Γράφτηκε στις .

Λόγος στόν Μέγα Ἀθανάσιο - Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα στήν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἰωαννίνων τήν 18η Ἰανουαρίου 2019

Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Μάξιμος: … Εἶναι καί ὁ θεολογικότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος πρέπει σήμερα νά μᾶς ἐξηγήση τά δύσκολα. Ἀλλά ὁ Ναυπάκτου εἶναι γιά τά δύσκολα. Ἕνας πολυγραφότατος Ἅγιος Ἀρχιερεύς, πού ἔχει μελετήσει εἰς βάθος τούς Πατέρες καί ἰδιαίτερα ἔχει μελετήσει εἰς βάθος τά προβλήματα τά ὁποῖα διαπραγματεύτηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Κύριλλος...

Τόν παρακαλοῦμε, λοιπόν, νά ἀνοίξη τήν καρδιά του καί μέσα ἀπό τό περίσσευμα τῆς πνευματικῆς του ἐμπειρίας καί τῆς γνώσεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας νά διαφωτίση καί ἐμᾶς, διότι ἡ δογματική συνείδηση εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία μας καί τήν πνευματική μας ζωή, ἀλλά καί ἐν γένει γιά τήν ζωή μας τό Α καί τό Ω.

*

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Ἰωαννίνων κ. Μάξιμε,

Εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τά καλά λόγια, τά ὁποῖα εἴπατε γιά μένα καί, βέβαια, ὕστερα ἀπό αὐτά πού εἴπατε ὁ λαός περιμένει πολλά, ἀλλά δέν ξέρω πῶς θά ἀνταποκριθῶ. Δέν μπορῶ νά πῶ πολλά γύρω ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί, βεβαίως, καί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας σέ ἕνα σύντομο κατά βάση εὐχαριστιακό κήρυγμα.

Ἐπειδή αὐτός ὁ Ἱερός Ναός τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, δίνεται ἡ δυνατότητα κάθε χρόνο νά ἀκοῦτε πολλά κηρύγματα γύρω ἀπό τήν προσωπικότητα αὐτή, δηλαδή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἀλλά καί τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Καί οἱ δύο ἦταν Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας.

Ἤδη, χθές κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἄρτης κ. Καλλίνικος ἀναφέρθηκε στά θεολογικά θέματα τά ὁποῖα ἀνέπτυξαν οἱ δύο αὐτοί Πατέρες, ἰδιαιτέρως δέ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί, φυσικά, καί χθές καί σήμερα ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας ἀναφέρθηκε δι’ ὀλίγων στίς προσωπικότητες τῶν μεγάλων αὐτῶν Ἱεραρχῶν.

1. Οἱ τρεῖς περίοδοι τῆς ζωῆς του

Ὅταν μελετᾶ κανείς τήν ζωή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τότε βλέπει ὅτι ἡ ζωή του διαιρεῖται σέ τρία βασικά μέρη:

Τό πρῶτον εἶναι ἡ ζωή του πρό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἔγινε τό 325 στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, διότι ἀκόμη δέν εἶχε ἐγκαινιασθῆ ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Νέα Ρώμη.

Τό δεύτερο μέρος τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔγιναν κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἦταν Διάκονος, περίπου 25 ἐτῶν, καί συνόδευε τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, πού ἦταν Γέροντάς του καί ἀπέβη ἡ κύρια μορφή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὑπῆρχαν μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων καί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν περάσει μέσα ἀπό διωγμούς καί μαρτύρια καί ὅπως λέγουν οἱ ἱστορικοί, ὅταν μπῆκε μέσα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔβλεπε τούς ἁγίους πού ἦταν ὁμολογητές, εἶχαν δώσει τά πάντα γιά τόν Χριστό. Ὁ ὅσιος Κορδούης εἶχε δώσει τό μάτι του γιά τόν Χριστό, ἄλλοι εἶχαν κομμένα χέρια, κομμένα πόδια, ἅγιοι μεγάλοι.

Ὅμως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀνέτρεψε τίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Ἀρείου καί ἀνέπτυξε ὅλη τήν θεολογία, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, καί παρουσίασε τήν μεγάλη διδασκαλία καί ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι κτίσμα, οὔτε τό πρῶτο κτίσμα, τῆς δημιουργίας, ἀλλά εἶναι Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα. Καί εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά διαβάση κανείς τά κείμενα τά ὁποῖα γράφηκαν γιά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὅσα ὁ ἴδιος μετά στήν συνέχεια ἀνέπτυξε τά περί τῆς Μεγάλης Αὐτῆς Συνόδου.

Καί τό τρίτο μέρος τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου εἶναι τά μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Ἐκεῖ φαίνεται ἡ θεολογία του καί τό ἡρωϊκό του φρόνημα πού ἀνεδείχθη Μέγας. Ἡ θεολογία του πέρασε στούς Καππαδόκες Πατέρες, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί μετά ἔφθασε στόν ἅγιο Κύριλλο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας.

Ἑπομένως, ὅταν θέλη κανείς νά μελετήση τήν ζωή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρέπει νά τήν ἐντοπίση στά τρία αὐτά μέρη τῆς ζωῆς του, δηλαδή πρό τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου αὐτῆς καί τά μετά ἀπό αὐτήν.

2. Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ

Εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά δῆ κανείς τήν ζωή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου πρό τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Α' Συνόδου. Ἐάν χρησιμοποιούσαμε μία σημερινή φρασεολογία, θά λέγαμε ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανασιος ἦταν ἕνα παιδί-θαῦμα, καί ἀπό τά ἔκτακτα χαρίσματα τά ὁποῖα εἶχε καί ἀπό τήν θεολογία τήν ὁποία ἐξέφραζε. Φυσικά, ὅπως εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, αὐτό συνδέεται μέ τό ὅτι εἶχε μεγάλο σύνδεσμο μέ τούς ἀσκητές στήν Θηβαΐδα, ὅπως τόν Μέγα Ἀντώνιο, τήν ζωή τοῦ ὁποίου κατέγραψε.

Τό θέμα εἶναι ὅτι μέχρι τήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο, μέχρι τήν ἡλικία τῶν 25 περίπου χρονῶν πού ἦταν Διάκονος, εἶχε ἀπαρτίσει τήν θεολογία περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ποῦ φαίνεται αὐτό;

Φαίνεται ἀκριβῶς στό γεγονός ὅτι, πρίν ἀκόμη συγκληθῆ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί πρίν ἀκόμη ἀνακύψουν τά προβλήματα αὐτά μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία τήν ὁποία χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἄρειος. Γιατί ὁ Ἄρειος δέν ἦταν ἕνας ἀσεβής ἄνθρωπος, δέν ἦταν ἕνας ἀνόητος, ἐπειδή σήμερα ὅσοι ἐκφράζουν ἀρνητικές ἀπόψεις εἶναι ἀνόητοι, δέν σκέφτονται, ἀλλά ξεκινοῦσε μέ αὐτήν τήν προοπτική, διότι εἶχε ἕναν φιλοσοφικό νοῦ καί ἀκολουθοῦσε βασικά τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἔτσι, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχε καθορίσει, εἶχε ἀπαρτίσει ὅλη τήν θεολογία, καί αὐτό φαίνεται στά δύο ἔργα τά ὁποῖα ἔγραψε τήν πρώϊμη ἐκείνη περίοδο τῆς ζωῆς του.

Τό πρῶτο εἶναι τό ἔργο του «Κατά εἰδώλων», δηλαδή κατά τῶν εἰδωλολατρῶν. Δέν τό ἔβλεπε ἐθνικιστικά, ἀλλά τό ἔβλεπε ἀπό ἀπόψεως θεολογίας καί εἶναι ἕνα καταπληκτικό κείμενο. Ἀλλά θεωρῶ ὅτι τό δεύτερο κείμενό του εἶναι τό πιό σημαντικό πού ἔγραψε σέ αὐτήν τήν περίοδο τῆς ζωῆς του ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Πρόκειται γιά τό περίφημο ἔργο του «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως», στό ὁποῖο ἐξετάζει γιατί ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔγινε ἄνθρωπος. Στό ἔργο του αὐτό ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πού εἶναι καταπληκτικό, ὅταν τόν διαβάση κανείς σήμερα –καί θά σᾶς πῶ μετά τί σημασία ἔχει γιά τήν σημερινή μας ἐποχή– βλέπει ἀκριβῶς τόν θεολογικό νοῦ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος δέν ξεκινοῦσε ἀπό τήν φιλοσοφία, ὅπως ὁ Ἄρειος, ἀλλά ξεκινοῦσε ἀπό τήν θεολογία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων καί τῶν πρό αὐτοῦ Πατέρων. 

Ἐκεῖ τό βασικό θέμα πού ἀναπτύσσει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶναι ὅτι «αὐτός ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», πού εἶναι ἡ διήκουσα ἔννοια σέ ὅλη τήν πατερική παράδοση, ὅτι δηλαδή τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος, ἐνηνθρώπησε, ὥστε ἐμεῖς νά φθάσουμε στήν θέωση. Ἡ λέξη θέωση δέν ὑπάρχει στήν Ἁγία Γραφή. Στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν ἄλλοι ὅροι, ὅπως τελείωσις, ὁμοίωσις. Ἡ θέωση εἶναι καθαρά ὁρολογία τῶν Πατέρων καί κυρίως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Ἐνηνθρώπησε, λοιπόν, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», νά γίνουμε κατά Χάριν θεοί. Ἐκεῖνος εἶναι κατά φύσιν Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς πρέπει νά γίνουμε κατά Χάριν υἱοί τοῦ Θεοῦ.

Καί προχωρεῖ γιά νά πῆ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Αὐτός ἐφανέρωσεν ἑαυτόν διά σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν». Δηλαδή, Αὐτός φανέρωσε τόν ἑαυτό Του μέ τό σῶμα, τό ὁποῖο προσέλαβε, ὥστε ἐμεῖς πού δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Πατέρα νά ἀποκτήσουμε τήν ἔννοια τοῦ ἀοράτου Πατρός. Αὐτή ἡ θεολογία στηρίζεται βασικά ἐπάνω στήν θεολογία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἰδιαίτερα στήν θεολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Καί βεβαίως αὐτό στηρίζεται σέ αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός. Γιατί θυμόμαστε ὅτι πρός τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ὁ Φίλιππος ρώτησε «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», δηλαδή σέ παρακαλοῦμε, ἀφοῦ λές ὅτι εἶσαι Υἱός τοῦ Πατρός, φανέρωσέ μας τόν Πατέρα καί ἐμεῖς θά Τόν πιστέψουμε. Τότε ὁ Χριστός εἶπε: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τόν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι;» (Ἰω. ιδ', 8-10). Εἶναι ἡ πρώτη μεγάλη θεολογία τήν ὁποία ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνος πού βλέπει ἐμένα βλέπει καί τόν Πατέρα μου, πού σημαίνει ὅτι «εἶμαι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα». Καί αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει ὅτι «ἐφανέρωσεν ἑαυτόν διά τοῦ σώματος», ὥστε ἐμεῖς νά λάβουμε ἔννοια τοῦ ἀοράτου Πατρός.

Καί ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά ὅλον αὐτόν τόν περίφημο λόγο «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως», τότε βλέπει ὅτι ἐξειδικεύει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος αὐτό πού εἶπα προηγουμένως, γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐνηνθρώπησε. Φυσικά λέμε ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι μία ἀπάντηση, ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη ἀπάντηση ἀπό πλευρᾶς θεολογίας. Τί σημαίνει νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος; Τό ξέρουμε σήμερα ἐμεῖς ἀπό ὅλη τήν πατερική παράδοση ὅτι ἦλθε ὁ Χριστός γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἑρμηνεύοντας τό γιατί ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ρωτᾶ: Δέν θά μποροῦσε ὁ Χριστός νά σώση τόν ἄνθρωπο μέ ἕναν διαφορετικό τρόπο; Ἔπρεπε νά προσλάβη τό ἀνθρώπινο σῶμα; Ἔπρεπε νά ἑνωθῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση; Δέν θά μποροῦσε νά τό κάνη μέ ἕναν ἄλλο τρόπο; Δέν θά μποροῦσε νά στείλη Προφῆτες –ἤδη εἶχε στείλει μεγάλους Προφῆτες– γιά νά διδάξουν τί πρέπει νά κάνη ὁ ἄνθρωπος γιά νά σωθῆ;

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ὅτι δέν ἔρχεται ἔτσι ἡ σωτηρία. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔρχεται μέ τήν ὑπακοή σέ μία ἐντολή τήν ὁποία θά δώση ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά μέσου τῶν Προφητῶν. Ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε. Τί σημαίνει ἁμαρτία, τί σημαίνει προπατορική ἁμαρτία; Σημαίνει ὅτι ἔχασε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Ἐνῶ προηγουμένως φωτιζόταν ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τώρα παύει νά φωτίζεται, χάνει τό καθ' ὁμοίωση. Τό κατ’ εἰκόνα δέν χάνεται, ἀλλά ἀμαυρώνεται, καί μέ τήν ἁμαρτία τήν ὁποία ἔπραξαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εἰσῆλθε μέσα στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος, δηλαδή ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα.

Καί στήν συνέχεια ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα πού ὑπάρχουν μέσα στήν ὕπαρξή μας δημιουργοῦν πάθη καί ἁμαρτίες. Ἐπειδή γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε θνητοί ἄνθρωποι, γι’ αὐτό καί θέλουμε νά ἔχουμε περιουσία, θέλουμε νά ἔχουμε κτήματα, θέλουμε νά ἔχουμε ἀσφάλεια. Ἐπειδή ξέρουμε ὅτι θά ἔρθουν τά γηρατειά καί, ἑπομένως, πρέπει νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό φθαρτό καί θνητό σῶμα, μέ γιατρούς κλπ., γι' αὐτό αὐξάνονται τά πάθη τῆς φιλοκτημοσύνης, τῆς φιλοχρηματίας. Ἐπειδή γνωρίζουμε ὅτι περνᾶ ἡ νεότητα καί αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θά μποροῦμε νά ἱκανοποιοῦμε πάντα τήν ἡδονή ἤ τήν φιλοδοξία, γι’ αὐτό καί ἀπό τήν θνητότητα καί τήν παθητότητα πού ἔχει εἰσρεύσει μέσα μας γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη.

Λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι δέν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά σωθῆ ἁπλῶς μέ τό νά τηρῆ κάποια ἐντολή, γιατί πῶς θά ξεπερασθῆ ἡ θνητότητα καί ἡ φθαρτότητα; Πρέπει κάποιος νά νικήση τόν θάνατο στήν ὕπαρξή του καί τότε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, νά γίνη γιά μᾶς φάρμακο ἀθανασίας. Ὅπως οἱ γιατροί ἐπιστήμονες, οἱ ἐρευνητές βρίσκουν στά ἐργαστήρια τους τό φάρμακο γιά τήν ἀντιμετώπιση μιᾶς ἀρρώστιας καί ἔπειτα τό φάρμακο κυκλοφορεῖ στήν ἀγορά, στά φαρμακεῖα καί μποροῦμε καί ἐμεῖς νά πάρουμε τό φάρμακο καί νά γιατρευθοῦμε, ἔτσι ἀκριβῶς ἔπρεπε κάποιος νά νικήση καθ’ ὁλοκληρία τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο καί νά γίνη γιά μᾶς φάρμακο ἀθανασίας.

Ἔτσι, λοιπόν, ἔπρεπε κάποιος νά προσλάβη στό σῶμα του τήν θνητότητα καί τήν παθητότητα, ἔπρεπε νά προσλάβη τήν σάρκα πού εἶναι θνητή καί παθητή καί νά νικήση τόν θάνατο. Δέν γινόταν διαφορετικά ἡ σωτηρία. Ἔρχεται ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, προσλαμβάνει θνητό καί παθητό σῶμα, ἄκρως ὅμως καθαρόν, τό παίρνει ἐπάνω του, γιά νά σταυρωθῆ Αὐτός, νά πάθη Αὐτός, νά πεθάνη, νά ἀναστηθῆ, πού σημαίνει νά νικήση Αὐτός τόν θάνατο καί μετά νά μᾶς τό δώση αὐτό ὡς δῶρο σέ μᾶς καί μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά νικήσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν δική Του δύναμη τόν φόβο τοῦ θανάτου καί, τελικά, καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. Ὅλο αὐτό τό ἀναπτύσσει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.

Καί ἐπί πλέον μία ἄλλη θεολογική ἀλήθεια τήν ὁποία ἐκφράζει εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου. Τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος. Καί ἐπειδή ὁ Λόγος εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία τήν ὁποία ἔκανε οὐσιαστικά ἀμαύρωσε τό κατ’ εἰκόνα, γι’ αὐτό Αὐτός πού εἶναι ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί τό πρωτότυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔπρεπε τώρα νά ἀναπλάση τό κατ’ εἰκόνα. Δέν μποροῦσε κανένας ἄλλος νά τό κάνη.

Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν στό Γυμνάσιο, ρώτησα τόν καθηγητή τῆς θεολογίας: «Κύριε καθηγητά, γιατί ἐνηνθρώπησε τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὄχι τό τρίτο ἤ τό πρῶτο;». Ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε: «Σχολαστική ἐρώτηση. Τί εἶναι αὐτή ἡ ἐρώτηση! Δέν ἤμουν ἐκεῖ πού συνεδρίαζαν τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά νά ξέρω τόν λόγο». Ὅμως, ἀργότερα μελετώντας τά κείμενα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατάλαβα ὅτι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔπρεπε νά ἐνανθρωπήση, γιατί αὐτός ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἔπρεπε νά γίνη καί υἱός ἀνθρώπου, γιά νά μείνη ἀκίνητο τό ὑποστατικό ἰδίωμα, καί διότι Αὐτός ὁ Λόγος ἦταν τό πρωτότυπο τῆς δημιουργίας, τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας μας, πού σημαίνει Αὐτός ἔπρεπε νά ἀναπλάση πάλι «τήν πεσοῦσαν εἰκόνα». Ὅλα αὐτά τά ἀναπτύσσει μέ ἕναν ἔξοχο τρόπο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος πρίν τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πρίν ἀναφυῆ τό θέμα τοῦ Ἀρείου, ἀλλά γίνονταν τότε διάφορες συζητήσεις ἀπό προηγούμενους αἱρετικούς.

Ἔτσι, ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ Ἄρειος καί ἔλεγε αὐτά τά ὁποῖα ἔλεγε, ξεκινώντας ἀπό τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἕτοιμος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν ἀντιμετώπισε. Ὁπότε καταλαβαίνουμε τήν διαφορά μεταξύ τῶν Ἁγίων καί τῶν Πατέρων. Ὅλοι εἶναι ἅγιοι, ἀλλά οἱ Πατέρες εἶχαν ἔκτακτα χαρίσματα καί ἁγιότητα καί γνώριζαν ἀκόμη καί τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἔτσι μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς πού χρησιμοποιοῦσαν ἤδη τήν φιλοσοφία.

3. Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου

Τί σημαίνουν ὅμως ὅλα αὐτά γιά μᾶς; Ξέρετε τί σημασία ἔχει ὅλη αὐτή ἡ θεολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί γιά τήν ἐποχή μας;

Ἐπειδή πηγαίνω συχνά στήν Ἀμερική καί στήν Εὐρώπη καί ἔρχομαι σέ ἐπικοινωνία μέ πολλούς ἀνθρώπους πού εἶναι Χριστιανοί ἄλλων Ὁμολογιῶν, βλέπω τό δράμα πού ὑπάρχει στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Εὐρώπης, τῆς Δύσεως, τήν διαστροφή τήν ὁποία ἔχουν ὑποστῆ.

Καί ἀπό ποῦ ξεκίνησε αὐτή ἡ διαστροφή; Ξεκίνησε τόν 11ο αἰώνα ἀπό κάποιον σχολαστικό θεολόγο, τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἕνα ἔργο «cum deus homo», δηλαδή «γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος», αὐτό πού ἀναπτύσσει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀλλά ἐκεῖνος τό ἀναπτύσσει μέ ἕναν πολύ διαφορετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τήν φεουδαλιστική ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ὁ Ἄνσελμος Καντερβουρίας προσέλαβε τήν εἰκόνα τῆς φεουδαρχίας τῆς ἐποχῆς του, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἐπάνω στήν πυραμίδα ἦταν ὁ βασιλεύς καί μετά οἱ εὐγενεῖς καί στήν βάση ὅλος ὁ λαός. Κυρίως προσέλαβε ὅλη τήν φεουδαλιστική νοοτροπία ὅτι ὅποιος προσβάλλει τόν βασιλέα, καί καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς τιμῆς καί τήν ἀρχή τῆς δικαιοσύνης, καταργεῖ τίς τάξεις πού ὑπάρχουν μέσα στήν κοινωνία, πρέπει νά τιμωρηθῆ. Καί γιά νά μπορεῖ κάπως νά βελτιώση τήν θέση του, πρέπει νά ἐξιλεώση τόν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὀργισμένος καί πρέπει νά τόν ἐξευμενίση.

Παίρνει, λοιπόν, αὐτήν τήν εἰκόνα ὁ Ἄνσελμος Καντερβουρίας καί λέει ὅτι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀντάρτης, ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὁ φεουδάρχης, ὁ Θεός τώρα εἶναι θυμωμένος καί ὀργισμένος καί γι' αὐτό πρέπει τώρα ὁ ἄνθρωπος νά ἐξιλεώση τήν θεία δικαιοσύνη. Γιατί, κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, ἡ θεία δικαιοσύνη συνδέεται ἀπόλυτα μέ τόν Θεό καί ἑπομένως, εἶναι ἀνάγκη νά ἱκανοποιηθῆ. Καί λέγει ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο γιά νά ἐξιλεώση τήν θεία δικαιοσύνη, ὥστε νά παύση ὁ Θεός νά εἶναι ὀργισμένος. Ὁπότε ἔπαθε ὁ Χριστός γι’ αὐτόν τόν λόγο.

Καί ὅλη αὐτή ἡ θεωρία μεταφέρθηκε στόν καθολικισμό καί μετά μεταφέρθηκε στόν προτεσταντισμό καί ὅλοι μιλοῦν γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ καί τούς ἔχει καταλάβει μία τρομολαγνεία. Κάθε Ρωμαιοκαθολικός καί Προτεστάντης προσπαθεῖ νά κάνη κάτι γιά νά ἐξευμενίση τόν Θεό, γιά νά πάψη ὁ Θεός νά εἶναι ὀργισμένος. Ποῦ πάει ὅλη αὐτή ἡ θεολογία, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό ἀγάπη γιά τό ἀνθρώπινο γένος, γιά νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο;

Φυσικά καί μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν φράσεις γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, γιά καταλλαγή κλπ., ἀλλά ὅλες αὐτές πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν ὀρθόδοξα καί ὄχι μέσα ἀπό τήν θεωρία τοῦ Ἄνσελμου Καντερβουρίας καί πολλῶν Προτεσταντῶν. Τό ἴδιο πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν ὀρθόδοξα καί οἱ φράσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Τώρα τελευταῖα διάβαζα ἕνα βιβλίο γιά τό πῶς ἕνας Ἑβραῖος ἀνακάλυψε τήν Ἁγία Γραφή, τόν Χριστό καί ἔγινε Χριστιανός Ὀρθόδοξος καί μάλιστα καί Ἱερέας. Καί γράφει στό βιβλίο αὐτό ὅτι, ἐάν ἤξερε ἡ Δύση τήν θεολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά ἐξιλεώση τόν Πατέρα, ὡσάν ὁ Πατέρας νά εἶναι τόσο ὀργισμένος καί ἤθελε νά χυθῆ τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του γιά νά παύση νά εἶναι ὀργισμένος, πράγμα τό ὁποῖο ἔλεγαν καί τόν 4ο αἰώνα καί τό ἀντικρούει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν τό αἷμα τοῦ μονογενοῦς νά τέρπη τόν Πατέρα, πράγμα πού δέν μπορεῖ νά γίνη καί στά ἀνθρώπινα πράγματα, τότε θά ἐκτιμοῦσαν τήν ὀρθόδοξη θεολογία.

Καί λέγει ὁ Ἑβραῖος αὐτός πού ἔγινε Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ὅτι ἐάν ἤξερε ὁ δυτικός κόσμος αὐτό τό περίφημο ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, θά ἦταν διαφορετικά τά πράγματα στόν δυτικό χῶρο, δέν θά εἶχαν αὐτό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία γιά νά ἐξιλεώσουν τόν Θεό, νά ἐξευμενίσουν τόν Θεό, νά μήν εἶναι ὀργισμένος ὁ Θεός. Θά καταλάβαιναν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι πρέπει νά ἀνταποκρίνονται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά καταλάβαιναν ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο καί νά γίνη γιά μᾶς φάρμακο ἀθανασίας καί ζωῆς.

Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἕνας μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ὁλόκληρος μία θεολογία. Ἡ θεολογία δέν εἶναι ἀπαύγασμα τῆς διανοίας. Ὅπως, ὅταν χτυπᾶμε τήν καμπάνα σέ ἕνα σημεῖο, ὁ ἦχος δέν βγαίνει ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο πού χτυπήσαμε τήν καμπάνα, ἀλλά βγαίνει ἀπό ὅλη τήν καμπάνα, ἔτσι καί κάθε Ἅγιος εἶναι θεολόγος, θεολογεῖ ἡ ὕπαρξή του, θεολογεῖ ὁ λόγος του, θεολογεῖ ἡ σκέψη του, θεολογεῖ ἡ ζωή του, θεολογοῦν τά μάτια του, μία γλύκα βγαίνει ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι θεολόγος.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅταν ἐκκοσμικεύεται ἡ Ἐκκλησία καί δέν μιλᾶμε γιά θεολογικά ζητήματα, ἀλλά γιά ἠθικά, κοινωνικά ζητήματα, τότε εἶναι σάν νά ἀποσαρκώνουμε τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος; Δέν ἦρθε γιά νά διδάξη κοινωνικές ἀλήθειες, ἀλλά ἦρθε γιά νά μᾶς φέρη τήν ζωή, νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Καί ὅταν μία Ἐκκλησία –ἐννοῶ Ἐπίσκοποι, Πρεσβύτεροι– δέν θεολογῆ, εἶναι ἐκκοσμικευμένη Ἐκκλησία. Αὐτό διδάσκει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.

Νά εὐγνωμονοῦμε, λοιπόν, τόν Θεό γιά τήν ἐνανθρώπησή Του καί νά εὐγνωμονοῦμε τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί τούς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔδειξαν αὐτόν τόν μεγάλο σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, τό πῶς καί ἐμεῖς μποροῦμε σήμερα, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τόν Χριστό, μέ τά μυστήρια καί τήν ἄσκηση, νά φθάσουμε στήν κατά Χάριν θέωση καί νά ζήσουμε τόν σκοπό τῆς ἐνανθρώπησεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.