Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Νεομάρτυς Θεόφιλος ὁ ἐν Χίῳ μαρτυρήσας, 24 Ἰουλίου

Ὁ Νεομάρτυς Θεόφιλος ἔζησε τόν 17ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν Ζάκυνθο, ἦταν ναύτης καί ταξίδευε μέ ἑλληνικό καράβι. Ὅταν κάποτε ἔφθασε στήν Χίο, πού ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ καπετάνιου, συναντήθηκε μέ ἕναν Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε νά ἐργασθῆ στό δικό του καράβι.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Νεομάρτυς Θεόφιλος ὁ ἐν Χίῳ μαρτυρήσας, 24 ἸουλίουὉ Θεόφιλος ἀρνήθηκε, καί τότε ἐκεῖνος τόν κατηγόρησε ὅτι φοροῦσε στό κεφάλι του σκοῦφο τῶν ἀγαρηνῶν. Ὁ Τοῦρκος δικαστής, στόν ὁποῖο ὁδηγήθηκε, ἀποφάσισε ὅτι ὁ κατηγορούμενος πρέπει νά γίνη μουσουλμάνος. Ὁ Θεόφιλος ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν ἀληθινό Θεό, γι’ αὐτό καί ἐξαγριωμένοι οἱ Τοῦρκοι τόν ὑπέβαλαν σέ περιτομή διά τῆς βίας, καί ἀποφάσισαν νά τόν στείλουν δῶρο στόν Σουλτάνο, ἐπειδή ἦταν νέος καί ὄμορφος.  Ὁ Θεόφιλος κατάφερε νά τούς ξεφύγη καί πῆγε στήν Σάμο. Ἀργότερα, ἐπέστρεψε στήν Χίο ψάχνοντας τόν καπετάνιο του, καί οἱ τοῦρκοι, πού τόν ἀνεγνώρισαν, τόν συνέλαβαν. Τόν ὑπέβαλαν σέ φρικτά βασανιστήρια, ἀλλά παρέμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη του καί γι’ αὐτό τόν ἔκαψαν ζωντανό, κατά τό ἔτος 1635. Μάλιστα, ὅταν κατάλαβε ὅτι θά τόν κάψουν μπῆκε μόνος του στήν φωτιά, ἀφοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί εἶπε: «Χριστέ μου, στά χέρια σου παραδίδω τήν ψυχή μου».

Οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἔδωσαν «ἀργύρια ἱκανά» στούς τούρκους, μπόρεσαν καί περισυνέλεξαν τά ὀστά τοῦ μάρτυρος, τά ὁποῖα εὐωδίαζαν καί θαυματουργοῦσαν, καί τά ἐναπέθεσαν μέ τιμές στόν Ἱερό Ναό τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Οἱ ναυτικοί, οἱ ὁποῖοι ταξιδεύουν στίς θάλασσες καί τούς ὠκεανούς ἀντιμετωπίζουν πολύ συχνά τρικυμίες, ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τοῦ χειμώνα, καί γι’ αὐτό φροντίζουν νά εἶναι πάντοτε σέ ἑτοιμότητα. Καί ὅσοι ἀπό αὐτούς εἶναι πιστοί καί προσεύχονται, αὐτοί βιώνουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνται, ἀλλά καί βλέπουν καθαρά «τά ἔργα τοῦ Κυρίου καί τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ βυθῷ», ὅπως τονίζει χαρακτηριστικά ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, στόν 106ο ψαλμό, ὅπου λέγει ὅτι «οἱ καταβαίνοντες εἰς θάλασσαν ἐν πλοίοις, ποιοῦντες ἐργασίαν ἐν ὕδασι πολλοῖς, αὐτοί εἶδον τά ἔργα Κυρίου καί τά θαυμάσια αὐτοῦ ἐν τῷ βυθῷ. εἶπε, καί ἔστη πνεῦμα καταιγίδος, καί ὑψώθη τά κύματα αὐτῆς· ἀναβαίνουσιν ἕως τῶν οὐρανῶν καί καταβαίνουσιν ἕως τῶν ἀβύσσων, ἡ ψυχή αὐτῶν ἐν κακοῖς ἐτήκετο· ἐταράχθησαν, ἐσαλεύθησαν ὡς ὁ μεθύων, καί πᾶσα ἡ σοφία αὐτῶν κατεπόθη». Δηλαδή, κατά τήν διάρκεια τῆς μεγάλης θαλασσοταραχῆς καταλαβαίνουν ὅτι ἡ σοφία τους δέν ἔχει καμμιά ἀξία, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ ὑλικός πλοῦτος τους, γιατί δέν μποροῦν νά τούς βοηθήσουν. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει ἀξία ἐκείνη τήν στιγμή εἶναι ἡ πίστη, ἤτοι ἡ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι κατέχουν αὐτήν τήν πίστη, αὐτοί δέν ἀπελπίζονται, ἀλλά κράζουν συνεχῶς πρός τόν Θεό ἐκ βαθέων, ὁ Ὁποῖος δέν τούς ἐγκαταλείπει, ἀλλά τούς σώζει καί τούς ὁδηγεῖ στό λιμάνι τοῦ θελήματός Του. Συνεχίζει ὁ ἱερός Ψαλμωδός γιά νά πῆ ὅτι «ἐκέκραξαν πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καί ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐξήγαγεν αὐτούς καί ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καί ἔστη εἰς αὔραν, καί ἐσίγησαν τά κύματα αὐτῆς· καί εὐφράνθησαν, ὅτι ἡσύχασαν, καί ὡδήγησεν αὐτούς ἐπί λιμένα θελήματος αὐτοῦ».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω ψαλμό, λέγει μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ὁ ψαλμός αὐτός προφητεύει τήν θαλασσοταραχή πού δοκίμασαν οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἦταν ναυτικοί καί ψαράδες, καί οἱ ὁποῖοι αἰσθάνθηκαν τρόμο καί ταραχή. Στήν συνέχεια, ὅμως, κατέφυγαν στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐπετίμησε τούς ἀνέμους καί ἔπαυσε τήν φουρτούνα, καί γι’ αὐτό ἡσύχασαν καί χάρηκαν. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισαν τήν δύσκολη ἐκείνη κατάσταση οἱ Ἀπόστολοι, ἀποτελεῖ γιά ὅλους ἐμᾶς παράδειγμα πρός μίμηση.

Τό παραπάνω περιστατικό περιγράφεται στό ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Γράφεται, λοιπόν, ἐκεῖ ὅτι ὁ Χριστός μπῆκε στό πλοιάριο μαζί μέ τούς Μαθητές Του. Ξαφνικά ξέσπασε τρικυμία στήν λίμνη, ὥστε τό πλοῖο νά ἀνεβοκατεβαίνη καί νά σκεπάζεται ἀπό τά κύματα, ἐνῶ ὁ Χριστός κοιμόταν. Τότε οἱ Μαθητές Του τόν πλησίασαν ἔντρομοι, τόν ξύπνησαν καί τοῦ εἶπαν: «Κύριε, σῶσε μας, χανόμαστε». Τότε ὁ Χριστός σηκώθηκε, ἐπέπληξε τούς ἀνέμους καί τήν θάλασσα καί ἔγινε μεγάλη γαλήνη. Οἱ Μαθητές Του ἐθαύμασαν καί ἔκθαμβοι ἔλεγαν: «Τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού καί οἱ ἄνεμοι καί ἡ θάλασσα τόν ὑπακούουν;».

Τό λιμάνι στό ὁποῖο ὁδηγεῖ ὁ Θεός τούς καταφεύγοντες σέ Αὐτόν εἶναι, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, οἱ ἐντολές Του, οἱ ὁποῖες «φυλάττουν ἀνώτερον ἀπό κάθε φουρτούναν ἐκεῖνον πού πορεύεται σύμφωνα μέ αὐτές».

Δεύτερον. Οἱ τρικυμίες δέν ἀποτελοῦν προνόμιο τῶν ἀνθρώπων πού ταξιδεύουν στήν θάλασσα, ἀλλά τίς ἀντιμετωπίζουν καί ὅσοι ἐργάζονται στήν στεριά, μέ διαφορετική, βέβαια, μορφή, ἀλλά μέ τήν ἴδια, ἤ καί μέ μεγαλύτερη ἔνταση. Γενικά, ἡ παροῦσα ζωή ὁμοιάζει μέ πέλαγος, μέσα στό ὁποῖο τό σκάφος τῆς ζωῆς μας κλυδωνίζεται, μάλιστα κάποιες φορές μέ τόσο βίαιο τρόπο, οὕτως ὥστε τά κύματα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας νά μᾶς κατακλύζουν καί νά εἶναι ἕτοιμα νά μᾶς καταποντίσουν. Ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἄν ἔχουμε μάθει νά καταφεύγουμε στόν Χριστό καί νά ἀποθέτουμε «τήν πᾶσαν ἐλπίδα μας» σέ Αὐτόν, τότε ὁ Χριστός θά μᾶς στηρίζη, θά μᾶς παρηγορῆ καί θά μᾶς προστατεύη. Καί τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμαστε καί γιά τόν λόγον ὅτι τά πράγματα ἀλλάζουν, καί τήν τρικυμία διαδέχεται ἡ γαλήνη καί τίς θλίψεις οἱ χαρές.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, συντονισμένος καί αὐτός στό ἴδιο «μῆκος κύματος», λέγει ὅτι ἡ παροῦσα ζωή εἶναι πέλαγος, τό ὁποῖο πολλές φορές εἶναι τρικυμισμένο, καί γιά νά μή καταποντισθῆ ὁ ἄνθρωπος στόν βυθό τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας, θά πρέπει νά εἶναι ταπεινός, γιατί ὁ ταπεινός καταφεύγει στόν Χριστό καί δέχεται τήν προστασία Του. Ἀντίθετα, ὁ ὑπερήφανος, ὅπως τονίζει, δέν θά ἀποφύγη τήν ἀπελπισία καί «θά καταρρεύση σέ χυδαία μελαγχολία», ἐπειδή οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι περιορισμένες, καί ἐπειδή ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του δέν πιστεύει καί δέν προσεύχεται.

Ὅσοι ἔχουν μάθει νά κατευθύνουν τό σκάφος τῆς ζωῆς τους στό «λιμάνι τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ», αὐτοί, ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς τους, παραμένουν γαλήνιοι. Γεμάτοι πόνο, ἀλλά καί πνευματική ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ