Skip to main content

Δήμου Παπαντωνίου: Ὁ Ἐδέσσης Καλλίνικος. Μαθήματα ζωῆς δίπλα στόν Ἅγιο Ἱεράρχη

Δήμου Παπαντωνίου

Ὅσα καταθέτω παρακάτω, κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια νά τά συνοψίσω σέ μία σύντομη παρουσίαση καί ἀφοροῦν προσωπικά μου βιώματα πού ἔζησα δίπλα στόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρό Καλλίνικο.

*

Δήμου Παπαντωνίου: Ὁ Ἐδέσσης Καλλίνικος. Μαθήματα ζωῆς δίπλα στόν Ἅγιο ἹεράρχηΜεγάλη εὐαισθησία εἶχε στήν θεία Λειτουργία. Πάντα προσπαθοῦσε νά γίνη καί ὁ Ἑσπερινός. Ἐξηγοῦσε στόν κόσμο γιά ὅλα. Ὁ Ἑσπερινός, ἔλεγε, εἶναι τό προζύμι, ἡ νοικοκυρά δέν μπορεῖ νά κάνη ψωμί χωρίς προζύμι, καί θεία Λειτουργία χωρίς Ἑσπερινό δέν μπορεῖ νά γίνη.

*

Μεγάλες καί πολλές ἀλλαγές ἔγιναν μέσα στόν Ναό. Ἀσχολήθηκε πάρα πολύ μέ τήν ἡσυχία μέσα στόν Ναό, ἐνῶ πρῶτα μίλαγαν πάρα πολύ. Καί σιγά-σιγά, πές-πές κατάφερε νά ἐπικρατήση ἡσυχία. Σταματοῦσε τόν ψάλτη καί ἀμέσως σταματοῦσαν νά μιλᾶνε. Ἐπίσης, ἀσχολήθηκε πάρα πολύ μέ τήν καθαριότητα τῶν Ναῶν. Τά στρωσίδια ἦταν ἄγνωστα στήν περιφέρειά μας. Ἔκανε μεγάλο ἀγώνα γιά νά στρωθοῦν οἱ Ναοί. Πάρα πολλές ἐγκύκλιοι ἐγράφησαν καί ἐστάλησαν γιά ἐνημέρωση τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης, γιά τά ἱερά σκεύη, τά δισκοπότηρα ἀσχολήθηκε πάρα πολλές φορές ὁ ἴδιος. Σήκωνε τά μανίκια νά τά πλένη ὁ ἴδιος, γιά νά τά στείλουμε γιά ἐπιχρύσωση. Κατηγορήθηκε πάρα πολύ γιά ὅλα αὐτά.

*

Γιά τήν ἡσυχία μέσα στόν Ναό, ὅταν μίλαγαν (οἱ Χριστιανοί) σταματοῦσε τούς ψάλτες: «Ξέρετε ὁ μυλωνᾶς πότε κοιμᾶται; Ὅταν ὁ μύλος δουλεύει, μόλις σταματήση ξυπνάει. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ γυναῖκες, εἴδατε, σταμάτησαν».

*

Πάντα ἔλεγε, «νά ἐξομολογῆστε τακτικά, γιά νά ἔχετε τό εἰσιτήριο ἕτοιμο ἀνά πᾶσα στιγμή γιά τό ταξίδι. Ἔτσι καί ἔρθει τό τραῖνο δέν περιμένει. Ἄν κανένας πέση σέ παράπτωμα καί στενοχωρέση κανέναν, νά κοιτάξη πρίν πέση ὁ ἥλιος νά πάη νά ζητήση συγγνώμη.

Δέν ὑπῆρχε ἡμέρα νά μήν μνημονεύση μετάνοια, κρίση, παράδεισο. «Θά φύγουμε, παιδί μου, μιά μέρα, νά λές πέρασε ἕνας Δεσπότης, ἦταν τέτοιος ἤ ἀλλιῶς, εἶχε ἕνα καλό». «Γιατί, Σεβασμιώτατε, μόνο ἕνα καλό ἔχετε; Ποιό εἶναι αὐτό τό καλό;». «Δέν ἐξέδωσε ἔντυπο δικό του, νά λές. Τί νά τό κάνω τό περιοδικό, τί νά γράψω, ὅτι θά πάω νά λειτουργήσω; Γιατί, ποιά εἶναι ἡ δουλειά μου; Μήπως εἶναι νά χαλιβώνω ἄλογα; Ἀσφαλῶς θά λειτουργήσω, θά κηρύξω, αὐτά εἶναι τά καθήκοντά μου».

*

Πάντα στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας εὐχαριστοῦσε τόν κόσμο καί ἔλεγε: «Σᾶς εὐλογῶ μέ τά δυό μου τά χέρια, μέ τά χέρια πού ἔπιασα τόν ἴδιο τόν Χριστό, τήν θεία Κοινωνία». Καί ἔλεγε: «Νά ἔχετε τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἰσαάκ τά ἀγαθά. Μοῦ εὔχεσθε χρόνια πολλά. Τά δικά μου νά εἶναι πολλά, τά δικά σας πιό πολλά. Πῶς νά μήν εἶναι πολλά μέ τέτοιον κόσμο πού ἔχω, μέ τέτοια παιδάκια. Πολλοί μοῦ λένε: Σεβασμιώτατε, κουράζεστε πολύ. Τί λέτε, ἀπαντοῦσε, ὁ τσομπάνης κουράζεται νά ἀρμέγη τά πρόβατα; Καί ἐγώ τό ἴδιο κάνω. Σέ μερικά ἀπό αὐτά ἔχει δώσει καί ὀνόματα, καί ἐγώ γνωρίζω τά πρόβατα. Νά ὁ Γιωργάκης καί ἡ Μαρία, ἡ Κατερίνα, ἔλεγε μερικά ὀνόματα. Νά πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία».

*

Ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Νοσοκομεῖο, θεραπεύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ πνευματικός εἶναι ὁ γιατρός, δωρεάν μᾶς θεραπεύει. Ὅταν ἀρρωσταίνουμε ψάχνουμε τόν καλύτερο γιατρό, τρέχουμε στήν πόλη, ἄν χρειαστῆ πᾶμε καί στό ἐξωτερικό».

*

Ἐδῶ παραθέτω μία μαρτυρία γιά τόν παππού του, πού ἦταν παππούλης. Ἐπειδή ἦταν πάρα πολλά χρόνια στό χωριό, ἀποφάσισε ὁ Δεσπότης νά τόν πάη σέ μιά Ἐνορία πιό κοντά, γιατί ἦταν πάρα πολύ δύσκολο ἐκεῖ πού ἦταν. Μάζεψε τά πράγματά του, τά ἄμφια, πῆγε νά χαιρετίση τίς εἰκόνες. Ὅταν ἔφθασε στήν Παναγία, τήν κοίταξε καλά καί εἶπε: «Παναγία μου, δέν σέ ἀφήνω, δέν μπορῶ νά φύγω. Καί πῆρε τόν Δεσπότη καί τοῦ λέει: Δεσπότη μου ἄφησέ με νά πεθάνω ἐκεῖ».

*

Ἡ πρώτη του φροντίδα ἦταν νά πάρουμε μεγάφωνα μεγάλης ἐμβέλειας νά ἀκούγονται πολύ δυνατά. Τόν πρῶτο καιρό ἔκανε δύο καί τρία κηρύγματα κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής τόν πρῶτο καιρό κουραζόμουν πάρα πολύ. Καί μοῦ ἔλεγε: «Ἐσύ τό νοῦ σου στά μεγάφωνα». Καί ἔλεγε: «Πολλές ἄσπρες τρίχες στά γένια μου εἶναι ἀπό τά μεγάφωνα». Εἶχε ἀσχοληθῆ καί στό Μεσολόγγι μέ τά μεγάφωνα.

*

Τόν πρῶτο καιρό πού ἦρθε μέ ρώτησε ἄν ξέρω νά χτυπῶ τήν καμπάνα, μονοκάμπανο, διπλοκάμπανο, τριπλοκάμπανο. «Ἅμα βάλης τά μεγάφωνα, μετά θά χτυπᾶς τίς καμπάνες γιά ἀρκετή ὥρα καί ἐγώ θά μιλάω: Ἀγαπητοί Χριστιανοί, σήμερα εἶναι γιορτή, ἐλᾶτε στήν Ἐκκλησία. Ἀκοῦτε τίς καμπάνες, ἡ καμπάνα εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, μᾶς καλεῖ νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία. Κανείς νά μήν ἀπουσιάση». Σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἔκαμνε συστάσεις νά μήν μιλᾶνε, πῶς νά κοινωνᾶνε. Στό τέλος ἐξηγοῦσε στά παιδιά τοῦ Σχολείου πόσοι εἶναι οἱ βαθμοί τῆς Ἱερωσύνης: «Οἱ βαθμοί τῆς Ἱερωσύνης εἶναι τρεῖς: Διάκος, Πρεσβύτερος καί Ἐπίσκοπος-Δεσπότης. Ὁ Διάκος εἶναι βοηθός τοῦ Πρεσβυτέρου, δέν μπορεῖ νά τελέση μυστήριο. Ὁ Πρεσβύτερος κάνει ὅλα τά μυστήρια ἐκτός χειροτονία καί ἐγκαίνια Ναοῦ. Ὁ Δεσπότης κάνει ὅλα τά μυστήρια. Γιά νά καταλάβουμε ποιός εἶναι Δεσπότης, πρέπει νά δοῦμε ποιός φοράει ἐγκόλπιο, αὐτό πού φοράω ἐγώ, τοῦτο. Ἀπό αὐτό γνωρίζουμε τόν Δεσπότη. Νά σᾶς πῶ, ἔλεγε, τά ἄμφια τοῦ Δεσπότη πού διαφέρουν ἀπό τοῦ παπᾶ, εἶναι ἡ μίτρα, ὁ σάκος, το μικρό καί μεγάλο ὠμόφορο. Εὔχομαι κάποιο ἀπό τά παιδάκια νά τά φορέση».

*

Τά πρῶτα χρόνια κάναμε πολλά χιλιόμετρα μέ ἕνα πολύ παλιό αὐτοκίνητο, ἀπό θαῦμα γλιτώσαμε, μέ τίς εὐλογίες καί μέ τήν παρουσία τήν δική του δέν πάθαμε τίποτα. Θά ἀναφέρω λίγες περιπτώσεις.  Μιά φορά στόν Ἀξό, στίς 25 Ἰανουαρίου πρωΐ πήγαμε νά λειτουργήσουμε. Μόλις σταμάτησε τό αὐτοκίνητο ἔφυγε ἡ μπροστινή ἡ ρόδα.

Ἐπίσης, χειμώνα πηγαίναμε στό Ἅγιον Ὄρος, βρέθηκα σέ μιά αὐλή στά Στάγειρα τῆς Χαλκιδικῆς. Τότε, σέ ἐκεῖνο τό ταξίδι ἀποκλειστήκαμε στό Ἅγιον Ὄρος λόγῳ θαλασσοταραχῆς. Τότε τό μοναστήρι ἀγγαζάρισε εἰδικό Δελφίνι, σάν τσόφλι πετοῦσε πάνω ἀπό τά κύματα. Καί πάρα πολλά τέτοια συνέβησαν, δέν μπορῶ νά τά ἀπαριθμήσω.

*

Ὅταν γυρίζαμε περασμένη ὥρα τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος στό αὐτοκίνητο, γύριζε καί ἀκουμποῦσε στόν ὦμο μου καί προσπαθοῦσα νά μήν κάνω καμμιά κίνηση καί τόν ξυπνήσω. Μόλις ξύπναγε ἔλεγε: «Τώρα δέν θέλω οὔτε φαγητό, θέλω μόνο νά ξεκουραστῶ». Ἐκεῖ πού ἔλεγε νά ξεκουραστῆ, πάντα κάποιος θά τόν περίμενε καί πάντα μέ διάθεση καί καλωσύνη τόν δεχόταν. Ποτέ δέ δυσανασχετοῦσε.

*

Κάποτε, πηγαίναμε σέ ἕνα χωριό. Εἴδαμε ἕνα τσομπάνο νά βόσκη τά πρόβατα. «Σταμάτα, μοῦ λέει, νά κουβεντιάσουμε λίγο». «Γειά σου, συνάδελφε, τοῦ λέει, πῶς εἶναι τό ὄνομά σου;». «Τάδε, ἀπαντάει ὁ τσομπάνης». «Ὡραῖα, ξέρεις ὅτι εἴμαστε συνάδελφοι;», τοῦ λέει ὁ Δεσπότης. «Ἀπό ποῦ εἴμαστε; Ἐσύ εἶσαι παπάς καί ἐγώ βοσκός». «Καί ἐγώ βόσκω πρόβατα, μέ τήν διαφορά ἐσύ τά ἔχεις βρῆ, ἐγώ τρέχω νά τά βρῶ. Ἕνα ἀπό τά πρόβατά μου εἶσαι ἐσύ».

*

Ἐπιστρέφαμε ἀπό ταξίδι, ἔλεγε: «Αὐτά πρέπει τά ἔγγραφα νά φύγουν». Καθόταν ὁ ἴδιος νά βοηθήση νά τά φακελώσουμε. Δέν αἰσθανόταν καλά νά ἀνέβη ἐπάνω καί ἐγώ νά δουλεύω κάτω. Ἐπίσης, ὅσες φορές χρειάστηκε νά βάλω ἁλυσίδες στό αὐτοκίνητο, κατέβαινε καί ὁ ἴδιος ἀπό τό αὐτοκίνητο, παρ’ ὅλο πού ἔκανε κρύο, καί μάλιστα κρύωνε πάρα πολύ. Δέν αἰσθανόταν καλά νά κάθεται μέσα στό αὐτοκίνητο καί ἐγώ νά βάζω τίς ἁλυσίδες.  Τίς περισσότερες φορές τοῦ Δεσπότη τό αὐτοκίνητο ἔβγαινε πρῶτο τίς Κυριακές, τότε μηχανήματα δέν ὑπῆρχαν νά καθαρίσουν τούς δρόμους.

Μιά φορά εἶδε κυνηγούς πρωΐ-πρωΐ μέσα στά χιόνια καί μοῦ λέει: «Κοίταξε τί κάνουν γιά ἕνα λαγό καί ἐμεῖς θα φοβηθοῦμε νά πᾶμε νά λειτουργήσουμε;».

*

Στίς χειροτονίες, συνήθως, προσφωνοῦσε τόν χειροτονούμενο καί τοῦ ἔλεγε: «Ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θέλω νά εἶσαι μάρτυρας ὑπερασπίσεώς μου».

Ἔλεγε στά κηρύγματα: «Στό δικαστήριο θά παρουσιαστοῦμε τσίτσιδοι, χωρίς μίτρα, χωρίς ἄμφια, χωρίς πατερίτσα, γιά νά ἀπολογηθοῦμε. Οὔτε μεσάζοντες οὔτε μέσα χωρᾶνε».

Ἔλεγε γιά τόν σεβασμό ἀπό τά παιδιά πρός τούς γονεῖς: «Κάποτε, ἕνας πατέρας ἀπό ἐδῶ, τήν περιφέρειά μας, εἶχε γυιό σέ μεγάλη θέση στό Ὑπουργεῖο. Κατέβηκε ὁ καημένος νά συναντήση τόν γυιό του, τήν ὥρα πού θά σχολοῦσαν, καί περίμενε στήν ἔξοδο τοῦ Ὑπουργείου. Μόλις εἶδε τόν γυιό, φωνάζει τό ὄνομά του καί ὁ γυιός ἔκανε πώς δέν τόν γνωρίζει. Τοῦ ἀπαντοῦσε, αὔριον γραφεῖο καί πάλι αὔριον γραφεῖο. Πῆρε ὁ καημένος τό λεωφορεῖο ψιθυρίζοντας, αὔριον γραφεῖο. Μαράζωσε μέ τήν λέξη στό μυαλό, αὔριον γραφεῖο».

Κάποιος ἄλλος γυιός, ἐκτός περιφερείας, μαγαζάτορας, τοῦ εἶπαν: «Πέθανε ἡ μάνα σου. Ἑτοιμάστε την μέχρι πού νά κλείσω ἐγώ τό μαγαζί».

Πολύ σεβασμό εἶχε στούς γονεῖς, πάντα ἔλεγε στούς νέους (νά) σέβονται τούς γονεῖς. «Εὐχή γονέων ἔπαρε καί στά βουνά περπάτει». Ἔλεγε, ἄν κορόϊδευε κανένας τούς γέρους πού εἶχαν ἄσπρα μαλιά: «Χιόνια στά βουνά; Θά ἔρθουν καί στούς κάμπους».

*

Ἐκτός ἀπό τά ἔγγραφα πού ἔστελνε, ἔκανε πολύ τακτικά σεμινάρια γιά νά βελτιωθῆ τό ἐπίπεδο τῶν Κληρικῶν. Ἐπιδίωκε νά διανυχτερεύουμε στά χωριά τά ἀπομακρυσμένα, γιά νά καθίση τό βράδυ στό καφενεῖο νά δῆ τόν κόσμο. Πολλές φορές ἐμένα μέ ἔδιωχνε νά γυρίσω στό σπίτι μου γιά νά ξεκουραστῶ.

Ποτέ δέν χρησιμοποιοῦσε ἄλλον ὁδηγό στό αὐτοκίνητο. Ποτέ δέν κράτησε Διάκο γιά πολύ καιρό. Τούς χειροτονοῦσε γρήγορα γιά νά βολέψη κάποια Ἐνορία. Τούς πτυχιούχους Διάκους τούς ἔστελνε νά κηρύττουν. Χαιρόταν πάρα πολύ ὅταν χειροτονοῦσε μορφωμένους καί ἀγάμους Κληρικούς, γιά νά κηρύττουν τόν θεῖο λόγο. Ἐπίσης, ἔστελνε γραπτό κήρυγμα γιά ὅλες τίς Κυριακές.

*

Οἱ Διάκοι ἔπρεπε νά εἶναι προετοιμασμένοι. Μέσα στό αὐτοκίνητο τούς ρώταγε Ἀπολυτίκιο, Κοντάκιο, Εἰσοδικό, Ἀπόστολο, Εὐαγγέλιο. Μονοκάμπανο χτυπάει τίς καθημερινές, διπλοκάμπανο τίς μικρές γιορτές καί τριπλοκάμπανο τίς μεγάλες γιορτές.

*

Διάκο μόνιμο δέν κράτησε ποτέ. Λόγῳ ἐλλείψεως Κληρικῶν τούς χειροτονοῦσε γρήγορα σέ Πρεσβυτέρους, γι' αὐτό πολλές φορές μέ τά ἄμφια τόν βοηθοῦσα ἐγώ καί πάρα πολλές φορές τό Ἅγιος ὁ Θεός τοῦ Βήματος τό ἔλεγα ἐγώ –μέ συγχωρεῖτε γιά τά πολλά ἐγώ. Ἀπό τόν πρῶτο καιρό πού ἦρθε στήν Μητρόπολή μας ὁ Μητροπολίτης Καλλίνικος μέ περιέβαλε μέ πάρα πολλή ἀγάπη. Μέ διόρισε ἀμέσως, μέ τακτοποίησε μισθολογικά. Ἀμέσως μέ διόρισε, ἀναγνώρισε ὅλα τά προηγούμενα χρόνια ἐργασίας μου πληρώνοντας ἀπό τά προσωπικά του χρήματα, πού δέν εἶχε, προσπαθοῦσε νά βρῆ κάθε τρόπο γιά νά μέ βοηθήση.

*

Μεγάλη τιμή καί εὐλάβεια εἶχε γιά τούς μοναχούς τούς ἁγιορεῖτες, γι’ αὐτό πήγαινε τακτικά στό Ἅγιον Ὄρος. Καθόταν στίς ἀκολουθίες ὅλη τήν νύχτα καί δέν κουραζόταν, τόν εὐχαριστοῦσε. Ἔρχονταν καλόγεροι ἀπό ὅλα τά Μοναστήρια νά τόν δοῦν καί νά τόν ἀκούσουν. Μέσα στήν πόλη, στήν Ἔδεσσα κυκλοφοροῦσε συνήθως μόνος του χωρίς συνοδό. Πήγαινε στό Νοσοκομεῖο γιά ἐπίσκεψη στούς ἀρρώστους καί σέ διάφορα Ἱδρύματα. Τοῦ ἄρεζε νά κουβεντιάζη στόν δρόμο μέ γέροντες καί μέ μικρά παιδάκια.

*

Πολλές φορές στό ταξίδι μισοκοιμισμένος εὐχαριστοῦσε τόν Θεό καί ἔλεγε: «Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου». Πολλές φορές τό ἔλεγε. Ἐπίσης, ἔλεγε: «Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἔφερες σέ αὐτόν τόν κόσμο, σέ αὐτόν τόν τόπο. Σέ εὐχαριστοῦμε, Θεέ μου, πού εἴμαστε Χριστιανοί καί γνωρίσαμε τό θέλημά Σου. Πολύς κόσμος πλανᾶται καί δέν ξέρει ποῦ βαδίζει».

*

Ἀγάπησε πάρα πολύ τόν τόπο καί τόν κόσμο. Πάρα πολλές φορές δόξαζε τόν Θεό καί τόν εὐχαριστοῦσε καί ἔλεγε: «Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἔφερες σέ αὐτόν τόν τόπο καί σέ αὐτόν τόν κόσμο».

*

Ἦταν πολύ λιτοδίαιτος. Πάρα πολύ λίγο ἔτρωγε. Παρ' ὅλα αὐτά ἦταν ἀκούραστος. Ὅταν ἐπρόκειτο νά δώση προαγωγές, διορισμούς καί διαβαθμίσεις δέν ἡσύχαζε, «μήν τυχόν ἀδικήσουμε κανέναν», ἔλεγε. Ὅταν ἐρχόταν ἀπόγευμα καί δέν ἦταν κανένας στήν Μητρόπολη, ἔπαιρνε τόν δίσκο καί κερνοῦσε ὁ ἴδιος. Κατέβαινε πάντα πρῶτος στό Γραφεῖο (τό πρωΐ), ἄνοιγε νά ἀεριστῆ καί ξεσκόνιζε μόνος του τό γραφεῖο.

*

Ἦταν ἀφιλοχρήματος σέ μεγάλο βαθμό. Πάρα πολλά ἔξοδα ὑπηρεσιακά τά πλήρωνε ἀπό τήν τσέπη του, τηλεγραφήματα, ὑπηρεσιακά δέματα πού ἔπρεπε νά σταλοῦν, εἰσιτήρια ἀεροπορικά. Ποτέ δέν ἔπαιρνε ἀποδείξεις ὅ,τι ἔξοδα κάμναμε, φαγητό ἤ ξενοδοχεῖα, ὅλα τά ἐκάλυπτε ὁ ἴδιος. Τά αὐγά πού μοίραζε τό Πάσχα τά πλήρωνε ἀπό τήν τσέπη του. Ἀπό τό τιμολόγιο τοῦ Ο.Τ.Ε. τῆς Μητροπόλεως, ἕνα μέρος ἐπλήρωνε ὁ ἴδιος. Στήν ἐρώτηση πού τοῦ ἔκανα: «Γιατί, Σεβασμιώτατε;». «Μήπως παίρνω καμιά φορά τούς συγγενεῖς μου, γι' αὐτό». Ὅσες φορές χρειάστηκε νά ταξιδέψουμε γιά προσωπικούς λόγους, κηδεῖες, μνημόσυνα συγγενῶν, ἔλεγε: «Ἀπό σήμερα μέχρι νά γυρίσουμε ὅ,τι χρειαστεῖ γιά τό αὐτοκίνητο καί τά δικά σου ἔξοδα θά εἶναι δικά μου, δέν θά πάρης καμμιά ἀπόδειξη γιά τό ταμεῖο τῆς Μητροπόλεως». Ἐλεημοσύνες πάντα ἀπό τήν τσέπη του ἔδινε. Δέν ξέρω ἄν πρέπει νά ἀναφέρω λεπτομέρειες πολλές.

*

Ἦταν πάρα πολύ αὐστηρός στά καθήκοντά του, εἶχε πολλές ἀπαιτήσεις, παρ' ὅλα αὐτά τά κατάπινε μέσα του, γι' αὐτό ποτέ δέν τιμώρησε παπᾶ. Καί ἔλεγε: «Ἄν γινόμουν Δεσπότης πρίν δέκα χρόνια, δέν ξέρω ἄν θά τά ἀνεχόμουν ὅλα αὐτά». Καί ἔτσι καθόταν καί ἔγραφε τίς παρατηρήσεις, καί ἔλεγε: «Ὁ Φλωρίνης καί ἐγώ ἀκριβαίναμε πολύ τό χαρτί». Μετά ἀπό κάθε περιοδεία, ὅ,τι παράβαση ἔβλεπε σημείωνε καί ἀκολουθοῦσε Ἐγκύκλιος: «Δῆμο, φρόντισε τόν πολύγραφο νά πιῆ μπόλικη μελάνη γιά νά βγοῦν ἔντονα τά γράμματα καί νά φύγη σήμερα, ἄν εἶναι δυνατόν».

*

Τήν σιωπή τήν εἶχε περί πολλοῦ, γι’ αὐτό τῆς εἶχε δώσει πολλά ὀνόματα, (ὅπως) ὁ Στύλιας, ὁ Σιώπιος, ὁ Μώκιος. Ἔλεγε: «Ὅποιος μιλάει λίγα εἶναι κερδισμένος».

*

Γιά πάρα πολλούς Χριστιανούς ἔλεγε, ὅταν δέν θέλανε νά πᾶνε Ἐκκλησία, καί κοροϊδεύανε, τούς συνιστοῦσε: «Νά! εἴτε πᾶτε εἴτε ὄχι ἡ βρύση ρίχνει τό νεράκι». Καί ἔλεγαν: «Νά σκάση (ἡ) βρύση, δέν πίνω νερό». «Ἄνθρωπε, ἡ βρύση δέν παθαίνει τίποτε, ἐσύ θά σκάσης».

*

Κάποτε, ἕνας πατέρας ἔλεγε στόν γυιό: «Παιδί μου, ἐσύ δέν πρόκειται νά γίνης ἄνθρωπος». Ὁ γυιός μεγάλωσε, ἔγινε γενικός διευθυντής τῆς περιοχῆς καί ἔστειλε νά φέρουν τόν πατέρα του ἁλυσοδεμένο. Καί τοῦ λέει: «Πατέρα, θυμᾶσαι πού ἔλεγες δέν πρόκειται νά γίνω ἄνθρωπος; Βλέπεις, ἔγινα διοικητής». «Διοικητής ἔγινες, ἀλλά ἄνθρωπος δέν ἔγινες».

*

Κάποτε πῆρε ἀπόφαση ἡ Σύνοδος, ἐπειδή στήν Ἀθήνα πολλοί ἤθελαν νά κάνουν γάμο παρουσία Δεσπότη, γι’ αὐτό ἔπρεπε νά πᾶνε στήν Ἀρχιεπισκοπή νά πληρώσουν ἕνα παράβολο δύο χιλιάδες δραχμές, γιά νά ἔχουν Δεσπότη. Τό ἐπλήρωνε ὁ ἴδιος χωρίς νά πάρη χαμπάρι ὁ καλῶν, γιά νά παρευρεθῆ στόν γάμο. Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι πάρα πολλές.

*

Ἐρχόταν μερικές φορές ἕνας Δεσπότης πού δέν εἶχε μισθό. Μοῦ ἔλεγε ἐκεῖνος: «Δῆμο, πάρε τά κλειδιά καί βάλε ἁγιασμό». Ἀμέσως ὁ Καλλίνικος μοῦ ἔλεγε: «Δῆμο, μήν φύγης σέ θέλω». Ἔβγαινε ἀπό τό Γραφεῖο καί μοῦ ἔδινε λεφτά νά βάλω ἁγιασμό, δηλαδή βενζίνη.

*

Κάποτε ἦταν σέ μιά ἐπιτροπή στόν ΟΔ.Δ.Ε.Π., καί εἶχε κατηγορηθῆ μέ ἀνυπόστατες κατηγορίες στόν τύπο. Τοῦ εἶπα: «Σεβασμιώτατε, τά παιδιά ἦρθαν κλαίγοντας ἀπό τό Σχολεῖο, γιατί τά εἶπαν πώς ὁ μπαμπάς τους θά πάη φυλακή μέ τόν Δεσπότη». Καί ἀπαντάει: «Γιά μένα δέν μέ πειράζει καθόλου, ὅ,τι θέλουν ἄς ποῦνε, θά λαλήση ὁ οὐρανός. Λυπᾶμαι γιά τά μικρά παιδιά πού τά δηλητηριάζουν».

*

Πολλοί Δεσποτάδες τόν ζήλευαν. Κάποιος, χαριτολογώντας, τοῦ εἶπε: Ἐσύ καί στήν κόλαση νά πᾶς θά περάσης καλά. Ἕνας ἄλλος φοβόταν μήν τοῦ πάρη κανέναν ὑποψήφιο παπά. Φώναξε: Τόν νοῦ σας ἦρθε ὁ Ἐδέσσης, κάτι θά πάρη ἤ ἄνθρωπο ἤ πράμα.

*

Ἐπίσης, γυναῖκες μέσα στό αὐτοκίνητο ποτέ δέν μπῆκαν. Γιά νά φαντασθῆτε τί συνέβη κάποτε μέ τήν Μητέρα του, γριούλα 78 χρονῶν. Ἀρρώστησε καί ἦρθε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ὁ Διευθυντής ἀπό τό Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο, φίλος τοῦ Δεσπότη. Τήν εἶδε, τήν ἐξέτασε καί λέει νά τήν κατεβάσετε κάτω, γιά νά τήν παρακολουθήσω μερικές μέρες. Τήν ἑπομένη παίρνουμε ἕνα ταξί γιά τήν γιαγιά καί τήν ἀδελφή τοῦ Δεσπότη. Ἐμεῖς μπροστά καί τό ταξί πίσω νά μᾶς ἀκολουθῆ.

Κάποια ἄλλη φορά περνούσαμε ἀπό τά Γιαννιτσά, εἴδαμε στήν στάση ἕνα ἀνδρόγυνο γνωστό. «Κατέβα νά τούς ἐξηγήσης γιατί δέν μποροῦμε νά τούς πάρουμε».

*

Κάποιος Ἀρχιερεύς, ὁ Καλαβρύτων, μιά φορά μοῦ λέει: «Τί ἔχει πάθει ὁ Δεσπότης μαζί σου; Στήν Σύνοδο ἔκανε θέμα γιά ἐπίδομα νά δοθῆ στούς ὁδηγούς. Εἶπε, μάλιστα, νά προσέχουμε τούς ὁδηγούς, διότι σέ αὐτούς κρέμεται ἡ ζωή μας, διότι δέν ξεκουράζονται. Πρέπει νά παρακαλοῦν νά ἀρρωστήσουμε γιά νά ξεκουραστοῦν».

*

Πολλές φορές ρώταγε γιά τήν πρόοδο τῶν παιδιῶν. Παίρναμε τηλέφωνο τά βράδυα, ἔστω καί ἀργά, ὅταν συναντούσαμε καμμιά δυσκολία στό μάθημα. Ὅταν (ἦταν) ἄρρωστος στό Νοσοκομεῖο πήγαμε νά τόν δοῦμε, μᾶς ρώτησε: «Τί κάνει ἡ Δήμητρα; Φέτος γράφει Πανελλαδικές»; «Ναί τοῦ λέμε». «Θά περάση», μᾶς λέει. Ἑτοιμαζόμασταν νά μετακομίσουμε στό καινούριο σπίτι, τόν Ἀπρίλιο, μεγάλη ἑβδομάδα.

Τόν ρώτησα: «Σεβασμιώτατε, νά μετακομίσουμε ἤ νά σᾶς περιμένουμε νά γίνετε καλά, νά κανονίσουμε τά ἐγκαίνια, νά κάνετε ἁγιασμό»; «Καί νά μετακομίσετε καί μέ τό καλό ὅταν ἔρθω θά ἔρθουμε μέ ὅλο τό ἐπιτελεῖο νά κάνουμε τά ἐγκαίνια». Καί ἔδωσε ἐντολή στόν π. Ἱερόθεο νά δώση ἕνα ποσόν ἀπό τόν μισθό του γιά δῶρο.

Θέλω νά πιστεύω, ὅ,τι ἔκανα καί ὅ,τι πέτυχα ἔγινε μέ τίς εὐλογίες του. Καί σήμερα, ἀκόμα, πάντα ζητᾶμε εὐλογίες καί τίς εὐχές τοῦ μακαρίτη. Δόξα τῷ Θεῷ μοῦ ἔδωσε τρεῖς γαμπρούς, τρία παληκάρια, πάρα πολύ καλά παιδιά.

*

Δεκαεπτά χρόνια, ποτέ μά ποτέ δέν κατέβηκε καθυστερημένα, πάντα στήν ὥρα του, γιά νά μήν πῶ πάντα περίμενε ἔξω, ἕτοιμος νά φύγουμε. Ἐπίσης, τίς βαλίτσες μέ τά ἄμφια τά κατέβαζε ὁ ἴδιος. Παρ’ ὅλο πού εἶχε λειτουργήσει τήν προηγουμένη, ἄνοιγε πάλι τίς βαλίτσες νά βεβαιωθῆ ὅτι ἦταν ἐντάξει τά ἄμφια.

*

Νά ποῦμε μερικά γιά εὐλάβεια τῆς οἰκογένειας. Τήν γιαγιά του τήν ὀνόμαζε βάβα καί ἔλεγε: «Ἡ βάβα μᾶς ἔλεγε ὅταν πηγαίναμε στόν Προυσώ, στό Μοναστήρι, καί τό νερό πού θά πιοῦμε νά τό ξεχρεώσουμε μέ λάδι. Ὅταν κατεβαίνουν μουλάρια τῆς Μονῆς στό χωριό νά σηκώνεστε ὄρθιοι, γιατί περνᾶν τά μουλάρια τῆς Παναγίας. Ἐπίσης, καί τίς τρίχες ἀπό τό κεφάλι πού χτενιζόταν (ὁ παπα-Θανάσης) νά τίς πᾶτε στήν λίμνη».

*

Γιά τήν εὐγένεια τῶν συγγενῶν του, ὅσες φορές κατεβαίναμε στήν Ἀθήνα ἔπρεπε τά ἀδέρφια του νά περάσουν νά τόν δοῦνε. Ἔπρεπε νά δοῦν καί μένα, καί πάντα μέ τά δῶρα τους ὅλοι, δέν μέ θεωροῦσαν ξένο. Ὅταν ἐπρόκειτο νά φύγω νωρίς νά πάω νά ἡσυχάσω στό ξενοδοχεῖο, πάντα ἔπρεπε νά φάω πρῶτα καί μετά νά φύγω. Πάντα κάποιος θά καθόταν γιά παρέα στό τραπέζι. Μετά τό φαγητό, φεύγοντας, θά μέ ξεπροβόδιζε, ἄν δέν ἔμπαινα στό ἀνσανσέρ δέν ἔφευγε, νά κλείση τήν πόρτα, περίμενε μέχρι νά φύγω. Ὅσες φορές οἱ συγγενεῖς του ἔρχονταν στήν Ἔδεσσα, ἔπρεπε νά περάσουν ἀπό τό σπίτι μου γιά ἐπίσκεψη, ἀσφαλῶς, πάντα μέ τά δῶρα τους.

*

Νά ζητήσω συγγνώμη ἀπό ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἔχουν συγχωρεθῆ. Ὁ Θεός νά τούς ἀναπαύση, ἦταν ὅλοι ἄνθρωποι πιστοί στόν Θεό καί πολύ θεοφοβούμενοι.  Ἐπίσης, ζητῶ συγγνώμη ἀπό τούς συγγενεῖς πού βρίσκονται στήν ζωή, καί τούς εὐχαριστῶ πολύ γιά τόν σεβασμό καί τήν εὐγένεια πού ἔχουν ἀπέναντί μου. Ἐπίσης, εὐχαριστῶ ὅλους τούς συνεργάτες του, πού ἦταν κοντά του. Τόν Ἅγιο Ναυπάκτου, τόν Ἅγιο Ἐδέσσης καί ὅλους τούς Ἱερεῖς πού διετέλεσαν κατά τήν διάρκεια τῆς ποιμαντορίας του.

*

Μιά μέρα πρίν πάει στό Λονδῖνο γιά ἐγχείρηση, πῆρε τηλέφωνο στό σπίτι μου. Ἐγώ δέν ἤμουν σπίτι καί λέει στή σύζυγό μου: «Κυρία Μαρία εἶναι αὐτοῦ ὁ κύριος Δῆμος»; Μόνον ὅταν ἤμασταν μόνοι μέ ἀποκαλοῦσε Δῆμο, χωρίς τό «κύριε». «Σέ παρακαλῶ, τῆς λέει, γιά αὔριον τό ἀπόγευμα μήν προγραμματίσετε νά πᾶτε πουθενά, θά φύγουμε γιά τό ἀεροδρόμιο». Τήν ἑπομένη κάναμε τόν σταυρό μας φεύγοντας. Ὅταν φθάσαμε στό Νοσοκομεῖο, καθώς πήραμε τήν στροφή ἀριστερά, κοιτᾶ πρός τήν Ἔδεσσα, πρός τόν ψηλό βράχο καί τήν Ἱερά Μητρόπολη, ἀναστέναξε καί λέει: «Δῆμο, ὅ,τι διδάσκαμε στόν κόσμο τώρα νά ἐφαρμόσουμε ἐμεῖς».

Συνήθως, στά κηρύγματα ἔλεγε: «Ἀγαπητοί Χριστιανοί, νά εἴμαστε ἕτοιμοι, διότι δέν ξέρουμε τί μᾶς βρίσκει. Νά πηγαίνουμε στόν ἐξομολόγο, νά κοινωνᾶμε, νά εἴμαστε ἕτοιμοι ἀνά πᾶσα στιγμή, διότι ἔτσι καί ἔρθη τό τραῖνο, ἄν τό εἰσιτήριο δέν εἶναι ἕτοιμο, θά μᾶς ἀφήση καί θά φύγη. Ἔτσι, ἔρχονται τά ἀπρόοπτα, κάτι θά μᾶς πονέση, δέν πᾶμε στήν Ἔδεσσα νά δοῦμε τί ἔχουμε; Μετά τήν Ἔδεσσα δέν πᾶμε καί στήν Θεσσαλονίκη, μετά Ἀθήνα καί μετά Λονδῖνο». Ἀκριβῶς ὅπως τά ἔλεγε. «Γιά τό σῶμα ὅλα αὐτά, γιά τήν ψυχή μας δέν πρέπει νά ἐνδιαφερθοῦμε»;

*

Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού ἤμουν τυχερός ἄνθρωπος νά γνωρίσω αὐτόν τόν Ἅγιο ἄνθρωπο. Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, Ἅγιος μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως. Ἔχει μείνει στίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πολλοί Χριστιανοί ἀκόμα πού μέ συναντᾶνε, ἀκόμα καί σήμερα λένε, «νά ὁ ὁδηγός τοῦ Καλλινίκου».

Δεκαεπτά ὁλόκληρα χρόνια κοντά του ποτέ, μά ποτέ δέν μοῦ ἔκανε οὔτε μιά παρατήρηση ὡς προϊστάμενός μου. Πάντα εὐγενικός, πάντα γλυκύς, μέ εὐγένεια καί καλωσύνη.

Δέν ξέρω ἄν θά μπορέσω ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως νά τόν ἀντικρύσω, νά τοῦ ζητήσω ἔλεος καί νά μέ συγχωρήση γιά τυχόν λάθη, ἠθελημένα ἤ ὄχι, πού ἔκανα.

Αὐτή εἶναι μιά σημαντική μαρτυρία ἑνός ὁδηγοῦ τοῦ αὐτοκινήτου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, γιά τόν Μητροπολίτη του. Εἶναι μιά μαρτυρία ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου πού εἶχε τήν εὐλογία νά περάση ἕνα μέρος τῆς ζωῆς του, ἴσως τό πιό σημαντικό, δίπλα σέ ἕναν Ἅγιο Ἄνθρωπο.

  • Προβολές: 3438