Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης, Ἐπίσκοπος Καισαρείας, 3 Ὀκτωβρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός:  Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης, Ἐπίσκοπος Καισαρείας, 3 ὈκτωβρίουὉ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τίς Θῆβες τῆς Αἰγύπτου, ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια. Ἔλαβε τό ἀγγελικό σχῆμα τῶν μοναχῶν ἀπό τόν παπποῦ του, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει μοναχός. Κάποτε μετέβη στά Ἱεροσόλυμα καί ὅταν πῆγε νά προσκυνήση τόν τίμιο Σταυρό, ἐμποδιζόταν καί δέν μποροῦσε νά προσκυνήση. Αὐτό, ὅπως φάνηκε στήν συνέχεια, συνέβη ἐπειδή δέν δεχόταν τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνεκλήθη τό 451 μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα. Ἐπειδή, ὅμως, ἦταν καλοπροαίρετος ἄνθρωπος γι’ αὐτό καί διορθώθηκε, καί ἔτσι ἀξιώθηκε νά ἀσπασθῆ τόν Τίμιο Σταυρό, ὅταν ἄκουσε φωνή στήν καρδιά του, πού τοῦ ἔλεγε: «Ἐκεῖνοι πού δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τήν καθολική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἄξιοι νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό». Ὅταν ἐπέστρεψε τά διηγήθηκε ὅλα στόν γέροντα παπποῦ του, καί μέ τήν εὐλογία του ἀποσύρθηκε σέ ἕνα μικρό σπήλαιο, σέ ἕναν δύσβατο καί ἀπότομο τόπο, λεγόμενο Χοζεβᾶ, καί ζοῦσε μέ προσευχή καί ἄσκηση, τρεφόμενος ἀπό τίς κορυφές τῶν δένδρων τοῦ τόπου ἐκείνου. Καί ἐνῶ κρυβόταν ἐπιμελῶς ἀπό τούς ἀνθρώπους, τόν φανέρωσε ὁ Θεός μέ τόν παρακάτω θαυμαστό τρόπο. Ἦταν στούς τόπους ἐκείνους ἕνας μεγάλος καί φημισμένος ἀσκητής πού λεγόταν Ἀνανίας.

Σέ αὐτόν ἔφεραν μιά φορά τόν υἱό ἑνός πλουσίου πού ἐνοχλεῖτο ἀπό ἀκάθαρτο πνεῦμα, γιά νά τόν θεραπεύση, ἀλλά ὁ Γέροντας τούς ἔστειλε στόν Ἰωάννη τόν Χοζεβίτη, γιά νά τόν θεραπεύση ἐκεῖνος. Τότε ὁ ταπεινός καί ὑπάκουος Ἰωάννης στράφηκε καί εἶπε στό δαιμόνιο: «Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀκάθαρτο πνεῦμα, δέν σέ προστάζω ἐγώ, ἀλλά σέ προστάζει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἀνανίας, νά βγῆς ἀπό αὐτόν τόν νέο». Αὐτά μόλις ἄκουσε τό πονηρό πνεῦμα, βγῆκε ἀμέσως καί ὁ νέος θεραπεύθηκε.

Μετά τό θαῦμα αὐτό ὁ Ἰωάννης ἔγινε γνωστός, καί παρά τήν θέλησή του χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Καισαρείας. Ἀπό τίς φροντίδες, ὅμως, τοῦ ἀξιώματος, μή μπορώντας νά ζῆ τήν ἐρημική καί ἥσυχη ζωή, ἐγκατέλειψε τήν Καισάρεια καί ἐπέστρεψε πάλι στήν ἔρημο. Ἐπειδή ἐδίωξε τά δαιμόνια ἀπό πολλούς ἀνθρώπους, γι’ αὐτό καί ὁ διάβολος, κατά θεία παραχώρηση, τόν πολέμησε σκληρά. Ὑπέμεινε, ὅμως, ὅλους τούς πειρασμούς καί τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις μέ θαυμαστή καρτερία καί ὑπομονή, γι’ αὐτό καί ἔλαβε ἀπό τόν Θεό πλούσια τήν θεία Χάρη.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.  Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ, ἐκφράζεται καί ὁμιλεῖ διά τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγάπη στόν Θεό σημαίνει ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, στά δόγματα, τούς κανόνες καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅποιος δέν ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι θεοσύστατος θεσμός καί τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο, δέν μπορεῖ νά λατρεύη ἀληθινά τόν Θεό, ἀφοῦ ἀληθινοί προσκυνητές τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ξεχωρίζουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὑπακούουν στίς ἀποφάσεις της, ἔστω καί ἄν νομίζουν ὅτι δέν εἶναι οἱ ἐνδεδειγμένες καί οἱ ὀρθές κατά τήν γνώμη τους. Ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία διασφαλίζει τήν ὁμόνοια, τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα τῶν μελῶν της, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀνυπακοή διασπᾶ τήν ἑνότητα, δημιουργεῖ φατρίες καί σχίσματα, καί ποικίλα ὅσα προβλήματα στό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη καί ἄν αἰσθάνεται κανείς ὅτι ἀδικεῖται ἀπό κάποιες ἀποφάσεις τῶν διοικούντων τά τῆς Ἐκκλησίας, ἐάν δέν ἀντισταθῆ καί δέν διασπάση τήν ἑνότητά της, ἀλλά θά ὑπακούση στίς ἄδικες ἀποφάσεις, τότε θά τόν δικαιώση ὁ Θεός καί θά τόν χαριτώση, ὅπως συνέβη μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο, Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως, καθώς καί μέ πολλούς ἄλλους ἁγίους.

Ὁ μόνος τρόπος ἀποκαταστάσεως τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Ἐκκλησία μετά ἀπό κάποιο παράπτωμα εἶναι ἡ μετάνοια, ὅπως τονίζεται χαρακτηριστικά καί ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο σέ ἐπιστολή του, πού ἀπευθύνεται σέ κάποιον ἱερέα ὀνόματι Γρηγόριο. Αὐτός ὁ ἱερεύς, ἐνῶ ἦταν ἄγαμος, συνοικοῦσε μέ γυναίκα, πράγμα τό ὁποῖο ἀπαγορεύουν, ὅπως τοῦ γράφει, οἱ ἅγιοι Πατέρες καί τόν προτρέπει νά μετανοήση, καί νά τήν στείλη σέ γυναικεῖο μοναστήρι, γιά νά μή γίνεται αἰτία νά σκανδαλίζονται οἱ πιστοί, νά διασύρεται ἡ Ἐκκλησία καί νά «βλασφημῆται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν». Μόνον τότε θά γίνη δεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία καί θά ἀρθῆ ἡ τιμωρία τῆς ἀργίας ἀπό πάσης ἱεροπραξίας πού τοῦ ἐπεβλήθη. Καί τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι, ἄν δέν ὑπακούση καί δέν διορθωθῆ, ὅλοι αὐτοί οἱ ὀπαδοί του, πού ὅπως ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει εἶναι μυριάδες, δέν θά τόν ὠφελήσουν σέ τίποτε. Καί στήν συνέχεια τοῦ τονίζει ὅτι, ἄν δέν μετανοήσης «θά ἀποθάνης ἀργός καί θά δώσης λόγο στόν Κύριο γιά τήν ἀργία σου. Ἐάν δέ τολμήσης νά διατηρήσης τήν ἱερωσύνη, χωρίς νά διορθώσης τόν ἑαυτό σου, θά εἶσαι ἀνάθεμα γιά ὅλο τόν λαό καί ὅσοι σέ ἀναγνωρίζουν θά ἀφορισθοῦν ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία».

Μόνον ἡ εἰλικρινής μετάνοια διορθώνει τά πράγματα καί ἄλλη ὁδός δέν ὑπάρχει. Αὐτό πρέπει ὅλοι νά τό καταλάβουμε καί νά πάρουμε στά σοβαρά τό θέμα τῆς σωτηρίας μας, καί νά σταματήσουμε νά παίζουμε μέ τό αἰώνιο μέλλον μας.

Δεύτερον. Ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε γιά νά καταργήση τά ἔργα τοῦ σκότους, γιά νά ἐλευθερώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν δυναστεία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου. Καί οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Καί τό ἐπιτυγχάνουν αὐτό οἱ ἅγιοι μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνοικεῖ μέσα σέ ὅλη τήν ὕπαρξή τους, στήν ψυχή καί στό σῶμα τους, καί τούς ἐνδυναμώνει καί τούς ἐνισχύει, καθώς καί μέ τήν ὑψοποιό ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι τό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι τίποτε δέν φοβᾶται τόσο πολύ ὁ διάβολος ὅσο τήν ταπείνωση.

Ἑπομένως, μιά θεολογία ἡ ὁποία δέν ὁμιλεῖ γιά τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, καί ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν καταδυναστεία τους, δέν εἶναι ὀρθόδοξη θεολογία.

Ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν θεραπεία ἀπό τήν νόσο τῆς ὑπερηφάνειας, καί στήν ἀπόκτηση τῆς ὑψοποιοῦ ταπείνωσης καί τῆς εἰλκρινοῦς μετάνοιας. Τόν ἀξιώνει δέ νά γίνη προσκυνητής τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, μιμητής τοῦ πάθους Του, καθώς ἐπίσης κοινωνός τῆς Ἀναστάσεώς Του καί μέτοχος τῆς δόξης Του.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ