Γράφτηκε στις .

Συνοπτική Ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ναυπάκτου (Α)

᾿Αρχιμ. Εἰρηναίου Κουτσογιάννη, ῾Ιεροκήρυκος

῾Η διάδοσις καί ἡ ἐπικράτησις τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ναύπακτο καί γενικότερα στήν Αἰτωλοακαρνανία, δέν μπορεῖ νά στηριχθῆ σέ ἀσφαλεῖς πηγές καί εἰδήσεις. ῞Οπως εἶναι γνωστόν ἡ διάδοσις τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ἑλλάδα ὀφείλεται κυρίως στόν Ἀπόστολο τῶν ᾿Εθνῶν Παῦλο καί τούς συνεργάτες του (Τιμόθεο, Τίτο κ.ἄ.), ἀλλά καί στό κήρυγμα ἄλλων Ἀποστόλων, εἴτε ἀπό τόν κύκλο τῶν Δώδεκα, εἴτε ἀπό τόν εὐρύτερο τῶν ἑβδομήκοντα, ὅπως τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀνδρέα, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ Ἡρωδίωνος, τοῦ Ρούφου, τοῦ Ἰάσονος καί τοῦ Σωσιπάτρου.

Εἶναι πολύ πιθανόν τό Εὐαγγέλιο νά κηρύχθηκε στήν Αἰτωλοακαρνανία ἀπό τήν Ἀχαΐα, ὅπου κήρυξε ὁ Ἀπόστολος ᾿Ανδρέας. Ἄλλωστε ἡ Ἀχαΐα περιελάμβανε ὡς Ρωμαϊκή ἐπαρχία τήν σημερινή Αἰτωλοακαρνανία. ᾿Αλλά καί ἀπό τήν Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ὅπου ἔφθασε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν εὔκολη ἡ διάδοσις τοῦ χριστιανισμοῦ στήν γειτονική Ἀκαρνανία, καθώς ἐπίσης καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Νέων Πατρῶν (Ὑπάτη Φθιώτιδος) ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τήν πρώτη χριστιανική ἑστία τῆς κεντρικῆς ῾Ελλάδος καί ὁ μάρτυρας ἐπίσκοπός της Ἡρωδίων ἀνῆκε στούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους.

1. ᾿Επισκοπή Ναυπάκτου

Στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) δέν ἀναφέρεται ὅτι ἔλαβε μέρος ἐπίσκοπος Ναυπάκτου, χωρίς αὐτό νά σημαίνη τήν μή ὕπαρξη ἐπισκοπῆς στή Ναύπακτο. Κατά τόν Θεοδώρητο, στήν Σύνοδο τῆς Νικαίας ἔλαβαν μέρος «ὅσοι τῆς ὁδοιπορίας τόν πόνον ἐνεγκεῖν ἠδυνήθησαν». Πάντως ἕδρα ἐπισκοπῆς στήν Ναύπακτο μαρτυρεῖται ἐπίσημα ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος μέ πρῶτο ἐπίσκοπο τόν Μαρτύριο, ὁ ὁποῖος τό 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς-Σόφιας. Ἀπό τό 395 μ.Χ. (ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου) ἡ Ναύπακτος ὡς ἐπισκοπή καί ἡ Αἰτωλία, μαζί μέ τά Σάλωνα (Ἄμφισσα) καί τούς Δελφούς - σύμφωνα μέ τόν Συνέκδημο τοῦ Ἱεροκλέους - ἀνῆκε στήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία Ἀχαΐας, ὑπό τόν μητροπολίτη Κορίνθου. ῾Ο ἐπίσκοπος Ναυπάκτου ἐμφανίζεται νά φέρη τόν τίτλο «ἔξαρχος πάσης Αἰτωλίας» καί νά βρίσκεται σέ ἐπιφανέστερη θέση ἔναντι τῶν ὑπολοίπων ἐπισκοπῶν τῆς περιοχῆς καί ἰδιαιτέρως ἀπό τόν 6ο αἰῶνα καί μετά. Τήν ἴδια περίοδο (πρωτοβυζαντινή ἐποχή, 284-717 μ.Χ.) ἡ Ἀκαρνανία ἀνῆκε στήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία Παλαιᾶς Ἠπείρου ὑπό τόν μητροπολίτη Νικοπόλεως. Πάντως σύμφωνα μέ διάφορες ἱστορικές πηγές ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς Ναυπάκτου, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλες οἱ περιοχές τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου, ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στό Βικαριάτο τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Τό Βικαριάτο τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀνῆκε ἀρχικά στήν δικαιοδοσία τοῦ Πάπα Ρώμης καί ἀπό τό 731-2 καί μετά, στήν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἄλλοι γνωστοί ἱεράρχες τῆς ἐπισκοπῆς Ναυπάκτου, εἶναι ὁ «Καλλικράτης ἐπίσκοπος πόλεως Ναυπάκτου», ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στήν Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τό 431 μ. Χ. καί ὁ «Εἰρηναῖος ἐπίσκοπος πόλεως Ναυπάκτου», ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451 μ. Χ.. Στίς Συνόδους τοῦ 869-870 καί 879-80 στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν καταδίκη καί ἀποκατάσταση τοῦ Μεγάλου Φωτίου, πῆρε μέρος ὁ «᾿Αντώνιος ἐπίσκοπος Ναυπάκτου».

2. Μητρόπολις Ναυπάκτου

Μέχρι τό 731 μ.Χ. στήν κυρίως ῾Ελλάδα ὑπῆρχαν οἱ ἑξῆς μητροπόλεις:

1) ῾Η Θεσσαλονίκης, 2) ἡ Νικοπόλεως (Παλ. Ἠπείρου), 3) ἡ Δυρραχίου (Νέας Ἠπείρου), 4) ἡ Λαρίσης (τῆς Θεσσαλίας), 5) ἡ Κορίνθου (στήν ὁποία ὑπαγόταν ἡ ἐπισκοπή Ναυπάκτου) καί 6) ἡ Κρήτης. Στά τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος παρατηρεῖται μεγάλη παρακμή τῆς Νικοπόλεως, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν ἕδρα διοικήσεως τοῦ ὁμωνύμου θέματος, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἕδρα αὐτή νά μεταφερθῆ νοτιότερα στό ἀσφαλές φρούριο τῆς Ναυπάκτου. Αὐτό ὅμως εἶχε σάν συνέπεια καί τήν ἀπόσπαση τῆς ἐπισκοπῆς Ναυπάκτου ἀπό τόν μητροπολίτη Κορίνθου καί τήν ἀνύψωσή της σέ μητρόπολη Παλαιᾶς Ἠπείρου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 896-900.

῾Η μητρόπολις Ναυπάκτου πού περιελάμβανε τήν Παλαιά Ἤπειρο καί τήν Δυτική Στερεά ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος, ἀναφέρεται μέ διάφορες ὀνομασίες ὅπως, «ὁ Ναυπάκτου Νικοπόλεως», «ὁ Ναυπάκτου πάσης Αἰτωλίας» κ.λ.π. ᾿Επίσης ἡ θέση της στήν σειρά τῶν μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, δέν ἦταν σταθερή, ἀλλά ἄλλαζε ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή. Πάντως στά «Τακτικά» τοῦ Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ (886-912), τοῦ Πατριάρχου Νικολάου Μυστικοῦ (901-907) καί τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (912-959), ἡ μητρόπολις Ναυπάκτου κατεῖχε τήν 35η θέση καί ἡγεῖτο ὁλοκλήρου τῆς Δυτικῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος. Σ᾿ αὐτήν ὑπάγονταν ἐννέα ἐπισκοπές, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ τρεῖς ἦταν νέες καί καταλάμβαναν μάλιστα τίς τρεῖς πρῶτες θέσεις, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες ἕξι προϋπῆρχαν καί ὑπάγονταν στήν μητρόπολη Νικοπόλεως. Οἱ ἐννέα αὐτές ἐπισκοπές κατά σειρά εἶναι οἱ ἑξῆς:

α) Ἐπισκοπή Βονδίτζης. Κατεῖχε τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στίς ἐπισκοπές τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καί πρόκειται γιά τήν ἐπισκοπή Βονίτσης Ἀκαρνανίας, ἡ ὁποία ἀναγράφεται καί ὡς ἐπισκοπή Βομίτζης, Βοντίτζης καί Βουνδίτζης. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Γεώργιος (πρίν τό 1218), ὁ Νικόλαος (1218-1227), ὁ Ἰωάννης (1227) καί ἀργότερα ὁ Δαβίδ (1665), ἐνῶ μνημονεύονται καί δύο ἀνώνυμοι ἐπίσκοποι.

β) Ἐπισκοπή Ἀετοῦ. Κατεῖχε τήν δεύτερη θέση μέ ἕδρα τόν Ἀετό Ἀκαρνανίας καί ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί ὕστερα ἀναφέρεται ὡς ἐπισκοπή Ἀετοῦ καί Ἀγγελοκάστρου. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Νικόδημος (1229), ὁ Διονύσιος (1592), ὁ Ἰωάσαφ (1587), ὁ Μᾶρκος (17ος αἰ.), ὁ Ἀντώνιος (1665) καί ἕνας ἀνώνυμος πού ἴσως ταυτίζεται μέ τόν Διονύσιο.

γ) Ἐπισκοπή Ἀχελώου. Κατεῖχε τήν τρίτη θέση καί οἱ μελετητές προτείνουν διάφορες θέσεις γιά τήν ὁμώνυμη πόλη, πού ἦταν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς. Πάντως ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος ἡ ἕδρα μεταφέρθηκε στό Ἀγγελόκαστρο, καί ὁ ἐπίσκοπος ἔφερε πλέον τόν τίτλο Ἀχελώου-Ἀγγελοκάστρου. Μνημονεύονται πέντε ἐπώνυμοι ἐπίσκοποι, ὁ Ἰωακείμ (533), ὁ Ἰωάννης (1220), ὁ Εὐστάθιος (1222), ὁ Ἰωάσαφ (1587) καί ὁ Ἀντώνιος (1665), ἐνῶ τό 1370 ὑπάρχει ἀναφορά σέ ἀνώνυμο ἐπίσκοπο Ἀχελώου. ῾Η ἐπισκοπή Ἀχελώου, ὅπως καί οἱ προηγούμενες ἐπισκοπές Ἀετοῦ καί Βονδίτζης, μνημονεύονται γιά τελευταία φορά τό 1708, σέ γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυπριανοῦ (1708-1709) καί (1713-1714).

δ) ᾿Επισκοπή Ρωγῶν. ῾Η ἐπισκοπή αὐτή εἶχε ἕδρα τήν πόλη Ρωγοί ἤ Ἀρωγοί πού ἦταν κτισμένη στίς ὄχθες τοῦ Λούρου ποταμοῦ (νομός Πρεβέζης). Ἀργότερα μέ τήν ἐπισκοπή αὐτή ἑνώθηκε ἡ ἐπισκοπή Κοζύλης καί ὁ ἐπίσκοπός της ἔφερε τόν τίτλο Ρωγῶν καί Κοζύλης. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Δωρόθεος (1590-1601), ὁ Ἰωάσαφ (1645), ὁ Παρθένιος (1720) καί ὁ Δανιήλ (1792).

ε) Ἐπισκοπή Ἰωαννίνων. ῾Η ἐπισκοπή Ἰωαννίνων ἀντικατέστησε τήν ἐπισκοπή Δωδώνης, ἡ ὁποία εἶχε καταστραφῆ τό 550 μ.Χ. ἀπό τούς Γότθους. Τό 1285, ἐπί Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου, ἀνυψώθηκε σέ μητρόπολη ἔχοντας στήν δικαιοδοσία της τίς ἐπισκοπές Κερκύρας, Βουθρωτοῦ, Βελλᾶς, Δρυϊνουπόλεως καί Χειμάρρας. Ἱεράρχες τῆς ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων μνημονεύονται ὁ Ζαχαρίας, ὁ ὁποῖος πῆρε μέρος τό 879 στήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Νεόφυτος (1226) καί ὁ Ἰωάννης (1230).

στ) Ἐπισκοπή Φωτικῆς ἤ Φωτίκης. Πρόκειται γιά τήν ἐπισκοπή Βελλᾶς, ἀφοῦ ἡ κώμη Βελλᾶ, κοντά στόν ποταμό Καλαμᾶ, ταυτίζεται μέ τήν ἐρειπωμένη ἀρχαία πόλη τῆς Ἠπείρου Φωτική ἤ Φωτίκη. Γιά τό χρονικό διάστημα πού ὑπαγόταν στήν μητρόπολη Ναυπάκτου γνωρίζουμε τούς ἐπισκόπους Κωνσταντῖνο (1226), Μανουήλ (1227) καί Λέοντα (1229).

ζ) Ἐπισκοπή Ἀδριανουπόλεως (Δρυϊνουπόλεως). Παλαιά ἐπισκοπή τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὑπαγόταν ἀρχικά καί ἀπό τόν 5ο αἰῶνα στήν μητρόπολη Νικοπόλεως, μέ γνωστούς ἐπισκόπους τούς: Εὐτύχιο (451), Ὑπάτιο (ἀρχές 6ου αἰ.), Κωνσταντῖνο (523) καί Κοσμᾶ (787) καί μετά στήν μητρόπολη Ναυπάκτου, μέ γνωστό ἐπίσκοπο τόν Θωμᾶ (1219-1229). Τόν 11ο αἰῶνα ὑπαγόταν στήν ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδος καί ἀπό τό 1285 καί μετά στήν μητρόπολη Ἰωαννίνων, ἐνῶ ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς ἀργότερα μεταφέρθηκε ἀπό τήν Δρυϊνούπολη στό Ἀργυρόκαστρο.

η) Ἐπισκοπή Βουθρωτοῦ. ῞Εδρα τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν ἡ ἀρχαία πόλη Βουθρωτό, κτισμένη στά δυτικά παράλια τῆς Ἠπείρου, ἀπέναντι ἀπό τήν Β.Α. παραλία τῆς Κέρκυρας. Μνημονεύονται οἱ ἐπίσκοποι Στέφανος (458), Εὐθύμιος (516), Ματθαῖος (523) καί Δημήτριος (1229).

θ) Ἐπισκοπή Χειμάρρας. ῾Η ἐπισκοπή αὐτή τῆς Β. Ἠπείρου ὑπήχθη στήν δικαιοδοσία τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου ἀπό τά τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Γεώργιος (περί τό 1225) καί ἕνας ἀνώνυμος τῆς ἴδιας περιόδου.


Ἀργότερα ὑπήχθησαν στήν μητρόπολη Ναυπάκτου καί οἱ ἑξῆς ἐπισκοπές:

ι) Ἐπισκοπή Ἄρτης. Ἱδρύθηκε περί τά μέσα τοῦ 12ου αἰῶνος καί γνωστοί ἐπίσκοποί της εἶναι: ὁ Βασίλειος (1156), Ἀνώνυμος (τέλη 12ου αἰ.), Κωνσταντῖνος (1222) καί Ἰωάννης (1223).

ια) Ἐπισκοπή Κοζύλης. Ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι τό 1020 καί ἀπό τό 1050 περίπου μέχρι τό 1285, ἡ ἐπισκοπή αὐτή ὑπαγόταν στόν Ναυπάκτου.  

Ὡς ἕδρα μητροπόλεως ἡ Ναύπακτος γνώρισε μεγάλη ἐκκλησιαστική ἀκμή καί αἴγλη. Ἀπό τόν 10ο αἰῶνα χρησιμοποιήθηκε σάν ἐπίσημο λιμάνι τῆς αὐτοκρατορίας γιά τήν ἐπικοινωνία της μέ τή Δύση καί συνδεόταν ὁδικῶς μέ τήν Κωνσταντινούπολη.

Τό 1026 ἀναφέρεται «ἀνώνυμος» ἐπίσκοπος Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος σέ ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ναυπάκτου, ἐξ αἰτίας τῆς δυσβάστακτης φορολογίας, διαπομπεύθηκε δημόσια καί τυφλώθηκε. Τό 1156 ὁ Ναυπάκτου Βασίλειος ἔλαβε μέρος στήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπί αὐτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνοῦ. Λίγο ἀργότερα (1172) γίνεται λόγος γιά τόν «Λέοντα τόν Σεμνόν Ναυπάκτου θυηπόλον». Τήν περίοδο αὐτή ἐποίμαναν τήν μητρόπολη Ναυπάκτου σπουδαῖοι καί ἐπιφανεῖς ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, ὅπως ὁ λόγιος Κωνσταντῖνος Μανασσῆς (1175;-1187;), ὁ Ἀνδρέας Τζίρος (1187;-1199;), ὁ πολύς Ἰωάννης Ἀπόκαυκος (1199-1232), σπουδαία ἐκκλησιαστική προσωπικότητα καί ὁ Ἰωάννης Ξηρός (1236-1272;).

(Συνεχίζεται Συνοπτική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ναυπάκτου (Β))