Γράφτηκε στις .

Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου: Ἡ «Ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν» (Β')

Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο τεῦχος Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου: Ἡ «Ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν» (Α')

Σέ ἐκείνη τή φοβερή μάχη τῆς 25 τοῦ Μάρτη, ἔμπαινε τέρμα στίς πολεμικές συγκρούσεις τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου. Καί τί ἀπόμεινε γιά τόν παντοδύναμο Ἰταλό δικτάτορα, πού θά ἔσπαζε τά πλευρά τῆς Ἑλλάδας; Τίποτα ἄλλο ἀπό τήν ταπείνωση καί τό διασυρμό του. Καί ἀκόμα τό ἀθῶο αἷμα πού πότιζε τά ἀλβανικά βουνά καί ἀπό τά δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα.

Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου: Ἡ «Ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν» (Β')Ἡ ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν τσακίστηκε προπαντός πάνω στό ὕψωμα 731 καί τά ἄλλα τῆς Τρεμπεσίνας. Θά κατέβαινε ὅμως σέ λίγο ὁ Βόρειος σύντροφός του Μουσολίνι, ὁ βεληγκέκας τοῦ βορρᾶ νά ξεπλύνει τήν ντροπή του. Οἱ σιδερόφραχτες οἱ γερμανικές φάλαγγες, ἀπό τή διαλυμένη Γιουγκοσλαβική ἄμυνα ξεχύνονται πρός τά κάτω ἀσυγκράτητες. Σωστή λάβα ἡφαιστείου. Ἡ μικρή Ἑλλάδα περνᾶ ὧρες ἀγωνίας. Τότε εἶναι πού ὁ Γεώργιος Βλάχος ἔγραψε στό Χίτλερ τήν περίφημη «ἀνοιχτή ἐπιστολή» πού ἀνάμεσα στά ἄλλα ἔλεγε: «Ὁ ὀλίγος ἤ πολύς στρατός τῶν Ἑλλήνων πού εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως στάθη εἰς τήν Ἤπειρον, θά σταθεῖ ἄν κληθεῖ εἰς τήν Θράκην. Καί τί θά κάμει; Θά πολεμήσει. Καί ἐκεῖ. Καί θά ἀγωνιστεῖ καί ἐκεῖ καί θά ἀποθάνη καί ἐκεῖ. Γιά νά μεταβάλλει εἰς δαυλόν τήν λαμπάδα καί φέρει τήν πυρκαϊάν εἰς τόν μικρόν αὐτόν τόπον ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔμαθε τόν κόσμο ὅλον νά ζῆ, πρέπει τώρα νά τόν μάθει καί νά ἀποθνήσκει».

... ... ...

Ἦταν Πάσχα ἡ 20ή Ἀπριλίου 1941. Οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν ὅμως ἐκείνη τή Λαμπρή δέν σήμαναν τήν Ἀνάσταση, ἀλλά τήν κηδεία τοῦ Ἔθνους μας.

Ἔτσι ἦρθε ὁ κατήφορος τῆς ἐκστρατείας μ’ ἐκείνη τή «Συμφωνία». Τό ἀναποδογύρισμα, ἡ Κάθοδος καί ἡ ὑποχώρηση. Γκρέμισμα δηλαδή ὅσων μέ τόσους κόπους θυσίες καί αἷμα οἰκοδομήθηκε στή «Συμφωνία». Καί τό γκρέμισμα ἀκολουθεῖ ἡ πίκρα καί ἡ ἀπογοήτευση. Ἀλλεπάλληλες συγκλονιστικές εἰκόνες καί ἀναδρομές. Ὁ ἡρωικός στρατός τῆς «Συμφωνίας» μεταβάλλεται σέ μπουλούκια στήν «Κάθοδο». Ξεφτίζουν πιά οἱ ἰδέες, χάνεται ἡ ἀξιοπρέπεια, οἱ ἥρωες γίνονται ἀνθρώπινα ράκη, ἕρμαια τοῦ φόβου καί φεύγουν νά γλιτώσει ὁ καθένας τό σαρκίο του. Μέσα στήν «Κάθοδο» μπορεῖ ὁ καθένας νά προβλέψει καί τά σπέρματα τῆς κατοχῆς πού θ’ ἀκολουθήσει.

Ἔπαιρνε ὁ ἔνδοξος Στρατός μας, οἱ θρυλικοί ἰταλομάχοι μας, βλαστημώντας καί ἀναθεματίζοντας τούς αἴτιους, τό δρόμο τοῦ γυρισμοῦ μέ σκυμμένο τό κεφάλι. ἑδάφη παρμένα μέ θυσίες καί αἷμα, κρατημένα μέ τά δόντια μέσα στίς ἄγριες βαρυχειμωνιές, τώρα τά παρέδιναν «ἄνευ ὅρων». Κάθε βουνοκορφή, κάθε διάσελο καί κάθε χωριό πού ποτίστηκε μέ τόσο ἑλληνικό αἷμα, τώρα ἔπρεπε νά ξεχαστεῖ. Μαζί καί ἡ ἑξάμηνη ἐκστρατεία, ὁ χειμώνας, ἡ πείνα πού τούς εἶχαν ἐξαντλήσει, τούς εἶχαν ἀποδεκατίσει.

Ἕνας στρατός φαντασμάτων γύριζε ἀπό τήν Ἀλβανία. Ὅ,τι ἔφτιαξε μέ τόσο κόπο καί αἷμα δέν τοῦ ἀνήκει πιά. τοῦ παίρνουν ὅλες του τίς ἐλπίδες. Ἀκόμα τό τουφέκι καί τό ξίφος. Καί ἦρθε ἡ Λαμπρή καί ἔμεινε καί χωρίς λαμπάδα. Πῶς νά γιορτάσει καί νά προσευχηθεῖ;

Γράφει ὁ Κ. Στολίγκας:

«Μερικοί πέφτουν κάτω, κλαῖνε, ἀσπάζονται τό χῶμα. Ἄλλοι μέ δακρυσμένα μάτια ἀποχαιρετοῦν τά κορφοβούνια καί τό χαμένο ὄνειρο πού τόσον καιρό ἐκεῖ στό χιόνι, στό ἀντίσκηνο, στή σκοπιά, στήν περίπολο, στίς ἀτέλειωτες παγωμένες νύχτες, τούς θέρμαινε νά γυρίσουν κάποτε πίσω νικητές μέ βῆμα γοργό, συνταγμένοι, μέ σπαθιά πού νά ἀστράφτουν, οἱ σάλπιγγες νά σαλπίζουν, τά μαντήλια νά τούς καλωσορίζουν, τά «ζήτω» νά τούς φουσκώνουν τά στήθη. Ἐνῶ τώρα...

Τήν τραγική εἰκόνα τοῦ στρατοῦ μας πού γύρισε ἀπό τήν Ἀλβανία ἐκφράζει ὁ ποιητής Γιάννης Ρίτσος μέ τούς παρακάτω στίχους του:

«Κατηφόρισαν μέ σκισμένα χιτώνια, μέ παλιά τουφέκια
δίχως ψωμί στό γυλιό δίχως σφαῖρες…
Εἶχαν βαδίσει μῆνες καί μῆνες πάνου σ’ ἄγνωστες πέτρες
πάνου στό χιόνι μαζί μέ τίς ἐλιές τους καί τά ἀμπέλια τους
ἄλλος ἄφησε κεῖ πάνου ἕνα πόδι, ἕνα χέρι,
ἄλλος ἄφησε ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπ’ τήν ψυχή του
καθένας καί ἕναν ἤ πιότερους νεκρούς...»

Καί ὁ Ἄγγελος Βλάχος συνεχίζει:

«Πρίν ξεκινήσω γύρισα νά δῶ. Ἐκεῖ στό βάθος, σβησμένο σάν σκιά τοῦ ἀέρα τό Μνῆμα τῆς Γρηᾶς. Γιατί δέν ἔπεσα καί ἐγώ ἐκεῖ πάνω; Νά ‘πεφτα πολεμώντας μέ τό ὅπλο μου στά χέρια φωνάζοντας «ἀέρα» στούς Ἰταλούς … Χαρά σου Σεραφείμ... Ἀρχίσαμε νά τσακίζουμε. Σήμερα εἶναι Δευτέρα πρωί. Περπατᾶμε ἀπό τό Σάββατο. Μεγάλη Δευτέρα σήμερα. Τήν ἄλλη Κυριακή ἔχουμε Πάσχα. Πάσχα; Τί πάει νά πεῖ Πάσχα; Γιορτή;

Ὁ γυλιός εἶναι βαρύς. Τσακίζει τίς πλάτες, μουδιάζει τή μέση. Τό στόμα κι ὁ λάρυγγας καῖνε ἀπό τή δίψα. Νά φτάσουμε στά χιόνια, νά φουχτώσουμε λίγο νά δροσιστοῦμε! Καί περπατᾶμε. Καί περπατᾶμε πάνω στό δρόμο τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι δίχως μία λέξη, μία φωνή, μ’ ἕναν κόμπο στό λαιμό κι ἕνα σφίξιμο στά στήθια. Καί νιώθεις τά δόντια σφιγμένα ἀπό ἕνα κάποιο τί πού μοιάζει μέ λύσσα, ἀπελπισία, ἀπόγνωση, πίκρα. Σάν ἕνα σῶμα περπατάει αὐτός ὁ στρατός. Πελώριο φίδι σφιχτοδεμένο, πού σέρνεται σέ χιλιόμετρα δρόμο χωρίς ἕνας νά πέφτει, ἕνας νά μιλάει, ἕνας νά κάθεται νά ξεκουραστεῖ.

Στήν ἄκρη ἑνός μικροῦ χωριοῦ νά ἕνα ἐρημοκλήσι καί στό πλατύσκαλό του ἀκουμπησμένος ἕνας γέροντας. Φαινόταν ἐξαντλημένος. Ἀνασηκώθηκε χαρούμενος ὅταν μᾶς εἶδε, ἀγκάλιασε τούς στρατιῶτες μας καί μέ δάκρυα στά μάτια μίλησε:

«Σέ τοῦτο τό ἐκκλησάκι ἀρκετοί παπάδες σφαγιάστηκαν ἀπό τούς τουρκαλβανούς, πολλά παλικάρια σκοτώθηκαν, πονεμένες γυναῖκες ἄναβαν τά καντήλια χρόνια καί χρόνια. Τώρα οἱ ἐχθροί τῆς πίστης μᾶς τό ρήμαξαν. Οἱ τουρκαλβανοί, ἀφοῦ κρεμάσανε τόν πάτερ Νικόδημο, σπάσανε μέ τά τσεκούρια τήν ἐξώθυρα τό ρημοκλκσιοῦ καί χιμήξανε μέσα στό ἱερό νά τό συλήσουν. Βρῆκαν τό Ἅγιο Δισκοπότηρο ὅλο ἀπό ἀτόφιο ἀσήμι, βρῆκαν τά κλαδωτά τά μεταξοΰφαντα ἄμφια τοῦ Νικόδημου, βρῆκαν καί τήν καντήλα τήν ἀσημοδεμένη. Πῆραν τό Τετραβάγγελο πού ἦταν μαλαμοκαπνισμένο, καί τό ρίξανε σ’ ἕνα σακί. Ὕστερα ἐξοργισμένοι πού δέν πέτυχαν τίποτα πιό ἀκριβό νά τό σκυλέψουνε, σήκωσαν τά χαντζάρια καί βαρέσανε τά εἰκονίσματα. Βγάλανε τά μάτια τῆς Παναγίας πού κρατοῦσε τό Βρέφος στήν ἀγκαλιά Της, τρύπησαν τίς κόγχες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ - Θεέ μου, συγχώρεσέ με!- καί τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν πού στέκανε ὄρθιοι στίς τέσσερις γωνίες, τούς βγάλανε τά μάτια. 

Κι ἕνας ἀπό τούς ἁγιογδύτες, ὁ πιό σκληρόκαρδος, τράβηξε τήν πιστόλα του καί σημάδεψε τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατάστηθα. Τό βόλι καρφώθηκε στό ἅγιο στῆθος, ὅμως,- νά, τό θαῦμα - τό διάβα τοῦ βολιοῦ δέν τρύπησε τήν εἰκόνα, μόν’ ἔσβησε εὐθύς ἀμέσως τ’ ἀχνάρι του καί ἀπόμεινε σάν ἕνα δάκρυ τόσο δά μικρό, ἄλικο ἀπάνω στό λευκό πουκάμισό Της. Σά νά μή χόρτασαν τά σκυλιά, τσάκισαν μέ τά τσεκούρια τους τά στασίδια - 8 ἦταν ὅλα ὅλα- σέ χίλια κομμάτια θρύψαλα.  Ἐκείνη τήν ὥρα πού εἶναι ὁ Κύριος ὀργισμένος, ἔσεισε τά οὐρανοθέμελα ὡς τό κατακλείδι τους, μέ τ’ ἀστραπόβροντό Του, καί οἱ ἄπιστοι, ὡσάν τρελοί ἀπό τό φόβο τά παράτησαν ὅλα καί πηλαλοῦνε τόν κατήφορο ὡς τό κονάκι τοῦ μπέη κραυγάζοντας «Ἀλλάχ, Ἀλλάχ!...»

Ἀπό κείνη τή νυχτιά κανένας δέν ξανανέβηκε στήν Ἁγία Τριάδα. ...Σέ λίγα λεπτά γέμισε τό ἐκκλησάκι μέ φαντάρους.

Καί ἡ συναρπαστική πένα τοῦ Γιάννη Μπεράκη συμπληρώνει:

«Μέσα ψέλνανε ψέλνανε ὅλοι μαζί σάν ἕνα στόμα. Φωνές τραχιές καί βραχνιασμένες, πρόσωπα παιδεμένα καί ἀγριωπά, ὅλοι τους βουτημένοι στό χακί, ὁ ἕνας κολλητά κολλητά στόν ἄλλον, ὅλα τα κεφάλια ξεσκούφωτα δίχως δίκωχα μ’ ἕνα κομματάκι κερί ὁ καθένας στό χέρι, νά κοιτάζει μέ χαμηλωμένα μάτια τή φλόγα του καθώς τρεμόπαιζε μπροστά στή φωνή.

Δέν ἔβλεπα κανέναν παπά. Πῆγα καί συμμαζώχτηκα δίπλα σ’ ἕνα στασίδι. Μοῦ φαινότανε πώς κάνω μεγάλη φασαρία μ’ ὅλα τοῦτα τά σιδερικά πού κουβαλάω ἐπάνω μου. Ἔβγαλα προσεκτικά τήν κάσκα, ἔκανα μέ κατάνυξη τό σταυρό μου. Ναί, «ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μου πρός σέ, ὅπως ψέλνανε οἱ φωνές. Εἶχα ἐντελῶς ξεχάσει πώς σήμερα ἀρχίζει ἡ Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Ἔνιωθα μιά μεγάλη ἀδυναμία, τά νεῦρα μου τσακισμένα, ἀπό μέσα μου ὅλο κάτι φούσκωνε καί ἀνέβαινε, μοῦ ‘σφιγγε τό λαιμό, ἕτοιμο νά ξεσπάσει σέ κλάμα. Ὄχι, δέν ἤτανε μόνο γιά τόν ἑαυτό μου καί γιά τήν κατάντια του πού ἤθελα νά κλάψω, ἀλλά ὅλοι τοῦτοι ἐδῶ οἱ στρατιῶτες τώρα πού ψέλνανε ἔτσι δεητικά, μοῦ θυμίζανε κάτι ἄλλους συγκεντρωμένους στρατιῶτες, πού τόσες λίγες μέρες πρωτύτερα, στίς 25 Μαρτίου, τραγουδούσανε μέ τέτοια πεποίθηση καί μέ τέτοια ἀνδρειωμένη παλληκαριά τόν Ὕμνο μας τῆς Λευτεριᾶς πάνω στίς ἀλβανικές βουνοκορφές.

«Ἐπί τῷ ὀδυρμῷ νῦν προσθέσωμεν ὀδυρμόν» γιόμισε πένθιμα ὁ ψαλμός στήν ἐκκλησία. Τότε μέ μιᾶς δέν μπόρεσα νά κρατηθῶ καί ἔβγαλα βιαστικά- βιαστικά τό μαντήλι μου κάνοντας πώς σκουπίζω τό ἱδρωμένο μου πρόσωπο. Ἔμεινα γιά μερικές στιγμές ἀκόμη. Δέν ἤξερα κανέναν ψαλμό κι ἔνιωθα, ἴσως γι’ αὐτό, κάπως παρείσακτος ἐδῶ μέσα. Πατώντας ὅσο ἀθόρυβα μποροῦσα πάνω στίς μύτες τῶν ποδιῶν, τράβηξα κατά τήν πορτούλα πού ‘χε μείνει μισάνοιχτη.  Ἔξω εἶχε σηκωθεῖ πολύς ἀέρας, βαριά σύννεφα μαζευόντουσαν ἀπό παντοῦ, θά ξέσπαγε πάλι βροχή, τά κυπαρίσσια ἔγερναν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ τίς κορφές τους καί βουΐζανε πάνω ἀπ’ τό κεφάλι μου».