπητέ Δέσποτα, πεῖτε μας Σᾶς παρακαλῶ πῶς ἀποχαιρετοῦσε ὁ Γέροντας τόν ἐπισκέπτη πού ἔφευγε ἀπό τήν Μονή.

Ἀπάντηση: Θά σᾶς πῶ σέ αὐτό πού μέ ρωτᾶτε, πῶς δηλαδή ἀποχαιρετοῦσε ὁ Γέροντας τόν ἐπισκέπτη, ὅταν ἔφευγε ἀπό τήν Μονή. Νά σᾶς πῶ ὅμως πρῶτα πῶς δεχόταν τόν ἐπισκέπτη στήν Μονή.

Γιά τόν Γέροντα ὁ ἐπισκέπτης στήν Μονή ἦταν ἱερό πρόσωπο, ἦταν θά λέγαμε ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι τόν δεχόταν μέ πολύ μεγάλη χαρά. Καί εἶχε δώσει ἐντολή στούς μοναχούς, καί ἀκόμη τό καλλιεργοῦν οἱ μοναχοί, νά δέχωνται τούς ἐπισκέπτες σύμφωνα μέ αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ: «Χριστός ἀνέστη, χαρά μου», ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ἡ χαρά μας καί ὄχι ἕνας ἄνθρωπος τέλος πάντων πού θά μᾶς ἀπασχολήση γιά λίγο. Ἔτσι δεχόταν μέ πολλή χαρά τόν κάθε ἐπισκέπτη. Τήν πρώτη ἡμέρα ἦταν ὁ ἐπισκέπτης, ὁ φιλοξενούμενος, γι' αὐτό τόν τιμοῦσε. Ὅταν πηγαίναμε στήν τράπεζα ἡ ὁποία ἦταν σέ σχῆμα Π, καί ἐπάνω στό κέντρο καθόταν ὁ Γέροντας, μᾶς ἔβαζε δίπλα του. Τήν πρώτη ἡμέρα ἦταν ὁ ἐπισκέπτης, ὁ φιλοξενούμενος, τό ἱερό πρόσωπο, μετά πήγαινε στό τέλος ἀπό τούς μοναχούς, πού σημαίνει ὅτι τόν ἔβαλε μέσα στήν οἰκογένειά του. Ἄρα στήν ἀρχή ὁ ἐπισκέπτης ἦταν ἱερό πρόσωπο καί ἔπειτα μέλος τῆς οἰκογενείας του.

Τότε πού πήγαινα ἐγώ στό Μοναστήρι, ἦταν τό 1976, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουμένως καί πήγαιναν ἐλάχιστοι φιλοξενούμενοι, ἐλάχιστοι ἐπισκέπτες - θυμᾶμαι 15 ἡμέρες ἤμουν ὁ μόνος ἐπισκέπτης μέσα στήν Μονή, μόνο τήν Κυριακή πήγαιναν μερικοί φιλοξενούμενοι - μετά ἄρχισαν νά πηγαίνουν πολλοί. Ἄρα μᾶς ἔδειχνε πολύ μεγάλη ἀγάπη, μᾶς δεχόταν ὡς ἱερά πρόσωπα, μᾶς ἔβαζε δίπλα του, μᾶς μιλοῦσε μέ εὐγένεια, γιατί ὁ Γέροντας εἶχε μία πνευματική ἀρχοντιά, ἦταν εὐγενέστατος. Δέν γνώρισα μεγαλύτερο πνευματικό ἄρχοντα, δέν γνώρισα μεγαλύτερη εὐγένεια ἀπό αὐτήν πού εἶχε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ἀγαποῦσε πολύ τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐλευθερία του, τόν σεβόταν ἀπόλυτα.

Ὅταν πήγαινα, τήν πρώτη μέρα τοῦ ἔλεγα: «Γέροντα, θέλω κάποια μέρα νά σᾶς δῶ». Ἀπαντοῦσε: -«Καθῆστε στό μοναστήρι καί θά σᾶς φωνάξω ἐγώ». Καί καθόμουν 2, 3, 5 μέρες καί μετά μέ καλοῦσε, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἔμπαινα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Μονῆς καί γινόμουν ἕνα οἰκεῖο μέλος, ἕνα μέλος τῆς ἀδελφότητος, καί μετά μέ φώναζε γιά νά συζητήσουμε. Ἔτσι δεχόταν τούς φιλοξενουμένους, τούς ἐπισκέπτες, τούς προσκυνητές τῆς Μονῆς.

Καί ὅταν τόν ἀποχαιρετοῦσε - δέν ξέρω τί ἔκανε μέ τούς ἄλλους καί τό ἔκανε καί μέ πολλούς-, ἀλλά ξέρω αὐτό τό ὁποῖο ἔκανε σέ ἐμένα. Καθόμουν ἕνα-μέ ἑνάμιση μήνα, ἀσχολούμην μέ τά ἔργα τῆς Μονῆς μέ ὅλους τους πατέρες σάν μέλος τῆς ἀδελφότητας καί μέ ρωτοῦσε: «Πότε θά φύγετε αὔριο, τί ὥρα θά φύγετε;». Μιλοῦσε πάντα στόν πληθυντικό, ποτέ στόν ἑνικό ἀριθμό, ἀκόμη καί στούς μοναχούς του ποτέ στόν ἑνικό, πάντα στόν πληθυντικό. «Τί ὥρα θά φύγετε αὔριο, πάτερ Ἱερόθεε»; Τοῦ ἔλεγα τήν ὥρα. Ἐρχόταν λίγο νωρίτερα, πηγαίναμε στό μικρό ἐκκλησάκι, διάβαζα μία ἀκολουθία, μία προσευχή γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τό ταξίδι μου τῆς ἐπιστροφῆς στήν Ἑλλάδα καί μετά ἐκεῖνος μαζί μέ ὅλη τήν ἀδελφότητα ἔβγαιναν στό μικρό δρομάκι ἔξω ἀπό τήν Μονή καί καθώς τό αὐτοκίνητο ἔφευγε πρός τό Λονδίνο, ἐκεῖνοι σήκωναν τά χέρια τους καί μέ χαιρετοῦσαν. Μερικοί κρατοῦσαν καί μαντήλια, ὅπως παλαιά χαιρετοῦσαν τούς δικούς τους πού ἔφευγαν γιά χῶρες ἔξω ἀπό τήν δική τους χώρα. Καί καταλαβαίνετε, ὅταν ἔφευγα μέχρι νά ἐπιστρέψω στήν Ἑλλάδα, μέσα στό αὐτοκίνητο καί μέσα στό ἀεροπλάνο ἔκλαιγα ἀπό τήν μεγάλη αὐτή ἀγάπη τήν ὁποία εἶχα γνωρίσει τόσο ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο, ὅσο καί ἀπό ὅλη τήν ἀδελφότητά του.

 

 

8. Ἐρώτηση: Λέτε στό βιβλίο σας ὅτι γράφατε τά λόγια τοῦ Γέροντα καί τά συλλέξατε σέ ἕναν ξεχωριστό φάκελο. Ἔχει διατηρηθῆ αὐτός ὁ φάκελος, μποροῦμε νά τόν δοῦμε;

Ἀπάντηση: Θεωροῦσα κάθε συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα ὡς «προφητικό γεγονός». Ὁ ἴδιος ἔλεγε αὐτόν τόν λόγο, ὅτι, ὅταν καί οἱ δύο ἀναζητοῦν τόν Θεό καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νά μεταδώση γιά τόν Θεό καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος διψᾶ γιά τόν Θεό, τότε ἡ συνάντηση εἶναι ἕνα «προφητικό γεγονός». Αἰσθανόμουν τόν Γέροντα ὡς ἕναν μεγάλο ἐμπειρικό θεολόγο, τόν αἰσθανόμουν ὡς ἕναν μεγάλο προφήτη, γι' αὐτό καί ἡ συνάντηση μαζί του ἦταν πολύ ἁπλή, ἀλλά μέσα μου εἶχα καί πολύ σεβασμό γι' αὐτόν.

Δέν κρατοῦσα ποτέ μαγνητόφωνο, δέν κρατοῦσα ποτέ σημειώσεις τήν ὥρα πού μιλοῦσε, γιατί αὐτό δείχνει ἴσως κάτι ἐξωτερικό, κάποια ἐξωτερική ἐπικοινωνία. Προσευχόμουν πρίν συναντήσω τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Ἄνοιγα τήν καρδιά μου, ἡ καρδιά μου γινόταν πάρα πολύ εὐαίσθητη, ἀναπτυσσόταν ἡ καρδιακή μνήμη –γιατί πέρα ἀπό τήν κυτταρική μνήμη καί τήν μνήμη τοῦ ἐγκεφάλου ὑπάρχει καί ἡ καρδιακή μνήμη, ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς. Ἄνοιγα, λοιπόν, διάπλατα τήν καρδιά μου καί πρόσεχα μέσα σέ ἔνταση ὅ,τι μοῦ ἔλεγε, μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα προφητικῆς ζωῆς, γιατί μοῦ μετέδιδε μία παράδοση.

Ἐγώ ἀναζητοῦσα τήν παράδοση, ἐκεῖνος εἶχε τήν παράδοση καί μετέδιδε αὐτήν τήν παράδοση σέ ὅσους τήν ποθοῦσαν. Γιατί ξέρουμε ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος παραδίδει, ἐκεῖνος στόν ὁποῖον παραδίδεται καί αὐτό τό ὁποῖο παραδίδεται, δηλαδή ἡ ἐμπειρία.

Ὁπότε, κατά τήν διάρκεια τῆς συζήτησης πρόσεχα περισσότερο ὄχι τόσο τά λόγια, ὅσο τό νά συλλάβω ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ Γέροντος. Ἀμέσως μετά, ὅταν τελείωνε ἡ συζήτηση, πήγαινα στό δωμάτιό μου καί κατέγραφα ὅ,τι μοῦ ἔλεγε καί ὅ,τι αἰσθανόμουν κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως.

Αὐτές τίς σημειώσεις τίς εἶχα σέ ἕναν φάκελο, στόν ὁποῖο φάκελο ἔγγραφα: "Λόγια τοῦ Πνεύματος" καί ἐπί τῇ βάσει αὐτοῦ τοῦ φακέλου συνέγραψα τό βιβλίο "Οἶδα ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ". Ὑπάρχει αὐτός ὁ φάκελος, ἀλλά δέν ἔχει τόσο σημασία ὁ ἐξωτερικός φάκελος, ὅσο ἡ καρδιακή μνήμη τήν ὁποία διατήρησα καί κατέγραψα σέ αὐτό τό βιβλίο.

 

 

9. Ἐρώτηση: Πεῖτε μας, παρακαλῶ, λέγατε ὅτι ἔχετε τήν πιό ζωντανή μνήμη, τίς πιό ζωντανές ἀναμνήσεις, πού σχετίζονται μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Τί σημαίνει αὐτό, καί περί τίνος πρόκειται;

Ἀπάντηση: Ἐγώ πῶς εἶδα τόν Γέροντα Σωφρόνιο; Τά ἔχω γράψει ὅλα στά βιβλία μου καί βέβαια ὑπάρχουν καί ἄλλα τά ὁποῖα δέν ἔχω καταγράψει. Ἐκεῖνο πού συνάντησα καί εἶδα στόν Γέροντα Σωφρόνιο, πέρα ἀπό τά γραπτά του, εἶδα ὅτι ἦταν ἕνας ἀσκητής τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὅπως τότε, ὅταν τελείωσαν οἱ διωγμοί καί ἄρχισε νά εἰσέρχεται μία ἐκκοσμίκευση μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐκεῖνοι πού θέλησαν νά ζοῦν τόν Χριστό πήγαιναν στήν ἔρημο, μέσα στά σπήλαια τῆς ἐρήμου, γιά νά ζήσουν στήν τελειότητα τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ἦταν οἱ ἐρημίτες, οἱ ἀσκητές, οἱ ἀναχωρητές τοῦ 4ου αἰῶνος, ἔτσι αἰσθανόμουν τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Ἦταν ἕνας ἀσκητής, ἀναχωρητής τοῦ 4ου αἰῶνος.

Ἐγκατέλειψε τήν Ρωσία, ἐγκατέλειψε τό Παρίσι, ἐγκατέλειψε τήν τέχνη, τήν ζωγραφική, ἐγκατέλειψε τίς σπουδές του στό Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Σεργίου, πού μόλις εἶχε ἀρχίσει νά λειτουργῆ, πῆγε στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος στό Ἅγιον Ὄρος, ἐκεῖ γνώρισε τόν ἅγιο Σιλουανό καί μετά τήν κοίμησή του πῆγε στήν ἔρημο.

Εἴκοσι πέντε χρόνια ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος καί περίπου ἑπτά χρόνια στήν ἔρημο, στά σπήλαια τῆς ἐρήμου, κλαίγοντας γιά τήν ἁμαρτία τήν ὁποία εἶχε κάνει, νά ἀναζητᾶ τόν Χριστό ἔξω ἀπό τόν Χριστιανισμό στήν ἀνατολική φιλοσοφία.

Ὅταν ἔχουμε, λοιπόν, ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τά πάντα, δέν ἀσχολεῖται οὔτε μέ τήν τέχνη του, τά ξέχασε ὅλα καί ἐπιδόθηκε μόνο σέ ἕνα ἀκράτητο κλάμα καί μιά μεγάλη μετάνοια - καί βέβαια εἶχε πολύ μεγάλες ἐμπειρίες- , τότε καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού λέω ὅτι ἦταν ἕνας ἀναχωρητής τοῦ 4ου αἰῶνος.

Στήν συνέχεια τόν αἰσθανόμουν καί ὡς ἕναν μεγάλο Πατέρα τοῦ 4ου αἰῶνος μετά Χριστόν.

Ξέρουμε ὅτι τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. συναντήθηκαν δύο μεγάλα ρεύματα, τό ἕνα ρεῦμα πού λέγεται ἑβραϊκή παράδοση, προφητική παράδοση μέ τήν ἰδιαίτερη σκέψη, καί τό ἄλλο ρεῦμα ἑλληνική παράδοση καί φιλοσοφία. Οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦσαν τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα, κυρίως τόν Ἀριστοτέλη, γιά νά μιλήσουν γιά τόν Θεό. Ὁπότε, οἱ Πατέρες εἶχαν τήν ἐμπειρία καί χρειάστηκε νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς, χρησιμοποιώντας τίς δικές τους ἔννοιες καί τήν φιλοσοφική ὁρολογία. Αὐτό ἔκανε ὁ Μέγας Βασίλειος, αὐτό ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, αὐτό ἔκανε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.

Νομίζω αὐτό ἔκανε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στήν ἐποχή του. Γιατί ἔχοντας αὐτήν τήν ζωντανή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί πῆγε στό Παρίσι. Ἐκεῖ συνάντησε τήν δυτική φιλοσοφία, τόν ὑπαρξισμό, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, τήν ὁρολογία τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας καί προσπάθησε νά ἀπαντήση στά ρεύματα τά ὁποῖα συνάντησε στήν Δύση χρησιμοποιώντας τήν δική τους ὁρολογία. Γι' αὐτό μπορεῖ μερικοί νά αἰσθάνωνται μία ἔκπληξη καί ἴσως καί ἕναν φόβο ἀπέναντι σε μερικές ἐκφράσεις, μερικούς ὅρους τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅπως ἔκαναν οἱ Χριστιανοί στήν ἐποχή τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως γιά παράδειγμα στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Κατηγοροῦσαν μερικοί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὅτι ἦταν ἕνας νέος θεολόγος. Γιατί; Διότι ἀπαντοῦσε καί προσπαθοῦσε νά ἀντιμετωπίση τήν αἵρεση τοῦ Βαρλααμισμοῦ.

Μερικοί μπορεῖ νά παρεξηγοῦνται γιά μερικές ὁρολογίες τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀλλά θά πρέπει νά ξέρουν αὐτό τό ὁποῖο καί ἐγώ κατάλαβα πάρα πολύ καλά, ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας ἀναχωρητής ἐμπειρικός θεολόγος, πού χρειάστηκε νά ἀπαντήση στήν φιλοσοφία καί στά θεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς του, χρησιμοποιώντας τήν δική τους ὁρολογία, ἀλλά ἦταν ἕνας μεγάλος ἐμπειρικός θεολόγος, ἡσυχαστής τοῦ 4ου αἰῶνος καί ἕνας μεγάλος Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος στόν 20ό αἰώνα. Ἔτσι γνώρισα ἐγώ τόν Γέροντα Σωφρόνιο.

 

 

10. Ἐρώτηση: Τί σᾶς ἔκανε περισσότερο ἐντύπωση στόν Γέροντα Σωφρόνιο; Μέ ποιά ἐμφάνιση τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου ἤσασταν περισσότερο ἐντυπωσιασμένος καί ἔκπληκτος;.

Ἀπάντηση: Ὅταν συναντᾶ κανείς ἕναν τέτοιον ἅγιο, τότε τά πάντα τόν ἐντυπωσιάζουν. Δηλαδή, τόν ἐντυπωσιάζει καί ἡ σιωπή καί ὁ λόγος καί τό περπάτημα καί τό κλάμα καί ἡ χαρά καί τό γέλιο, τά πάντα. Ἦταν ἕνας ἰσορροπημένος ἄνθρωπος, ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό καί στό βιβλίο μου ἔθεσα τόν τίτλο "Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ". Ἐφόσον ὅμως μέ ρωτᾶτε νά σᾶς πῶ τί ἦταν ἐκεῖνα πού μέ ἐντυπωσίασαν περισσότερο, θά σᾶς πῶ τρία γεγονότα.

Πρῶτον, μέ ἐντυπωσίασε ὡς λειτουργός. Ὅταν λειτουργούσαμε –λειτουργοῦσε μέ ἐσωτερική ἔνταση, ἐσωτερική πληρότητα– αἰσθανόμουν τόν νοῦ του νά εἶναι στήν καρδιά, γιατί τήν ὥρα πού γίνεται ἡ θεία Λειτουργία γίνεται μία θεία Λειτουργία μέσα στόν ναό, ἀλλά συγχρόνως πρέπει νά γίνεται Λειτουργία στόν ἡσυχαστή μοναχό, Λειτουργία μέσα στήν καρδιά, ἀφοῦ ἔχουμε ἕνα μικρό ἐκκλησάκι μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ πρέπει νά γίνεται μία ἀδιάλειπτη θεία Λειτουργία. Ἔτσι λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.

Κουραζόμουν νά λειτουργῶ μαζί του, ἀλλά τόν ἔβλεπα σάν νά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού λειτουργοῦσε στόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἄλλωστε, κάθε θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Λειτουργία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ δι’ ἡμῶν. Ἑπομένως, ἔβλεπα τόν Γέροντα νά λειτουργῆ στήν θεία Λειτουργία μέ κατάνυξη, μέ ἐσωτερική ἔνταση, καί βεβαίως θά εἶχε καί ἐμπειρίες.

Δεύτερον μέ ἐντυπωσίαζε, ὅταν πηγαίναμε κατ’ ἰδίαν στό γραφεῖο του γιά νά συζητήσουμε. Ὅταν ζητοῦσες ἀπό τόν Γέροντα νά συζητήσης μαζί του τά θέματα πού σέ ἀπασχολοῦσαν, πήγαινες στό γραφεῖο καί ἄρχιζε μέ προσευχή. Ἔλεγε: «Νά κάνουμε πρῶτα τήν προσευχή». Ἔλεγε τό «Βασιλεῦ οὐράνιε» καί καθόταν καί μιλοῦσε σάν νά μιλάη ὁ Χριστός. Τότε αἰσθανόμουν πῶς θά μιλοῦσε ὁ Χριστός στό Ὄρος τῶν Μακαρισμῶν, πού ἄρχιζε τήν διδασκαλία Του καί λόγοι Χάριτος ἐξήρχοντο ἀπό τό στόμα Του. Ἔτσι, ὁ λόγος, ἡ συζήτηση δέν ἦταν καθόλου ψυχολογικά. Καί, ἂν ξεκινοῦσε ἀπό ἕνα ψυχολογικό ἐπίπεδο, μέ τήν ἔννοια τοῦ ἔλεγα τά προβλήματά μου, τίς δυσκολίες μου, τήν θλίψη μου, τήν στενοχώρια μου ἀπό διάφορα γεγονότα, ἐκεῖνος ἀμέσως τό ἀνέβαζε στό θεολογικό ἐπίπεδο ἢ, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, στό ὀντολογικό ἐπίπεδο.

Ἦταν σάν νά συζητοῦσες καί νά ὁμιλοῦσες μέ τόν Χριστό. Ὅπως μιλοῦσε μέ τόν Χριστό ἡ Σαμαρείτιδα γυναίκα στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί ἀπό μερικά ἁπλά γεγονότα: «Δός μου νά πιῶ νερό», ἐπαγωγικά τῆς ἀποκάλυψε ὅτι «ἔχεις πέντε ἄνδρες» καί τήν ἀνέβασε μετά στήν μεγάλη ἀποκάλυψη, ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος τόν ὁποῖον περίμεναν. Ἔτσι καταλάβαινα τόν Γέροντα, ὅταν συζητούσαμε μαζί του.

Καί τό τρίτο ἦταν στούς περιπάτους, ὅπως εἶπα προηγουμένως. Ἦταν μεγαλοπρεπέστατος, ἁπλός καί πάντοτε θεολόγος. Καί τήν ὥρα πού περπατούσαμε καί συζητούσαμε αἰσθανόμουν τόν Χριστό μέ τούς δύο μαθητές πού πήγαιναν πρός Ἐμμαούς. Καί ἐκεῖνοι εἶχαν προβλήματα ψυχολογικά καί ἀμέσως ὁ Χριστός μέ τίς ἐρωτήσεις του: «Τί εἶναι αὐτά πού σᾶς ἀπασχολοῦν» τούς ἀνέβασε σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, θεολογικό ἐπίπεδο καί τελικά τούς ἀπεκαλύφθη.

Ὁπότε, γιά μένα ὁ Γέροντας εἶχε τό μεγαλειῶδες σέ ὅλα τά γεγονότα καί τότε πού γελοῦσε καί τότε πού ἔλεγε τά ἀστεῖα μέ τό χιοῦμορ του, ἀλλά ἰδιαιτέρως τά τρία αὐτά γεγονότα. Δηλαδή, τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε, ὅπως ὁ Χριστός στόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν ὥρα πού συζητοῦσε, τόν αἰσθανόμουν σάν τόν Χριστό μέ τούς μαθητές Του καί τήν ὥρα πού περπατοῦσε σάν τόν Χριστό πού πορευόταν πρός Ἐμμαούς.

 

 

11. Ἐρώτηση: Τό 1973 λάβατε δῶρο τό βιβλίο γιά τόν Γέροντα Σιλουανό. Πεῖτε μας, παρακαλῶ, πῶς ἦταν, τί προηγήθηκε καί τί συνέβη μετά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου.

Ἀπάντηση: Κατ’ ἀρχάς νά σᾶς πῶ ὅτι πράγματι τό 1973, κάποιος μοῦ ἔκανε δῶρο στήν γιορτή μου τό βιβλίο τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, πού ἔγραψε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γιά τόν Γέροντα Σιλουανό. Πρώτη φορά ἄκουγα γιά τόν Γέροντα Σιλουανό, δέν γνώριζα μέχρι τότε τίποτε γι' αὐτόν. Πήγαινα στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό φοιτητής, ἀπό τό 1965, πολλές φορές στό Ἅγιον Ὄρος κάθε χρόνο καί δέν εἶχα ἀκούσει ποτέ γιά τόν ἅγιο Σιλουανό.

Ὅταν διάβασα γιά τόν ἅγιο Σιλουανό, τό πρῶτο πού κατάλαβα τότε, ἀλλά ἐξακολουθῶ καί τώρα νά τό καταλαβαίνω ἀκόμη περισσότερο, καί σᾶς τό λέω μέ πολλή, θά ἔλεγα, αὐθεντία, εἶναι: Δέν ὑπάρχει ὑψηλότερη θεολογία στήν Ἐκκλησία μας ἀπό τήν θεολογία τήν ὁποία διατυπώνει ὁ ἅγιος Σιλουανός. Εἶναι ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Ὑψηλή θεολογία.

Ὁπότε, ὅταν διάβασα τό βιβλίο αὐτό, εἶδα τήν θεολογία, ὅσο μπόρεσα τότε νά τό καταλάβω, τότε μέ ἐντυπωσίασε περισσότερο ἡ δίψα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί μετά διάβασα καί τήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάλυση τήν ὁποία ἔκανε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ὁπότε μέ ἐντυπωσίασαν καί οἱ γραφές τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ καί ἡ ἀνάλυση τήν ὁποία ἔκανε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά ἀναλύση ἕναν ἅγιο, ἐάν δέν εἶναι καί ὁ ἴδιος ἅγιος. Δέν μπορεῖ νά ἀναλύση ἕναν μεγάλο ἐμπειρικό θεολόγο, ἐάν δέν εἶναι καί αὐτός ὁ ἴδιος ἐμπειρικός θεολόγος. Δηλαδή, ἕνας καλός μαθηματικός καταλαβαίνει τόν ἄλλον μαθηματικό, ἕνας καλός γιατρός καταλαβαίνει ἂν ὁ ἄλλος εἶναι καλός γιατρός. Ἕνας ἅγιος καταλαβαίνει ἂν ὁ ἄλλος εἶναι ἅγιος.

Τότε, λοιπόν, συνέβη αὐτό τό ὁποῖο σᾶς εἶπα στήν ἀρχή τῆς συζητήσεως πού κάναμε, ὅτι εἶδα αὐτό πού ἀναζητοῦσα. Ἀναζητοῦσα ἐκείνη τήν ἐποχή κάποιον ἄνθρωπο πού νά συνδέη τά τρία αὐτά: Πρῶτον, νά εἶναι μεγάλος θεολόγος, δεύτερον νά εἶναι ἡσυχαστής καί τρίτον νά εἶναι πνευματικός πατέρας, πού δέχεται ἀνθρώπους καί τούς βοηθᾶ. Καί εἶπα: Αὐτός εἶναι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.

Καί ἔτσι ἀκριβῶς ἀναζήτησα καί πῆγα στό Ἔσσεξ καί παρέμεινα τήν πρώτη χρονιά, τό 1976, περίπου ἐνάμιση μήνα καί μπῆκα μέσα σέ ὅλη αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Μονῆς καί ἔπαθα ἕνα θεολογικό σόκ. Γιατί πραγματικά αὐτό πού ἀναζητοῦσα τό βρῆκα σέ μεγάλο βαθμό, πού δέν μπόρεσα νά τό ἀντέξω καί χρειάστηκε μετά νά πάω πολλές φορές σιγά σιγά γιά νά πάρω λίγο λίγο αὐτές τίς βιταμίνες, ὅπως παίρνουμε τό ἀντιβιοτικό, δέν παίρνουμε ὅλο τό κουτί μία φορά, τό παίρνουμε κατά δόσεις. Γιατί ἂν πάρη κανείς ἕνα ὁλόκληρο κουτί φάρμακα, μπορεῖ νά πεθάνη.

Καί ἔτσι μετά ἄρχισα νά πηγαίνω σιγά σιγά, μέ τά χρόνια, γιά νά μπορέσω νά μυηθῶ σέ ὅλη αὐτήν τήν παράδοση τήν ὁποία ἐξέφραζε αὐτός ὁ εὐλογημένος Γέροντας.

 

 

12. Ἐρώτηση: Ἂν εἶναι δυνατόν, παρακαλῶ, πεῖτε μας περισσότερα γιά τήν συνάντησή σας μέ τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη τό Πάσχα τοῦ 1978 καί τά λόγια του γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο.

Ἀπάντηση: Πράγματι, πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἦταν γιά μένα κέντρο ζωῆς. Ἀπό φοιτητής πού ἤμουν στήν Θεσσαλονίκη πήγαινα στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔβλεπα ἁγίους ἀνθρώπους. Ὑπῆρχαν τότε ὑπάρχουν καί τώρα ἅγιοι ἄνθρωποι στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν στήν συνέχεια πῆγα στόν Γέροντα Σωφρόνιο, βρῆκα ἕνα ζωντανό Ἅγιον Ὄρος, δηλαδή ἦταν ἡ πεμπτουσία, ἡ συνισταμένη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού τήν βρῆκα σέ ἕναν ἄνθρωπο, στόν Γέροντα Σωφρόνιο. Εἶχα πολύ ἐνθουσιαστῆ καί βρῆκα μπορεῖ νά πῆ κανείς τό μυστικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόν μυστικό πυρήνα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καί γι’ αὐτό τήν ἑπόμενη χρονιά, τό 1977 καί 1978, πήγαινα πάλι στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά ζήσω μέσα ἀπό τήν προοπτική τήν ὁποία εἶχα συναντήσει στόν Γέροντα Σωφρόνιο.

Εἶχα ἐκδώσει καί ἕνα βιβλίο μικρό «Μιά βραδυά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους», στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν προσευχή καί πῆγα τότε νά συναντήσω, ὅπως πάντα, τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη. Καί ὅταν μέ εἶδε, μοῦ λέει: «Ἐσύ εἶσαι ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου;». Τό εἶχα ἐκδώσει ἀνώνυμα στά ἑλληνικά. «Ἔμαθα, λέει, ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου». Καί μέ ρωτοῦσε: «Ποιός εἶναι ὁ ἀσκητής μέ τόν ὁποῖον συζήτησες; Τέτοιοι ἀσκητές δέν ὑπάρχουν ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, γι' αὐτό καί εἶπα αὐτός ὁ ἀσκητής εἶναι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος». Βέβαια, δέν εἶχε ἀπόλυτο δίκιο. Ἦταν ἕνα μέρος καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἀλλά ἦταν καί ἄλλοι ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἄρχισε μετά νά μοῦ μιλᾶ γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Μοῦ ἔλεγε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μεγάλοι Πατέρες, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶχαν τρία μεγάλα γνωρίσματα: Πρῶτον εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δεύτερον εἶχαν χωρητικότητα νοός, εἶχαν διανοητικά χαρίσματα μεγάλα καί ὑψηλά, (IQ πού λένε σήμερα) καί τρίτον εἶχαν καί παιδεία, δηλαδή εἶχαν ἀποκτήσει τήν γνώση τῶν ἐπιστημῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ εἶπε, ὑπάρχουν πολλοί ἀσκητές ἅγιοι, ἔχουν ἐμπειρίες, μερικοί δέν ἔχουν ὑψηλή διανοητική γνώση, δέν ἔχουν χωρητικότητα διάνοιας καί ἄλλοι δέν γνωρίζουν καί τήν ἀνθρώπινη παιδεία. Αὐτά τά τρία γνωρίσματα τά συναντᾶ κανείς στόν Γέροντα Σωφρόνιο, ὁ ὁποῖος ἔχει μεγάλη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ξέρει καί ἡσυχασμό, ἀλλά ξέρει καί δυτική θεολογία καί ἔχει τήν διανοητική ἱκανότητα νά καταγράψη αὐτήν τήν ἡσυχαστική ἐμπειρία. Γι’ αὐτό καί μοῦ εἶπε: «Ἐάν ὑπάρχη σήμερα ἕνας μεγάλος ἡσυχαστής, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά γράψη γιά τόν ἡσυχασμό, αὐτός εἶναι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος».

Καί ἐπειδή ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ἔγραφε γιά θεολογικά θέματα καί ἦταν ἀπό ἐκείνους πού ἔγραφαν πολλά βιβλία καί παρουσίασε τή ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά πιθανόν νά μήν εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες Ἀκτίστου Φωτός, μέ ρώτησε μέ ἔκπληξη: «Πάτερ Ἱερόθεε, στίς συζητήσεις πού κάνατε μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο καταλάβατε ὅτι εἶδε τό Ἄκτιστο Φῶς;». Αὐτό ἔδειχνε ὅτι καί ὁ ἴδιος δέν τό εἶχε δεῖ. Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: «Γέροντα, ἔχετε μεγάλη γνώση καί σοφία καί ἐξυπνάδα νά καταλάβετε ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού γράφει μέ τέτοιον τρόπο ἦταν ἀδύνατον νά μήν δῆ τό Ἄκτιστο Φῶς».

Βέβαια, τότε δέν εἶχε βγῆ τό βιβλίο του πού ἐξεδόθη ἀργότερα, «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστίν», μέσα στό ὁποῖο βιβλίο παρουσιάζει ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τίς ἐμπειρίες τοῦ Ἀκτίστου Φωτός πού γνώρισε.

Καί παίρνω ἀφορμή γιά νά σᾶς πῶ ὅτι, διαβάζοντας αὐτό τό βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστίν» τί καταλαβαίνουμε; Ὅτι εἶναι ἕνα σπάνιο βιβλίο, πέρα ἀπό τήν ὁρολογία τήν σύγχρονη πού χρησιμοποιεῖ. Γιατί; Διότι ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τόν 11ο αἰώνα, ὁ ὁποῖος κατέγραψε τίς προσωπικές ἐμπειρίες πού εἶχε, μέχρι τήν ἐποχή μας, δέν ἔχουμε ἄλλο τέτοιο παράδειγμα. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα ὁ ἅγιος Συμεών ἔχει διάδοχό του τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος δέν κατέγραψε ἐμπειρίες, ἀλλά κυρίως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, μετά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο εἶναι ἐκεῖνος πού καταγράφει στό τέλος τῆς ζωῆς του, λίγο πρίν κοιμηθῆ, τίς μεγάλες ἐμπειρίες τίς ὁποῖες ἀπέκτησε μέ τήν Χάρη καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

 

 

13. Ἐρώτηση: Ἀγαπητέ Δέσποτα, θά μπορούσατε νά μᾶς πῆτε γιά τό βιβλίο σας «Μιά βραδυά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους» καί πῶς ἀντέδρασε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γι' αὐτό τό βιβλίο;

Ἀπάντηση: Τό βιβλίο αὐτό τό ἔγραψα γιά νά βοηθήσω τά πνευματικά μου παιδιά, τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ καρδιακή νοερά προσευχή. Τό ἔγραψα ὕστερα ἀπό ἀναζήτηση τήν ὁποία εἶχα στό Ἅγιον Ὄρος καί στόν Γέροντα Σωφρόνιο. Δηλαδή, ρωτοῦσα καί τόν Γέροντα Σωφρόνιο, ρωτοῦσα καί ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος, τόν ἅγιο Παΐσιο γιά παράδειγμα, τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν π. Ἐφραίμ τῆς Φιλοθέου καί ἄλλους ἁγιορεῖτες πού γνώριζαν ἐμπειρικά γύρω ἀπό τό θέμα τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Στήν συνέχεια γιά νά βοηθήσω τά πνευματικά μου παιδιά τό κατέγραψα αὐτό ὅπως ἀκριβῶς ρωτοῦσα τούς διάφορους γιά νά τούς βοηθήσω νά ἀγαπήσουν περισσότερο τήν εὐχή.

Ὅταν, λοιπόν, ἔγραψα τό βιβλίο αὐτό καί τό καλοκαίρι πῆγα στόν Γέροντα Σωφρόνιο, ὁ ὁποῖος τό εἶχε διαβάσει καί τό θεώρησε καί τό ὀνόμασε μπεστ-σέλερ. Χάρηκε πάρα πολύ γιατί γράφτηκε αὐτό τό βιβλίο μέ τρόπο ἁπλό, ἀλλά μυεῖ τόν κάθε ἀναγνώστη μέσα στό μυστήριο τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ζωῆς, τῆς μυστικῆς θεολογίας. Καί βέβαια ὅλα αὐτά εἶναι τῶν ἀρχαρίων, γιατί μπορεῖ κανείς ὅταν προσεύχεται, νά βιώση καταστάσεις πολύ περισσότερες ἀπό αὐτές πού περιγράφω στό βιβλίο.

Ἐνῶ χάρηκε καί μέ ὑποδέχτηκε μέ χαρά, ἐν τούτοις στενοχωρήθηκε πάρα πολύ, διότι μέσα στό βιβλίο εἶχα βάλει μία φωτογραφία τοῦ σπηλαίου στό ὁποῖο ἔζησε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Τό σπήλαιο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού ἔζησε ἐκεῖ τρία χρόνια. Τό εἶδε αὐτό, εἶδε τήν φωτογραφία, ἀλλά αὐτό δέν τόν πείραξε, ἀλλά τό ὅτι κάτω ἀπό τήν φωτογραφία ἔβαλα μία φράση πού ἔλεγε: «Ἐδῶ μέσα στό σπήλαιο ἔζησε ἕνας σύγχρονος θεόπτης Μωϋσῆς». Μόλις τό εἶδε αὐτό ταράχτηκε καί πέταξε πέρα τό βιβλίο καί μοῦ εἶπε: «αὐτό εἶναι κουταμάρα». Καί τοῦ ὑποσχέθηκα στήν ἄλλη ἔκδοση θά τό βγάλω. Καί πράγματι ἔβγαλα αὐτήν τήν φωτογραφία στήν ἄλλη ἔκδοση τοῦ βιβλίου.

Αὐτό τί δείχνει; Δείχνει ὅτι ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἦταν πάρα πολύ μεγάλος Πατέρας καί εἶχε σπάνια ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἐμπειρία νά βλέπη τόν Θεό μέσα στό φῶς ἤ νά τό πῶ καλύτερα, νά βιώνη κατ' ἀρχάς τόν Ἅδη, νά μετέχη δηλαδή τῆς φωτιᾶς τῆς κολάσεως, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη φωτιά, μέ μεγάλη μετάνοια, καί ὅσο ἔκλαιγε γιά τίς ἁμαρτίες του, αὐτό τό πῦρ γινόταν φῶς αἰωνίου ζωῆς.

Καί ὅμως δέν ἤθελε νά τόν πλησιάζουν οἱ ἄνθρωποι καί νά τόν θεωροῦν ὡς θεόπτη Πατέρα καί ἅγιο. Ὅταν τό καταλάβαινε αὐτό, τότε ματαίωνε τήν συνάντηση καί ἄρχιζε νά λέη διάφορα μέ χιοῦμορ, γιά νά διασκεδάζη αὐτήν τήν ἐντύπωση. Δείχνει, λοιπόν, πόσο ἁπλός ἦταν, πόσο μεγάλος ἦταν καί πόσο ταπεινός ἦταν. Δέν εἶχε τήν ἀσκητική ταπείνωση, ἀλλά εἶχε τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ.

 

 

14. Ἐρώτηση: Ποιά λόγια τοῦ ἀρχιμανδρίτη Σωφρονίου νομίζετε ὅτι εἶναι σημαντικά γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο.

Ἀπάντηση: Ὅλα τά λόγια του εἶναι πάρα πολύ σημαντικά. Ἐκεῖνα τά ὁποῖα κατέγραψα στό βιβλίο μου εἶναι μερικά λόγια τά ὁποῖα εἶπε σέ μένα, σέ ἄλλους ἔλεγε ἄλλα λόγια. Ἐμένα ἐπειδή εἶχα αὐτές τίς ἀναζητήσεις ἔλεγε αὐτά τά λόγια.

Ἑπομένως, δέν εἶναι μία θεωρητική διδασκαλία τήν ὁποία ἔκανε στόν καθένα καί αὐτό εἶναι μυστικό τοῦ βιβλίου πού ἔχω γράψει γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο, ἀλλά εἶναι καθοδήγηση τήν ὁποία ἔκανε σέ ἐμένα. Γιατί περνοῦσα πολλές δυσκολίες, εἶχα ἀναζητήσεις αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, διάβασα τά κείμενα τῶν Πατέρων, εἶχα διαβάσει ὅλα τά κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἀλλά ἤθελα νά τά βρῶ καί στήν προσωπική μου ζωή, νά δῶ τί ἀκριβῶς εἶναι, καί μέ καθοδηγοῦσε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή.

Ἑπομένως, κάθε λόγος του εἶχε πολύ μεγάλη δύναμη. Γιά παράδειγμα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού συνάντησαν τόν Γέροντα μία μόνο φορά καί τούς εἶπε ἕναν λόγο καί αὐτός ὁ λόγος ἔμεινε μέσα τους καί τούς ἀναγέννησε ἐσωτερικά∙ εἶχε πολύ μεγάλη δύναμη αὐτός ὁ λόγος.

Θέλετε νά σᾶς πῶ τί ἔκανε ἐντύπωση σέ ἐμένα.

Ἦταν ὁ πρῶτος λόγος του, πού μοῦ ἔκανε πολύ μεγάλη ἐντύπωση. Ὅταν τόν συνάντησα τήν πρώτη φορά, τό 1976, στεκόμουν ἀπέναντί του μέ πολύ δισταγμό, μέ πολύ φόβο, μέ πολλή ταπείνωση καί σεβασμό καί ἀγάπη. Ὅπως σᾶς εἶπα, αἰσθανόμουν σάν νά βρίσκομαι μπροστά σε ἕναν πυρηνικό ἀντιδραστήρα, σάν νά βρίσκομαι σέ ἕνα πνευματικό ἡφαίστειο. Καί ἄρχισα νά τοῦ λέω: «Γέροντα, αἰσθάνομαι μέσα στήν καρδιά μου ὅτι ὑπάρχουν πολλά πάθη, αἰσθάνομαι τήν καρδιά μου νά εἶναι μία ζούγκλα μέσα στήν ὁποία ὑπάρχουν πολλά θηρία, ὅλα τά πάθη τά ἔχω, ὅλα τά θηρία ἔχω, τί θά κάνω;» Καί ἔκλαιγα. Καί ἐκεῖνος ἀμέσως μοῦ εἶπε: «it’s normal. Μή φοβᾶσαι, αὐτό εἶναι φυσικό». -«Γιατί εἶναι φυσικό;» -«Διότι ὅταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔλθη μέσα στήν καρδιά μας, τότε μᾶς ἀποκαλύπτει ὅσα ἔχουμε. Ἄρα τό ὅτι ἐσεῖς καταλάβατε ὅτι μέσα στήν καρδιά σας ὑπάρχουν τά πάθη, σημαίνει ὅτι σᾶς φώτισε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.Ὅπως ἕνα δωμάτιο τό ὁποῖο εἶναι σκοτεινό καί ὑπάρχει μία τρυπούλα καί μπαίνει τό φῶς καί βλέπουμε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα αἰωροῦνται, ὅλες αὐτές τίς σκόνες, ἔτσι ἀκριβῶς γίνεται καί ἐδῶ.» Καί μοῦ ἔδωσε ἐλπίδα.

Ὁ Γέροντας μέ τόν λόγο του ἔδινε σέ ὅλους ἐλπίδα, ἐλπίδα ζωῆς. Καί ἔλεγε: «Μή φοβᾶστε, νά ἔχετε ἔμπνευση». Εἶναι ἕνας περίφημος λόγος. Ἔμπνευση, νά ἔχουμε τήν ἔμπνευση τοῦ καλλιτέχνη. Ὁ καλλιτέχνης ἔχει πάντοτε ἔμπνευση. Ὅπου πηγαίνει καί ὅπου κάθεται μέσα στό μυαλό του ἔχει αὐτό πού κατασκευάζει καί πότε θά ἐπιστρέψη πίσω στό ἀτελιέ του γιά νά τό τελειώση, γιά νά τό ὁλοκληρώση. Γι' αὐτό καί ὡς καλλιτέχνης καί ὡς ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ βρῆκε τόν Θεό καί χρησιμοποιοῦσε αὐτήν τήν λέξη ἔμπνευση. Ἔλεγε: «Νά ἔχουμε ἔμπνευση στήν ζωή μας», πού σημαίνει νά ἀναζητοῦμε τόν Θεό, νά καταλαβαίνουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, ἀλλά νά μήν ἀπελπιζόμαστε καί νά ἐμπιστευόμαστε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἔδινε, λοιπόν, αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς πίστεως, ἔδινε κουράγιο στούς ἀνθρώπους, ὄχι συναισθηματικό κουράγιο, ἀλλά μία αἴσθηση ὅτι εἴμαστε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ καί τό νά φθάση κανείς νά δῆ τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Φωτός, δέν εἶναι πολυτέλεια γιά τήν ζωή, ἀλλά εἶναι ἡ φυσική μας πορεία.

Ἀλλά αὐτό γίνεται σιγά-σιγά μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὁπότε, αὐτό κυρίως ἐγώ εἰσέπραξα ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο: Νά ἔχουμε διαρκῶς ἔμπνευση στήν ζωή μας μέ τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ ἐπειδή εἴμαστε παιδιά Του καί δέν θά μᾶς ἀφήση.

 

 

15. Ἐρώτηση: Θυμᾶστε τήν τελευταία σας μέρα μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο; Καί τήν κηδεία του;

Ἀπάντηση: Τά θυμᾶμαι πάρα πολύ καλά. Τά θυμᾶμαι ὅλα. Κάθε στιγμή τήν θυμᾶμαι πολύ καλά. Γιατί κάθε στιγμή, μπορῶ νά πῶ, ἦταν στιγμή προφητική. Ἕνας ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ καί ἐρωτεύεται κάποιον ἤ κάποια δέν θά θυμᾶται λεπτομέρειες αὐτῆς τῆς ἐπικοινωνίας μαζί του ἢ μαζί της; Θυμᾶμαι ὅλες τίς στιγμές, εἶναι κάτι τό ὁποῖο δέν θά ξεχάσω ποτέ στήν ζωή μου, γι' αὐτό καί εὐλογῶ καί δοξάζω τόν Θεό.

Ἡ τελευταία μέρα πού τόν συνάντησα ἦταν 16 Ἰουλίου τοῦ 1991. Ἤμουν τότε Ἱεροκῆρυξ, πρίν γίνω Μητροπολίτης, Ἱεροκῆρυξ καί Διευθυντής Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Πῆγα, λοιπόν, νά συναντήσω τόν Γέροντα. Μοῦ εἶπε πάρα πολλά πράγματα. Μοῦ εἶπε: «Χάρηκα πάρα πολύ πού ἤρθατε καί σᾶς εἶδα, μπορεῖ νά εἶναι ἡ τελευταία φορά».

Ὁ τελευταῖος λόγος πού μοῦ εἶπε ἦταν ἕνας φοβερός λόγος. Θά ἔλεγα ὅτι ἦταν τό ἐπιστέγασμα ὅλης τῆς ἐπικοινωνίας μας. Μοῦ ἔλεγε: «Ἡ ψυχή πού ἔχει ὁρμή γιά τόν Θεό», ἦταν ἕνας ἄλλος λόγος τόν ὁποῖο συνεχῶς ἔλεγε ἔμπνευση καί ὁρμή. Δέν ἔλεγε νά ἀγαπᾶτε τόν Θεό, ἔλεγε ὁρμή, νά ἔχουμε ὁρμή γιά τόν Θεό. Μοῦ εἶπε, λοιπόν, περίπου τά ἑξῆς: Ἡ ψυχή ὅταν ἔχη ὁρμή γιά τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιήση ὅλη αὐτήν τήν ὁρμητικότητα, γιατί ἔχει τό σῶμα τό ὁποῖο τήν ἐμποδίζει, ἐπειδή τό σῶμα ἔχει ἐπάνω του τούς δερμάτινους χιτῶνες, τήν φθορά, τήν θνητότητα. Καί ὅσο περνοῦν τά χρόνια τόσο περισσότερο ἀπό τίς ἀρρώστιες εἶναι ἀδύναμο, γι' αὐτό καί ἔχει ὁρμή γιά νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα στόν Θεό καί τό σῶμα δέν τόν ἀφήνει γιατί πρέπει νά πάη νά ξεκουραστῆ. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ψυχή ἔχει μεγάλη ὁρμή στόν Θεό, τό σῶμα δέν ἀντέχει, ἀλλά ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα γιά νά φύγη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, μέ τήν ὁρμή τήν ὁποία ἔχει, θά φύγη, ὅπως φεύγει ὁ πύραυλος, στόν Θεό μέ ὁρμή καί θά τρέχη ἰλιγγιωδῶς πρός τόν Θεό.

Αὐτό μοῦ εἶπε καί αὐτός εἶναι ὁ τελευταῖος του λόγος. Καί ἦταν πάρα πολύ συμβολικός, γιά τήν ὅλη ἐπικοινωνία τήν ὁποία εἶχα τόσα χρόνια μαζί του, ἀλλά καί συμβολικός καί προφητικός γιά τόν ἴδιο.

Ἔτσι, λοιπόν, μετά ἀπό δύο χρόνια ἀπό τήν τελευταία μας συνάντηση, δηλαδή 11 Ἰουλίου τοῦ 1993, εἶχα μάθει ὅτι ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας καί ἔφυγα καί πῆγα στήν κηδεία του. Ἔβλεπα τό φέρετρό του καί μέσα ἦταν τό σῶμα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Καί ἔβλεπα τό πρόσωπό του πού ἦταν κίτρινο σάν τό κεχριμπάρι καί εἶχε τήν ἴδια ἔνταση μέ τήν ἔνταση πού λειτουργοῦσε. Δηλαδή, ὅταν τόν ἔβλεπα νά λειτουργῆ, καί δίπλα λειτουργοῦσα καί ἐγώ μαζί του, εἶχε πάρα πολύ μεγάλη ἔνταση. Τήν ἴδια ἔνταση εἶχε τό σῶμα του στό φέρετρο, πού σημαίνει ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα πού ἡ ψυχή ἔφυγε ἀπό τό σῶμα προσευχόταν μέ ὁρμή γιά τόν Θεό καί αὐτή ἡ προσευχή ἦταν μία θεία Λειτουργία.

Καί καθώς τόν ἔβλεπα ἔτσι μέ αὐτό τό χρῶμα τό κεχριμπαρένιο, δεῖγμα ἁγιότητος, καί τό σῶμα του νά εἶναι στήν θέση τοῦ λειτουργοῦντος ἱερέως, τοῦ Γέροντος λειτουργοῦντος, σκεφτόμουν τόν τελευταῖο λόγο πού μοῦ εἶπε. Καί τότε ἔλεγα: «ἤδη τώρα ἡ ψυχή του πού εἶχε σέ ὅλη του τήν ζωή ὁρμή γιά τόν Θεό, αὐτή ἡ ψυχή του τώρα ἰλιγγιωδῶς τρέχει σάν πύραυλος πρός τόν Θεό». Καί αὐτό μοῦ δημιουργοῦσε ἀπέραντη ἐσωτερική πληρότητα, κατάνυξη καί ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη στόν Θεό πού γνώρισα ἕναν ζωντανό Ὀρθόδοξο Θεολόγο.

* * *

(Στήν συνέχεια παρεκλήθη ὁ Σεβασμιώτατος νά σχολιάση μερικές φωτογραφίες μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο).

Ἐρώτηση: Νά μᾶς πῆτε γι' αὐτήν τήν φωτογραφία..

Ἀπάντηση: Εἶναι φωτογραφία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅταν ἦταν στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, τό 1925, σέ ἡλικία κάπου 30-35 ἐτῶν. Νέος ἐδῶ στήν ἡλικία εἶναι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος καί τότε εἶχε πολύ μεγάλες ἐμπειρίες, ὅταν δηλαδή ἔβλεπε τό Ἄκτιστο Φῶς. Καί βλέπετε τήν σοβαρότητα στό πρόσωπό του καί τήν φωτεινότητα τοῦ προσώπου του. Ἐδῶ εἶναι μετά, ὅταν πῆγε στό Ἔσσεξ, περίπου στήν ἴδια στάση, γιά νά δῆτε τήν διαφορά τῶν ἡλικιῶν. Ἐδῶ στήν ἡλικία τῶν 30-35 ἐτῶν καί ἐκεῖ στήν ἡλικία τῶν 80-85 ἐτῶν, μεταξύ τους ἔχουν διαφορά περίπου 50 χρόνια.

Ἐδῶ εἶναι ἡ πρώτη φωτογραφία τήν ὁποία ἔβγαλα μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, τό 1976, πού πῆγα γιά πρώτη φορά στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἔσσεξ. Τοῦ εἶπα: «Θέλω νά βγάλουμε μία φωτογραφία», καί ὁ ἴδιος διάλεξε νά τήν βγάλουμε ἐδῶ, γιά νά ἔχη αὐτό τό καλό φόντο, πού σημαίνει ὅτι ἦταν μεγάλος καλλιτέχνης. Ἦταν μία ἀποθήκη, ἡ ὁποία τώρα δέν ὑπάρχει, γιατί στό μέρος αὐτό πού ἦταν ἡ ἀποθήκη τώρα κτίσθηκε ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ μέσα στήν Μονή. Καί ὑπῆρχε ἕνα σκαμνάκι καί λέει: «Θά καθήσουμε ἐκεῖ». Καθήσαμε ἐκεῖ καί ἀρχίσαμε νά συζητᾶμε. Καί μοῦ λέει: «Πολύ χαρήκαμε πού σᾶς εἴδαμε, πού ἤρθατε στό Μοναστήρι νά σᾶς δοῦμε». Καί ἐγώ τοῦ ἔλεγα: «Καί ἐγώ χάρηκα, Γέροντα». Καί ὑπῆρχε ἕνας φωτογράφος πού μᾶς ἔβγαλε φωτογραφία.

Αὐτή ἐδῶ ἡ φωτογραφία εἶναι δύο χρόνια μετά. Εἴμαστε μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο μετά ἀπό μία θεία Λειτουργία. Λειτουργήσαμε μαζί καί μετά καθώς ἔβγαινε ἀπό τό σπίτι πού ἦταν ἡ ἐκκλησία, γιά νά πάη πρός τό σπιτάκι του μέ τό μπαστουνάκι τό ὁποῖο εἶχε, λέω: «Νά βγάλουμε μία φωτογραφία»; Καί εἶπε: «Βεβαίως». Καί βγάλαμε αὐτήν τήν φωτογραφία. Εἶμαι ἐγώ ἐδῶ σέ μικρή ἡλικία ὡς μοναχός, νέος μοναχός, περίπου τότε θά ἤμουν στήν ἡλικία τῶν 35 ἐτῶν. Πάντοτε φοροῦσε αὐτόν τόν μικρό σταυρό καί τόν εἶχε ὡς εὐλογία.

Ἐπίσης σέ αὐτήν ἐδῶ τήν φωτογραφία – δέν τήν ἔβγαλα ἐγώ τήν φωτογραφία αὐτή- ἀλλά εἶναι μία φωτογραφία τήν ὁποία νομίζω τήν ἔβγαλε ὁ π. Ραφαήλ, ὁ Ρουμάνος μοναχός, ὁ ὁποῖος τώρα εἶναι στήν Ρουμανία. Εἶναι μία φωτογραφία, ἔχω τήν ἐντύπωση ἀπό πίσω ὑπῆρχε ἥλιος, καί καθώς ἔβγαλε τήν φωτογραφία βγῆκε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο.

Οἱ φωτογραφίες διατηροῦν τήν μορφή τοῦ Γέροντος, ἀλλά ἡ μεγαλύτερη διατήρηση τῆς προσωπικότητος καί τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος εἶναι ἡ καρδία. Καί εὐχόμαστε νά εἶναι ὄχι στήν μνήμη τήν δική μας, ἀλλά νά εἶναι πάντοτε στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό προέρχεται ἀπό φωτογραφία, ἀλλά ἐδῶ ἔγινε εἰδική ἐπεξεργασία ἀπό τό ἐργοστάσιο καί ἔβγαλε αὐτήν τήν μορφή. Τόν ἔχει σέ μία στιγμή πού ἦταν συγκεντρωμένος. Γιατί ὁ Γέροντας ἦταν συγκεντρωμένος, δηλαδή συγκέντρωνε τόν νοῦ του, ἀλλά ἦταν καί εὐχάριστος, ἀνοιγόταν καί στούς ἀνθρώπους, ἦταν πολύ εὐχάριστος καί στούς νέους πολύ περισσσότερο, τούς ἔλεγε καί διάφορα ἀστεῖα, ἀνέκδοτα γιά νά χαίρωνται.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 2948