Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία μάρτυς Θεοδούλη, 18 Ἰανουαρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία μάρτυς Θεοδούλη, 18 ἸανουαρίουἩ ἁγία Θεοδούλη καταγόταν ἀπό τήν Διοκαισάρεια καί ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ., ἤτοι τήν ἐποχή τῶν σκληρῶν διωγμῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα Πελάγιο, ὁδηγήθηκε σέ εἰδωλολατρικό ναό καί διατάχθηκε νά θυσιάση στά εἴδωλα. Ἡ ἁγία προσευχήθηκε καί τό εἴδωλο τοῦ Ἀδριανοῦ ἔπεσε καί κομματιάστηκε. Ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός αὐτό ὁ αὐτοκράτορας, θεώρησε ὡς ὑπεύθυνο γι’ αὐτήν τήν «ἀσέβεια» τόν Πελάγιο καί διέταξε νά τόν συλλάβουν καί νά τόν ρίξουν στά θηρία. Τότε ὁ Πελάγιος, τρομαγμένος, ἔπεσε στά πόδια τῆς ἁγίας καί τήν παρακαλοῦσε νά τόν λυπηθῆ καί νά τοῦ σώση τήν ζωή, ξαναφτιάχνοντας τό ἄγαλμα. Ὑποσχέθηκε, μάλιστα, δημοσίως ὅτι θά γίνη Χριστιανός. Τότε ἡ ἁγία προσευχήθηκε θερμά, καί τό ἄγαλμα ἀποκαταστάθηκε στήν προτέρα του μορφή καί τοποθετήθηκε στήν θέση του. Ὁ Πελάγιος χάρηκε, ἀλλά ἀντί νά τηρήση τήν ὑπόσχεσή του καί νά ἐκφράση τήν εὐγνωμοσύνη του στήν ἁγία πού τοῦ ἔσωσε τήν ζωή, ἀντίθετα τήν ὑπέβαλε σέ φρικτά καί ἀπάνθρωπα βασανιστήρια.

Ὅμως, ἡ ὑπομονή, ἡ γαλήνη, ἡ θερμή προσευχή καί ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῆς Ἁγίας, κατά τήν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, ὅπως καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας της ἀπό ὅλες τίς πληγές, ἔγιναν ἀφορμή νά πιστεύσουν καί νά γίνουν ὁμολογητές καί μάρτυρες τῆς πίστεως, οἱ δήμιοι, Κομενταρήσιος καί Βοηθός, καθώς καί πολλοί ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Σέ ἀντίθεση μέ αὐτούς, ὁ Πελάγιος παρέμεινε σκληρός καί ἀμετανόητος ἤ μᾶλλον σκληρύνθηκε περισσότερο καί διέταξε νά ἀνάψουν ἕνα μεγάλο καμίνι καί νά τήν κάψουν ζωντανή. Ἡ ἁγία Θεοδούλη ρίχθηκε στό καμίνι μαζί μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πίστευσαν καί ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό, καί ἔτσι ὅλοι μαζί ἀξιώθηκαν νά λάβουν τόν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Κύριο.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τῆς Ἁγίας, καθώς καί ὅλα τά παραπάνω γεγονότα, μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Οἱ ὑποσχέσεις καλόν εἶναι νά μή δίδονται, ὅταν ὅμως δίδονται, θά πρέπει νά τηροῦνται, ἐκτός καί ἄν εἶναι ἀντίθετες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή τότε γίνονται αἰτία νά καταδικασθῆ ὁ ἄνθρωπος καί νά ὁδηγηθῆ στήν αἰώνια ἀπώλεια. Ὅταν ὅμως εἶναι νόμιμες, καί κυρίως ὅταν εἶναι θεάρεστες, πρέπει νά τηροῦνται, γιατί ἐπαγγέλλονται πνευματικά-ἄφθαρτα ἀγαθά καί αἰώνια ζωή. Καί γιά νά γίνη σαφέστερος καί κατανοητότερος ὁ λόγος θά ἀναφερθοῦν δύο παραδείγματα. Πρῶτον, τό παράδειγμα τοῦ βασιλιά Ἡρώδη, ὁ ὁποῖος θά ἦταν προτιμότερο νά ἀθετήση τήν ὑπόσχεσή του, παρά τηρώντας την νά γίνη παίγνιον ἀσέμνου γυναικός καί νά καταδικάση τόν ἑαυτό του στήν αἰώνια ἀπώλεια, διαπράττοντας τό στυγερό ἔγκλημα τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Καί δεύτερον, τό παράδειγμα τοῦ ἡγεμόνα Πελάγιου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀθέτηση τῆς ὑποσχέσεως ὑπῆρξε γι’ αὐτόν καταστροφική, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ τήρηση τῆς ὑποσχέσεώς του θά τοῦ ἐξασφάλιζε μιά λαμπρή θέση στόν χορό τῶν μαρτύρων.

Ὅσοι συνηθίζουν νά δίνουν μέ εὐκολία διάφορες ὑποσχέσεις, προκειμένου νά ἐπιτύχουν αὐτό πού θέλουν, καί στήν συνέχεια τίς ἀθετοῦν, ἐμπαίζοντας τούς συνανθρώπους τους, αὐτοί θά εἶναι ὑπόλογοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Ἡ τήρηση μιᾶς νόμιμης, καί κυρίως θεάρεστης ὑπόσχεσης, καθώς, ἐπίσης, καί ἡ ἀθέτηση μιᾶς ἀσεβοῦς ὑπόσχεσης, προϋποθέτει θάρρος, λεβεντιά καί ἀνδρεία, καί, ἀσφαλῶς, ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τόν Θεό καί σέβεται τόν ἑαυτό του καί τούς συνανθρώπους του. Προτιμότερο εἶναι τό νά πραγματοποιῆ κανείς κάτι τό ὁποῖο εἶναι καλό, ὠφέλιμο καί θεάρεστο χωρίς νά τό ὑπόσχεται, παρά νά δίνη ὑπόσχεση καί στήν συνέχεια νά τήν ἀθετῆ. Τότε τό λιγότερο πού θά τοῦ συμβῆ εἶναι νά ἀπωλέση τήν ἀξιοπρέπειά του καί τήν ἀξιοπιστία του, ὅπως ὁ ψεύτης βοσκός, τοῦ γνωστοῦ μύθου. Καί, ἀσφαλῶς, εἶναι σημαντικό τό νά διασώζη κανείς τήν ὑπόληψη καί τήν ἀξιοπιστία του, καθώς ἐπίσης τό νά ἀπολαμβάνη τόν σεβασμό τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, πολύ πιό σημαντικό, ὅμως, εἶναι τό νά μήν παίζη μέ τό αἰώνιο μέλλον του.

Δεύτερον. Στήν Παλαιά Διαθήκη, οἱ τρεῖς παῖδες πού ἦταν αἰχμάλωτοι στήν Βαβυλῶνα, ρίφθηκαν στό καμίνι γιά νά καοῦν ζωντανοί, ἐπειδή λάτρευαν τόν Θεό τῶν Πατέρων τους, τηροῦσαν τίς ἐντολές Του, καί ἀρνήθηκαν νά λατρεύσουν τόν βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, ὁ ὁποῖος θεοποίησε τόν ἑαυτό του, καί νά προσκυνήσουν τό χρυσό ὁμοίωμά του. Καί, ὅπως γνωρίζουμε, διασώθηκαν ἀπό τήν φωτιά, ἀφοῦ ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ κατέβηκε στήν «κάμινο τοῦ πυρός τήν καιομένην», τήν ἐδρόσισε καί τούς διεφύλαξε. Ἀλλά καί πολλοί ἀπό τούς μάρτυρες τῆς Καινῆς Διαθήκης ρίφθηκαν στήν φωτιά γιά νά καοῦν ζωντανοί καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ κάποιοι ἀπό αὐτούς διαφυλάχθηκαν σῶοι. Ὅμως, καί αὐτοί πού τό σῶμα τους κάηκε, στήν πραγματικότητα σώθηκαν, ἀφοῦ, ἡ ψυχή τους «πέταξε» στά οὐράνια σκηνώματα τοῦ Παραδείσου καί βιώνει τόν αἰώνιο δροσισμό, τήν ἀναψυχή καί τόν γλυκασμό τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Φαίνεται ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές οἱ «δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» ἀρέσκονται στό νά καῖνε καί νά «τσουρουφλίζουν» τούς ἀνθρώπους μέσα σέ κάθε εἴδους φωτιά. Κάνοντας χρήση ἤ μᾶλλον κατάχρηση τῆς ἐξουσίας τους χρησιμοποιοῦν διάφορα εἴδη πυρός, προκειμένου νά ἐκμεταλλεύονται καί νά κρατοῦν δέσμιους τῆς «κυριαρχίας» τους κυρίως τούς κοινωνικά ἀδύναμους, ἱκανοποιώντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τίς κάθε εἴδους ἐπιδιώξεις τους. Εὐτυχῶς πού τόν τελευταῖο λόγο τόν ἔχει ὁ Χριστός, ὁ Δίκαιος Κριτής, ὁποῖος θά κρίνη ζῶντας καί νεκρούς καί θά ἀποδώση στόν καθένα «κατά τά ἔργα αὐτοῦ». Καί τότε ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία του, ἤ θά ἀπολαύση τόν οὐράνιο δροσισμό μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ θά κατακαίεται «πυρί ἀσβέστῳ». Ὁ Χριστός, ἡ Μητέρα Του, ἡ Παναγία, καί οἱ φίλοι Του οἱ Ἅγιοι, εἶναι ὁ δροσισμός, ὁ γλυκασμός καί ἡ χαρά ὅλων ἐκείνων πού ἔχουν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη Τους καί τούς ἐπικαλοῦνται ἀδιαλείπτως.

Διάβασα κάπου τά ἑξῆς: «Ὑπάρχουν στιγμές πού αἰσθανόμαστε μέσα μας κάτι νά μᾶς καίη, δηλαδή ἕνα εἶδος ἀκεφιᾶς, κατάθλιψης, ἀπελπισίας καί πολλές φορές αὐτό τό ἀποδίδουμε στίς καιρικές συνθῆκες, στό φθινόπωρο ἤ τόν χειμώνα. Σίγουρα, ὡς ἕνα βαθμό μᾶς ἐπηρεάζουν καί οἱ καιρικές συνθῆκες. Μήπως, ὅμως, δέν φταίει τό φθινόπωρο ἤ ὁ χειμώνας, ἀλλά τό ὅτι δέν ἔχουμε ἄνοιξη μέσα στήν ψυχή μας;».

Ἡ ἀληθινή ἄνοιξη, ὅμως, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας καί μέσα μας, πού κατακαίει, ἀλλά καί δροσίζει. Κατακαίει τά πάθη καί παράλληλα προξενεῖ δροσισμό, γλυκασμό, χαρά, ἐλπίδα καί νόημα ζωῆς.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2088