Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιοι τριακόσιοι μάρτυρες ἀπό τήν Καρχηδόνα, 7 Δεκεμβρίου

Οἱ ἅγιοι τριακόσιοι μάρτυρες ἔζησαν τόν 5ο αἰώνα μ.Χ., καί συγκεκριμένα στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ζήνωνα. Τότε στήν Ἀφρική βασίλευε ὁ ἀρειανός Ὀνώριχος, ὁ ὁποῖος πιεζόμενος ἀπό ἀρειανούς ἐπισκόπους, ἐξαπέλυσε σκληρό διωγμό ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, σκληρότερο, ἴσως, ἀπό τούς διωγμούς τοῦ Διοκλητιανοῦ καί τοῦ Μαξιμιανοῦ. Κλείσθηκαν ὅλοι οἱ Ἱεροί Ναοί τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκτός ἀπό ἕναν, καί αὐτό ἔγινε βάσει σχεδίου, ὅπως ἀποδείχθηκε στήν συνέχεια. Γιατί, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι συγκεντρώθηκαν γιά νά τελέσουν τήν θεία Λειτουργία, στόν μοναδικό Ἱερό Ναό πού τούς ἀπέμεινε, οἱ ἀρειανοί ἔβαλαν φωτιά καί τούς ἔκαψαν ζωντανούς. Ὁ Ὀνώριος ἐπαίνεσε τούς ἐμπρηστές γιά τό «κατόρθωμά» τους καί ἔδωσε ἐντολή νά βασανίζονται σκληρά καί νά θανατώνονται ὅσοι ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τό ἀρειανικό βάπτισμα. Ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι ἔφυγαν σέ ἄλλες περιοχές, ἐγκαταλείποντας τήν πατρίδα τους καί τά ὑπάρχοντά τους. Τριακόσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀπό τήν Καρχηδόνα παρέμειναν καί ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους. Ὑπέμειναν φρικτά βασανιστήρια μέ θαυμαστή ὑπομονή, καί τέλος σφράγισαν τήν ὁμολογία τους μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιοι τριακόσιοι μάρτυρες ἀπό τήν Καρχηδόνα, 7 ΔεκεμβρίουΤά βασανιστήρια στούς Κληρικούς ἦταν σκληρότερα. Ἑξήντα Ἱερεῖς, τούς πλέον λογίους, ἀφοῦ τούς βασάνισαν σκληρά δέν τούς θανάτωσαν, ἀλλά τούς ἔκοψαν τήν γλώσσα καί στήν συνέχεια τούς ἐλευθέρωσαν. Τότε οἱ Ἱερεῖς αὐτοί διασκορπίσθηκαν σέ ὅλη τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί, χωρίς γλώσσα, ἐκήρυτταν τήν ὀρθόδοξη πίστη. Πολλοί ἀπό ἐκείνους πού εἶδαν αὐτό τό ἐξαίσιο θαῦμα κατενύγησαν καί ἀσπάσθηκαν τήν Ὀρθοδοξία.

Εἶναι ὄντως θαυμαστό καί πρωτάκουστο τό γεγονός αὐτό, για τό ὁποῖο ὑπάρχουν τρεῖς ἀξιόπιστες μαρτυρίες. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Πάπα Ρώμης, τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰουστιανιανοῦ καί τοῦ Γαζαίου Αἰνεία τοῦ Πλατωνικοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος στό τριακοστό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ β΄ βιβλίου τῶν Διαλόγων, γράφει ὅτι πηγαίνοντας στό Βυζάντιο ἄκουσε γέροντα Ἐπίσκοπο νά λέη, ὅτι οἱ «Παρόμοιοι» -ἔτσι τούς ἀποκαλοῦσαν- ἄνοιγαν τό στόμα τους, καί ἐνῶ τούς ἔβλεπαν ὅλοι ὅτι δέν εἶχαν γλώσσα, αὐτοί ὁμιλοῦσαν καί ἐκήρυτταν. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γράφει ὅτι «εἴδαμε εὐλαβεῖς ἀνθρώπους, χωρίς γλώσσα, νά ὁμιλοῦν». Ὁ Γαζαῖος Αἰνείας ὁ Πλατωνικός, στόν Διάλογο πού ἀναφέρεται στόν Θεόφραστο, στήν Δωδεκάβιβλο τοῦ Δοσιθέου, γράφει: «Ἄκουσες; Νομίζω ὅτι μερικοί ἱερεῖς, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά ἀρνηθοῦν τά σωστά τους δόγματα ἀποκόπηκαν τήν ἀγαπημένη τους γλώσσα ἀπό τόν τύραννο, ὁ ὁποῖος μιμήθηκε τόν μυθικό Τηρέα τόν Θρᾶκα. Καί αὐτό ἐγώ τό εἶχα γιά δύσκολο, πῶς δηλαδή μπορεῖ ὁ κιθαριστής χωρίς κιθάρα νά κιθαρίζη καί χωρίς αὐλό νά παίζη ὁ αὐλιστής. Ἀλλά "ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις", ὅπως ἀναφέρεται. Καί ἄν δέν ἔβλεπα ἐγώ μέ τά ἴδιά μου τά μάτια, δέν θά μποροῦσα ποτέ νά πιστέψω στό θαῦμα αὐτό».

Μέ ἀφορμή τά παραπάνω, θά τονισθοῦν τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ βίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως σέ ὅλες τίς ἐποχές δέν εἶναι ἁπλῆ ὑπόθεση, ἀλλά συνιστᾶ μαρτύριο. Βέβαια, ὁ τρόπος τοῦ μαρτυρίου μπορεῖ νά διαφέρη σέ κάθε ἐποχή, ὡστόσο ὅμως χρειάζεται μεγάλη πνευματική ἀνδρεία γιά νά μπορέση κανείς νά τό ἀντέξη μέχρι τέλους. Καί αὐτή ἡ πνευματική ἀνδρεία δέν εἶναι καρπός δυνατῆς ἀνθρώπινης θέλησης ἤ ἰσχυροῦ χαρακτήρα, ἀλλά εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι καρπός τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἀφοῦ κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήση «Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντέξη τό μαρτύριο, τοῦ αἵματος ἤ τῆς συνειδήσεως μέχρι τό τέλος, ἄν δέν ἀγωνίζεται νά νικήση τά πάθη του καί ἄν ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν πλημμυρίζη ὅλη τήν ὕπαρξή του, τήν ψυχή του καί τό σῶμα του.

Οἱ μάρτυρες, στήν ὀρθόδοξη ὑμνολογία, ἀποκαλοῦνται θύματα. «Θύματα τέλεια Θεοῦ, Θεόν γινώσκοντα καί Θεῷ γινωσκόμενα». Στόν χῶρο τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσως δέν ὑπάρχουν «θύματα», ἀλλά θύτες-σφαγεῖς. Καί δέν ὑπάρχει ἀγάπη, συμπόνια, εὐσπλαγχνία, ἀλλά μίσος, διωγμοί, ἀνθρωποκτονίες, γεγονός πού μαρτυρεῖ τήν ἀποστασία ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, καί τήν ὑποδούλωση στήν ἐξουσία τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Μεγαλύτερο μίσος, ὅμως, ἔχει ὁ διάβολος στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί τούς πολεμᾶ μέ μανία, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι, ἄν τούς ἀχρηστεύση, τότε θά ζημιωθοῦν πνευματικά πολλοί ἄνθρωποι, γι’ αὐτό καί μεταχειρίζεται κάθε μέσο. Ὅσοι, ὅμως, ἀπό αὐτούς ἀγωνίζονται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀντιστέκονται στό μίσος καί τήν μανία του, αὐτοί λαμβάνουν μεγάλη Χάρη, ἀνδρεία καί δύναμη, καί ὠφελοῦν χιλιάδες ἀνθρώπους μέ τόν λόγο τους καί κυρίως μέ τό φωτεινό παράδειγμά τους.

Δεύτερον. Ἡ γλώσσα εἶναι ἕνα σημαντικό ὄργανο τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά μπορῆ ὁ ἄνθρωπος νά ἀρθρώνη λόγο καί νά ἐκφράζη τίς σκέψεις του καί τά συναισθήματά του. Μέ τόν λόγο του, ὅμως, κανείς, εἴτε τό θέλει εἴτε ὄχι, ἀποκαλύπτει τόν ἐσωτερικό του κόσμο, ἤτοι τόν πλοῦτο ἤ τήν φτώχεια τῆς διάνοιάς του καί τῆς καρδιᾶς του. Καί μέ τόν λόγο του ἤ εὐλογεῖ καί δοξάζει τόν Θεό καί ἁγιάζεται ἤ ἁμαρτάνει καί κολάζεται. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα του τό Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτός μέ τόν χαριτόβρυτο λόγο του σταλάζει μέσα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων γαλήνη, εἰρήνη, παρηγοριά, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἐνεργεῖται ἀπό τό πονηρό πνεῦμα, προξενεῖ μέ τόν λόγο του, καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά του, σύγχυση, ταραχή, ἀναστάτωση, θλίψη καί πόνο.

Σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀνθρώπινο λόγο, ὁ ὁποῖος εἶναι κενός, κούφιος, ἀνίσχυρος νά ἁπαλύνη τόν πόνο καί νά στεγνώση τό δάκρυ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατός. Εἶναι ἁπαλός σάν χάδι, ἀλλά καί ἰσχυρός καί ἀποτελεσματικός σάν δίκοπο μαχαίρι. Εἶναι «ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον», καί γι’ αὐτό κόβει καί ἀφαιρεῖ τό ἄρρωστο καί τό σάπιο, ἀλλά καί θεραπεύει, ἀναγεννᾶ, παρηγορεῖ, στηρίζει, ἐνισχύει καί εἰρηνεύει τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ δυνατός καί ἀναγεννητικός αὐτός λόγος, ὅταν θέλη ὁ Θεός, μπορεῖ νά ἀρθρωθῆ καί ἀπό στόμα χωρίς γλώσσα, ὅπως ἐκεῖνο τῶν «Παρομοίων», ἤ ἀπό στόμα μέ γλώσσα βραδεῖα, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Θεόπτη Μωϋσῆ, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ὁποῖος «ἐρητόρευσε τόν θεόγραφον νόμον» καί ἔγινε ἡγέτης τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος. Αὐτό φανερώνει ὅτι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν δύναμη νά θεραπεύη «τά ἀσθενῆ» καί νά ἀναπληροῖ «τά ἐλλείποντα».

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό, τότε ἡ καρδιά του μεταβάλλεται σέ ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὁ λόγος του ἀποκτᾶ δύναμη, ἐνέργεια καί γίνεται λόγος Θεοῦ. Ὄχι λόγος περί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά λόγος Θεοῦ, ἤτοι ἀναγεννητικός, θεραπευτικός, παρακλητικός, σωτήριος.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ