Skip to main content

Τά θεολογικά ρεύματα στήν Ἑλλάδα σήμερα

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία στό 10o πανελλήνιο θεολογικό συνέδριο τῆς Ἕνωσης Θεολόγων τήν Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018 στό Πολεμικό Μουσεῖο Ἀθηνῶν. Τό θέμα τοῦ συνεδρίου ἦταν: Ἡ Ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἡ Ἐπίδρασή της στὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Παιδεία.

*

Συγχαίρω τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων γιά τό σημαντικό αὐτό Συνέδριο πού διοργανώνει, παρά τίς ποικίλες δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει, καί εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά παραστῶ καί νά εἰσηγηθῶ τό θέμα πού ἀναγράφεται στό Πρόγραμμα, ἤτοι «τά θεολογικά ρεύματα στήν Ἑλλάδα σήμερα».

Εἶναι ἕνα θέμα πολύ σοβαρό καί δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθῆ μέ αὐτήν τῆς μικρῆς διάρκειας Εἰσήγηση. Νομίζω, ὅτι τό πρόβλημα πού ὑπάρχει σήμερα στόν θεολογικό κόσμο (Κληρικούς καί λαϊκούς, Σύνοδο καί Θεολογικές Σχολές) ὀφείλεται σέ αὐτά τά ρεύματα πού ἔχουν εἰσχωρήσει στήν Ἑλλάδα καί δημιουργοῦν ἀνταγωνισμούς. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά ἐπί μέρους ἰδιοσυγκρασίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιά τά διάφορα θεολογικά ρεύματα, πού ἐκπροσωποῦνται ἀπό συγκεκριμένους θεολόγους.

Ἡ Εἰσήγηση αὐτή δέν εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἐργασίας, ἀλλά εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς πολυετοῦς ἔρευνας, πού ἐδῶ θά παρουσιασθοῦν μερικά συμπεράσματά της.

1. Τό ἀντικείμενο τῆς ἔρευνας

Μέ συναρπάζει ἡ ἔρευνα σέ πατερικά κείμενα, ἀλλά καί σέ διεργασίες πού γίνονται στόν πανεπιστημιακό θεολογικό χῶρο, καί στά ἐκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ἔτσι, ἀπό καιρό ἀσχολοῦμαι μέ τήν διαφορά μεταξύ τῆς πατερικῆς θεολογίας καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας. Γνώριζα ἀπό πολλά χρόνια τίς βασικές ἀρχές τῆς πατερικῆς θεολογίας, ἀλλά ἐρεθίσθηκα στό νά ἐρευνήσω τόν χῶρο τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας καί τίς ἐπιδράσεις της στόν δυτικό χῶρο, ὅπως καί τίς ἀντιδράσεις σέ αὐτά τά ρεύματα, πού δείχνουν τίς διαφοροποιήσεις ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση.

Ἀπαραίτητος βοηθός μου ἦταν ὁ μακαριστός καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καί μάλιστα οἱ προφορικές του παραδόσεις, τίς ὁποῖες ἀπομαγνητοφώνησα καί ἀξιοποίησα καταλλήλως. Θεωρῶ ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γνώρισε πολύ καλά τόσο τήν πατερική παράδοση καί τίς βασικές της ἀρχές, ὅσο καί τήν δυτική θεολογία, τήν ὁποία σπούδασε στήν Ἀμερική, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, πέρασε στήν θεολογία τῆς διαμαρτυρήσεως καί ἔφθασε διά τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ στήν Ρωσία. Αὐτό τόν ἔκανε νά καταλάβη πλήρως τίς ἀλλοιώσεις ἀκόμη καί τῆς σύγχρονης θεολογίας. Αὐτό μέ ὁδήγησε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ π. Ἰωάνννης Ρωμανίδης εἶναι ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος πού ἀκούμπησε στόν τύπο τῶν ἥλων, γι’ αὐτό καί πολλοί τόν κατασυκοφάντησαν, τόν διέβαλαν, τόν ὑπονόμευσαν μέ σκοπό τήν ἀπαξίωση τῆς θεολογίας του.

Ἡ πολύχρονη ἔρευνα πού ἔκανα κατέληξε στήν ἑτοιμασία ἑνός ὀγκώδους τόμου, πού πρόκειται σύντομα νά ἐκδοθῆ μέ τίτλο «πατερική καί σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους», στόν ὁποῖο ἀναλύονται θέματα, ὅπως μεταφυσική φιλοσοφία, πατερική θεολογία, σχολαστική θεολογία, δυτική βιβλική θεολογία, ρωσική θεολογία, νεοελληνική θεολογία, καθώς ἐπίσης καί τό ἱστορικό πλαίσιο μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἐκφράσθηκαν, ἤτοι «ἡ Ρωμηοσύνη» καί ἡ «Φραγκοσύνη».

Νομίζω ὅτι τό πρόβλημα πού ὑφίσταται σήμερα εἶναι ὅτι πολλοί ἀσχολοῦνται μέ τήν πατερική θεολογία, ἄλλοι μέ τήν σύγχρονη δυτική θεολογία, ἀλλά σπανίζουν ἔργα πού προσπαθοῦν νά δοῦν τήν διαφορά μεταξύ αὐτῶν. Αὐτήν τήν ἔλλειψη προσπαθεῖ νά καλύψη αὐτή ἡ ἔρευνά μου καί ἡ ἔκδοση τοῦ βιβλίου πού προανέφερα.

2. Βασικά συμπεράσματα τῆς ἔρευνας

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων. Αὐτή ἡ βασική σκέψη διαρθρώνεται σέ τρία σημεῖα.

Πρῶτον. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ lex credendi (νόμος πίστεως) καί lex orandi (νόμος προσευχῆς), δηλαδή ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τίς Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, συνδέεται στενά μέ τήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας,

Πράγματι, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει σχέση μέ τήν προσευχή καί οἱ προϋποθέσεις τῶν δογμάτων εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός. Τό δόγμα ἐκφράζεται καί βιώνεται στήν προσευχή καί ἡ προσευχή, μάλιστα ἡ καρδιακή-νοερά προσευχή, ὁδηγεῖ στήν βίωση τοῦ δόγματος.

Αὐτός ὁ συνδυασμός θεολογίας καί προσευχῆς διατυπώθηκε στήν λατρεία καί τίς εὐχές τῶν Μυστηρίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν θέλουμε νά μάθουμε ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Τριαδολογία ἤ τήν Χριστολογία, τήν ἀνευρίσκουμε στά τροπάρια πού ψάλλονται στήν Ἐκκλησία. Ὅταν θέλουμε ἀκόμη νά πληροφορηθοῦμε ποιά εἶναι ἡ θεολογία τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τῆς θείας Εὐχαριστίας, τήν ἀνευρίσκουμε στίς εὐχές τῶν Μυστηρίων αὐτῶν.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἶναι ἕνας σημαντικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, στόν ὁποῖο φαίνεται καθαρά ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi. Μέ τό χάρισμα τό ὁποῖο τοῦ δόθηκε πέρασε ὅλη τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στά τροπάρια πού ψάλλονται στίς ἱερές Ἀκολουθίες, ὥστε ὑμνοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Θεό θεολογικά καί θεολογοῦμε λατρευτικά, ποιητικά.

Ἐπίσης, ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν φιλοκαλικῶν, ἡσυχαστῶν Πατέρων εἶναι καταγεγραμμένη στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, στά ὁποῖα σαφέστατα γίνεται λόγος γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, γιά πράξη καί θεωρία, πού εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.

Ὅμως, στήν διάρκεια τῶν αἰώνων ὑπῆρξε διχοτόμηση μεταξύ lex credendi καί lex orandi, ἀφοῦ πολλές φορές ἡ θεωρητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό αἱρετικές ἀποκλίσεις, ἀπό ἐπιδράσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἐνῶ ἡ προσευχή κατά τήν λατρεία παρέμενε ὀρθόδοξη. Αὐτή ἡ διάσπαση χαρακτηρίζεται ἐκκοσμίκευση.

Τελικά, Ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τό φρόνημα καί τό ἦθος συντονίζονται ἀπόλυτα μέ τό lex credendi και τό lex orandi τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συντονίζονται στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Φιλοκαλίας. Καί τά δύο αὐτά, βεβαίως, συνδέονται ἀπόλυτα μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα συμμετοχή στά Μυστήρια χωρίς τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ὀρθοζωΐα εἶναι τυπική καί ἐνδεχομένως μηχανική. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἦταν ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος, ὀρθόδοξος ἡσυχαστής καί συνιστοῦσε τήν συχνή θεία Κοινωνία. Αὐτό ὑποδεικνύει τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τό ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔτσι, μιά θεολογία πού ἔχει διαφορετική ὁρολογία ἀπό τά κείμενα τῆς λατρείας, δέν εἶναι ὀρθόδοξη.

Δεύτερον. Μελετώντας κανείς ὅλη τήν πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, διά μέσου τῶν αἰώνων, παρατηρεῖ ὅτι δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα θεολογικῆς σκέψεως καί ζωῆς.

Τό πρῶτο ρεῦμα ξεκίνησε ἀπό τήν Πεντηκοστή, στήν ὁποία ἑνώθηκαν οἱ Προφῆτες μέ τούς Ἀποστόλους καί ὑπάρχει κοινή ἀναφορά καί ἐμπειρία. Ἡ διαφορά βρίσκεται στό ὅτι οἱ Προφῆτες μετεῖχαν τοῦ ἀσάρκου Λόγου καί ἦταν κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι μετεῖχαν τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου καί ὑπερέβησαν τόν θάνατο. Ἔτσι, παρατηρεῖται ἴδια ἐμπειρία καί πολλές φορές ἴδια ὁμολογία, μέ μερικές ἐξαιρέσεις.

Οἱ Πατέρες, ὅμως, τοῦ 2ου ἕως 4ου αἰῶνος ὑπό τήν πίεση τῶν αἱρετικῶν καί προκειμένου νά τούς ἀντιμετωπίσουν χρησιμοποίησαν τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, χωρίς νά ἀλλοιώσουν τήν ἐμπειρική γνώση. Οἱ Πατέρες εἶχαν τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους, τήν ὁποία ἐξέφρασαν σέ νέα ὁρολογία γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτό τό ἔργο κατοχυρώθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πού συγκλήθηκαν στήν περιοχή τοῦ Ἀνατολικοῦ Τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί διατύπωσαν αὐθεντικῶς τήν ὀρθόδοξη πίστη. Αὐτό κάλυπτε ὅλα τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, τήν λεγομένη Πενταρχία –Παλαιά Ρώμη, Νέα Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα– καί διακηρυσσόταν ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τοὐλάχιστον μέχρι τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀπό ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐκχριστιάνισαν τόν ἑλληνισμό, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί (Ἀρειανοί, μονοφυσίτες, μονοθελῆτες), πού ἀπεβλήθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐξελλήνισαν τόν Χριστιανισμό.

Τό δεύτερο ρεῦμα ξεκίνησε ἀπό τήν Δύση, κυρίως τόν 9ο αἰώνα, μέ τόν προσχολαστικισμό καί τόν κυρίως σχολαστικισμό, ἀξιοποιώντας στήν οὐσία τήν παράδοση τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν καί χρησιμοποιώντας κατά βάση τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, ἰδίως τόν νεοπλατωνισμό τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, καί τόν στοχασμό, πού ἦταν ἡ βάση τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Ἔτσι, ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, ἡ Δύση πέρασε στήν Μεταρρύθμιση, στήν Ἀναγέννηση, τόν Διαφωτισμό καί τά νέα φιλοσοφικά, ψυχολογικά, ὑπαρξιακά καί κοινωνικά ρεύματα πού κυριαρχοῦν στήν Δύση.

Ἄν αὐτά τά δύο ρεύματα τά ἐπικεντρώσουμε σέ πρόσωπα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό ἕνα –ὀρθόδοξο ρεῦμα– ξεκίνησε ἀπό τούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί πέρασε στούς Ἀποστολικούς Πατέρες, τούς Πατέρες τοῦ 3ου-4ου αἰῶνος, τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, τούς Καππαδόκες Πατέρες, τούς Ρωμαίους Πατέρας τῆς Δύσεως, τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τόν Μ. Φώτιο, τόν ἅγιο Συμεών Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Σιναΐτη, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό καί τούς φιλοκαλικούς Πατέρες, τόν ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη μέχρι σήμερα. Τό ἄλλο ρεῦμα ξεκίνησε ἀπο τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, πέρασε στόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας μέχρι τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη, τόν Σκότος καί τόν Ὄκκαμ, τόν Βαρλαάμ μέχρι τήν σύγχρονη Εὐρωπαϊκή φιλοσοφία.

Κατά ἕναν φυσικό τρόπο καί τά δύο αὐτά θεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα ἐξέβαλαν στήν Ρωσία τόν 18ο αἰώνα. Ἡ Ρωσία δέχθηκε ἐπιρροές πρῶτα ἀπό τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία-Βυζάντιο, μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη, τόν ἡσυχασμό, τίς τέχνες, καί στήν συνέχεια δέχθηκε ἰσχυρές ἐπιδράσεις ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, τίς προτεσταντικές ἰδέες, τόν διαφωτισμό καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό. Αὐτή ἡ ρωσική θεολογία μέ τίς ἀντιδράσεις της, μετακενώθηκε στό Παρίσι, στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ὅπου καλλιεργήθηκε περαιτέρω.

Στήν συνέχεια ἡ δυτική καί ρωσική θεολογία μεταφέρθηκαν στόν ἑλληνικό χῶρο μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν συγκρότηση τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους. Ἔτσι, στήν νεοελληνική κοινωνία ἔχουν καταλήξει ὅλες οἱ ζυμώσεις πού ἔγιναν στήν Δύση καί τήν Ρωσία. Σήμερα στήν Ἑλλάδα βλέπουμε ἔντονα ὅλα αὐτά τά ρεύματα, ἤτοι τήν πατερική θεολογία στήν αὐθεντική της ἔκφραση καί τήν δυτική καί ρωσική θεολογία μέ τίς διάφορες ἀποχρώσεις τους.

Ἡ συνάντηση μεταξύ τῆς δυτικῆς καί τῆς ρωσικῆς θεολογίας ἀποτέλεσαν αὐτό πού χαρακτηρίζεται μεταπατερική θεολογία. Ὁ ὅρος μεταπατερική μπορεῖ νά ἐκληφθῆ μέ δύο τρόπους, ὁ ἕνας εἶναι χρονικός καί ὁ ἄλλος εἶναι τροπικός.

Σύμφωνα μέ τόν χρονικό τρόπο ἑρμηνείας ἡ πατερική θεολογία τελείωσε τόν 8ο αἰώνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί κατά ἄλλους μέ τόν Μ. Φώτιο, ὁπότε ἀναπτύσσεται ἡ σχολαστική θεολογία πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική, καί στήν συνέχεια εἶναι ἡ ρωσική πού εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν πατερική καί ἀπό τήν σχολαστική. Αὐτή ἡ ἄποψη εἶναι ἐσφαλμένη, γιατί ποτέ δέν τελείωσε ἡ πατερική Παράδοση, πάντοτε ὑπάρχει ἑνότητα Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἡ δέ ὁποιαδήποτε ἄλλη θεώρηση εὐνοεῖ αἱρετικές καί ἐθνικιστικές ἀπόψεις.

Σύμφωνα μέ τήν τροπική ἑρμηνεία, ἡ μεταπατερική θεολογία εἶναι μιά προσπάθεια νά δοθῆ μιά νέα ἑρμηνεία τῶν πατερικῶν κειμένων, τά ὁποῖα πρέπει νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς, στήν ὁποία ἐγράφησαν καί νά γίνη ἡ μεταγραφή τους στήν δική μας ἐποχή, οὐσιαστικά διαφοροποιεῖται ἀπό τήν θεολογική ὁρολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἡ ἄποψη αὐτή θεωρεῖ ὅτι ἡ νηπτική παράδοση ἀπό τόν Εὐάγριο, ὁ ὁποῖος ἐπηρεάσθηκε ἀπό τόν Ὠριγένη καί τόν νεοπλατωνισμό, καί ἔκανε λόγο γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, πέρασε στόν ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ἡσυχαστές Πατέρες καί ἔτσι ὅλη ἡ ἡσυχαστική θεολογία εἶναι νεοπλατωνική, ἡ ὁποία ἀλλοίωσε τήν ἀρχέγονη θεολογία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, κατ' αὐτούς, πρέπει νά ἐπανέλθουμε στήν εὐχαριστιολογία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί νά ἀπορριφθῆ ἡ νεοπλατωνική ὁρολογία –καί ἐνδεχομένως καί ἡ ἴδια ἡ πρακτική– πού οὕτως ἤ ἄλλως δέν ἰσχύει στήν ἐποχή μας. Πρόκειται γιά μεταγραφή τῆς θεολογίας σέ νέους ὅρους καί νέες ἐκφράσεις.

Καί αὐτή ἡ θεώρηση εἶναι ἐσφαλμένη, γιατί παραθεωρεῖ τήν διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ νεοπλατωνική, καί στήν οὐσία παραθεωρεῖ τήν ἡσυχαστική παράδοση, πού ἔχει ἀπόλυτα κατοχυρωθῆ καί τήν ὁποία οὐσιαστικά θέλει νά πλήξη καί νά ἐξοβελίση, ἐπειδή τήν ἐνοχλεῖ, δέν τούς ἀφήνει νά στοχάζωνται κατά τό δοκοῦν καί νά φθάνουν σέ οἰκουμενιστικούς σκοπούς.

Ὅμως, ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει ταυτότητα ἐμπειριῶν στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι ἡ μόνη διαφορά πού ὑπάρχει εἶναι μεταξύ πατερικῆς θεολογίας, τῆς ὁποίας ἡ βάση εἶναι ἡ θεία χαρισματική ἐμπειρία, καί τῆς σχολαστικῆς καί στοχαστικῆς θεολογίας, τῆς ὁποίας βάση εἶναι ἡ φαντασία καί ὁ στοχασμός, δηλαδή ἡ φιλοσοφία.

Τρίτον. Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ θεολογίας καί ἱστορίας. Ἡ θεολογία δέν εἶναι μιά φαντασία καί ἕνας στοχασμός, ἀλλά ἐκφράζεται στήν ἱστορία. Ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἔζησε σέ ἕνα συγκεκριμένο χῶρο, ἔπαθε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε ἐπί Ποντίου Πιλάτου, καί τήν Πεντηκοστή, μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ. Στήν συνέχεια στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πού εἶναι ἱστορικά γεγονότα, καταγράφηκε ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σέ ὅρους καί κανόνες γιά νά διασωθῆ.

Ἔπειτα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἱστορική Ἐκκλησία, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἱστορική θεολογία, οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τήν ἱερά ἱστορία, ἡ ζωή μας στήν Ἐκκλησία εἶναι μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στόν χῶρο καί τόν χρόνο, μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία καί σέ ὅλα τά Μυστήρια πού γίνονται μέ ὅλες τίς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις.

Κατ' ἐπέκταση οἱ αἱρέσεις, ἡ σχολαστική καί ρωσική θεολογία ἑρμηνεύουν πάντοτε τήν ἱστορία ὡς ἀπόκλιση ἀπό τήν ἱερά ἱστορία. Γι' αὐτό καί χρησιμοποιοῦν πολύ τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἐν πολλοῖς συνδέεται μέ τήν φαντασία καί τόν στοχασμό. Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς Δύσεως ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό ἱστορικά γεγονότα, ἀπό τήν ἰδιαίτερη πολιτική τῶν Φράγκων νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέλαβε πλήρως αὐτήν τήν ἄποψη, μέ τήν τριπλή της ὑποδιαίρεση, καί τήν διατύπωνε στά κείμενά του. Δυστυχῶς, μερικοί ἐπικριτές του ἀπομονώνουν μερικές πτυχές αὐτῆς τῆς κεντρικῆς ἰδέας, μέ ἀποτέλεσμα νά διασποῦν ὅλη τήν ἑνότητα. Τελικά, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας ἀκαταπόνητος ἐρευνητής καί χαρισματοῦχος δάσκαλος. Τά ὅσα βλέπουμε σήμερα τόν δικαιώνουν καί τόν ἑρμηνεύουν.

Τό ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι ἡ θεολογία καί ἡ φιλοσοφία πού ἀναπτύσσεται στόν Δυτικό χῶρο στήν ἐποχή μας ἀναβιώνει τήν συζήτηση πού ἔγινε τήν πρώτη χιλιετία τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ἀνατολή, ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπό τούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἔτσι, ἐνῶ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔκλεισε ἡ συζήτηση γιά τήν Τριαδολογία καί τήν Χριστολογία, ἐν τούτοις στήν Δύση, κυρίως ἀπό Προτεσταντικούς κύκλους καί διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, ἐπαναφέρονται τά ἐπιχειρήματα τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν, ἤτοι τοῦ Ἀρείου, τοῦ Εὐνομίου, τοῦ Σαβελλίου, τῶν Νεστοριανῶν, τῶν Μονοφυσιτῶν, τῶν Μονοθελητῶν.

Αὐτό δηλώνουν οἱ φράσεις πού σήμερα κυριαρχοῦν: –Κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἐξαναγκαστικό. –Ἡ ἐλευθερία-θέληση τοῦ προσώπου. –Τό πρόσωπο εἶναι τρόπος ὑπάρξεως τῆς φύσης. –Τό ἐλεύθερο θέλημα τοῦ Πατρός. –Ὑπάρχει μία ἐλεύθερη βούληση, αἰώνια, ἀΐδια τοῦ Πατρός, μέ τήν ὁποία γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα –Τό πρόσωπο ὑποστασιάζει τήν οὐσία (Νεστοριανισμός). –Ἡ βούληση τῶν προσώπων. –Οἱ σχέσεις τῶν προσώπων. κλπ.

Ὅλες αὐτές οἱ φράσεις δέν εἶναι ἀθῶες, ὅπως νομίζουν μερικοί, ἀλλά κρύβουν βασικές θέσεις τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν, πού καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιατί ἀναιροῦν τά ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Θεός στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Πατέρες.

3. Γενική διαπίστωση

Ἀπό τά προαναφερθέντα φαίνεται ὅτι ἡ σύγχυση μεταξύ πατερικῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τῆς δυτικῆς καί ρωσικῆς παραδόσεως περνᾶ μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή, τά κηρύγματα, τίς ὁμιλίες μέ ἀνάμεικτη ὁρολογία, κυρίως μέ τήν χρήση δυτικῆς ὁρολογίας, ἡ ὁποία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, ὅπως ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας.

Τό βλέπω αὐτό καθημερινά στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀφοῦ καί οἱ σύγχρονοι θεολόγοι Κληρικοί, ὅλων τῶν βαθμίδων, ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό μερικούς καθηγητές τους πού μετέφεραν αὐτήν τήν δυτική θεολογία στήν Ἑλλάδα.

Τό βλέπω, ὅμως, καί στό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν.

Μελέτησα ἐπισταμένως τούς φακέλους καί διαπίστωσα ὅτι ἡ μεθοδολογία τοῦ Προγράμματος Σπουδῶν διαπνέεται ἀπό τήν σχετικοκρατία ἤ ρελατιβισμό, ἀλλά καί τό περιεχόμενό τους διακρίνεται ἀπό ἀπόψεις τῆς δυτικῆς θεολογίας. Συνέλεξα διάφορα κείμενα στά ὁποῖα φαίνονται οἱ ἐπιδράσεις τοῦ νεοσχολαστικισμοῦ, τῆς βιβλικῆς κριτικῆς ἐπιστήμης, τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ, τῆς ρωσικῆς θεολογίας, καθώς ἐπίσης καί πρακτικές μορφές Χριστιανισμοῦ, ὅπως παρατηροῦνται στήν Δύση.

Αὐτό μπορεῖ νά τό καταλάβη κανείς ὅταν ἐντοπίση τά ἀποσπάσματα στούς φακέλους πού χρησιμοποιοῦνται, ἀπό ποιούς θεολόγους ἀντλοῦνται. Οἱ θεολόγοι πού ἐμφανίζονται συνεχῶς στούς φακέλους εἶναι αὐτοί πού ἐκφράζουν αὐτά τά δυτικά θεολογικά ρεύματα.

Πρόκειται γιά μιά θεολογική δυτική καταιγίδα πού πέρασε στήν Ἑλλάδα, μιά βαρλααμική ρεβάνς ἐναντίον τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων. Ἔτσι, ὁ βαρλααμισμός νικήθηκε τόν 14ο αἰώνα καί ἔφυγε στήν Δύση, ἀλλά ἐπανῆλθε μέ τά νέα αὐτά θεολογικά ρεύματα. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὑπονομεύονται ἤ εἰρωνεύονται θεολογικές θέσεις πού ἐκφράσθηκαν ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καθώς ἐπίσης προβάλλονται ὡς σύγχρονες θέσει οἱ στοχαστικο-ψυχολογικές ἀπόψεις πού ὑπονομεύουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία.

Ἐλπίζω ὅτι τό παρόν Συνέδριο θά βοηθήση στήν διάλυση αὐτῶν τῶν συγχύσεων.

Ἀκοῦστε τὴν ὁμιλία ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε.Π

  • Προβολές: 2402