Γράφτηκε στις .

Ἡ Θρησκεία φωνάζει «στάσου ὁλόρθη Ἐλευθεριά»

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τά γεγονότα τῶν ἡμερῶν ἔφεραν στήν ἐπιφάνεια, καί στό ἀναγνωστικό μας ἐνδιαφέρον, κείμενα θεμελιακά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως αὐτός ἀναδύθηκε στό φῶς τῆς ἐλευθερίας ἀπό τό σκοτάδι τῆς Ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς, γεννημένος μέ ἕναν πολυαίμακτο ἐπώδυνο τοκετό, τεχνικά ὑποβοηθούμενο ἤ παρεμποδιζόμενο (ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις) ἀπό τά συμφέροντα τῶν τότε μεγάλων δυνάμεων.

 Εἶναι πολύ χρήσιμο νά ἀνατρέχουμε συχνά στίς πηγές τῆς μετά τό 1821 κρατικῆς μας συγκρότησης, ὄχι μόνο τίς συνταγματικές καί νομοθετικές, μέσα στίς ὁποῖες φαίνεται τό πῶς ἀπό τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης συρρικνωθήκαμε στόν ἀθηνοκεντρικό ἑλλαδισμό, ἀλλά καί σέ πηγές πού ἐκπροσωποῦν τό λαϊκό αἴσθημα, ὅπως εἶναι οἱ ἐπώνυμοι μεγάλοι ποιητές, ἀλλά καί οἱ ἀνώνυμοι δημιουργοί τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν. Στίς πηγές αὐτές βλέπουμε τό τί πραγματικά εἶναι ἡ λαϊκή μας παράδοση, τό πῶς αὐτή ἡ παράδοση κληρονομεῖται μέ πόνους, χαρές, δόξες καί ταπεινώσεις καί πῶς, σ’ αὐτήν τήν παράδοση, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται στενά μέ τήν ἐλευθερία, μέ δεσμό πού τροφοδοτεῖται ἀπό τήν ἱστορική μνήμη τοῦ Γένους μας καί ἀπό πρότυπα τῆς ἁγιογραφικῆς ἱστορίας.

Στά χέρια μας ἦλθε ἕνα τεῦχος ἀπό τήν σειρά «Οἱ ποιητές τῆς Ρωμιοσύνης», πού κυκλοφόρησε ἡ ἐφημερίδα τό Βῆμα τό 2014. Στό τεῦχος αὐτό δημοσιεύονται δύο ἀπό τά γνωστότερα ἔργα τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ: «Ὕμνος εἰς τήν ἐλευθερίαν» καί «Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι», μέ προλογικό σημείωμα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη καί εἰσαγωγή τοῦ Ἀλέξη Ζήρα. Ἀπό αὐτό τό τεῦχος θά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σέ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ προλογικοῦ σημειώματος τοῦ Μίκη Θεοδωράκη καί θά μιλήσουμε γιά τό πῶς στήν δημιουργική φαντασία τοῦ ποιητῆ συνδέεται ἡ ἐλευθερία μέ τήν θρησκεία.

Ὁ Σολωμός γεννημένος στήν Ζάκυνθο τό 1798, μέ ρίζες κρητικές ἀπό τήν μεριά τοῦ πατέρα του καί (μᾶλλον) μανιάτικες ἀπό τήν μεριά τῆς μητέρας του, εἶναι γνωστό ὅτι εἶχε στενή σχέση μέ τήν Ἰταλική λογοτεχνία. Σπούδασε νομικά στήν Ἰταλία, συνδέθηκε ἐκεῖ μέ ἀνθρώπους τῆς τέχνης καί τά πρῶτα ποιήματά του τά ἔγραψε στήν ἰταλική γλώσσα. Καί ἐνῷ μέσω τῶν συγχρόνων του Ἰταλῶν ποιητῶν συνδέθηκε μέ τόν φιλελευθερισμό τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἐν τούτοις στήν διαμόρφωση τῆς ποιητικῆς καί τῆς πολιτικῆς συνειδήσεώς του δέν ἔχασε τόν δεσμό μέ τήν ἱστορία καί τήν πίστη τῆς πατρίδας του. Δέν χώριζε τόν λαό καί τό ἔθνος του ἀπό τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία του. Δέν αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τήν φιλοσοφική ἀντίληψη πού θέλει τόν Θεό νά μήν ἐμπλέκεται στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων καί νά μή ζῇ σέ Ἐκκλησία μέ λαό, ναούς καί μυστήρια. Γιά παράδειγμα στήν 88η ἕως καί τήν 90η στροφή τοῦ «Ὕμνου εἰς τήν ἐλευθερίαν» ἀναφερόμενος σέ ἐπίθεση τῶν Τούρκων ἐναντίον τοῦ Μεσολογγίου ξημερώνοντας Χριστούγεννα, παρουσιάζει τήν ἐλευθερία νά μπαίνη μαζί μέ τήν θρησκεία μέσα στήν Ἐκκλησία. Γράφει μιλώντας πρός τήν Ἐλευθερία:

«Πῆγες εἰς τό Mεσολόγγι / τήν ἡμέρα τοῦ Xριστοῦ,/ μέρα πού ἄνθισαν οἱ λόγγοι / γιά τό τέκνο τοῦ Θεοῦ.

Σοῦ 'λθε ἐμπρός λαμποκοπώντας / ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό / καί τό δάκτυλο κινώντας / ὅπου ἀνεῖ τόν οὐρανό,

"σ' αὐτό", ἐφώναξε, "τό χῶμα / στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά" / καί φιλώντας σου τό στόμα / μπαίνει μές στήν ἐκκλησιά».

Ἡ θρησκεία, κατά τόν Σολωμό, «φωνάζει» στήν Ἐλευθερία νά σταθῇ «ὁλόρθη» στό ἀπειλούμενο Μεσολόγγι καί ἑνωμένη μαζί της (αὐτό δηλώνει ὁ ἀσπασμός) «μπαίνει μές στήν ἐκκλησιά». «Ἐκκλησιά» δέν εἶναι μόνον ὁ Ναός, εἶναι καί ὅλος ὁ λαός πού εἶναι μέσα. Τό ποιητικά δοσμένο νόημα εἶναι ὅτι ἡ πίστη κρατάει τόν λαό ὄρθιο στόν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ποιητικότερη ὅμως ἔκφραση τῆς πίστης τοῦ Σολωμοῦ, στήν ὁποία ὑπαινικτικά δηλώνεται ὅτι ὅλη ἡ ζωή καί ἡ ἀνθοφορία τῆς κτίσης εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι οἱ στίχοι στούς ὁποίους περιγράφει τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὡς τήν «μέρα πού ἄνθισαν οἱ λόγγοι / γιά τό τέκνο τοῦ Θεοῦ». Ἄνθισαν ἐννοεῖται τά Χριστούγεννα, δηλαδή μέσα στόν Χειμώνα, πράγμα πού δηλώνει ἀνθοφορία πού δέν ἀκολουθεῖ τούς προφανεῖς νόμους τῆς φύσεως, ὅπως ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων δέν μποροῦσε νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων μόνον δυνατοτήτων.

Ὁ Σολωμός εἶχε παράδοση δυνατή, παρά τίς περιπέτειες τῆς ζωῆς του στήν πατρική του οἰκογένεια. Παράδοση πού δέν ἔσβησε οὔτε ἀπό τήν ἀγάπη του στόν φιλελευθερισμό τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, οὔτε ἀπό τήν αἰχμαλωσία του σέ ἰταλικά ποιητικά πρότυπα. Ἡ αἰχμαλωσία περιορίστηκε στά ἐξωτερικά λογοτεχνικά σχήματα καί ὄχι στήν οὐσία τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Ἄλλωστε ἀργότερα ἔψαξε τήν φωνή τοῦ λαοῦ του στά δημοτικά τραγούδια καί τήν κρητική λογοτεχνία. Γιά τό πόσο σημαντική εἶναι ἡ παράδοση καί πῶς διαμορφώνει τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, τό ἐκφράζει μέ τόν δικό του τρόπο ὁ Μίκης Θεοδωράκης στό προλογικό σημείωμά του, ὅπου μιλώντας αὐτοβιογραφικά σημειώνει:

«Ὁ Σολωμός, παιδί στήν Κέρκυρα, πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί ἔψελνε τό “Κύριε Ἐλέησον”, μέ μοναδικό, λέγανε ἀπό γενιά σέ γενιά, τρόπο. Αὐτό ἦταν καί τό κύριο ἐπιχείρημα τοῦ πατέρα μου γιά νά τόν ἀκολουθῶ τίς Κυριακές στήν ἐκκλησία: τό γεγονός ὅτι ὁ μικρός Σολωμός ὄχι μόνο πήγαινε, ἀλλά καί ἔψελνε. Καί τό ἔκανα· ἐκεῖ βυθίστηκα στό ἀπέραντο μεγαλεῖο τῆς βυζαντινῆς μας μουσικῆς παράδοσης. “Ὁ Σολωμός σπούδασε νομικά”, ἦταν ἡ ἑπόμενη συζήτηση. “Ὅμως δέν δικηγόρησε ποτέ”, ἀπαντοῦσα. “Σπούδασε κι ἐσύ, καί μήν δικηγορήσεις!” ἀνταπαντοῦσε ὁ πατέρας μου. Τό ἔκανα κι αὐτό».

Ἡ αἴγλη πού ἔχει τό ὄνομα τοῦ Σολωμοῦ χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν πατέρα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη γιά νά τόν ἑλκύσῃ στήν Ἐκκλησία καί νά τόν πείσῃ νά μάθῃ νά ψέλνῃ. Ἔτσι τόν «βύθισε στό ἀπέραντο μεγαλεῖο τῆς βυζαντινῆς μας μουσικῆς παράδοσης» καί μέσα στίς ἰδεολογικές καί καλλιτεχνικές ἀναζητήσεις  καί περιπέτειες του μᾶς ἔδωσε ὡς καρπό τήν μουσική δημιουργία του, πού εἶναι δυτική μουσική μπολιασμένη ὅμως μέ ἤχους καί γραμμές τῆς λεγόμενης βυζαντινῆς μουσικῆς. Εἶναι μιά ἑλληνική μουσική πού ἀκούγεται σέ ὅλον τόν κόσμο.

Ἄς ἔλθουμε ὅμως στόν «Ὕμνο» τοῦ Σολωμοῦ. Ἔχοντας τήν εἰκόνα τοῦ περάσματος ἀπό τόν Ἀχελῶο ποταμό τῶν στρατευμάτων, πού πήγαιναν ἐναντίον τοῦ Μεσολογγίου, «τήν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ», θυμᾶται ὁ ποιητής τόν Μωϋσῆ καί τόν πνιγμό τοῦ στρατοῦ τῶν Αἰγυπτίων στήν Ἐρυθρά Θάλασσα. Ὁ Προφήτης τοῦ Ἰσραήλ, μέσω τῆς Χριστιανικῆς πίστης εἶναι οἰκεῖος ὡς πρότυπο στόν Ἕλληνα ποιητή. Γράφει:

«Ἄ! γιατί δέν ἔχω τώρα / τή φωνή τοῦ Mωϋσῆ; / Mεγαλόφωνα, τήν ὥρα / ὅπου ἐσβυοῦντο οἱ μισητοί,

τόν Θεόν εὐχαριστοῦσε / στοῦ πελάου τή λύσσα ἐμπρός, / καί τά λόγια ἠχολογοῦσε / ἀναρίθμητος λαός.

Ἀκλουθάει τήν ἁρμονία / ἡ ἀδελφή τοῦ Ἀαρών, / ἡ προφήτισσα Mαρία, / μ' ἕνα τύμπανο τερπνόν,

καί πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες / μέ τς ἀγκάλες ἀνοικτές, / τραγουδώντας, ἀνθοφόρες, / μέ τά τύμπανα κι ἐκειαῖς.

Σέ γνωρίζω ἀπό τήν κόψη / τοῦ σπαθιοῦ τήν τρομερή,/ σέ γνωρίζω ἀπό τήν ὄψη, / πού μέ βία μετράει τήν γῆ». (στροφές 118 ἕως 123)

Προσαρμόζει τήν πρώτη στροφή τοῦ Ἐθνικοῦ μας Ὕμνου στήν ὡδή τῆς Μαριάμ καί τῶν θυγατέρων τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ νέος περιούσιος λαός εἶναι ὁ οἰκουμενικός Ἑλληνισμός μέσῳ τῆς Χριστιανικῆς πίστης.

Πρός τό τέλος τοῦ «Ὕμνου» θυμᾶται ὁ Σολωμός τήν «δολερή διχόνοια» τῶν Ἑλλήνων, πού προσφέρει στόν καθένα σκῆπτρο μέ «ὡραία θωριά», πού τήν ἀκολουθοῦν ὅμως «δάκρυα θλιβερά». Χύθηκαν αἵματα ὄχι μόνον ἀπό αὐτούς πού «τήν πίστη ἀναγελοῦν», ἀλλά καί ἀπό ἀδελφούς Ἕλληνες σέ παροξυσμούς πολιτικῶν διαφορῶν, γι’ αὐτό ὁ ποιητής θυμᾶται τόν Ἄβελ. Γράφει γιά τό αἷμα πού «ἐσπάρθη, ἐχάθη»:

«Δέν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος / σάν τοῦ Ἀβέλ καταβοᾶ». Γι’ αὐτό ρωτᾶ τίς «εἰκόνες τοῦ Θεοῦ» μέ θυμική ἔνταση προσευχόμενος:

«Tί θά κάμετε; θ' ἀφήστε / νά ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς / Λευθερίαν ἤ θά τήν λύστε / ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;».

«Ἐξ αἰτίας πολιτικῆς» γίνονται, δυστυχῶς, πολλά δεινά στόν τόπο μας. Ὄχι μόνο φαλκιδεύεται ἡ σχετική οἰκονομική ἐλευθερία μας, ἀλλά «δωρίζονται» καί φορτισμένα μέ ἱστορία καί πολιτισμό ἐθνικά μας ὀνόματα καί ὑποτιμοῦνται πολύτιμοι πνευματικοί θησαυροί μας, ὅπως εἶναι ὁ ἄρρηκτος δεσμός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης τοῦ Γένους μας μέ τήν πολιτική του ὀργάνωση.

Δυστυχῶς, εὔκολα ξεχνᾶμε ὅτι διαχρονικά στήν ἱστορία μας ἡ  «θρησκεία» κρατᾶ «ὁλόρθη» τήν Ἐλευθερία. Ἔτσι λέει ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Σολωμός στόν «Ὕμνο εἰς τήν ἐλεθευρία», πού κατά τόν Μίκη Θεοδωράκη «εἶναι, ἀπό κάθε ἄποψη, ἕνα ἀπό τά πιό προοδευτικά ποιητικά ἔργα πού γράφτηκαν ποτέ στήν ἑλληνική γλώσσα».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ