Γράφτηκε στις .

Φιλοκαλικές Σελίδες - Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος (1874 -†1956) - Μέρος Β'

Φιλοκαλικές Σελίδες

Ὁ «Ἁγιορείτης Δεσπότης» - μέρος Β΄

Φιλοκαλικές Σελίδες - Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος (1874 -†1956) Στό προηγούμενο τεῦχος (μηνός Ἰανουαρίου), παραθέσαμε ἕνα σύντομο βιογραφικό γιά τόν «Ἁγιορείτη Δεσπότη», τόν Ἐπίσκοπο Μιλητουπόλεως Ἱερόθεο καί σκιαγραφήσαμε ἐπιφανειακῶς τίς ἀρετές του καί τήν μεγάλη του ἄσκηση. Θά συνεχίσουμε μέ διάφορα περιστατικά πού μνημονεύονται ἀπό ἐπιφανεῖς Ἁγιορειτικές μορφές τοῦ περασμένου αἰῶνος, ὅπως τῶν Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ καί Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου, τά ὁποῖα καί θά ἀναδείξουν εὐκρινέστερα τήν μεγάλη αὐτή Ἀσκητική-Ἐκκλησιαστική φυσιογνωμία τοῦ 20οῦ αἰῶνος.

Γ΄. ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ὁ σκητιώτης Ἱεράρχης ἐτέλεσε πολλές χειροτονίες στό Ἅγιον Ὄρος. Οἱ ἑορταστικές ἀγρυπνίες καί οἱ χειροτονίες ἦταν κατά κάποιον τρόπον τό διακόνημά του. Ὅταν εἶχε νά κάνη κάποια χειροτονία, τήν παραμονή δέν ἔτρωγε τίποτε. Μερικές ἐκ τῶν χειροτονιῶν του εἶναι καί οἱ ἑξῆς: Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Γέροντας Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης, παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης, προηγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης, παπα-Ματθαῖος Καρακαλληνός, ἱερομόναχος Μάξιμος Ἰβηρίτης, προηγούμενος Δομέτιος Ζωγραφίτης κ.ἄ.

Σώζονται πολύ ὂμορφα περιστατικά ἀπό ἀναμνήσεις μεγάλων ἁγιορειτικῶν μορφῶν τοῦ περασμένου αἰῶνος. Στὴ συνέχεια θά παραθέσουμε τρία ἀπό αὐτά.

*

Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτης σέ μία πολύ δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς του δέχθηκε τήν πατρική βοήθεια καί συμβουλή τοῦ καλοκάγαθου Γέροντα. Ψάχνοντας ὁ Ὅσιος, ὡς λαϊκός Ἀρσένιος, κάποιον ἐνάρετο μοναχό γιά νά ὑποταχθῆ, κατ' οἰκονομίαν Θεοῦ δέν βρῆκε, ἀλλά ἀντιθέτως γνώρισε ἀνθρώπους πού εἶχαν ζῆλον «οὐ κατ' ἐπίγνωσιν». Στενοχωρημένος καί προβληματισμένος "ἔπεσε" ἐπάνω στόν στοργικό Ἱεράρχη. Αὐτός ἦταν πού τόν προέτρεψε νά κοινοβιάση στήν Ἱ. Μ. Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία τήν ἐποχή ἐκείνη ἐθεωρεῖτο «ἐκ τῶν τελειωτέρων Κοινοβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Ἡ μαρτυρία προέρχεται ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἱ.Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτῆς, «Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης». Ἡ ἴδια μαρτυρία ὑπάρχει λιτότερη καί στό βιβλίο τοῦ ἱερομονάχου Ἰσαάκ, «Βίος Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου».

«Φεύγοντας ἀπό τά Καυσοκαλύβια (ὁ ὅσιος Παΐσιος), πῆρε τό μονοπάτι πρός τήν Ἁγία Ἄννα, γιά νά πάη στόν γερο-Χρυσόστομο. Τά πόδια του ἔτρεμαν ἀπό τήν ἐξάντληση, καί ἡ καρδιά του χτυποῦσε δυνατά ἀπό τήν μεγάλη ἀγωνία. Ὁ Καλός Θεός ὅμως φρόντισε νά τόν ἀνακουφίση καί νά τοῦ δείξη "ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσεται". Τόν εἶχαν σχεδόν ἐγκαταλείψει οἱ δυνάμεις του, ὅταν βρέθηκε μπροστά του ὁ Ἐπίσκοπος Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος ὁ ὁποῖος ἐφησύχαζε στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, στήν περιοχή "Βουλευτήρια", κοντά στόν ἀρσανά τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὁ ἐνάρετος αὐτός Ἐπίσκοπος τρόμαξε βλέποντάς τον τόσο ἀδύνατο καί ἐξαντλημένο. Τόν πῆρε μέχρι τό Κελλί του καί ἔστειλε ἀμέσως ἕνα παιδί πού τόν βοηθοῦσε, νά φέρη ψάρια. Τά τηγάνισε ὁ ἴδιος καί τοῦ τά παρέθεσε προσφέροντάς του καί λίγο κρασί. Ὁ Ἀρσένιος δίσταζε νά πιῆ φοβούμενος μήπως τόν πειράξη, ἀλλά ἐκεῖνος τό σταύρωσε καί εἶπε: "Πιές το, παιδί μου, νά δυναμώσης". Τό ἐνδιαφέρον καί ἡ στοργή τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ποιμένος ἦταν μεγάλη παρηγοριά γιά τόν ταλαιπωρημένο Ἀρσένιο. Τοῦ διηγήθηκε τήν περιπέτειά του, καί τότε ὁ σεβάσμιος Ἀρχιερέας τόν συμβούλεψε νά πάη νά κοινοβιάση στή Μονή Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία τήν ἐποχή ἐκείνη ἐθεωρεῖτο "ἐκ τῶν τελειωτέρων Κοινοβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους". Ἀκολουθώντας ὁ Ἀρσένιος τήν συμβουλή του, πῆγε στόν γερο-Χρυσόστομο καί τοῦ εἶπε ὅτι θά πήγαινε σέ Κοινόβιο. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ἐπέστρεψε τά χρήματα πού πρίν ἀπό τρία χρόνια τοῦ εἶχε παραδώσει, τοῦ ἔδωσε καί τήν εὐχή του, καί ὁ Ἀρσένιος ἔφυγε εἰρηνικός».

*

Ἕνα ἐνδιαφέρον περιστατικό πού δείχνει ἀφ' ἑνός τήν κοινωφελῆ ἁγιορειτική δραστηριότητα τοῦ εὐλογημένου Ἐπισκόπου καί ἀφ' ἑτέρου τήν μεγάλη πνευματική πείρα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ διασώζει γραπτῶς ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁμώνυμος τοῦ «Ἁγιορείτου Δεσπότη» στό βιβλίο του γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ». Γράφει ὁ Σεβασμιώτατος:
«Μιλούσαμε (μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο) στήν ἑλληνική γλώσσα τήν ὁποία ἔμαθε ὅταν ἀσκήτευε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἀπό ὅ,τι πληροφορήθηκα, ἔμαθε τήν ἑλληνική γλώσσα ἀπό τόν σχολάζοντα στό Ἅγιον Ὄρος Μητροπολίτη Μελιτουπόλεως Ἱερόθεο. Ὅταν ἄρχισε τά πρῶτα μαθήματα, στήν προσπάθειά του νά μνημονεύση τίς λέξεις, τήν γραμματική καί τό συντακτικό, κατάλαβε ὅτι ὁ νοῦς του, πού βρισκόταν προηγουμένως στήν καρδιά μέ τήν ἐν μετανοίᾳ προσευχή, ἀνέβηκε στήν λογική του. Τότε συνειδητοποίησε ὅτι ὁ νοῦς του γιά πολλά χρόνια ἦταν στήν καρδιά. Μάλιστα κάποια ἡμέρα, ἐνῶ ἔβλεπε δυό μοναχούς νά διαπληκτίζωνται, δέν ἄκουγε τί ἔλεγαν, γιατί ὁ νοῦς του ἦταν στήν καρδιά. Ἔτσι καταλάβαινε τίς κινήσεις τοῦ νοῦ του.

Φιλοκαλικές Σελίδες - Μιλητουπόλεως Ἱερόθεος (1874 -†1956) Κάποτε ὁ Μητροπολίτης τοῦ ζήτησε νά γράψη κάποια ἔκθεση. Ὁ Γέροντας εἶχε μάθει καλά τήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα, μέ τήν ἔφεση πού εἶχε στίς γλῶσσες, ἀλλά εἶχε καί μεγάλη πνευματική πείρα καί πατερικό φρόνημα. Ἔτσι ἡ ἔκθεση ὁμοίαζε μέ πατερικό κείμενο. Ὁ Μητροπολίτης νόμισε ὅτι εἶχε ἀντιγράψει κάποιο λόγο Πατρός τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔκανε τήν παρατήρηση νά γράφη δική του ἔκθεση καί νά μήν ἀντιγράφη λόγους Πατέρων».

*

Ὁ ἀρχιμ. Ἐφραίμ, προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους καί ἐκ τῶν θεμελιωτῶν τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ ἐν Ἀμερικῇ, καταγράφει τά περιστατικά τῆς χειροτονίας του ἀπό τόν «σεβάσμιο ὀγδοηκονταετῆ παππούλη ἀπ' τήν Μικρά Ἀσία πού ἔκανε σημεῖα καί τέρατα» στό βιβλίο του «Ὁ Γέροντάς μου, Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης». Διηγεῖται ὁ π. Ἐφραίμ:

«Λίγο ἀργότερα, ἀποφάσισε ὁ Γέροντας (Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής) νά χειροτονηθοῦμε στό Ἅγιον Ὄρος. Εἴχαμε τότε ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου ἕναν ἁγιώτατον ἐπίσκοπο, τόν Μηλιτουπόλεως Ἱερόθεο, πού ὅταν λειτουργοῦσε ἔμοιαζε μέ τόν ἅγιο Νικόλα.
Καί μᾶς λέει ὁ Γέροντας: -Παιδιά μου, ἀπό αὐτόν τόν ἅγιο δεσπότη θέλω νά χειροτονηθῆτε, διότι ἐκεῖνος πού χειροτονεῖται κερδίζει καί ἀπό τόν δεσπότη. Κληρονομεῖ καί ἀπό τόν Γέροντά του καί ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἀνάλογα μέ τήν πίστι πού ἔχει.
Πήγαμε, λοιπόν, στήν κυρίαρχο Μονή πού ὑπαγόμασταν, στήν Μεγίστη Λαύρα, γιά νά μᾶς δώσουν ἄδεια νά ἱερωθοῦμε. (...)
Ἀφοῦ πήραμε ἄδεια ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα, τό 1952, στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἕνα Σάββατο, ὁ δεσπότης Ἱερόθεος ἔκανε τόν Χαράλαμπο Διάκονο, καί τήν Κυριακή μέ διπλή χειροτονία ἐκεῖνον Ἱερέα καί ἐμένα Διάκονο.

Τήν προηγούμενη τῆς χειροτονίας μας, λέγει ὁ Γέροντας: -Μόλις τελειώσῃ ἡ Λειτουργία, θά φύγετε ἀμέσως. Δέν θά καθίσετε στήν τράπεζα. Πετάγεται ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: -Γέροντα, πῶς θά φύγουν; Ὁ δεσπότης δέν θά χαιρετήσῃ τούς νεοχειροτονημένους; Ὅταν θά κεραστοῦμε, δέν θά εἶναι ἐδῶ; Καί ὁ Γέροντας ἀπαντάει: -Τίποτε. Δέν θά πᾶνε στό κέρασμα. -Μά, σέ ποιόν θά εὐχηθοῦν; -Ἀντί τοῦ παπᾶ καί τοῦ διάκου, θά εἶσαι ἐσύ καί ὁ πατήρ Ἰωσήφ, γιά νά τούς κεράσετε. Ἐνῶ αὐτοί μέ τό "Δι' εὐχῶν" θά πᾶνε στά κελλιά τους.

Κατά τήν τάξι, ἔπρεπε ὅλοι οἱ πατέρες νά μείνουμε γιά τό κέρασμα, ἀλλά ὁ Γέροντας ἔδωσε ἄλλη ἐντολή. Ἔτσι, μετά τό πέρας τῆς θείας Λειτουργίας ἤρθαμε κατ' εὐθεῖαν στά καλύβια μας. Ὅλοι οἱ πατέρες πού ἦταν στή Λειτουργία, μαζί μέ τούς ψάλτες, τούς ἱερεῖς καί τόν δεσπότη, πῆγαν στό ἀρχονταρίκι, γιά νά κεραστοῦν καί νά εὐχηθοῦν.

-Ποῦ εἶναι ὁ παπᾶς καί ὁ διάκος, γιά νά τούς εὐχηθοῦμε; Ρωτάει ὁ δεσπότης. -Εἶναι ἀπόντες! Εἴμαστε ἐμεῖς ἐδῶ, εἶπε ὁ πατήρ Ἀθανάσιος καί τούς κέρασε. Ρωτάει ἔκπληκτος ὁ δεσπότης. -Εἶστε ἐσεῖς! -Μάλιστα, Σεβασμιώτατε. Ὁ Γέροντας ἔδωσε ἐντολή κι' ἔφυγαν.

Ἔτσι εὐχήθηκαν στόν πατέρα Ἀθανάσιο καί στόν πατέρα Ἰωσήφ! Τί ἀνεξικακία ὁ δεσπότης! Συνεχίζει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος: -Σεβασμιώτατε, ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε νά 'ρθῆτε, νά φᾶτε λίγο ψωμάκι στά καλύβια μας.

Καί ἀντί νά θυμώσῃ, τόσο πρᾶος καί ἅγιος ἦταν ἐκεῖνος ὁ χαριτωμένος δεσπότης, τοῦ ἀπήντησε: -Νά 'ναι εὐλογημένο! Καί ἦρθε μέ τά ποδαράκια του. Καί ξέρετε πόσο μακρυά εἶναι ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπό τήν Μικρή Ἁγία Ἄννα; Καί μάλιστα γιά ἕναν ὑπερήλικα δεσπότη 80 χρονῶν!

Κουρασμένος ἀπό τήν Λειτουργία ὅπως ἦταν, ἦλθε στίς σπηλιές μας μαζί μέ τόν διάκο του. Ὁ Γέροντας εἶχε μαγειρέψει ψάρι, καί εἶχε κι' ἕνα πεπόνι πού φύλαγε, ἀλλά δέν ἦταν καλό.
-Σεβασμιώτατε, πεπόνι. -Ἄ, ὡραῖο! ὡραῖο! Δοκιμάζει ὁ διάκος καί πετάγεται καί λέει: -Πώ, πώ, τί ἄνοστο! -Ὡραῖο, ὡραῖο τό πεπόνι, εἶπε ὁ δεσπότης, κι' ἄς ἦταν πράγματι ἄνοστο. Ἦταν ἁγιασμένος ἄνθρωπος καί μίλησε ἔτσι γιά νά μήν προσβάλῃ τήν ἀσκητική φιλοξενία μας.

Καί μετά κατέβηκε ἀγόγγυστα μέ τά ποδαράκια του κάτω στά "Βουλευτήρια", ἐκεῖ ὅπου ἔμενε. Καί γιά ὅσους δέν γνωρίζουν, ἡ διαδρομή αὐτή εἶναι πολύ κουραστική, ἀκόμα καί γιά νέο παλληκάρι. Πόσο μᾶλλον γιά ἕναν σεβάσμιο πρεσβύτη ὀγδόντα ἐτῶν, κουρασμένο μάλιστα μετά ἀπό ἀκολουθία 6 ὡρῶν, Λειτουργία καί Χειροτονία. Ἄχ, αὐτοί οἱ παλαιοί, τί ἀγωνιστές ἦσαν! Ἐμεῖς οἱ νερόβραστοι, δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. Κουραζόμαστε καί ὅλο διαμαρτυρόμαστε. Κι' ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος, μέ τό μπαστουνάκι του, τσούκ-τσούκ, πῶς τά 'βρισκε τά σκαλοπάτια καί τά κατέβαινε, ἐκεῖ ὅπου οὔτε ζῶο δέν μποροῦσε νά τά κατέβῃ. Ἀλλά αὐτός ἦταν ἅγιος, εἶχε ἀγαθή προαίρεσι, ἀγωνιστικό φρόνημα καί φόβο Θεοῦ».-

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ