Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Χαρά ἀπρόσιτη στήν δυτική κουλτούρα

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μέσα στήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε τήν ἀφετηρία τῆς χαρᾶς αὐτῆς, τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν δύναμη τοῦ ὁποίου ὁ κόσμος μπορεῖ νά σταυρωθῇ γιά ἐμᾶς καί ἐμεῖς γιά τόν κόσμο. Αὐτή ἡ «χαροποιός σταύρωση» ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποιότητα τῆς πίστης μας καί τήν θερμότητα τῆς θέλησής μας. Ὁμολογοῦμε κάθε Κυριακή (καί ἐπαναλαμβάνουμε αὐτήν τήν ὁμολογία συνεχῶς κατά τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου), ὅτι «ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ἡ χαρά ἦλθε, ὡς δυνατότητα, διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἔρχεται στόν καθένα μας, ὡς βαθιά καί σταθερή ἐμπειρία, διά τοῦ δικοῦ μας σταυροῦ, πού εἶναι ἡ πρόσληψη, μέσα ἀπό ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας, τοῦ πνεύματος τῆς μετανοίας.

Αὐτή ἡ χαρά, ὅμως, γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, γιατί ἡ παιδεία του ἀπωθεῖ τόν σταυρό καί τό ἐκκλησιαστικό κήρυγμα τῆς μετανοίας δέν χωρᾶ στήν νοοτροπία του. Ἀκοῦμε διαρκῶς ἀπ’ ὅλα τά μέσα ἐπικοινωνίας καί μέ ποικίλους τρόπους, τήν βασική (στήν οὐσία νοσογόνο) ψυχοθεραπευτική ἄποψη τῶν ἐπικαιρικῶν ψυχοθεραπευτῶν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας, ἀλλά ἀποδοχῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας μέ ὅλες τίς πιθανές ἰδιαιτερότητές του. Πρέπει νά ποῦμε, βέβαια, ὅτι οἱ ἐπικαιρικοί ψυχοθεραπευτές ὑπερφαλαγγίζουν στήν ἐπικοινωνία μέ τό πλατύ κοινό τούς σοβαρούς ἐπιστήμονες τοῦ κλάδου. Εἶναι δέ τόσο ἰσχυρό αὐτό τό ἄρρωστο ψυχοθεραπευτικό, ὄχι ἁπλά μοντέλο τους, ἀλλά κίνημα, ὥστε ἀφοῦ κατέλαβε τούς θεσμούς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, προσπαθεῖ νά ἐπιβάλῃ (καί τό πετυχαίνει) ἀλλαγές στίς νομοθεσίες ὅλων τῶν Κρατῶν μελῶν της.

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτό τό εὐρωπαϊκό «ψυχοθεραπευτικό πνεῦμα» ἔχει καταλάβει καί ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας καί κάνει τά τελευταῖα χρόνια ἔντονη τήν παρουσία του στήν ποιμαντική τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ. Πολύ συνοπτικά θά ἐντοπίσουμε δύο μορφές αὐτῆς τῆς νοοτροπίας. Τήν μία τήν χαρακτηρίζουμε ἐνεργητική καί τήν ἄλλη παθητική.

Τήν ἐνεργητική μποροῦμε προσφυέστερα νά τήν χαρακτηρίσουμε ἐπιθετική. Σ’ αὐτήν ἐντάσσουμε ὅσους κηρύττουν μιά «εὔκολη σοφία», μέ αὐτονόητες καθημερινές ἀλήθειες, τήν ὁποία συνδέουν μέ μιά «εὔκολη ἀσκητική», ἡ ὁποία στήν οὐσία της εἶναι ἐπίχρισμα φιλοκαλικῆς ὁρολογίας πάνω σέ ἀνθρωποκεντρικές ψυχοθεραπεῖες καί οἱ ὁποῖες ὡς θεραπεία ἐννοοῦν τόν πνευματικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, τήν μετατροπή του δηλαδή σέ ὑπερήφανη, χωρίς ἐνοχές καί ἀναστολές, σάρκα.

Στήν παθητική μορφή ἐντάσσουμε τούς Χριστιανούς τοῦ «ἀνάστα ὁ Θεός» ἤ τοῦ «Χριστός ἀνέστη», οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι τό «νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον» καί τό «μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε», τούς δίνει τό ἐλεύθερο νά προσέρχονται στήν Θεία Κοινωνία τό πρωΐ τοῦ Μ. Σαββάτου, οἱ πιό πολλοί, ἤ τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, χωρίς καμμιά προετοιμασία, χωρίς μετάνοια καί χωρίς νά καταλαβαίνουν σέ ποιούς ἀπευθύνεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγοντας στόν Κατηχητικό του λόγο, «μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα». Εἶναι σαφές ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος μιλᾶ σέ ἀνθρώπους πού ὀδύρονται γιά τά πταίσματά τους καί τούς μιλᾶ παρηγορητικά γιά τήν συγγνώμη πού ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπευθύνεται, δηλαδή, σ’ αὐτούς πού μετανοοῦν καί μάλιστα ὀδυρόμενοι. Ὄχι σ’ αὐτούς πού ἀποδέχονται τόν ἑαυτό τους, ὅπως εἶναι, χωρίς ἐνοχές ἤ ἀναστολές ὁποιασδήποτε ἐπιθυμίας.

Γιά νά φανῇ καθαρά ὁ κίνδυνος αὐτῆς τῆς «ψυχοθεραπευτικῆς ἰδιοτέλειας», τό ἄλλο πνεῦμα, τό ξένο πρός τό πνεῦμα τῆς καθαρτικῆς καί φωτιστικῆς μετανοίας, τό ὁποῖο πάει νά ἐπιβληθῇ (καί ἐν τόπῳ ἁγίῳ) ὡς ποιμαντική πρακτική, θά ἀναφέρουμε κάποια χωρία ἀπό τόν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ὅπως τόν συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικά κατέγραψε τήν διήγηση τοῦ ὁσίου Ζωσιμᾶ, ὁ ὁποῖος συνάντησε τήν Ὁσία στήν ἔρημο.

Ἡ Μαρία, νεαρή πόρνη τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὄχι ἀπό ἀνάγκη, ἀλλά ἀπό πάθος, ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα γιά τήν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καθοδηγούμενη ἀπό τό πάθος της. Χωρίς ἴχνος αἴσθησης τοῦ ἱεροῦ, (ἀποδεχόμενη τόν ἑαυτό της χωρίς ἐνοχές, ὥριμη, σύμφωνα μέ τό σύγχρονο ψυχοθεραπευτικό μοντέλο), ἤθελε νά εἰσέλθῃ στόν Ναό καί νά προσκυνήση. Ἐκεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν ἐμπόδισε ἀπό αὐτήν τήν θρασύτατη θρησκευτική πράξη. Τῆς φανέρωσε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν (ὅπως καί ἡ προσέλευση στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι πράξη ὁμόλογη μέ τήν ζωή μας. Προσκυνᾶ ὅλος μας ὁ ἑαυτός μέ ὅλον μας τόν βίο, τόν ὁποῖο ἀναθέτουμε «Χριστῷ τῷ Θεῷ» γιά κάθαρση καί φωτισμό, γιά ἀνακαίνιση. Μέ τόν ἀόρατο φραγμό τῆς πύλης τοῦ Ναοῦ, μόνον γι’ αὐτήν, τῆς ἔδειξε ὅτι δέν εἶναι ἀποδεκτοί ὅλοι οἱ τρόποι ζωῆς. Τά ἀτομικά θελήματα δέν εἶναι ὅλα σύμφωνα μέ τήν φύση, οὔτε σύμφωνα μέ τό δημιουργικό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μαρία ἄρχισε νά ἀντιλαμβάνεται αὐτό τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς μετά ἀπό τήν τέταρτη ἀπόπειρά της νά περάσῃ μέσα στόν Ναό. Ἀποκαμωμένη ἀπό τίς προσπάθειες κάθησε σέ μιά γωνιά τῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ καί ἐκεῖ ἦλθε σέ συναίσθηση τῆς αἰτίας πού τήν ἐμπόδιζε νά εἰσέλθῃ. Ἡ ἴδια εἶπε στόν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ γι’ αὐτήν τήν ἐμπειρία: «Ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας μου λόγος σωτήριος, ὑποδεικνύων μοι, ὅτι ὁ βόρβορος τῶν ἔργων μου ἦν, ὁ τήν εἴσοδον κλείων μοι».

Ἡ διατύπωση εἶναι καταπληκτική· ἀκούμπησε τά μάτια τῆς καρδιᾶς της λόγος σωτήριος. Λόγος πού τήν φώτισε καί τῆς ἀποκάλυψε τήν ἀνομία της, ἡ ὁποία ξεκινοῦσε ἀπό τήν καρδιά της. Ὁ λόγος αὐτός πέρασε μέσα της, χωρίς νά περάσῃ ἀπό τήν ἀκοή τοῦ σώματος· ἀκούμπησε ἀπευθείας τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδιᾶς της. Δέν τήν κατέθλιψε, δέν τήν διέλυσε ψυχολογικά. Ἦλθε στόν ἑαυτό της. Ἀνασυγκροτήθηκε. Εἶδε μιά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Προσευχήθηκε σ’ αὐτήν καί τήν ἔβαλε ἐγγυητή τῆς μετανοίας της. Ἔτσι, ἡ δύναμη πού προηγουμένως τήν ἐμπόδιζε νά μπῇ στόν Ναό, κατόπιν τήν ὠθοῦσε στά ἐνδότερα. Προσκύνησε «τό ζωοποιόν ξύλον» καί ὅπως ἡ ἴδια διηγήθηκε, μέ τήν θέα τοῦ σταυροῦ εἶδε «τοῦ Θεοῦ τά μυστήρια, καί οἷός ἐστιν ἕτοιμος τοῦ δέχεσθαι τήν μετάνοιαν».

Εἶδε τοῦ Θεοῦ τά μυστήρια· τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο τῆς δόξης, πού εἶναι ἕτοιμος νά δεχθῇ τήν μετάνοια, ὅποιου, καί ὁσοδήποτε, ἁμαρτωλοῦ μέ ἐλπίδα τήν τολμήσει. Δέν ἐφάρμοσε στόν ἑαυτό της κάποια μέθοδο αὐτοβελτίωσης. Δέν νέκρωσε τήν συνείδησή της, γιά νά αἰσθάνεται καλά μέ τόν ἑαυτό της. Φωτίστηκε καί ζωοποιήθηκε ἡ συνείδησή της. Καί τήν ὀδυνηρή ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ της τήν ἔκανε ἀποφαστική κίνηση ἀταλάντευτης μετανοίας.

Ἐνδυναμωμένη ἀπό τήν μετάνοια καί «ὥσπερ τινά πληροφορίαν λαβοῦσα τό τῆς ψυχῆς ἔμπυρον, τῇ εὐσπλαχνίᾳ τῆς Θεοτόκου καταθαῤῥήσασα», μεταλαμβάνει τῶν μυστηρίων καί βγαίνει στήν ἔρημο περνώντας στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη, καθοδηγούμενη ἀπό τήν Θεοτόκο.

Οἱ σκληροί ἀγῶνες της στήν ἔρημο διήρκεσαν δεκαεπτά ἔτη. Στίς ἔντονες μνῆμες τῆς ζωῆς της στήν Ἀλεξάνδρεια τοποθετοῦσε μὲ τὴν σκέψη της τὸν ἑαυτὸ της μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς ἀναδόχου της, καὶ ἔκλαιγε μπροστὰ Της ζητώντας νὰ διώξη τοὺς λογισμοὺς πού τήν καταταλαιπωροῦσαν. Δέν τούς δικαιολογοῦσε σάν κάτι φυσικό. Δέν τούς ἀποδεχόταν. Μετά ἀπό πολλά δάκρυα, καί χτυπώντας τό στῆθος της, ὅσο τῆς ἦταν δυνατὸν ἔβλεπε, ὅπως διηγεῖται, «φῶς πάντοθεν περιαστράπτόν με· καί ἐντεῦθεν λοιπόν γαλήνη τις σταθηρά ἐκ τρικυμίας ἐγένετό μοι».

Σ’ αὐτούς τούς ἀγῶνες, μέ πυκνές ἐπισκέψεις τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δύναμη προσευχῆς πού σήκωνε καί τό σῶμα της πάνω ἀπό τό ἔδαφος τῆς γῆς, ἀλλά καί βαθιά ταπείνωση, χωρίς ἀπελπισία καί καταθλιπτικούς λογισμούς. Ὁμολογοῦσε: «τί γάρ καί ἔχω καυχήσαθαι σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ διαβόλου γενομένη;». Κι ὅταν ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τήν εἶδε «ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπό τῆς γῆς καί τῷ ἀέρι κρεμαμένην καί οὕτω προσεύχεσθαι», καί ἀπό τό θέαμα αὐτό τοῦ μπῆκε λογισμός, μήπως ἡ γυναίκα πού ἔβλεπε δέν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλά πνεῦμα πού ὑποκρινόταν ὅτι προσεύχεται, ἡ ὁσία Μαρία τοῦ εἶπε: «Τί σε, ἀββᾶ, οἱ λογισμοί συνταράττουσι σκανδαλισθέντα, ἐπ’ ἐμοί, ὡς ὅτι πνεῦμα ὑπάρχω καί τήν εὐχήν ὑποκρίνομαι;

Πληροφορήθητι, ἄνθρωπε, ὅτι ἁμαρτωλόν εἰμί γύναιον, πλήν τῷ βαπτίσματι τῷ ἁγίῳ τετείχισμαι».

Μέ τούς ἀγῶνες της εἶχε ἀναζωπυρωθῇ ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος, καί ἡ μόνη ἐπιθυμία πού ὑπῆρχε μέσα της ἦταν ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, μετά ἀπό σαράντα ἑπτά χρόνια ἀσκήσεως. «Νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ ἔρωτι».

Αὐτή ἡ δυνατὴ καὶ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία τῶν θείων μυστηρίων, μέσα στό ταπεινό πνεῦμα τῆς διαρκοῦς μετανοίας, εἶναι πηγή τῆς χαρᾶς, πού «ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».

Ξένα πράγματα (ἀπρόσιτα) στήν δυτική ἀντισταυρική κουλτούρα, καθώς καί στούς τυπικά ἐθιμικά προσερχόμενους (ἐπετειακά) στά ἱερά μυστήρια, χωρίς καμμιά αἴσθηση ἤ εἰλικρινῆ αὐτοκατάγνωση.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ