Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἱερομάρτυς Θεοδώρητος, 3 Μαρτίου
Ὁ ἅγιος Θεοδώρητος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας καί ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., στά χρόνια τοῦ Αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Στήν Ἀντιόχεια τήν ἴδια ἐποχή ζοῦσε καί ἕνας θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ, πού ὀνομαζόταν καί αὐτός Ἰουλιανός. Ὁ Ἰουλιανός αὐτός ἦταν πιστός ἄνθρωπος καί χειροθετήθηκε Ἀναγνώστης στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας. Δυστυχῶς, ὅμως, δέν παρέμεινε σταθερός στήν πίστη του, ἀλλά ἀκολούθησε τόν ἀνηψιό του στόν κατήφορο τῆς ἀποστασίας. Μάλιστα, ὄχι μόνον ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί λάτρευε τά εἴδωλα, ἀλλά καί πολέμησε μέ μίσος τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἄλλοτε διακονοῦσε. Δηλαδή, ἀπό πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε ἀμείλικτος διώκτης της. Πρώτη του ἀσεβής πράξη ἦταν νά μαζέψη ὅλα τά ἐκκλησιαστικά κειμήλια, τά ὁποῖα ἀφιέρωσε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καί νά τά παραδώση στόν ἀνηψιό του, τόν ἀσεβῆ Ἰουλιανό. Στήν συνέχεια ἐξαπέλυσε φρικτό διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, καί κυρίως ἐναντίον τῶν Κληρικῶν τῆς Ἀντιόχειας, οἱ ὁποῖοι σκόρπισαν σέ διάφορα μέρη.
Ὁ μόνος πού παρέμεινε στήν Ἀντιόχεια ἦταν ὁ Πρεσβύτερος Θεοδώρητος, μαζί μέ λίγους Χριστιανούς, καί ἐξακολουθοῦσε νά διδάσκη τήν πίστη στόν Χριστό μέ παρρησία καί θάρρος. Τότε ὁ Ἰουλιανός, ὁ θεῖος τοῦ Αὐτοκράτορα, τόν συνέλαβε καί τόν φυλάκισε, ἀλλά καί μέσα στήν φυλακή ἐξακολουθοῦσε νά κηρύσση τό Εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ παρέμεινε γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα στήν φυλακή, στήν συνέχεια τόν ὁδήγησαν σέ εἰδωλολατρικό ναό καί τόν διέταξαν νά θυσιάση στά εἴδωλα. Ὅπως ἦταν φυσικό ἀρνήθηκε, ἀλλά καί ἐπετίμησε αὐστηρά τόν Ἰουλιανό, τόν πρώην πιστό δοῦλο τοῦ Θεοῦ καί τώρα ὑποχείριο τοῦ διαβόλου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ὑποβληθῆ σέ σκληρά βασανιστήρια. Τόν ἔγδυσαν, τόν κρέμασαν ἐπάνω σέ ἕνα ξύλο καί τόν ξέσχισαν δυνατά. Ξεσχιζόταν γιά διάστημα τριῶν ὡρῶν, καί ἐνῶ τό αἷμα ἔτρεχε ἀπό τό σῶμα του σάν βρύση, τό πρόσωπό του φαινόταν ὡραιότερο καί λαμπρότερο, καί πολλοί ἀπό τούς παρόντες εἰδωλολάτρες ἀποροῦσαν γιά τό πῶς εἶχε τήν δύναμη νά ὁμιλῆ μέ σθένος καί νά ὁμολογῆ τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀρκετοί ἀπό ἐκείνους πού εἶδαν τό θαυμαστό αὐτό γεγονός ἐπίστευσαν στόν Χριστό, Τόν ὁμολόγησαν, καί ἔλαβαν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἐπειδή ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ Θεοδώρητος ἐξακολουθοῦσε μετά ἀπό τόσα σκληρά βασανιστήρια νά παραμένη ζωντανός, ὁ Ἰουλιανός τόν ἀποκεφάλισε. Πρίν ἀποκεφαλισθῆ, ὅμως, προέτρεψε πατρικά τόν Ἰουλιανό νά μετανοήση, γιά νά ἀποφύγη τήν «αἰώνια βάσανο», προβλέποντας καί λέγοντάς του ὅτι θά ἐρχόταν ἀντιμέτωπος μέ βαρειά ἀσθένεια. Ὁ Ἰουλιανός, ὅμως, δέν μετανόησε, παρά τίς προτροπές τοῦ ἁγίου, καί παρά τίς παρακλήσεις τῆς πιστῆς συζύγου του, ἡ ὁποία τόν παρακαλοῦσε νά μετανοήση. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή παρέμεινε πεισματικά ἀμετανόητος, παρά τό ὅτι ὑπέφερε ἀπό βαρειά καί βασανιστική ἀσθένεια τῶν ἐντέρων, καί ἔβγαιναν τά κόπρανά του ἀπό τό στόμα του.
Τό λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρος Θεοδωρήτου τό ἐνταφίασαν οἱ Χριστιανοί μέ τήν πρέπουσα εὐλάβεια καί τιμή.
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τήν νήψη, ἤτοι τήν πνευματική ἐγρήγορση, ἐπειδή πάντοτε παραμονεύει ὁ κίνδυνος τῆς πτώσεως καί τῆς ἀρνήσεως τῆς πίστεως. Ἡ ἀληθινή πίστη, ἡ ὁποία εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, φυλάσσεται ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἤτοι τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Καί αὐτή ἡ πίστη δέν εἶναι ἁπλῆ ἰδεολογία, ἀλλά εἶναι τρόπος ζωῆς καί θεραπείας ἀπό τά πάθη. Βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἀποβάλη τήν ἰδιοτέλεια καί τήν φιλαυτία καί νά ἀποκτήση τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Μέ ἄλλα λόγια ἡ Ὀρθόδοξη πίστη θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη καί τόν μεταβάλλει ἀπό φίλαυτο καί μισάνθρωπο, σέ φιλόθεο καί φιλάνθρωπο.
Ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως ὀφείλεται στήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀμετανοησία, στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, καί ἑπομένως στήν ἀπώλεια τῆς θείας Χάριτος, καί στήν παρά φύση ζωή τῶν παθῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά αἰσθάνεται ταραχή, ἀπόγνωση καί ἀβάστακτη ὀδύνη. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, στίς γραφές του, τονίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά ὑποφέρη στήν ζωή του μέχρι νά ἀποκτήση ταπείνωση, ἡ ὁποία προξενεῖ ἐσωτερική γαλήνη καί πνευματική ἀγαλλίαση. Ἀκόμη ἡ ταπείνωση, σέ συνδυασμό μέ τήν νήψη, προφυλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πτώση στήν ἁμαρτία καί τήν ἀπώλεια τῆς ἀληθινῆς πίστεως.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του προτρέπει τούς Χριστιανούς νά ἔχουν ἐγρήγορση, λέγοντας ὅτι «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ». Δηλαδή, αὐτός πού νομίζει ὅτι στέκεται γερά στήν πίστη θά πρέπη νά προσέχη νά μή πέση, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι εὐόλισθη. Χρησιμοποιεῖ, μάλιστα, καί τό παράδειγμα τοῦ στρατιώτη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ ὁποῖος ἦταν ὄρθιος ἐπάνω στά τείχη καί φρουροῦσε τήν πόλη. Καί ἔπρεπε νά εἶναι ἄγρυπνος καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς σκοπιᾶς του, ἐπειδή τά τείχη ἦταν στενά καί ψηλά, καί ἄν τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος ὁπωσδήποτε θά ἔπεφτε καί θά σκοτωνόταν. Γι’ αὐτό καί ἐφιστᾶ τήν προσοχή σέ ὅλους τούς πιστούς νά εἶναι συνεχῶς σέ ἐγρήγορση γιά νά μή πέσουν στό βάραθρο τῆς ἀπόγνωσης καί τῆς ἀπελπισίας, τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπιστίας καί τῆς αἰώνιας ἀπώλειας. Ἀλλά καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, στήν «Ἀποκάλυψη», καταγράφει τίς προτροπές τοῦ Θεοῦ πρός τούς πιστούς, νά φυλάξουν τήν πίστη τους, καί νά ἀγωνιστοῦν νά παραμείνουν πιστοί μέχρι θανάτου, προκειμένου νά λάβουν τό στεφάνι τῆς ζωῆς, ἤτοι νά ζοῦν αἰώνια μέσα στό Φῶς καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ προτροπές εἶναι: «Κράτει ὅ ἔχεις, ἵνα μηδείς λάβῃ τόν στέφανόν σου», καί «γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς».
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον διαφυλάσσονται καί αὐξάνονται μέσα στό εὔκρατο κλίμα τῆς προσευχῆς, τῆς θείας Λειτουργίας, καί τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ἤ ξαναβρίσκει τήν ἀληθινή πίστη μετά ἀπό μεγάλη πτώση, πού τόν ταπεινώνει καί τοῦ δημιουργεῖ μετάνοια. Ἀλλά ἡ εὕρεση ἤ ἡ ἐπανεύρεση τῆς πίστης προϋποθέτει παλληκαριά, λεβεντιά, πνευματική ἀνδρεία. Κανένας δειλός καί ὑπερήφανος δέν πρόκειται ποτέ νά γνωρίση τόν Θεό.
Ἡ ἀπιστία εἶναι ἀποκύημα τῆς δειλίας καί τῆς ὑπερηφάνειας, ἐνῶ ἡ πίστη εἶναι ὁ ἀγλαέστατος καρπός τῆς ταπείνωσης καί τῆς πνευματικῆς ἀνδρείας. Ἡ ἀπιστία εἶναι πρόξενος τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ἀπελπισίας καί τῆς αἰώνιας ἀπώλειας. Ἡ πίστη εἶναι ἡ πηγή τῆς ἐλπίδας, τῆς εἰρήνης, τῆς χαρᾶς καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
- Προβολές: 2277