Ἡ νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀποφάσισε νά μεταφέρη τήν Πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Δύση στήν Ἀνατολή καί ὡς χῶρο ἐπέλεξε τήν ἀνατολική Θράκη, στά στενά τοῦ Βοσπόρου. Ἡ ἐπιλογή αὐτή ἀποδείχθηκε σημαντική πολιτική πράξη, πού ἐπηρέασε τά πολιτικά πράγματα γιά χίλια χρόνια, διότι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σταθεροποίησε τά σύνορα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό ἀνατολάς καί ἔδωσε τήν δυνατότητα νά ἀναπτυχθῆ ἕνας μεγάλος πολιτισμός πού ὀνομάσθηκε ἀργότερα Βυζαντινός πολιτισμός.
Στό σημεῖο πού θά καθόριζε τήν Πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρχε μιά μικρή πόλη πού ὀνομαζόταν Βυζάντιο, ἀποικία τῶν Μεγαρέων, πού ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ της Βύζαντα. Αὐτή ἡ μικρή πόλη, πού ἔγινε Πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, μετονομάσθηκε σέ νέα Ρώμη καί ἀργότερα ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ὀνομάσθηκε Κωνσταντινούπολη.
Χάρτης τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 1422 ἀπό τὀν Φλωρεντίνο χαρτογράφο Κριστόφορο Μπουοντελμόντι. Ἀποτελεῖ τόν παλαιότερο γνωστό χάρτη τῆς πόλης καί τόν μοναδικό πρίν τήν ὀθωμανική κατάκτηση. |
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δέν εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι δημιουργοῦσε μία ἐπί πλέον πόλη στήν Αὐτοκρατορία παράλληλα μέ τήν Ρώμη, ἀλλά ὅτι δημιούργησε τήν νέα Πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, πού ἦταν συνέχεια τῆς πρώτης Πρωτεύουσας, τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Μέ νόμο τήν ὀνόμασε «altera Roma» (ἡ ἄλλη Ρώμη), καθώς ἐπίσης ὀνομάσθηκε «πόλις ἀντίρροπος τῆς Ρώμης». Μάλιστα ἀπό τήν παλαιά Μητρόπολη ἡ νέα Πόλη κληρονόμησε καί τά «μυστικά» της ὀνόματα Flora καί Amor πού ἀποδόθηκαν στά ἑλληνικά ὡς Ἀνθούσα καί Ἔρως.
Στήν νέα Πρωτεύουσα ἀποδόθηκαν ὅλοι οἱ θεσμοί καί τά προνόμια πού εἶχε ἡ παλαιά Πρωτεύουσα, καθόρισε τήν σύγκλητο καί τῆς ἔδωσε καί ἕναν ἀνθύπατο. Συγχρόνως, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μετέφερε στήν νέα Ρώμη ὅ,τι σημαντικότερο ὑπῆρχε ἀπό πλευρᾶς ἑλληνορωμαϊκῆς τέχνης, ὅπως ὁμολογεῖ ἕνας σύγχρονος Χριστιανός: «μέ τήν ἀπογύμνωση ὅλων σχεδόν τῶν πόλεων ἐγκαινιάζεται ἡ Κωνσταντινούπολη». Ἡ ἀρχαία πόλη, τό Βυζάντιο, ἦταν κτισμένη σέ ἕναν λόφο, ἐνῶ τώρα ἡ νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη περιέλαβε καί ἄλλους πέντε λόφους, καί ἀργότερα ἐπί τοῦ Θεοδοσίου περιέλαβε καί ἕναν ἕκτο. Τά ἐγκαίνια τῆς νέας Ρώμης ἔγιναν τήν 11η Μαΐου τοῦ 330 μ. Χ. μαζί μέ τόν ἑορτασμό τῆς 25ης ἐπετείου τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου. Πρόκειτο γιά μιά συμβολική ἡμερομηνία, διότι ἡ πόλη δέν εἶχε ἀκόμη ἀποπερατωθῆ, καί γι’ αὐτό μέχρι τό ἔτος 336 ἡ πόλη ἦταν ἕνα εἶδος ἐργοταξίου, πού συνέχιζε νά κατασκευάζεται, ὁπότε καί ὁ Κωνσταντῖνος ἑόρτασε τήν τριακονταετηρίδα τῆς βασιλείας του.
Ὁ Charles Diehl ἀναφερόμενος στήν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς νέας Πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, γράφει:
«Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος θεμελίωσε τήν πρωτεύουσα στό Βόσπορο, ἡ πρόθεσή του ἦταν νά δημιουργήση μιά δεύτερη Ρώμη. Θεσπίσθηκε σύγκλητος, κτίσθηκαν δημόσια κτίρια καί ὅλος ὁ μηχανισμός τῆς αὐτοκρατορικῆς γραφειοκρατίας μεταφέρθηκε στό νέο του διοικητικό κέντρο. Ἀριστοκρατικές οἰκογένειες ἀπό τήν Ἰταλία ἐνθαρρύνθηκαν νά ἀποκτήσουν κατοικίες ἐδῶ, ὅπου ψωμί καί θεάματα ἱπποδρομίου προβλεπόταν γιά τό λαό. Οἱ ἱπποδρομικές ὁμάδες, ἀφοῦ μεταφέρθηκαν ἐδῶ ἀπό τήν παλαιά Ρώμη, σχημάτισαν μιά πολιτοφυλακή γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς πόλεως. Ἡ ἐφαρμοζομένη πολιτική ἦταν ἡ δημιουργία ἑνός πιστοῦ ἀντιγράφου ἀπό τήν παλαιά πρωτεύουσα πού ἦταν στόν Τίβερη».
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ νέα Ρώμη ἀπέκτησε χριστιανικό χρῶμα, ὁπότε ἔγινε ἡ χριστιανική Ρώμη, πού στολιζόταν μέ Ναούς καί Ἱερές Μονές καί ὅλος ὁ πολιτισμός της καί ἡ κοινωνική της ὀργάνωση ποτίσθηκε ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία.
Ἡ νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, μέ τόν Μ. Κωνσταντῖνο καί τούς διαδόχους του, ἀπέκτησε μεγάλη αἴγλη καί ὅλοι οἱ ἐπισκέπτες της θαύμαζαν τίς ὀμορφιές της, τόν πλοῦτο της, τούς θησαυρούς της, τά ἀνάκτορα, τόν ἱππόδρομο, τά μνημεῖα, ἰδιαιτέρως τήν Ἁγία Σοφία καί τήν ὅλη κοινωνική καί πολιτιστική της ζωή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί νέας Ρώμης, στά «Ἔπη εἰς ἑαυτόν» ἐγκωμιάζει τήν νέα Ρώμη. Σέ ἕνα σημεῖο τήν ὀνομάζει κλεινή καθέδρα τοῦ Κωνσταντίνου, νεώτερη Ρώμη, πού ξεπερνᾶ τίς ἄλλες πόλεις, ὅπως ὁ ἀστερόεις οὐρανός τήν γῆ:
«Ὦ Κωνσταντίνου κλεινόν ἕδος μεγάλου,
ὁπλοτέρη Ρώμη, τόσσον προφέρουσα πολήων
ὁσσάτιον γαίης οὐρανός ἀστερόεις».
Θεόφιλου,«Κωνσταντῖνος ὁ Αὐτοκράτωρ τῶν Ἑλληνορωμαίων ἐξέρχεται Ἄτρομος εἰς τήν μάχην τό 1453 Μαΐου 29» 1928, τοιχογραφία ἀποτοιχισμένη ἀπό τό σπίτι-καφενεῖο Γ. Ἀντίκα στή Σκόπελο Γέρας Μυτιλήνης. |
Ἀλλοῦ μακαρίζει τήν νέα Ρώμη, ὡς τό δεύτερο μάτι τῆς οἰκουμένης, τήν πατρίδα τῶν εὐγενῶν νέων, τήν πόλη τοῦ Κωνσταντίνου καί τό στήριγμα τοῦ κράτους:
«Ἄνδρες, τό κλεινόν ὄμμα τῆς οἰκουμένης,
οἵ κόσμον οἴκειθ’ ὡς ὁρῶν, τόν δεύτερον,
γῆς καί θαλάττης κόσμον ἠμφιεσμένοι,
Ρώμη νεουργής, εὐγενῶν ἄλλων ἕδος,
Κωνσταντίνου πόλις τε καί στήλη κράτους».
Ἐπίσης, ἀλλοῦ θεωρεῖ ὅτι, ἐνῶ ἡ φύση δέν μᾶς ἔχει δώσει δύο ἡλίους, ἐν τούτοις ὑπάρχουν δύο Ρῶμες πού φωτίζουν ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, τό παλαιό καί τό νέο κράτος. Οἱ δύο αὐτές Ρῶμες εἶναι διαφορετικές, ἀφοῦ ἡ μία προβάλλει ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἡ ἄλλη βρίσκεται στήν Δύση, ἀλλά τό κάλλος τῆς μιᾶς ἰσοζυγίζει τό κάλλος τῆς ἄλλης. Καί στήν συνέχεια λέγει ὅτι σέ αὐτήν τήν δική του Ρώμη, πού τώρα δέν εἶναι δική του –προφανῶς ὅταν ἀποχώρησε ἀπό αὐτήν –περίσσευσε ἡ πίστη καί δένει μέ τόν λόγο τῆς σωτηρίας τήν Δύση.
«Δύω μέν οὐ δέδωκεν ἡλίους φύσις,
δισσάς δέ Ρώμας, τῆς ὅλης οἰκουμένης
λαμπτῆρας, ἀρχαῖον τε καί νέον κράτος,
τόσον διαφέροντας ἀλλήλων, ὅσον
τήν μέν προλάμπειν ἡλίου, τήν δ’ ἑσπέρας
κάλλει δέ κάλλος ἀντανίσχειν συζύγως.
Τούτων δέ πίστις, ἡ μέν ἦν ἐκ πλείονος,
καί νῦν ἔτ’ ἔστιν εὔδρομος, τήν ἑσπέραν
πᾶσαν δέουσα τῷ σωτηρίῳ λόγῳ,
καθώς δίκαιον τήν πρόεδρον τῶν ὅλων
ὅλην σέβουσαν τήν Θεοῦ συμφωνίαν».
Ἀλλοῦ ἀναφέρεται στήν σύγκληση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν νέα Ρώμη μέ πρόεδρο τόν Μελέτιο Ἀντιοχείας:
«Ὅσον γάρ ἦν ἑῷον, Αἰγύπτου δίχα,
λαῶν πρόεδρον, ἄχρι Ρώμης δευτέρας,
γῆς καί θαλάττης ἐκ μυχῶν ἐσωτάτων,
κινηθέν, οὐκ’ οἶδ’ οἷς τίσι Θεοῦ λόγοις,
συνέρχεσθ’, ὡς πήξοντες εὐσεβῆ λόγον».
Σέ ἄλλο μέρος ἀποκαλεῖ τήν νέα Ρώμη εὐδαίμονα πόλη, τῆς ὁποίας οἱ πρῶτοι κάτοικοί της τήν γνώριζαν καί τήν ὑπολόγιζαν, ὅταν κλήθηκε γιά νά τούς διδάξη τήν ὀρθόδοξη πίστη.
«Ρώμης τόδ’ οἶδεν ἄστυ τῆς εὐδαίμονος,
καί τῆς μάλιστά φημι τό πρῶτον γένος,
οἵμ’ ἠξίωσαν καί λόγου τυχόν τινος,
παρ’ οἷς πλέον, καί μικρόν εὐκλείας ἔχειν,
ἤ πρῶτ’ ἐν ἄλλοις τιμίου παντός φέρειν».
Οἱ σταυροφόροι μέ τήν Δ΄ Σταυροφορία κατέλαβαν τήν Κωνσταντινούπολη τό 1204 καί σύλησαν ὅλους τούς θησαυρούς της μέ ἀποτέλεσμα νά γεμίσουν οἱ δυτικές πόλεις, κυρίως ἡ Βενετία, ἀπό τούς συληθέντες θησαυρούς. Πρόκειται γιά τήν πρώτη ἀποικιοκρατική ἐκστρατεία τοῦ ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς καί εἶναι ἔκφραση τοῦ μίσους τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν γιά τήν νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη, πού ἀποτέλεσε τό κέντρο τῆς χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὁ Steven Runciman στόν Γʹ τόμο τοῦ βιβλίου Ἡ ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν, στήν ἑνότητα μέ τίτλο «Παραστρατημένες σταυροφορίες» καί εἰδικά στό κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ σταυροφορία ἐναντίον τῶν χριστιανῶν», ἀναφέρεται στήν Δ΄ Σταυροφορία καί στό τί καταστροφές προξένησαν οἱ Σταυροφόροι. Θά παραθέσω ὁλόκληρο αὐτό τό κείμενο, γιατί εἶναι σημαντικό καί δείχνει τήν μεγάλη καταστροφή τῆς Πόλεως ἀπό τούς δυτικούς σταυροφόρους Χριστιανούς.
«Ἡ λεηλασία τῆς Κωνσταντινούπολης δέν ἔχει ἀντίστοιχό της στήν ἱστορία. Ἐπί ἐννέα αἰῶνες, ἡ μεγάλη πόλη ὑπῆρξε ἡ πρωτεύουσα τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Ἦταν γεμάτη μέ ἔργα τέχνης πού εἶχαν ἐπιζήσει ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί μέ τά ἀριστουργήματα τῶν δικῶν της ἔξοχων καλλιτεχνῶν. Οἱ Ἑνετοί ἤξεραν τήν ἀξία αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Ὅπου μπόρεσαν, ἅρπαξαν θησαυρούς καί τούς μετέφεραν γιά νά στολίσουν τίς πλατεῖες, τούς ναούς καί τά παλάτια τῆς πόλης τους. Ἀλλά οἱ Γάλλοι καί οἱ Φλαμανδοί εἶχαν κυριευθεῖ ἀπό μανία καταστροφῆς. Ξεχύθηκαν, ἕνας ἐξαγριωμένος ὄχλος, στούς δρόμους καί στά σπίτια ἁρπάζοντας ὅ,τι γυάλιζε καί καταστρέφοντας ὅ,τι δέν μποροῦσαν νά κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο γιά νά σκοτώσουν, νά βιάσουν ἤ νά ἀνοίξουν τά κελάρια γιά νά πιοῦν. Δέν γλύτωσαν οὔτε τά μοναστήρια οὔτε οἱ Ἐκκλησίες οὔτε οἱ βιβλιοθῆκες. Στήν ἴδια τήν Ἁγία Σοφία ἔβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιῶτες νά σχίζουν τίς μεταξωτές κουρτίνες καί νά γκρεμίζουν καί νά κομματιάζουν τό μεγάλο ἀσημένιο εἰκονοστάσιο, ἐνῶ ποδοπατοῦσαν ἀσεβέστατα ἅγιες εἰκόνες καί ἱερά βιβλία. Ἐνῶ ἔπιναν ἀπό τά ἱερά σκεύη τοῦ θυσιαστηρίου, μιά πόρνη κάθισε στόν πατριαρχικό θρόνο καί ἄρχισε νά τραγουδᾶ ἕνα ἄσεμνο γαλλικό τραγούδι. Καλόγριες βιάσθηκαν μέσα στά μοναστήρια τους. Χωρίς καμιά διάκριση, παλάτια καί καλύβες παραβιάσθηκαν καί καταστράφηκαν. Πληγωμένα γυναικόπαιδα κείτονταν ἑτοιμοθάνατα στούς δρόμους. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἐξακολουθοῦσαν οἱ φρικιαστικές σκηνές τῆς λεηλασίας καί τῆς αἱματοχυσίας, ὥσπου ἡ τεράστια ὡραία πόλη ἔγινε ἕνα ἐρείπιο. Ἀκόμα καί οἱ Σαρακηνοί θά εἶχαν δείξει περισσότερο οἶκτο, ἀναφωνεῖ ὁ ἱστορικός Νικήτας, καί λέει τήν ἀλήθεια.
Ἐπιτέλους, οἱ Λατίνοι ἀρχηγοί κατάλαβαν ὅτι τόσο μεγάλη καταστροφή δέν ἦταν πρός ὄφελος κανενός. Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἐξαντλήθηκαν ἀπό τήν ἀσυδοσία τους ἀποκαταστάθηκε ἡ τάξη. Ὅποιος εἶχε κλέψει πολύτιμα ἀντικείμενα ὑποχρεώθηκε νά τά παραδώσει στούς Φράγκους εὐγενεῖς. Δυστυχισμένοι πολίτες βασανίσθηκαν γιά νά ἀποκαλύψουν ποῦ βρίσκονταν τά ἀγαθά πού εἶχαν κατορθώσει νά κρύψουν. Ἀκόμα καί μετά ἀπό τέτοια ἀλόγιστη καταστροφή ὁ ὄγκος τῆς λείας ἦταν ἐκπληκτικός. Κανένας, ἔγραφε ὁ Βιλλαρδουίνος δέν μπόρεσε νά μετρήσει τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι, τά πολύτιμα σκεύη καί τά κοσμήματα, τά χρυσοκέντητα καί μεταξωτά φορέματα, τίς γοῦνες ἀπό γκρίζες ἀλεποῦδες καί ἐρμίνες. Καί, ὅπως πρόσθετε μέ τό κύρος πού διέθετε, ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ποτέ κανείς δέν εἶχε πάρει τόσα πολλά ἀπό μιά πόλη. Ὅλα μοιράσθηκαν σύμφωνα μέ τή συνθήκη: τρία ὄγδοα πῆγαν στούς σταυροφόρους, τρία ὄγδοα στούς Ἑνετούς καί ἕνα τέταρτο κρατήθηκε γιά τό μέλλοντα αὐτοκράτορα».
Μετά τήν ἐπανάκτησή της, τό 1261 μ. Χ., ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν πλέον ἡ σκιά τῆς δόξας τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της, ὅμως δέν ἔπαυε νά θυμίζη τήν παλαιά της αἴγλη καί δόξα.
Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος πού ἔζησε τόν 14ο–15ο αἰώνα ἐξυμνεῖ τήν Κωνσταντινούπολη. Γι’ αὐτόν τόν μεγάλο διδάσκαλο ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι «ἡ μεγαλόπολις αὕτη, καί Πόλις πασῶν ὑπό τόν ἥλιον πόλεων, καί πολυώνυμός ἐστι Πόλις, καί μεγαλώνυμος». Εἶναι πόλη τοῦ Μεγάλου Βασιλέως Χριστοῦ, βασίλισσα πού εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν καταβολή της στήν Βασίλισσα, τήν Θεοτόκο, τήν Δέσποινα τοῦ κόσμου. Εἶναι «ἑπτάλοφος Πόλις, καί βυζαντίς, καί Κωνσταντινούπολις, καί πολυκρατίστη τοῦ κραταιοῦ καί ἁγίου ἡμῶν αὐτοκράτορος». Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι «πόλις τῆς οἰκουμένης τό ἄγαλμα, τῆς καλλονῆς ἡ ἑστία, τό πρόσκαιρον τῆς τρυφῆς χωρίον, ἡ ξένη θέα πασῶν χαρίτων, τοῦ ἡ μετέρου γένους τό ἔδαφος, τό τῶν ἀγαθῶν πρυτανεῖον, ὁμόροις τό θέλγητρον, καί ἀλλογενέσιν ἡδύτατον λάλημα· Πόλις ἁγία καί μητρόπολις πιστή, νέα τε Ῥώμη καί νέα Ἱερουσαλήμ ἡ αὐτή· γῆ ἀγαθή, καί καλή γῆ ῥέουσα μέλι καί γάλα, καί πηγή παντοδαπῶν ἀγαθῶν· ὄρος τετυρωμένον καί πῖον, ὄρος δασύ καί κατάσκιον, ὄρος ἅγιον, ἐν ᾧ ὁ τῶν ὅλων Θεός κατοικεῖν ἡρετίσατο· κοινή πατρίς καί μήτηρ καί τροφός τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν».
Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι κατά τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο ὅ,τι ὁ οὐρανός στόν κόσμο, ὁ ἥλιος στόν οὐρανό, ὁ παράδεισος στήν γῆ, τό κοινό ἐμπόριο στά κλίματα τῆς γῆς, ἡ μητρόπολη στήν ἐπαρχία, ἡ ἀκρόπολη στήν πόλη, ὁ λιμένας στό πέλαγος, τό πανδοχεῖο στούς τετραόδους, τό ταμεῖο στήν οἰκία, τό διδασκαλεῖο στήν πολιτεία, τό θέατρο στίς πανηγύρεις, ἡ ἁρμονία στά μέλη, ὁ ὀφθαλμός στό πρόσωπο καί ἡ κεφαλή στό σῶμα.
Στήν συνέχεια λέγει ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη- Νέα Ρώμη εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί τῆς πολιτικῆς ζωῆς, τό κέντρο τῆς ἐπιστήμης καί τό σταυροδρόμι ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι τό κοιμητήριο τῶν θεραπευτῶν τοῦ Θεοῦ, τό τέμενος τῆς Θεοτόκου, ἀφοῦ σέ αὐτήν ὑπάρχει ἡ ἐσθήτα καί ἡ ζώνη Της, ἀλλά καί ὁ τόπος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖ παραμένουν πολλά ἀντικείμενα τοῦ Πάθους Του, ὅπως ὁ χιτών, τά ἱμάτια, τό αἷμα πού ἔρρευσε ἀπό τήν πλευρά Του, ὁ σταυρός, ἡ λόγχη, οἱ ἧλοι, ὁ σπόγγος, ὁ κάλαμος. Στήν Πόλη αὐτή ὑπάρχουν τά ἐχέγγυα τῆς σωτηρίας, τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων πού τελειώθηκαν σέ ὅλη τήν γῆ. Ἀκόμη, ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ βάση καί ἡ ἀκρώρεια τῆς θεολογίας, ἡ κορυφή τῶν δογμάτων.
Στήν Πόλη αὐτή μπορεῖ ὁ φιλοθεάμων καί ὠτακουστής νά δῆ τά κάλλη της πού ἔχουν σχέση μέ τήν θέση, τήν χρήση, τήν τέρψη, τό μέγεθος, τήν ποικιλία, τήν εὐκρασία σέ ὅλες τίς ἐποχές, τήν καλλονή, τήν φαιδρότητα. Μπορεῖ κανείς νά δῆ τούς ξενῶνες, τούς παρθενῶνες, τά φροντιστήρια, τίς ἅγιες Μονές, τό πλῆθος τῶν Ἐκκλησιῶν, τά ἀνάκτορα, τούς πύργους, τά ὑψηλά σπίτια, τούς κήπους, τούς παραδείσους, τάς κυπαρίσσους, τά ἄλση. Σέ αὐτήν τήν Πόλη μπορεῖ νά θαυμάση κανείς τήν σωφροσύνη τῶν εὐγενίδων, τήν φυλακή τῶν θαλαμευομένων, τήν εὐλάβεια τῶν μοναστριῶν, τούς ὁλονυκτίους ἤχους τῶν μοναχῶν, τήν εὐταξία τοῦ Κλήρου, τήν σεμνότητα τῶν Ἀρχιερέων, τούς χορούς τῶν ἱερέων, καί τήν κεκρυμμένη ζωή αὐτῶν πού ζοῦν ἐν Χριστῷ. Μπορεῖ νά μάθη τό πειθήνιο τοῦ λαοῦ, τό φιλόστοργο τῶν πολιτῶν σέ ὅλους, τό προσηνές, τό φιλάληθες καί καλοθελές, τήν παίδευση τῆς πολιτείας, τήν κατάσταση τῶν ἀρχόντων, τήν γαληνότητα τῶν Βασιλέων. Καί μέ ὅλα αὐτά μπορεῖ κανείς νά θαυμάση τίς συνεχεῖς ἑορτές, τά θαύματα τῶν ἁγίων, τό πολυτελές τῶν ἱερῶν σκευῶν, τό σεβάσμιο τῶν θείων εἰκόνων καί τήν ὑπεροχή τῶν ἁγίων παθῶν.
Ἀκολούθως, ἐπαινεῖ τούς δύο μεγάλους φωστῆρες τῆς Πόλεως πού εἶναι ὁ οἰκουμενικός ἐκκλησιαστικός θρόνος, πού καταφωτίζει τίς ψυχές, καί ὁ κραταιός Αὐτοκράτωρ πού καταφωτίζει τά σώματα, ἀφοῦ καί οἱ δύο αὐτοί περιθάλπουν καί ζωογονοῦν κάθε πιστό. Καί γύρω ἀπό αὐτούς τούς δύο φωστῆρες κινοῦνται οἱ χοροί τῶν ἀστέρων, στόν μέν αὐτοκράτορα ὁ κύκλος τῶν συγκλητικῶν καί τῶν στρατιωτικῶν, στόν δέ Πατριάρχη ὁ κατάλογος τοῦ Κλήρου καί ὅλος ὁ λαός. Καί στό στερέωμα αὐτό ἔχουν στερεωθῆ ἄδυτα ἄστρα πού ὑπερλάμπουν τό καλό, καί αὐτά εἶναι οἱ σεβάσμιες Μονές καί τό πλῆθος τῶν Ναῶν. Καί περιγράφοντας ὅλην αὐτήν τήν ὀμορφιά τῆς Πόλεως καταλήγει: «Τοιαύτη ἡμῖν ἡ Πόλις, ὡς ἐν συνόψει εἰπεῖν, καί τά τοιαῦτα ἐν ταύτῃ καλά περιέχεται».
Μετά τήν περιγραφή αὐτή τῆς Πόλεως προτρέπει τούς ἄρχοντες καί τόν λαό νά ἐνδιαφερθοῦν γιά τήν ὀχύρωσή της, γιά τήν κατασκευή τῶν τειχῶν της, πού ἔχουν καταρρεύσει ἀπό τόν χρόνο καί ὁμοιάζει ὡσάν μία γηρανθεῖσα καί συγκύπτουσα μητέρα, καί νά τῆς δώσουν χέρι βοηθείας ἔτσι ὥστε νά ἀποδώσουν «τά θρεπτήρια ἐν τῷ γήρᾳ» αὐτῆς.
Μέ τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀθωμανούς τό 1453 μ.Χ. ὁλοκληρώθηκε ἡ καταστροφή της. Ὁ Ράνσιμαν στό βιβλίο του Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως γράφει:
«Τά ἰδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά· κάθε τμῆμα λαφυραγωγῶν ἄφηνε μιά μικρή σημαία στήν εἴσοδο γιά νά δείξει ὅτι τό σπίτι εἶχε λεηλατηθῆ ὁλοσχερῶς. Μαζί μέ τά ὑπάρχοντά τους ἔπαιρναν καί τούς ἐνοίκους. Ὅποιος λιποθυμοῦσε ἤ ἔπεφτε ἀπό ἀδυναμία, σφαζόταν μαζί μέ μερικά μικρά παιδιά πού θεωρήθηκαν ὅτι δέν εἶχαν ἀξία· ἀλλά κατά κανόνα τώρα πιά δέ θυσίαζαν τή ζωή τῶν αἰχμαλώτων. Ὑπῆρχαν ἀκόμα μεγάλες βιβλιοθῆκες στήν Πόλη, μερικές κοσμικές καί οἱ περισσότερες τῶν μοναστηριῶν. Τά περισσότερα βιβλία κάηκαν· ἀλλά ὑπῆρξαν μερικοί τοῦρκοι ἀρκετά ἔξυπνοι γιά νά καταλάβουν ὅτι ἦταν ἐμπορεύσιμα ἀντικείμενα καί διέσωσαν μερικά πού ἀργότερα πουλήθηκαν γιά εὐτελῆ ποσά σέ ὅποιον ἐνδιαφερόταν. Μέσα στίς ἐκκλησίες ἔγιναν σκηνές ἀκολασίας. Πολλοί ἐσταυρωμένοι μέ πολύτιμες πέτρες κουβαλήθηκαν μέ τούρκικα τουρμπάνια τυλιγμένα γύρω ἀπό τά κεφάλια τους. Πολλά κτίρια ἔπαθαν ἀνεπανόρθωτες ζημίες. Τό βράδυ δέν ὑπῆρχαν πολλά γιά νά λαφυραγωγηθοῦν· καί κανένας δέ διαμαρτυρήθηκε, ὅταν ὁ σουλτάνος προκήρυξε ὅτι ἡ λαφυραγωγία ἔπρεπε νά σταματήσει. Οἱ στρατιῶτες εἶχαν ἀρκετή ἀσχολία γιά τίς ὑπόλοιπες δύο μέρες νά μοιράσουν τά λάφυρα καί νά μετρήσουν τούς αἰχμαλώτους. Διαδόθηκε ὅτι αὐτοί ἦταν πενήντα χιλιάδες, ἀπό τούς ὁποίους μόνο πεντακόσιοι ἦταν στρατιῶτες. Οἱ ὑπόλοιποι ἀπό τούς χριστιανούς στρατιῶτες σκοτώθηκαν, ἐκτός ἀπό τούς λίγους ἄνδρες πού διέφυγαν μέ τά πλοῖα. Οἱ νεκροί, μαζί μέ τούς ἀμάχους πού ὑπῆρξαν θύματα τῆς σφαγῆς, λέγεται ὅτι ἦταν τέσσερις χιλιάδες».
Ὁ Μιχαήλ Δούκας θρήνησε γιά τήν ἅλωση τῆς Πόλης μέ τά ἑξῆς λόγια:
«Ὦ πόλις, πόλις, πόλεων πασῶν κεφαλή! ὦ πόλις, πόλις κέντρον τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν! ὦ πόλις, πόλις, Χριστιανῶν καύχημα καί βαρβάρων ἀφανισμός! ὦ πόλις, πόλις, ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρός δυσμάς, ἔχουσα ἔνδον φυτά παντοῖα βρίθοντα καρπούς πνευματικούς! ποῦ σου τό κάλλος, παράδεισε; ποῦ σου ἡ τῶν χαρίτων τοῦ πνεύματος εὐεργετική ρῶσις ψυχῆς τε καί σώματος; ποῦ τά τῶν ἀποστόλων τοῦ κυρίου μου σώματα, τά πρό πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ἀειθαλεῖ παραδείσῳ, ἔχοντα ἐν μέσῳ τούτων τό πορφυροῦν ἱμάτιον, τήν λόγχην, τόν σπόγγον, τόν κάλαμον, ἅτινα ἀσπάζοντες ἐφανταζόμεθα τόν ἐν σταυρῷ ὑψωθέντα ὁρᾶν, ποῦ τά τῶν ὀστῶν λείψανα, ποῦ τά τῶν μαρτύρων; ποῦ τά τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν λοιπῶν βασιλέων πτώματα;...».
Ὅμως καί κατά τήν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν τό κέντρο ὅλων τῶν Ρωμηῶν, ἀφοῦ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀναγνωρίσθηκε ὄχι μόνον ὡς θρησκευτικός ἀρχηγός, ἀλλά, καί κατά κάποιον τρόπο, καί πολιτικός ἀρχηγός, ὡς ἐθνάρχης (Millet Basi) τοῦ ρωμαίϊκου ἔθνους. Ἰδίως, ὅταν κατά τό 1517 ἡ Αἴγυπτος, ἡ Συρία καί ἡ Παλαιστίνη καταλήφθηκαν ἀπό τούς Ὀθωμανούς καί τά τρία Πατριαρχεῖα ἑνώθηκαν στό ἕνα Ὀθωμανικό Κράτος, ὡς τμήματα τοῦ ἑνός Rum Mileti, τοῦ ἑνός χριστιανικοῦ ἔθνους, «ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔλαβε παρά τῆς Ὑψηλῆς Πύλης σαφεῖς πληρεξουσιότητας, ἐν τῇ ἰδιότητι αὐτοῦ ὡς Ἐθνάρχου (Millet Basi) νά εἶναι ἐθνικός ἀρχηγός καί ἐπί τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων καί μεσίτης μεταξύ τῶν πατριαρχῶν τούτων καί τῆς κυβερνήσεως ἐν τῇ ἐκλογῇ τῶν πατριαρχῶν, τῇ ἐπικυρώσει τῶν βερατίων αὐτῶν, καί ἐπί πάντων τῶν ἔργων, ἐφ’ ὧν ἦσαν ἀπαραίτητοι αἱ ἀποφάσεις καί ἐντολαί τῆς ἐξουσίας, μέχρι καί τῆς παροχῆς ἀδείας ἐλεύσεως εἰς Κωνσταντινούπολιν πατριάρχου τινός». Οἱ Σουλτάνοι στά βεράτια τῆς ἐκλογῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν, ὅπως ἔγινε στήν ἐκλογή τοῦ Διονυσίου Δ΄, σημείωναν: «Οἱ πατριάρχαι τῶν ἄλλων χωρῶν διενεργήτωσαν τάς ὑποθέσεις αὐτῶν διά τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» (Μητροπολἰτης Σάρδεων Μάξιμος).
Μέχρι σήμερα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καλεῖται «Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης» καί ἡ ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καλεῖται «Βασιλεύουσα Πόλη». Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι τό συντονιστικό ὄργανο ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί διακονεῖ θυσιαστικῶς ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν, ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν μέσα στό πλαίσιο τοῦ συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ θεσμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης προεδρεύει στίς Συνόδους καί συντονίζει ὅλο τό διορθόδοξο ἐκκλησιαστικό ἔργο, γι’ αὐτό καί τοῦ ἀπονέμεται ὁ δίκαιος σεβασμός καί ἡ πρέπουσα τιμή. Εἶναι ὁ Πρῶτος τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Στά ἀνωτέρω παρουσιάσθηκε μιά σύντομη στήν ἱστορία διαδρομή τῆς ἔνδοξης καί τιμημένης νέας Ρώμης.
(ἀπό τό βιβλίο Παλαιά καί Νέα Ρώμη, ἔκδοση 2009)
- Προβολές: 2457