Γράφτηκε στις .

Ὁ νεαρός Δημήτριος Παπαχαραλάμπους στήν Νέα Ὑόρκη

Ἀπόσπασμα ἀπό τό Θεατρικό γιά τόν μεγάλο Εὐεργέτη

Ἕνα δεύτερο ἀπόσπασμα (βλέπε καί προηγούμενο τεῦχος: Ὁ μικρός Παπαχαραλάμπους στήν Χόμωρη) ἀπό τήν θεατρική παράσταση μέ τίτλο «Τό λουλούδι τῆς ξενιτειᾶς ἤτοι Τά Χριστούγεννα τοῦ Παπαχαραλάμπους» γιά τήν Χριστουγεννιάτικη Νεανική Ἑορτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, πού ἦταν ἀφιερωμένη στόν μεγάλο τοπικό καί ἐθνικό Εὐεργέτη. Παπαχαραλάμπειος Αἴθουσα, 26 Δεκεμβρίου 2018.

 

ΣΚΗΝΗ 5η: Ὁ Δημήτριος Παπαχαραλάμπους σέ νεανική ἡλικία, πουλάει λουλούδια, σέ ἕναν δρόμο τῆς Νέας Ὑόρκης.

*

–Φλάουερς – φρές φλάουερς! Ρόουζ, φάινεστ ρόουζ! Μίστερ, σόρυ, ντού γιού γουώντ φρές φλάουερς;
–Δέν θέλω μικρέ τριαντάφυλλα. Γιά τριαντάφυλλα εἴμαστε τώρα;
–Μήπως θέλει ἡ γυναίκα σας, κύριε; Θά τήν συγκινήσετε πολύ, ἄν τῆς πᾶτε δῶρο ἕνα τριαντάφυλλο.
–Χμ, καλή ἰδέα. Μπάς καί τήν κατευνάσω πού δέν τῆς ἀγόρασα καινούριο φόρεμα. Πόσο τά ἔχεις;
–10 σέντς τό ἕνα κύριε. Καί ἄν πάρετε 10 τριαντάφυλλα, σᾶς τά δίνω στήν μισή τιμή: 50 σέντς ὅλα!
Ὁ νεαρός Δημήτριος Παπαχαραλάμπους στήν Νέα Ὑόρκη–Φέρε δέκα, μπόϊ, γιατί δέν τά βρίσκω ἀλλοῦ τόσο φθηνά.
–Ὁρίστε, κύριε, καί νά μέ θυμᾶστε: 5η λεωφόρος, 27ος δρόμος. Ἔχω τά πιό φθηνά τριαντάφυλλα τοῦ Μανχάταν!
–Γειά σου, μικρέ.
–Φρέσκα λουλούδια, ἀρωματιστά τριαντάφυλλα!
–Ά, τί ὄμορφα τριαντάφυλλα!
–Ἔλα, γυναίκα, ἄς μή καθυστεροῦμε.
–Μά εἶναι τόσο ζωντανά τἀ χρώματά τους!
–Ἄχ, γυναίκα, θά ἀργήσουμε πάλι.
–Ντάντι, νά ἀγοράσουμε αὐτά τά ὄμορφα λουλούδια, πλίζ.
–Πόσο τά ἔχεις μικρέ;
–Τί σημασία ἔχει ἡ τιμή, κύριε, ὅταν σᾶς τά ζητᾶ μιά τόσο ὄμορφη κυρία!
–Ἄχ, τί χαριτωμένο!
–Μικρέ, ἄστα αὐτά, καί πές μου πόσο τά ἔχεις;
–Ἄσε τό παιδί! Ἀφοῦ λέει ἀλήθειες!
–Γιά σᾶς, κυρία, ὅ,τι καί νά σᾶς ἀγοράση ὁ σύζυγος, χαλάλι, γιατί εἶστε τόσο ὄμορφη.
–Ἄχχχ!
–Ντάντι, ἄς ἀγοράσουμε ὅλα τά τριαντάφυλλα, πλίζ.
–Ἀλλά καί γιά νά ἀναπαύσω τόν κύριο, σᾶς λέω ὅτι ἔχω τά καλύτερα τριαντάφυλλα στίς πιό φθηνές τιμές: 10 σέντς τό ἕνα. 10 σέντς πάλι τά δύο, ὅταν τά ἀγοράζει ζευγάρι, καί 10 τριαντάφυλλα στήν μισή τιμή, 50 σέντς!
–Γουέλ! Μπόι, πράγματι λές ἀλήθεια ὅτι ἔχεις τίς καλύτερες τιμές...
–Ντάρλιγκ, πράγματι λέει ἀλήθεια, ὁ μικρός, καί ὅτι ἐσύ ἔχεις ὄμορφη γυναίκα!
–Οφκόρς, οφκόρς! Δῶσε μου δέκα καί πάρε ἕνα δολλάριο, μικρέ. Καλός εἶσαι.
–Καί μή ξεχνᾶτε, κύριε, 5η Λεωφόρος, 27ος δρόμος, τά καλύτερα καί φθηνότερα λουλούδια τοῦ Μανχάταν, γιά νά κάνετε τήν ζωή σας λουλουδένια.
Ὁ νεαρός Δημήτριος Παπαχαραλάμπους στήν Νέα Ὑόρκη(Ὅση ὥρα μιλᾶ μέ τό τελευταῖο ζευγάρι, ἕνας ἄλλος νεαρός, στήν ἡλικία του, ἔχει πλησιάσει καί παρακολουθεῖ ἀπό μακριά τήν σκηνή. Ὅταν ἀπομακρύνεται τό ζευγάρι, λέει στόν Μῆτσο, κάνοντας τήν φωνή του βαρειά):
–Ἔ, μικρέ λουλουδά! Δίνεις λουλούδια ἀκριβά!
Μήν ἀπ’ τά Κράββαρα τά ‘φερες, καί ἀπ’ τά ψηλά βουνά,
Καί ἀπ’ τοῦ Μιχαλάκη τό χωριό, μέ τά καράβια τά πολλά;
(Ὁ Μῆτσος γυρίζει ξαφνιασμένος, πρός τό μέρος τῆς φωνῆς:)
–Καθόλου ἀκριβά, ἀλλά ποιός εἶσαι, ποῦ τά ξέρεις τά Κράββαρα καί τά καράβια τοῦ Μιχαλάκη .... Βρέ Τζών! Σύ ‘σαι μωρέ ἀδελφούλη! Ἄϊντε, μωρέ καί μέ ‘σκιαξες!
–Θαυμάζω, ἀδελφούλη μου, τήν γρήγορη ἐναλλαγή τῆς γλώσσας σου, ἀπό τά Ἀμερικάνικα στά ...ρουμλιώτικα! Ζαγαράκι μου!
(Ἀγκαλιάζονται οἱ δύο φίλοι.)
–Σέ θαύμασα, φίλε μου, εἶσαι μεγάλος καταφερτζής! Τούς διπλώνεις τούς σπαγγοραμμένους τούς Γιάνκηδες... Τούς κάνεις καί σοῦ ἀνοίγουν τό πουγγί τους...
–Σπαγγοραμμένους; Χά, χά! Πόσα χρόνια εἶχα νά ἀκούσω αὐτήν τήν λέξη! Τί μοῦ θυμίζεις τώρα, βρέ ἀδελφέ, τί μοῦ θυμίζεις!
–Ἔ, τί σοῦ θυμίζω; Τό χωριό σου καί τά γερόντια σου θά σοῦ θυμίζω! Μήπως εἶναι πουθενά ἀλλοῦ ὁ νοῦς τοῦ ξενιτεμένου;
–Ἄ, ἡ καημένη ἡ γιαγιούλα μου! Ἄχ, τά ρουμελιωτάκια, τά φιλαράκια μου! Ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά ἀγριμάκια, πού μέ ταλαιπωροῦσαν τά θυμᾶμαι μέ νοσταλγία!
–Ἔλα! Γιά στάσου, δέν μᾶς πῆραν καί τά χρόνια! Σάν γέροι μιλᾶμε τώρα.
–Ἔχεις δίκαιο! Συγχώρα με.
–Δέν μοῦ λές, ἀφοῦ θυμηθήκαμε τήν Πατρίδα. Χριστούγεννα ἔχουμε. Ἐδῶ, στούς δρόμους θά τήν βγάλεις; Στήν 5η Λεωφόρο καί στούς 27 δρόμους; Δέν θά γιορτάσεις;
–Καί βέβαια θά γιορτάσω! Εἴπαμε. Δουλειά μέχρι ἐξαντλήσεως. Ἀλλά δέν θά τούς χαρίσουμε καί τίς γιορτές μας!
–Καί τό λοιπόν; Δέν θά πᾶς στήν Ἐκκλησία; Δέν θά ἑτοιμασθῆς; Ἤ μήπως θά πρέπει πρῶτα νά πουλήσεις ὅλα τά λουλούδια;
–Ὤ, γιές! Θά τά πουλήσω ὅλα. Αὐτό εἶναι σίγουρο. Εἶναι κάτι μῆνες τώρα πού δέν μοῦ μένει οὔτε ἕνα. Μέ ἔχουν μάθει οἱ Νεοϋορκέζοι. Πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές μου!
–Μπράβο, βρέ φίλε! Μπράβο! Σέ χαίρομαι. Γιά φαντάσου νά σέ δῶ κάποια μέρα μέ δικό σου λουλουδάδικο!
–Άααχχχ! Φίλε μου, νά σοῦ ἐκμυστηρευτῶ κάτι;
–Ἐλεύθερα!
–Νά, ὅπως σοῦ εἶπα, οἱ δουλειές μου πηγαίνουν καλά, δόξα τῷ μεγαλοδύναμῳ Θεῷ! Ἔχω βάλει ἀρκετές οἰκονομίες στήν ἄκρη. Ἀρκετές ἀκόμη καί γιά νά νοικιάσω ἕνα μαγαζάκι καί νά βάλω τό πρῶτο κεφάλαιο, γιά νά ἀνοίξω δικό μου μαγαζάκι...
–Μῆτσο μου! Νά σέ φιλήσω! Πόσο χαρά μοῦ δίνεις, φιλαράκι! Πόση χαρά!
–Ἀλλά, νά. Δέν θά τό τολμήσω ἀκόμη.
–Γιατί;
–Χμ...
–Ὤ, νέβερ μάϊντ! Ἄν θέλεις μοῦ ἀπαντᾶς. Συγγνώμη πού γίνομαι ἀδιάκριτος.
–Ὄχι, ὄχι. Τό ξέρω ὅτι ἀπό ἐνδιαφέρον ρωτᾶς καί ἀπό ἀγάπη. Ἀλλά, νά... πῶς νά τό πῶ... Πῆρα ἀπόφαση καί θά γυρίσω πίσω στήν Πατρίδα.
–Μῆτσο! Τί εἶναι αὐτό πού ἀκούω; Τρελλάθηκες, ἀδελφέ μου; Συγγνώμη, πού σοῦ μιλάω ἔτσι, ἀλλά τό γνωρίζεις καί σύ ὅτι σέ ἀγαπῶ καί ὅτι σέ ρωτάω ἀπό ἐνδιαφέρον. Τώρα πού ἔστρωσες τήν δουλειά, τώρα πού ἔριξες τά θεμέλια, τώρα τά παρατᾶς καί φεύγεις πάλι πίσω, στά ἄγονα βουνά μας; Νά βόσκεις πρόβατα; Νά μαλώνεις μέ τούς ἄλλους γυρολόγους; Τί ἔπαθες, ἀδελφέ;
Ὁ νεαρός Δημήτριος Παπαχαραλάμπους στήν Νέα Ὑόρκη–Ἀδελφέ μου Τζών, μή βιάζεσαι, μή βιάζεσαι. Δέν πηγαίνω γι’ αὐτόν τόν λόγο. Μέ καλεῖ ἡ Πατρίδα νά τήν ὑπηρετήσω ὡς στρατιώτης, νά πολεμήσω μέ τά ἄλλα μας ἀδέλφια. Ὁ Τοῦρκος παραπαίει. Θά πάρουμε πίσω τήν Ἤπειρο καί τήν Μακεδονία. Τά ἔχεις μάθει, θαρῶ. Τά διαβάζεις. Ἐσύ ξέρεις καί καλύτερα γράμματα ἀπό μένα...
–Ὄχι ἀδελφέ. Μπορεῖ νά πῆγα καμμιά τάξη παραπάνω, ἀλλά τήν ἀγάπη πού ἔχεις ἐσύ στά γράμματα, δέν τήν ἔχει κανείς μας, ἀπό μᾶς τούς μεροκαματιάρηδες, τοὐλάχιστον...
–Νέβερ μάϊντ! Μέ καλεῖ ἡ Πατρίδα, φίλε, καί ἀκούω τήν φωνή της!
–Μῆτσο, τό σκέφτηκες καλά; Θά πᾶς μές στήν φωτιά χωρίς λόγο;
–Χωρίς λόγο; Χωρίς λόγο; Τό ὅτι μᾶς καλεῖ ἡ Πατρίδα, δέν εἶναι λόγος αὐτός; Τί εἶναι αὐτά πού λές;
–Νά, θέλω νά πῶ ὅτι... Νά, ἀπ’ ὅ,τι λένε, ὁ Τοῦρκος, εἶναι ἀδύναμος. Θά πέσει σάν ὥριμο φροῦτο, δέν χρειάζεται... Δηλαδή, θά βοηθήσουν, λένε, καί οἱ σύμμαχοι, καί ...
–Ἄχ, Τζώνυ μου, ἄχ! Τώρα ἐγώ πρέπει νά ρωτήσω ἐσένα: Ξέρεις τίς λές; Πότε ἡ ἐλευθεριά μᾶς χαρίσθηκε; Οἱ σύμμαχοι, πού λές καί σύ, τήν δουλειά τους κοιτᾶνε. Πότε μέ τόν ἕναν, πότε μέ τόν ἄλλον. Ἄν δέν χυθεῖ αἷμα ἑλληνικό, δέν κερδίζεται ἡ ἐλευθερία. Ὅ,τι πήραμε πίσω, μέ αἷμα τό πήραμε. Καί ἡ Πατρίδα πάλι μᾶς καλεῖ πάλι νά δώσουμε αἷμα.
–Ναί, ἀλλά τώρα δέν τίθεται θέμα ἐλευθερίας. Εἴμαστε ἐλεύθεροι. Τί νά ἐλευθερώσουμε; Ἡ Πελοπόννησος, ἡ Ρούμελη, τά Ἑπτάνησα, ἡ Θεσσαλία, εἶναι ἐλεύθερα. Τί νά ἐλευθερώσουμε; Ἄσε καί ἄλλους νά πολεμήσουν...
–Τήν Μακεδονία μας, Τζώνυ! Τήν Μακεδονία μας! Καί τήν Ἤπειρο! Καί τήν Θράκη! Τόποι ἑλληνικοί! Τόποι πού ἔδωσαν ἥρωες, σοφούς, ἁγίους, δασκάλους... Τόσα ἀδέλφια Ἕλληνες εἶναι ἐκεῖ πάνω, καί στενάζουν στήν σκλαβιά, ὅπως ἐμεῖς στενάζαμε 400 χρόνια.
–...Μά, ἄς πολεμήσουν ὅσοι εἶναι ἐκεῖ. Καί ἄν δυσκολέψουν τά πράγματα, πάμε καί ἐμεῖς...
–Τζώνυ, ὁ παππούς μου, ὁ Χαράλαμπος Κεφάλας, ὁ μετέπειτα Παπαχαραλάμπους, ἦταν ἥρωας τοῦ Μεσολογγίου! Ἀπό μικρός μεγάλωσα μέ τίς διηγήσεις ἀπό τόν ἥρωα παππού μου. Δέν φοβᾶμαι. Ἀντίθετα, μιά φωνή μέσα μου μέ καλεῖ νά τοῦ μοιάσω!
–Μακάρι νά μήν χρειασθεῖ. Νά φύγει ὁ Τοῦρκος πρίν πᾶς ἐσύ.
–Ἡ Μακεδονία δέν κινδυνεύει μόνον ἀπό τόν Τοῦρκο! Τόσοι λαοί τήν διεκδικοῦν. Εἶναι ἕνα πολύτιμο πετράδι, πού ὅλοι θέλουν νά τό ἀποκτήσουν. Εἶναι ἕτοιμοι νά χιμήξουν καί νά τήν ἁρπάξουν.
–Σέ θαυμάζω, φίλε μου. Ἦρθες στήν Ἀμερική ἀπό τήν Ρούμελη, δουλεύεις μέρα-νύκτα νά ὀρθοποδήσεις καί ὅμως σκέφτεσαι τήν Μακεδονία! Σέ θαυμάζω!
–Μέ πονάει ἡ Πατρίδα, Τζών. Μέ πονᾶ. Μέ ὅλα αὐτά τά γεγονότα, κάθομαι καί διαβάζω καμμιά ἐφημερίδα πού μένει στό καφενεῖο, καί πονᾶ ἡ καρδιά μου, ἀλλά καί φτερουγίζει. Καί μετά, κλέβω καμμιά ὡρίτσα καί πηγαίνω στό λίμπραρι, ἐδῶ στό τάουν χώλ –σπουδαῖο πράγμα αὐτό τό λίμπραρι, πολύ τό ζηλεύω. Νά ‘χα λεφτά, ἀδελφέ, νά ἔφτιαχνα ἕνα δικό μου...
–Καί ἄν ἄνοιγες, Μῆτσο; Θά ἀφήσουν οἱ Γιάνκηδες τήν δική τους βιβλιοθήκη γιά νά ἔρθουν στήν δική σου;
–Ὄχι ἐδῶ, φίλε μου, ὄχι ἐδῶ. Στήν Πατρίδα νά ἔφτιαχνα μιά βιβλιοθήκη!
–Βρέ Μῆτσο, εἶσαι καλά; Βιβλιοθήκη στά Κράββαρα; Ὀνειρεύεσαι;
–Γιατί ὄχι στά Κράββαρα! Τί ἔχουν τά Κράββαρα; Εἶναι φτωχά, ἀλλά ἔνδοξα! Ἀλλά ἐάν τό θέλεις, ναί, κάπου κάπου ὀνειρεύομαι καί ἐγώ...
–Καλά, φίλε μου, συγγνώμη. Μήν δίνεις σημασία...
–Τέλος πάντων! Πῆρα, λοιπόν, καί διάβασα καί θυμήθηκα τήν ἱστορία μας. Γιά τήν Μακεδονία γιά τόν Μεγαλέξανδρο, γιά τόν Ἀριστοτέλη τόν δάσκαλό του, γιά τούς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, γιά τούς ἁγίους Κύριλλο καί Μεθόδιο, γιά τόν Ἅγιό μου, τόν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο...
–Μεγάλη ἡ χάρη του!
(κάνουν τόν σταυρό τους )
–Ναί, πού τόν νόμιζα ἕναν νεαρό στρατιωτάκο, καί αὐτός εἶναι μεγάλος στρατηγός καί προστατεύει τήν Θεσσαλονίκη καί θαυματουργεῖ καί διώχνει τούς ἐχθρούς της, μέ θαύματα, χωρίς νά χυθεῖ αἷμα!
–Ναί, ἀλλά ἀπό τούς Τούρκους δέν τήν προστάτευσε!
–Τήν κράτησε ἑλληνική. Καί ποῦ ξέρεις; Ἐμεῖς ἐλπίζουμε στήν βοήθειά του καί πάλι!
–Μακάρι, νά βοηθήση, καί νά μή χυθεῖ ἄλλο αἷμα ἑλληνικό.
–Ἐγώ, πάντως, πῆρα τήν ἀπόφαση καί θά πάω. Μέ καλεῖ ἡ Πατρίδα, μέ καλεῖ ἡ ἱστορία!
–Χμ! Νά σοῦ ἐκμυστηρευθῶ καί ἐγώ κάτι φίλε μου;
–Σέ ἀκούω.
–Σέ θαυμάζω, ἀλλά καί ἀπορῶ!
–Νά μέ θαυμάζεις δέν χρειάζεται, δέν ἔχω τίποτε ξεχωριστό ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀλλά ἀπορεῖς; Γιατί ἀπορεῖς;
–Πῶς τά συνδυάζεις ὅλα αὐτά:
Φτώχεια ἀλλά καί ἐμπορικό μυαλό.
Λουλούδια ἀλλά καί γράμματα.
Καφενεῖο μέ τούς ὁμογενεῖς, ἀλλά καί βιβλιοθήκη μέ τούς γηγενεῖς.
Δουλειά μέχρι τό πρωΐ καί Ἐκκλησία γιά τήν γιορτή.
Νέα Ὑόρκη καί Κράββαρα.
Ἀμερική καί Πατρίδα.
Ὅραμα γιά πλουτισμό καί ἀπόφαση γιά θυσία στόν πόλεμο.
Δέν μπερδεύονται ὅλα αὐτά στό μυαλό σου; Δέν σοῦ προκαλοῦν σύγχυση;
–Ὄχι φίλε μου, ὄχι. Ὅταν τά βάλεις στήν σειρά, δέν μπερδεύονται. Οἱ Ἕλληνες ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια ἀγαποῦν τίς ἀρετές καί τίς ἀξίες. Καί μέ τήν σοφία τους ἱεραρχοῦν τίς ἀρετές καί τίς ἀξίες, ὅπως ἱεραρχεῖ ὁ ἀρχιτέκτοντας τά ὑλικά πού θά φτιάξει τό σπίτι του. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα καί πάνω ἀπό ὅλα βάζουν τόν Θεό. Μετά τήν Πατρίδα. Μετά τήν κοινωνία, τήν οἰκογένεια καί τελευταῖο τόν ἑαυτό τους. Ὅταν τά βάλεις στήν σειρά, ὅλα εὐλογοῦνται καί ὅλα πηγαίνουν κατ’ εὐχήν. Ὅταν ὑποτιμᾶς κάτι ὑψηλό ἤ ὑπερτιμᾶς κάτι χαμηλό, τότε γίνονται τά ἄνω κάτω!
–Τώρα, ἀπορῶ λιγότερο τώρα, καί σέ θαυμάζω περισσότερο!
–Ἡ καλή σου καρδιά καί ἡ ἀδελφική μας φιλία!
–Εἶσαι ἕνας λουλουδᾶς, τῆς 5ης λεωφόρου τοῦ Μανχάτταν, ἀλλά καί ἕνας σοφός Ἕλληνας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας!
–Χά, χά! Συμπερασματικά, εἶμαι ἕνας σοφός λουλουδᾶς;
–Ναί, εἶσαι ἕνας σοφός λουλουδᾶς, ἕνας ἀρχαιοέλληνας τοῦ Μανχάταν!
(Περνᾶ μιά κυρία μέ τόν σύζυγό της)
–Φλάρουερς, φρές φλάουερς! Ἔ, καλή μου Κυρία!
Πάρτε φρέσκα τριαντάφυλλα γιά τήν ἀφεντιά σας!
Γιά τό ἀρχοντικό σας καί τήν φαμελιά σας!
Γιά νά χαροῦν καί νά γελοῦν τά παχουλά παιδιά σας!
–Χά, χά! Γουέλ, γκούντ μπόϊ! Χάου μάτς!
–Τί σημασία ἔχουνε, τά ἄψυχα δολλάρια;
Κυρά, σοῦ πρέπουν τά χρυσά καί τά μαργαριτάρια!
–Ὤου! Τί ὄμορφα πού τά λέει ὁ μικρός!
–Θά σοῦ πῶ, μάνταμ, καί ἕνα στιχάκι ἀπό τά κάλαντα τῆς πατρίδας μου:
Κυρά ψιλή κυρά λιγνή κυρά γαϊτανοφρύδα!
Κυρά μ’ ὅταν στολίζεσαι νά πᾶς στήν ἐκκλησιά σου
χρυσά λουλούδια πέφτουνε ἀπ’ τήν περπατησιά σου!
–Γουέλ, μπόϊ, γιου άρ ε πόετ! Γκίβ μι, πλίζ όλ δι φλάουερς. Ντάρλιγκ, νά τά ἀγοράσουμε ὅλα!
–Χάπι Κρίστμας, μάνταμ, Χάπι Κρίστμας!
(Ὁ φίλος του)
–Βρέ ζαγάρι! Ἀκόμη καί ποιητής ἔγινες γιά νά τά ξεπουλήσεις! Τά κατάφερες! Ἀλλά, ὄχι! Νά, σοῦ ἔμειναν καί μερικά...
–Δέν μοῦ ἔμειναν! Δέν μοῦ ἔμειναν! Αὐτά δέν τά ἔχω γιά πούλημα. Εἶναι τά δύο εὐλογημένα ματσάκια. Τό ἕνα θά τό πάω στήν Ἐκκλησιά, στό Χόλι Τρίνιτι, Μανχάταν, νά τό προσφέρω στήν Ἁγία Τριάδα, στόν Χριστό μας πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο. Καί τό ἄλλο, θά τό κρατήσω ἐγώ, νά στολίσω τό φτωχικό μου καί τό τραπεζάκι μου, τό χριστουγεννιάτικο, νά θυμηθῶ τήν γιαγιάκα μου καί τό χωριουδάκι μου, ἐδῶ στήν ξενιτειά!
–Ξενιτειά! Βρέ Μῆτσο! Τό φαντάζεσαι; Ἀκούγαμε τόσα χρόνια τούς παλιούς νά μιλάνε γιά ξενιτειά, καί νά ποῦ βρεθήκαμε καί ἐμεῖς στήν ξενιτειά!
–Ἄχ, ἡ ξενιτειά! ...

* * *

ΣΚΗΝΗ 6η : Στό καφεναδάκι στήν Ναύπακτο.

–Καί πῆγε στόν πόλεμο, μίστερ, ὁ Παπαχαραλάμπους;
–Ὄου, γιές. Ἔφυγε ἀπό τήν Ἀμερική, μέ ὅσα δολλάρια εἶχε μαζέψει, καί ἦρθε νά ὑπηρετήσει τήν Πατρίδα. Ἦταν πατριώτης, ὁ φίλος μου!
–Σάν τόν παππού του.
–Γιές, σάν τόν παππού του. Ἔτσι, ἀπό γενιά σέ γενιά δοξάζεται τό αἷμα τό ἑλληνικό!
–Ἔ, λίγο ρατσιστικό δέν ἀκούγεται αὐτό; Στό σχολεῖο μαθαίνουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τό ἴδιο αἷμα!
–Γουέλ, ἴδιο αἷμα ἔχουμε, κόκκινο εἶναι σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά δέν ἔχουμε τήν ἴδια παράδοση, τήν ἴδια παιδεία! Δέν ἔχουμε τά ἴδια παραδείγματα, τούς ἴδιους ἥρωες! Δέν ἔχουμε τήν ἴδια ἱστορία. Ἡ παιδεία εἶναι μεγάλο πράγμα, μπόις!
–Ναί, μίστερ, ἔχεις δίκαιο. Τό μάθαμε ἐφέτος στό σχολεῖο. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν ξεχωρίζαν τούς Ἕλληνες καί τούς βάρβαρους ἀπό τό αἷμα, ἀλλά ἀπό τήν παιδεία!
–«Τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας». Ἰσοκράτης!
–Μπράβο, μεγάλε! Τό ἔμαθες ἀπ’ ἔξω;
–Γιές μπόις, γιές! Μπράβο, πού μαθαίνετε γράμματα ἑλληνικά. Πολύ χαίρομαι! Ἔτσι εἶναι! Αὐτοί πού μετέχουν στήν παιδεία μας, αὐτοί λέγονται Ἕλληνες! Μπράβο σας!
–Μίστερ, ξεχαστήκαμε ὅμως. Δέν θά μᾶς πεῖς, πότε ἔβγαλε τά χρήματα ὁ Παπαχαραλάμπους;
–Ὁ φίλος μου πολέμησε, ἐλευθέρωσε τήν Ἤπειρο καί τήν Μακεδονία μας. Καί μετά παντρεύτηκε. Γιές. Πῆρε τήν Βασιλική. Μάζεψε κάποιες οἰκονομίες καί γύρισε πίσω, στό Νιού Γιόρκ.
–Στήν 5η λεωφόρο, στόν 27ο δρόμο;
–Γιές, γιές. Καλά τό θυμάστε. Μπράβο. Λοιπόν, στό Νιού Γιόρκ ....
(χαμηλώνει ἡ φωνή του καί ἀρχίζει ὁ ἀφηγητής)
Ἀφηγητής: Ὁ κ. Τρύφων διηγήθηκε στά παιδιά πῶς ὁ Παπαχαραλάμπους ἄνοιξε δικό του μαγαζί, πῶς συγκέντρωσε χρήματα, πῶς ἄρχισε νά χρηματοδοτεῖ τήν Βιβλιοθήκη, τήν Αἴθουσα, τό Στάδιο, τό Ἵδρυμα, τήν Φιλαρμονική...
Τούς διηγήθηκε πῶς ἔστειλε ἐπιστολή στήν Βασίλισσα, τήν Φρειδερίκη, πῶς τόν τίμησε ἡ Πατρίδα ἐν ζωῇ προσφέροντάς του παράσημο. Τούς εἶπε γιά τήν ἐκδήλωση πού διοργάνωσε ὁ ἴδιος, ὁ Τρύφων, στήν Ἀμερική, γιά νά τιμήσουν ὅπως πρέπει τόν εὐεργέτη, γιά νά τόν μιμηθοῦν καί ἄλλοι.
Πῶς πούλησε τήν ἐπιχείρησή του καί γύρισε πίσω στήν Πατρίδα, προαισθανόμενος τό τέλος του. Ἦταν 75 χρονῶν.
Καί ἔφθασε ὁ λόγος στά τελευταῖα Χριστούγεννα τοῦ Εὐεργέτη, τό ἔτος 1960, στήν Ναύπακτο. ...

Ι.Κ.Γ.

(συνεχίζεται)