Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Λαὸς, Κράτος καὶ Ἐκκλησία

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Στίς συζητήσεις πού γίνονται στή Βουλή γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, ἀλλά καί σέ κείμενα διαφόρων διανοουμένων πού δημοσιεύονται στίς ἐφημερίδες γίνεται λόγος γιά τήν ἐκ νέου συνταγματική ρύθμιση τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας. Πολλοί μιλοῦν γιά τήν ἀνάγκη “ἐκσυγχρονισμού” τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος, προσαρμογῆς του στά εὐρωπαϊκά δεδομένα καί αὐτό τό ἐντοπίζουν κυρίως στήν ἀποβολή ἀπό τά ἄρθρα τοῦ κάθε ἀναφορᾶς σέ “ὑπερβατικές ἔννοιες”, ὅπως εἶναι ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν προμετωπίδα του, καθώς καί στήν ἀλλαγή τῶν ἄρθρων 3 καί 13, πού ἀναφέρονται τό πρῶτο στήν “ἐπικρατοῦσα ἐν Ἑλλάδι θρησκεία” καί τό δεύτερο στήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Στήν πραγματικότητα τόν “ἐκσυγχρονισμό” τοῦ Συντάγματος τόν ἐννοοῦν ὡς μιά ἐπιβολή τῆς ἀποϊεροποίησης τῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν, ποῦ, γιά νά ἐπιτευχθῆ, θεωρεῖται ἐπιβεβλημένος ὁ χωρισμός τοῦ Κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Ἄν προσέξει κανείς τίς τοποθετήσεις ὁρισμένων θιασωτῶν τοῦ χωρισμοῦ Κράτους καί Ἐκκλησίας, θά διαπιστώση ὅτι δέν ἐπιθυμοῦν τήν ἀνεξιθρησκεία, ἀλλά τόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τοῦ Συντάγματος, προκειμένου τό Κράτος νά ἀποκτήση θρησκευτική οὐδετερότητα, ὥστε νά μήν ἔχουν ἀπέναντί του καμμιά διαφορά ἡ “ἐπικρατοῦσα θρησκεία” καί τά ἄλλα θρησκεύματα. Ὑπάρχει ἡ πεποίθηση ὅτι τό Κράτος μπορεῖ νά εἶναι “ἴσο” ἀπέναντί σε ὅλους ὅταν εἶναι ἄθρησκο. Ἐπισημαίνουμε, ὅτι ἡ ἀνεξιθρησκεία δέν σημαίνει ἀθρησκεία. Ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ γένους Εὐγένιος Βούλγαρης στό ἔργο τοῦ “Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, ἤτοι περί ἀνοχῆς τῶν ἐτεροθρήσκων” ἐτυμολογεῖ τήν λέξη ἀνεξιθρησκεία ἀπό τίς λέξεις ἀνοχή καί θρησκεία. Εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ἀνοχῆς τῆς θρησκείας τῶν ἐτεροθρήσκων. Ὁ ἀνεξίθρησκος ἔχει θρησκεία, δέν εἶναι θρησκευτικά ἀδιάφορος, τόν θέλει μάλιστα “ζηλωτήν εὐσεβείας”. Τοῦ κοστίζει ἡ ὕπαρξη πεπλανημένων ἀπόψεων γιά τήν πίστη. Σέβεται ὅμως τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί ἀνέχεται τήν πίστη καί τίς ἀπόψεις τῶν ἄλλων.

Εἶναι φαινερό ὅτι ὁ λόγος στίς μέρες μας δέν γίνεται γιά νά περάση μέσα στά ἄρθρα τοῦ Συντάγματος ἡ ἀνεξιθρησκεία, ἀλλά τό πνεῦμα τῆς θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας, πού γέννησε ὁ εὐρωπαϊκός διαφωτισμός. Μιά ἐλεύθερη καί δημοκρατική Πολιτεία, ὅμως, δέν διαφοροποιεῖται ἀπό τήν παράδοση τοῦ λαοῦ. Δέν ἐπιβάλλεται ὡς θεσμός ἄνωθεν• πηγάζει ἀπό τόν λαό. Βασικό ἔργο τῆς εἶναι ἡ ἔκφραση καί ἡ καλλιέργεια τῆς παραδόσεως τοῦ λαοῦ, πού στή δική μας περίπτωση, στήν συντριπτική του πλειοψηφία εἶναι ζυμωμένος μέ τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτό δέν σημαίνει, βέβαια, ὅτι ἡ ἑλληνική Πολιτεία δέν πρέπει νά μεριμνᾶ ἐξίσου γιά τούς μή Ὀρθοδόξους Χριστιανούς Ἕλληνες, τούς ἑτεροδόξους, τούς ἐτεροθρήσκους ἤ τούς ἀθέους. Ἄλλωστε ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως εἶναι βασική προϋπόθεση τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καί πολιτείας.

Πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό Σύνταγμα πού ἰσχύει δέν δίνει κανένα πλεονέκτημα στήν “ἐπικρατοῦσα θρησκεία”, δηλαδή στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σέ σχέση μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες καί τά δόγματα. Ἀρκεῖ νά διαβάση κανείς τό ἄρθρο 13, γιά νά τό διαπιστώση. Ἐκεῖ θά δή ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως εἶναι ἀπαραβίαστη, κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερη καί ἡ λατρεία τῆς προστατεύεται ἀπό τούς νόμους τοῦ Κράτους. Ἐπίσης οἱ λειτουργοί ὅλων των γνωστῶν θρησκειῶν ὑπόκεινται στήν ἴδια ἐποπτεία τῆς Πολιτείας καί στίς ἴδιες ἀπέναντί της ὑποχρεώσεις, ὅπως καί οἱ λειτουργοί της “ἐπικρατούσης θρησκείας”. Πρέπει νά σημειώσουμε, βέβαια, ὅτι μπορεῖ οἱ ὑποχρεώσεις νά εἶναι ἴδιες, ὄχι ὅμως καί οἱ “ἀπολαβές”, γιατί οἱ μουφτίδες, γιά παράδειγμα, τῆς Θράκης ἔλαβαν στούς μισθούς τους καί τό κίνητρο ἀπόδοσης, ἐπίδομα πού ἡ ἑλληνική πολιτεία δέ θέλησε νά δώση στούς ἐφημερίους-λειτουργούς της “ἐπικρατούσης θρησκείας”.

Ὁ “ἐκσυγχρονισμός” φαίνεται ὅτι ταυτίζεται ἀπό ὁρισμένους διανοουμένους μέ τήν παραθεώρηση τῆς ἰδιομορφίας τοῦ γένους μας, τήν δουλική προσαρμογή στά εὐρωπαϊκά πρότυπα, τήν ἀντιμετώπιση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅπως τόν Παπισμό, τόν Προτεσταντισμό ἤ τόν Χιλιασμό, τήν παραγνώριση τοῦ ποιμαντικοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἔγινε κράτος, οὐδέποτε ἔχασε τήν βαθειά καί οὐσιαστική σχέση της μέ τόν λαό, ἔμεινε Ἐκκλησία, δηλαδή κοινότητα πιστῶν, οἱ ὁποῖοι κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τῶν “πείρα μεμυημένων” ποιμένων μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς στό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας θεσμός πού στέκεται ἀπέναντι στό Κράτος μέ τό ὁποῖο διαλέγεται, τό ὑποτάσσει ἤ ὑποτάσσεται σ’ αὐτό, ἀνάλογα μέ τήν ἰσχύ τῶν ἐπιχειρημάτων ἤ τήν δύναμη καί τίς ἱκανότητες τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν πολιτειακῶν ἡγετῶν. Οἱ ἡγέτες τῆς Πολιτείας εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολίτες τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους• οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι σπανιώτατες. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ψυχή καί ἡ ζωή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή κάθε ἐξουσίας στό ἑλληνικό Κράτος.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά χωρισθῆ ἀπό τήν Πολιτεία, γιατί δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τόν λαό της, ὁ ὁποῖος συγκροτεῖ τήν ἑλληνική Πολιτεία. Οὔτε, βέβαια, μπορεῖ νά ὑποτάσση τήν ποιμαντική της στή βούληση τοῦ κοσμικοῦ νομοθέτη• ποιμαίνει σύμφωνα μέ τίς διδασκαλίες τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, γεγονός πού σέβεται τό Σύνταγμα πού ἰσχύει.

Θά μπορούσαμε στόν τόπο μας νά μιλᾶμε γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, μόνον ἄν ἡ Ἐκκλησία στατιστικά ἔπαυε νά ἀποτελῆ τήν συντριπτική πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἤ ἄν ἀποφασιζόταν ὁ λαός νά μήν ἀποτελῆ πλέον τήν πηγή κάθε πολιτικῆς ἐξουσίας, ὁπότε ἡ Πολιτεία - χωρίς ἐνδοιασμούς καί εὐαισθησίες - θά μποροῦσε νά ἀποχωρισθῆ ἀπό τό αἴσθημα, τήν παράδοση καί τήν βούληση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2979