Γράφτηκε στις .

+ Ἰωάννης Κ. Ξύκης

τοῦ Χρήστου Σπ. Παϊσίου, Δικηγόρου-Προέδρου Δ.Σ. Μεσολογγίου

Ἐπικήδειος λόγος, κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἰωάννου Ξύκη, στόν Ἱερὸ Μητροπολιτικό Ναό Ναυπάκτου, τήν 15η Σεπτεμβρίου 2018 (βλ. σελ. 15).

*

Σεβασμιώτατε, Ἅγιοι Πατέρες, Κύριε Δήμαρχε, λοιποί ἐντιμότατοι ἄρχοντες, τεθλιμμένη οἰκογένεια καί συγγενεῖς τοῦ ἐκλιπόντος, ὁμογενεῖς ἀδελφοί ἐξ Ἀμερικῆς, ἀγαπημένα χελιδόνια τῆς ξενιτιᾶς, πένθιμο Ἐκκλησίασμα.

+ Ἰωάννης Κ. Ξύκης Συγκεντρωθήκαμε ὅλοι σήμερα ἐδῶ στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, γιά νά προπέμψουμε στήν αἰωνιότητα, στά ἐπέκεινα, τόν μεγάλο τοπικό μας Εὐεργέτη ὁμογενῆ στίς Η.Π.Α. τόν Ἰωάννη Κ. Ξύκη, ἀπευθύνοντάς του τό ὕστατο χαῖρε. Μέ τό θάνατό του κλείνει ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς τοπικῆς μας ἱστορίας, ἀφοῦ ἡ ζωή του ἐκτείνεται σέ δυό αἰῶνες καί δυό χιλιετίες, περιλαμβάνοντας ὅλα τά δεινά τῆς πατρίδας καί τό μεγαλεῖο της, ἀλλά ἰδιαίτερα τό μεγάλο γιά μᾶς τούς Ναυπακτίους κεφάλαιο τῆς ἀποδημίας, τῆς πικρῆς ἀλλά καί εὐλογημένης ξενητιᾶς.

Ὁ ἀείμνηστος ἐκλιπών Ἰωάννης Κ. Ξύκης γεννήθηκε τό 1926, στήν ἀρχή τοῦ μεσοπολέμου, λίγα μόλις χρόνια μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή σέ μιά Ἑλλάδα ρημαγμένη καί ἀπορφανισμένη. Γεννήθηκε στήν Καστανιά Ναυπακτίας, στό πιό ἴσως ἀπόκρημνο καί κακοτράχαλο χωρίο, ἀπό τά πιό φτωχά τῶν Κραβάρων, πού δέν ἔβγαζε ἡ γῆ του γιά τούς κατοίκους του οὔτε γιά τρεῖς μῆνες τό χρόνο ψωμί, γέννημα καί πού ἦταν αὐτοί ἀπό αἰῶνες ἀναγκασμένοι νά παίρνουν ξένες στράτες γιά νά ζήσουν οἱ ἴδιοι καί νά ἀναστήσουν τίς φαμίλιες τους.

Γιός μετανάστη ἀπό τούς πρώτους, τοῦ πρώτου κύματος μεταναστῶν ὀρεινῶν Ναυπακτίων, πρωτοπόρων στήν Ἀμερική, τοῦ Κώστα Ξύκη, ἀνθρώπου πολυσχιδοῦς, συνετοῦ, σοφοῦ, πού ἄφησε θετικό ἴχνος, καλό χνάρι καί ἀνάμνηση στόν τόπο του καί πού γύρισε ἐσπευσμένα ἀπό τήν ξενιτιά γιά νά δώση τό παρόν, ὅπως τόσοι πολλοί Ναυπάκτιοι καί Ἕλληνες στό ἱερό καί νικηφόρο σάλπισμα τοῦ 1912-13, καταστρεφόμενος οἰκονομικά καί ἀπομένοντας στήν Καστανιά.

Ἀνδρώθηκε λοιπόν σ' αὐτό τό σκληρό καί ἡρωικό τόπο ὁ Ἰωάννης Κ. Ξύκης, μέσα στήν εὐλογημένη λιγοσύνη τοῦ Κόντογλου, πού μάθαινε στούς τότε Ἕλληνες τόν σεβασμό στήν πατρῶα θρησκεία, στό γένος, τήν πατρίδα, τόν τόπο, τό χρέος, τόν μόχθο, τόν συνάθρωπο. Μεγάλωσε μέσα στήν στέρηση τήν γενική τῆς χώρας καί τήν χειρότερη εἰδική τοῦ τόπου του.

Ἔμαθε τά πρῶτα καί μόνα γράμματα μέσα σέ Παπαδιαμαντικό περιβάλλον καί τελειώνοντας τό δημοτικό στό σχολεῖο τῆς Καστανιᾶς, πού εἶχε συνιδρύσει ὁ ἐπίσης ξενιτεμένος στήν Ἀμερική θεῖος του Βασίλειος Ξύκης, ἔπεσε στήν ἀτελείωτη δίνη τοῦ πολέμου τοῦ 1940 μέ τό μεγαλεῖο καί τίς θυσίες καί ὅσα τραγικά τόν ἀκολούθησαν. Γερμανοϊταλική κατοχή ἀποκλεισμός, πείνα, στέρηση, μεγάλη ἐθνική ἀντίσταση καί ἀκόμη μεγαλύτερη διχόνοια, ἀδελφοκτόνος πόλεμος. Καταστροφή σέ δυό φάσεις, ἡ μία χειρότερη ἀπ’ τήν ἄλλη καί ἀκόμη μεγαλύτερη καί ὀξύτερη, ἀδυσώπητη γιά τήν ὀρεινή Ἑλλάδα, τήν ὀρεινή Ναυπακτία, τήν Καστανιά.

Οἱ διηγήσεις του, τά βιώματα καί τά πάθη του γιά τήν ἐποχή ἐκείνη πού δέν γνωρίζω ἂν καταγράφηκαν καί πού δέν τά ἐκμυστηρευόταν εὔκολα καί πού τοῦ τά ἐκμαίευε περισσότερο ὁ πιό στενός του φίλος, ἀείμνηστος Νίκος Λόης καί λιγότερο ὁ πατέρας μου, τά διηγόταν καί κοιτοῦσε χαμηλά, κάτω στό χῶμα, θλιμμένος. Εἶναι ἀπό τίς πιό πικρές καί τίς πιό σκληρές διηγήσεις πού ἄκουσα στή ζωή μου. Αἰχμαλωσία, κράτηση στόν ξένο τόπο ὄντας παιδί δεκατετράχρονο, μπλόκο ἀπό τούς Γερμανούς κατακτητές στήν Πάτρα καί παρ’ ὀλίγο ἐκτέλεση, ἀπόδραση ὑπό καταιγισμό πυροβολισμῶν στό χωριό του. Ἐκφοβισμοί, ἐκβιασμοί, προσφυγιά, ἀπώλεια τοῦ ἀδελφοῦ καί ὅλα αὐτά μέσα στήν ἀγωνία τῆς ἐπιβίωσης, τῆς ἀνάγκης τοῦ καθημερινοῦ ψωμιοῦ, σέ χρόνια παιδικά καί ἐφηβικά, σέ δρόμους ἀτελείωτους καί κινδύνους μεγάλους μέ τήν μόστρα στόν ὦμο, ἕρμαιο στοῦ καθενός τό ἄδικο, ἀνυπεράσπιστος, ἀδικημένος. Μέχρι τό τέλος σέ πολλά σιωποῦσε, ἀλλά δέν λησμονοῦσε ποτέ.

Καταδιωγμένος λοιπόν μαζί μέ τούς περισσότερους συγχωριανούς καί τούς λοιπούς ὀρεινούς Ναυπάκτιους, ἀποκομμένος ἀπό τούς γονεῖς του, καταφεύγει στήν Ναύπακτο ὅπου δημιουργεῖ οἰκογένεια.

Ἕξι παιδιά, μέ πρωτότοκη τήν Μανθούλα πού πῆρε τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου του ἀδελφοῦ Μάνθου, πού ἔχασε ὑπό ἀδιευκρίνιστες, ἀνεξιχνίαστες συνθῆκες τήν ζωή του στήν κατοχή καί πού ὁ χαμός του ἦταν ἀναμμένο κάρβουνο στήν καρδιά του. Τόν Κώστα μετά, μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του, ἔπειτα τόν Γιῶργο, τήν Μαρίνα, τόν Διονύση, τήν Ἑλένη.

Πέρα ἀπό τήν βιολογική του οἰκογένεια δημιούργησε καί μεγάλη πνευματική οἰκογένεια, μέ τήν κολυμβήθρα. Πνευματικά τέκνα μέ πρῶτο χρονικά καί ἡλικιακά τόν σημερινό Πρόεδρο τῶν ΑΧΕΠΑ Αὐστραλίας Γιάννη Καλλιμάνη καί πολλούς ἄλλους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἐμένα, κρατώντας ὄχι τυπική, ἀλλά οὐσιαστική, ἰδιαίτερη καί ἰδιότυπη σχέση.

Προσπάθησε λοιπόν νά ζήση τήν οἰκογένειά του ἐμπορευόμενος στήν Ναύπακτο, σέ μιά κατεστραμμένη μεταπολεμική οἰκονομία, στά πέτρινα χρόνια τῆς δεκαετίας τοῦ 1950. Ὅμως οἱ προσπάθειες ἦταν μάταιες καί οἱ ἐλπίδες ἀνύπαρκτες. Καί τότε πῆρε τόν δρόμο γιά τήν ξενιτιά γιά τίς Η.Π.Α. μέ δυσκολίες μεγάλες.

Καί ἐκεῖ ἐργάσθηκε σκληρά, ἀρχικά ταπεινός βιοπαλαιστής, στίς πιό ἀντίξοες συνθῆκες, μέ ἐπιμονή, ὑπομονή, δύναμη, κουράγιο ἀνυπέρβλητο καί ὁ Θεός ἔστεψε μέ ἐπιτυχία τήν προσπάθεια καί τούς κόπους του, «ὁ Θεός ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Συμπόνεσε θαρρεῖς τήν προηγούμενη δύσκολη ζωή του καί ἀντάμειψε στό ὑπερπολλαπλάσιο τούς κόπους του. Θησαύρισε κάθε του ἐπένδυση. Ἀναπλήρωσε μέ ἐπιχειρηματικό αἰσθητήριο τίς ὅποιες μορφωτικές ἐλλείψεις του, «ὁ τά ἀσθενῆ θεραπεύων καί τά ἐλλείποντα ἀναπληρῶν» καί τόν κατέστησε πλούσιο.

Ὅμως καί μέσα σ’ αὐτά τά πλούτη καί ἀπό πολύ νωρίς, οἱ ἀρχές καί ἡ ποιότητά του τόν ὤθησαν στήν γενναιόδωρη προσφορά ἀποκλειστικῶς πρός τήν ἰδιαιτέρα πατρίδα του, τόν τόπο του, τόν τόπο πού εἶδε τό φῶς τοῦ ἥλιου, πού πόνεσε, δάκρυσε, κόπιασε, ἀγωνίστηκε. Τόν τόπο πού ἀνάπαυσε τά κόκκαλα τῶν γονιῶν του.

Ξόδεψε ἀρχικά σεβαστό ποσό γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ του, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου Καστανιᾶς, τοῦ ἀφέντη Αἱ Γιάννη, ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε χαμογελώντας, κατά πῶς τό ἔμαθε ἀπ’ τήν μάνα του καί ἀργότερα ἕνα πολύ μεγάλο ποσό γιά τήν κατασκευή τῆς ἕως τότε χωμάτινης πλατείας τῆς Καστανιᾶς. Χρήματα πού ἐμπιστεύτηκε στόν σύλλογο τοῦ χωριοῦ του. Πλατεία πού σήμερα εἶναι ἡ ὀμορφότερη στήν Ναυπακτία, ἕνα κόσμημα πραγματικό, σίγουρα ἡ ὀμορφότερη στήν Ρούμελη. Ἀκόμη, σημαντικά ποσά διέθεσε γιά τόν περικαλλῆ Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, στόν ὁποῖο τώρα τόν ἀποχαιρετοῦμε.

Ὅμως ἡ μεγαλύτερη ἀντικειμενικά ἐν ζωῇ προσφορά του ὑπῆρξε ἡ χορηγία τεραστίου γιά τά ἑλληνικά δεδομένα ποσοῦ, πού διαχειρίστηκε συνετά τό Ἵδρυμα Καπουρδέλη–Ξύκη, ὑπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη γιά τήν κατασκευή ἑνός Προτύπου Γηροκομείου, τοῦ Καπορδελείου-Ξυκείου. Τίς οἶδε ἐάν σέ αὐτό τόν ὤθησε ἡ μνήμη τῶν γονέων του, πού δέν μπόρεσε νά τούς προσφέρη ἀπό τήν ξενητειά αὐτό πού ἤθελε, ἢ τῆς ἀγαπημένης του ἀδελφῆς Γεωργίας, τῆς Γίτσας. Δυστυχῶς δέν εὐτύχησε ὅσο ζοῦσε νά δῆ τήν λειτουργία του. Ὅμως φαίνεται ὅτι ἡ ἐπιθυμία καί ἡ ἀπόφασή του ἦταν τόσο μεγάλη καί ἀπόλυτη, πού μερίμνησε καί μετά τό θάνατό του νά χορηγήση τά ἀναγκαῖα ποσά, ὄχι μόνο γι’ αὐτή τήν ἀγαθοεργία ἀλλά καί γιά πολλά ἀκόμη ἔργα γιά τήν πατρίδα, τόν συμπολίτη καί τόν ἄνθρωπο. Μερίμνησε ὥστε θαπτόμενος στό ἱερό χῶμα τῆς Ναυπάκτου ὡς ὁ εὐαγγελικός στάχυς νά ἀποφέρη «πλείονα καρπόν».

Ἡ εὐγνωμονοῦσα Πατρίς ἀπεφάσισε, ὡς ἐλάχιστο φόρο τιμῆς στήν μεγάλη του προσφορά, νά τιμήση αἰώνια τήν μνήμη του καί ἡ τελευταία του κατοικία νά εἶναι στήν πλέον περίβλεπτη θέση, συναριθμώντας τον μετά τῶν μεγάλων εὐεργετῶν τοῦ τόπου καί τῶν λοιπῶν ἐξεχόντων πολιτῶν.

Ἐκφράζουμε τά θερμότερα καί εἰλικρινέστερα συλλυπητήρια μας στήν βαρυπενθοῦσα οἰκογένειά του καί τούς λοιπούς συγγενεῖς, εὐχόμενοι ἅπαντες νά εἶναι ἐλαφρύ τό χῶμα τῆς Ναυπακτιακῆς γῆς πού σέ λίγο θά τόν δεχθῆ. Τῆς γῆς πού τόσο ἀγάπησε καί εὐεργέτησε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις ἐν ζωῇ καί μετά θάνατον καί πού τόσο τόν τίμησε. Ἂς εἶναι αἰώνια ἡ μνήμη του καί ἂς ἀποτελέσει ἡ προσφορά του παράδειγμα πρός μίμηση.

Καλό Παράδεισο Νονέ.