Γράφτηκε στις .

Ἡ «στρατηγική» τῆς Πολιτείας ἔναντι ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων ἐκτός Ἑλλάδος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἰσήγηση στήν διημερίδα τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν γιά τή Θρησκευτική καί Ἐκκλησιαστική Διπλωματία

*

Δεῖτε τό video ΕΔΩ

 

Μέ τήν εἰσήγησή μου αὐτή θά προσπαθήσω νά ἐντοπίσω τόν ὅρο «ἐκκλησιαστική διπλωματία» μέσα ἀπό ἕνα προσωπικό μου παράδειγμα, μιά δική μου ἐμπειρία πού ἀπέκτησα σέ μιά δύσκολη ἐποχή καί σέ ἐμπόλεμη κατάσταση.

1. Οἱ ὅροι «ἐκκλησιαστική διπλωματία» καί «στρατηγική»

Ἡ λέξη «διπλωματία» κατά τόν Γιῶργο Μπαμπινιώτη δηλώνει «τό ἔργο καί τήν ἰδιότητα» τοῦ διπλωμάτη, καί τελικά «τήν ἐπιδεξιότητα προσώπων καί καταστάσεων». Ὁ διπλωμάτης εἶναι «ἀνώτερος ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν», πού ἀσχολεῖται μέ τήν διαχείριση ἐξωτερικῶν κρατικῶν ὑποθέσεων», «πρόσωπο ἐπιδέξιο στόν χειρισμό προσώπων καί καταστάσεων».

Παράλληλος ὅρος εἶναι καί ἡ «στρατηγική», πού συνδέεται μέ τόν πόλεμο καί τήν περίοδο πού ἀκολουθεῖ ἤ ἀκόμη καί στόν καιρό τῆς εἰρήνης, ὁπότε ὑπάρχει ἡ «"μικροσκοπική" ὑψηλή στρατηγική στά πλαίσια τοῦ πολέμου» καί «οἱ ἐναλλακτικές ἐπιλογές τῆς μακροσκοπικῆς ὑψηλῆς στρατηγικῆς πού ἀφροῦν περιόδους τόσο εἰρήνης ὅσο καί πολέμου».

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική κάνουμε λόγο γιά «πολεμική διπλωματία» πού ἀποβλέπει νά πείση τίς τρίτες δυνάμεις ὅτι τό ἐθνικό τους συμφέρον εἶναι νά δείξουν μιά μεροληπτική στάση ἤ νά εἰσέλθουν στόν πόλεμο, ἤ μετά τόν πόλεμο ἀποβλέπει σέ «σύναψη μιᾶς εὐνοϊκῆς συνθήκης τερματισμοῦ τῆς ἔνοπλης σύρραξης» ἤ σέ συμβιβασμούς.

Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ὁ ὅρος «πολιτιστική διπλωματία» ὅταν χρησιμοποιεῖται ὁ πολιτισμός γιά τήν σύναψη σχέσεων μέ ἄλλους λαούς, ὅπως ἐπανειλημένως ἔγινε στό λεγόμενο Βυζάντιο μέ βόρειους καί ἀνατολικούς λαούς.

Σέ αὐτήν τήν προοπτική γίνεται λόγος γιά «ἐκκλησιαστική διπλωματία», ὅταν χρησιμοποιῆται ἡ Ἐκκλησία γιά τήν ἐπίλυση διαφόρων θεμάτων ἤ σέ σχέσεις μέ ἄλλους λαούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι τό γεγονός ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος θέλησε νά χρησιμοποιήση ἕνα θεολογικό θέμα γιά νά ἑνώση τούς Ὀρθοδόξους Χαλκηδονίους Χριστιανούς μέ τούς Μονοφυσίτας Ἀντιχαλκηδονίους Χριστιανούς.

Συγκεκριμένα, ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἐλευθέρωσε τό ἀνατολικό μέρος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Ἄραβες, στό ὁποῖο μέρος κατοικοῦσαν Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσῖτες, τότε θέλησε νά ἑνώση τούς Ὀρθοδόξους μέ τούς Μονοφυσίτες-Ἀντιχαλκηδονίους μέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Δηλαδή, θέλησε νά πείση τούς Μονοφυσῖτες νά δεχθοῦν τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἕνωση, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἔχει μία θέληση, καί νά πείση τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς νά δεχθοῦν τήν μία θέληση στόν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις μετά τήν ἕνωση.

Ἔτσι, μέ τήν συνδρομή τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου ἐξέδωσε διάταγμα μέ τήν ὀνομασία «Ἔκθεση» (638 μ.Χ.), τό ὁποῖο δέχθηκαν καί οἱ ὑπόλοιποι Πατριάρχες, τό ὁποῖο, ὅμως, δημιούργησε πολλά προβλήματα στήν Ἐκκλησία. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Αὐτοκράτωρ Κώνστας μέ τήν ἔκδοση τοῦ «Τύπου» (648 μ.Χ.). Τελικά ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (680-681 μ.Χ.) ἀπέρριψε τήν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί δέν δέχθηκε τήν εἴσδυση τῆς πολιτικῆς στήν θεολογία.

Πάντως, ὅταν γίνεται λόγος γιά «ἐκκλησιαστική διπλωματία» πρέπει νά διευκρινισθῆ ποιό εἶναι τό ὑποκείμενο, δηλαδή ποιός ἀσκεῖ τήν διπλωματία αὐτήν στά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά πράγματα: Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τό Κράτος γιά νά περάση τήν θεολογία της ἤ τό Κράτος χρησιμοποιεῖ τήν Ἐκκλησία γιά νά κάνη τήν πολιτική του; Καί τά δύο εἶναι προβληματικά.

Φυσικά, στά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά πράγματα δέν πρέπει νά χρησιμοποιεῖται ἡ διπλωματία, μάλιστα ὅταν γίνεται σέ βάρος τῆς θεολογίας καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ λεγόμενη ἐκκλησιαστική «στρατηγική» μέ κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεῖ νά ἔχη ἀγαθά ἀποτελέσματα.

Στήν συνέχεια θά χρησμοποιήσω ἕνα προσωπικό μου παράδειγμα, γιά νά τονίσω τά θετικά καί τά ἀρνητικά τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς διπλωματίας, ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμην γιά τήν αὐτοαναφορικότητα.

2. Ἡ ἀποστολή μου στόν Λίβανο καί τήν Συρία

Τήν περίοδο 1988-1990, πού κάλυπτε μιά περίοδο τριῶν ἐτῶν, μέ εἰδική ἀποστολή πῆγα στόν Λίβανο καί τήν Συρία γιά νά διδάξω κατ’ ἀρχάς τήν ἑλληνική γλῶσσα στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός» τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στόν Βόρειο Λίβανο, καί στήν συνέχεια νά διδάξω τό μάθημα τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς καί ἀργότερα τό μάθημα τῆς Βιοηθικῆς.

Τότε, στήν μέν Συρία Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἄσαντ, πατέρας τοῦ σημερινοῦ Προέδρου, καί ὑπῆρχε δικτατορικό καθεστώς, καί στόν Λίβανο ἐπικρατοῦσε ἐμφύλιος πόλεμος, μέ αὐτό πού στήν διπλωματική γλώσσα ὀνομάζεται «λιβανοποίηση».

Ἡ παραμονή μου σέ τέτοιες δύσκολες καταστάσεις μοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα νά δῶ τά προβλήματα τῆς λεγομένης «ἐκκλησιαστικῆς στρατηγικῆς», καί γι’ αὐτό ἐξέδωσα ἕνα βιβλίο μέ τίτλο «Ἀποστολή καί Ἱεραποστολή στόν Λίβανο καί τήν Συρία», στό ὁποῖο δημοσιεύω τό καθημερινό ἡμερολόγιο πού κρατοῦσα κατά τήν διάρκεια τῆς ἀποστολῆς μου, ὅπου ὑπάρχει αὐθεντικό ὑλικό.

Ὁ τότε Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος ζήτησε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀποσταλῆ κάποιος Κληρικός νά διδάξη τήν ἑλληνική γλώσσα στούς φοιτητές τῆς Μπελεμεντείου Θεολογικῆς Σχολῆς στόν Βόρειο Λίβανο, πλησίον τῆς Βηρυττοῦ. Αὐτό διαβιβάσθηκε στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας στήν Δαμασκό.

Νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος δέν ἔτρεφε θετικά αἰσθήματα ἀπέναντι στήν Ἑλλάδα, γιατί ἐκτός τῶν ἄλλων ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση κατά τήν περίοδο τῆς ἐκλογῆς του ὡς Πατριάρχου Ἀντιοχείας ὑποστήριξε τόν ἀνθυποψήφιό του πού εἶχε σπουδάσει στήν Ἑλλάδα, ἐνῶ ὁ Ἰγνάτιος εἶχε σπουδάσει στό Ρωσικό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι. Ἔτσι, μετά τήν ἐκλογή του σέ Πατριάρχη διέκειτο δυσμενῶς ἔναντι τῶν Ἑλλήνων. Φάνηκε, λοιπόν, παράδοξο πῶς ζήτησε νά σταλῆ Ἕλληνας Κληρικός γιά νά διδάξη τήν ἑλληνική γλώσσα στούς φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πατριαρχείου του. Αὐτό δέν θά τό ἀναλύσω τώρα.

Πάντως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Σεραφείμ ἐπέλεξε ἐμένα καί, μετά τήν συγκατάθεσή μου, ἡ ἀποστολή ἔγινε διαμέσου τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, τῆς Διεύθυνσης Ἐκκλησιαστικῶν καί Θρησκευτικῶν Ὑποθέσεων. Λόγῳ τῶν δύσκολων συνθηκῶν πού ἐπικατοῦσαν στήν περιοχή μοῦ ἐδόθη ὑπηρεσιακό διαβατήριο καί μοῦ κάλυψαν τά ἔξοδα τοῦ ἀεροπορικοῦ εἰσιτηρίου καί μοῦ ἔδιναν καί ἐλάχιστα καθημερινά ἔξοδα.

Στό ἀεροδρόμιο τῆς Δαμασκοῦ μέ παρελάμβανε ἡ Ἑλληνική Πρεσβεία τῆς Δαμασκοῦ, ἐπειδή ὁ Λίβανος ἦταν ἀποκλεισμένος καί δέν ὑπῆρχαν Πρεσβεῖες, λόγῳ τοῦ πολέμου, καί μέ διοχέτευαν μέ ἀσφαλές μέσον στόν Λίβανο. Μοῦ ἔδειχναν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί μέ τιμοῦσαν πολύ. Τήν περίοδο πού πήγαινα στήν Συρία καί τόν Λίβανο, Ἕλληνες Πρέσβεις στήν Δαμασκό ἦταν ὁ Γεώργιος Κωνσταντῆς καί ὁ Χρῆστος Τσαλίκης, ἐξαίρετοι διπλωμάτες, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν ἐνδιαφέρον γιά τό ἔργο μου, τό παρακολουθοῦσαν διακριτικά καί μέ ἐμψύχωναν. Ἐπίσης, ἐξαίρετη ἦταν ἡ κ. Ἀλιφέρη πού ὑπηρετοῦσε τότε στήν Πρεσβεία τῆς Δαμασκοῦ καί ὁ κ. Βασιλάκης.

Ὅταν ἤμουν στήν Δαμασκό, εἴτε πηγαίνοντας στόν Λίβανο εἴτε ἐρχόμενος στήν Ἑλλάδα, κατόπιν συνεννοήσεως τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας καί τοῦ Πατριαρχείου, ἔμενα στό Πατριαρχεῖο, συναντοῦσα τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο καί τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς. Συζητοῦσα μέ τόν Πατριάρχη διάφορα θεολογικά ζητήματα, μέ ἐκτίμησε ἰδιαίτερα, ἐπειδή εἴχαμε κοινό φίλο τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, μέ ἀποτέλεσμα, ἐνῶ δέν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τούς Ἕλληνες, μετά ἀπό ἕναν χρόνο ζήτησε ἀπό τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος νά ἀποσπασθῶ στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Λιβάνου καί νά ἀναλάβω Κοσμήτωρ τῆς Σχολῆς.

Ἀπό τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος ἀποροῦσαν, γιά τήν ἀλλαγή τοῦ Πατριάρ-χου Ἀντιοχείας ἔναντι τῶν Ἑλλήνων. Ἀπάντησα ὅτι αὐτό ἔγινε διότι δέν ἐργαζόμουν ἐθνικιστικά, ἀλλά ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά, αἰσθανόμενος συγγένεια μαζί τους ὡς Ρωμηός. Ὁμιλοῦσα γιά τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀγάπησαν καί τήν Ἑλλάδα.

Ὅμως, δέν ἀποδέχθηκα νά ἀναλάβω Κοσμήτωρ τῆς Σχολῆς μέ τό σκεπτικό πού ἀνέπτυξα στόν τότε Πρέσβυ στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, ὅπως μέ συμβούλευσε ὁ π. Ἱωάννης Ρωμανίδης, ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει νά διδάσκουμε τά θεολογικά μαθήματα καί νά ἀφήσουμε τήν διοίκηση γι’ αὐτούς, ὥστε τυχόν λάθη νά μή τά ἀποδίδουν στήν Ἑλλάδα, δηλαδή δέν θά ἔπρεπε νά ἀναμειγνυόμαστε στήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου τους. Αὐτό τό ἐξετίμησαν ἰδιαίτερα.

Στόν Λίβανο παρέμεινα γιά πολύ χρονικό διάστημα στήν Θεολογική Σχολή, στό Οἰκοτροφεῖο, συμμετεῖχα σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες στόν Ναό, τελοῦσα θεῖες Λειτουργίες, τούς δίδασκα τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν Χριστιανική ἠθική καί ἀργότερα τήν Βιοηθική, ἀπέκτησα φιλία μαζί τους, ἐπισκεπτόμουν Ἐνορίες, Σχολεῖα, Μητροπόλεις, Μοναστήρια καί ὁμιλοῦσα πάντοτε γιά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα, χωρίς νά ἀναμειγνύομαι στίς ὑποθέσεις τους.

Ὅταν ὁ Ἕλληνας Πρέσβυς τῆς Δαμασκοῦ Γεώργιος Κωνσταντῆς μέ ἐρώτησε πῶς θά ἔβλεπα τό νά βοηθήση τό Ἑλληνικό Κράτος τήν Θεολογική Σχολή, τοῦ πρότεινα νά ἐξασφαλίση κάθε χρόνο στούς ἀποφοίτους μιά ἐκδρομή στήν Ἑλλάδα. Ἡ πρότασή μου ἔγινε ἀποδεκτή καί ἀπό τότε κάθε χρόνο οἱ τελειόφοιτοι ἐπισκέπτονταν τήν Ἑλλάδα, τά ἀεροπορικά εἰσιτήρια καταβάλλονταν ἀπό τήν Ἑλληνική Πρεσβεία καί φιλοξενοῦνταν στήν Μονή Πεντέλης, σέ ἄλλες Μητροπόλεις, καί πήγαιναν στό Ἅγιον Ὄρος.

Ἔτσι, κάθε χρόνο μιά ὁμάδα σπουδαστῶν τῆς Μπελεμεντείου Θεολογικῆς Σχολῆς ἔρχονταν στήν Ἀθήνα, ἔμεναν στήν Μονή Πεντέλης καί ἔκαναν ἐντατικά μαθήματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, καί ἐπισκέπτονταν διαφόρους τόπους στήν Ἑλλάδα καί στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπίσης, τοῦ πρότεινα νά δίνουν ὑποτροφίες στούς ἀποφοίτους νά συνεχίζουν τίς σπουδές τους στήν Ἑλλάδα μέ τήν βοήθεια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.

Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἑλληνική γλώσσα ἔγινε μιά ἀπό τίς ἐπίσημες γλῶσσες στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Ὅταν ἀργότερα πῆγα στήν Θεολογική Σχολή, καί συγκεκριμένα τό Ἀκαδημαϊκό ἔτος 2000-2001, πού στόν Λίβανο ἐπικράτησε εἰρήνη, τότε δέν χρειαζόταν νά ὁμιλῶ στήν ἀγγλική γλώσσα, ἀλλά στήν ἑλληνική, ἀφοῦ ὅλοι οἱ φοιτητές γνώριζαν ἑλληνικά. Πρίν εἰσαχθοῦν στό πρῶτο ἔτος ἔπρεπε νά παρακολουθήσουν γιά ἕνα ἑξάμηνο ἐντατικά μαθήματα ἑλληνικῆς γλώσσης.

Πάντως, ἀπό τήν περίοδο ἐκείνη πού πήγαινα στόν Λίβανο, συνεργάσθηκα στενά μέ τόν τότε Κοσμήτορα καί νῦν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη, μέ τόν Κοσμήτορα π. Παῦλο Γιαζεζί, μετέπειτα Μητροπολίτη Χαλεπίου, πού ἔχει ἀπαχθῆ καί ἀγνοεῖται, καί μέ ὅλους τούς καθηγητές. Πολλοί φοιτητές ἔμαθαν τήν ἑλληνική γλώσσα καί ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1970 καί σήμερα πολλοί Κληρικοί καί Ἐπίσκοποι, καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης, γνωρίζουν πολύ καλά τήν ἑλληνική γλώσσα. Αὐτό τό παράδειγμα μοῦ ἔδειξε πῶς μποροῦν νά συνεργασθοῦν θετικά τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἑλληνική Πρεσβεία, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἐκκλησίες ἐκτός Ἑλλάδος.

3. Συμπέρασμα

Ἡ ἐμπειρία μου αὐτή μέ δίδαξε ὅτι μέσα ἀπό τόν ρωμαίϊκο πολιτισμό, τήν ἑλληνική γλώσσα, τήν ὀρθόδοξη θεολογία μποροῦμε νά διεισδύσουμε σέ αὐτές τίς περιοχές, ἀλλά καί σέ ἄλλες, χωρίς νά ἀσκοῦμε πολιτική διπλωματία, οὔτε καί ἐκκλησιαστική διπλωματία, ἀλλά νά μεταδίδουμε τήν μεγάλη δύναμη τοῦ πολιτισμικοῦ μας DNA. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική τό Ἑλληνικό Κράτος μπορεῖ νά προσφέρη οἰκονομικές ἐνισχύσεις, καί ἔτσι θά ἀποκτήσουμε φίλους καί ἰσχυρούς, πολιτιστικούς πρεσβευτές.

Ἐννοεῖται ὅτι, ἀπό τό παράδειγμα πού ἀνέφερα, εἶναι λάθος νά χρησιμοποιῆται ἡ Ἐκκλησία ὡς ὄχημα γιά καθαρά ἐθνικούς καί πολιτικούς σκοπούς, ὅπως θά εἶναι λάθος νά ἀσχολούμαστε μέ τά διοικητικά καί τά ἐσωτερικά τους θέματα, ἀλλά νά τούς βοηθᾶμε οἰκονομικά καί νά νοηματοδοτοῦμε τήν πολιτιστική τους παράδοση μέσα ἀπό τόν Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό.

Μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν μπορῶ νά δῶ τήν προσφορά τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους στίς ἐκτός τῆς Ἑλλάδος περιοχές, μέ ἀπώτερο σκοπό οἱ ἄλλοι νά ἀγαπήσουν τήν Ἑλλάδα μέσα ἀπό τόν πολιτισμό της καί τήν θεολογία της. Γι' αὐτό ἐπέλεξα ὁ τίτλος τῆς ὁμιλίας μου νά εἶναι «ἡ "στρατηγική" τῆς Πολιτείας ἔναντι ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, ἐκτός Ἑλλάδος».