Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἁγία Φοίβη, 3 Σεπτεμβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἡ ἁγία Φοίβη ἔζησε στούς ἀποστολικούς χρόνους καί ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν «πρός Ρωμαίους» Ἐπιστολή του, ὅπου τήν συνιστᾶ στούς Χριστιανούς τῆς Ρώμης ὡς «ἀδελφήν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς». Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τίς Κεγχρεές, κοντά στήν Κόρινθο, γιά νά κηρύξη τό Εὐαγγέλιο, ἡ Φοίβη ἔγινε μιά ἀφοσιωμένη καί ἀκούραστη συνεργάτιδά του στό ἱεραποστολικό ἔργο, καί κυρίως στήν διακονία τῶν γυναικῶν. Ὡς διακόνισσα συμμετεῖχε στίς βαπτίσεις τῶν γυναικῶν, ἀλλά καί τούς μετέδιδε τήν θεία Κοινωνία στά σπίτια τους, ὅταν ἀσθενοῦσαν.

Ἡ Φοίβη ἀναφέρεται ὡς ἡ πρώτη διακόνισσα στήν Καινή Διαθήκη. Ἦταν μιά διακονία πού τῆς ἐμπιστεύθηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καί αὐτή ἀνταποκρίθηκε ἀπόλυτα στίς προσδοκίες του καί στήν ἐμπιστοσύνη μέ τήν ὁποία ἐκεῖνος τήν περιέβαλε. Ἔτσι, ὅταν ἔγραψε στήν Κόρινθο τήν «πρός Ρωμαίους» Ἐπιστολή του καί ἤθελε νά τήν ἀποστείλη μέ ἄνθρωπο τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης του, τήν παρέδωσε στήν Φοίβη καί ἐκείνη τήν μετέφερε στήν Ρώμη μέ ἀσφάλεια.

Μέ τά πολλά χαρίσματα πού εἶχε, φυσικά καί ἐπίκτητα, βοήθησε τόν Ἀπόστολο Παῦλο στό θεάρεστο ἔργο του μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἔνθεο ζῆλο καί αὐταπάρνηση. Ὅταν δέ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κινδύνευσε στίς Κεγχρεές ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκείνη τόν προστάτευσε διακινδυνεύοντας καί αὐτή τήν ζωή της. Τόν ἀσφάλισε ἀπόλυτα ἀπό κάθε κίνδυνο καί τότε ἐκεῖνος γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἔγραψε στήν «πρός Ρωμαίους» Ἐπιστολή του: «Συνίστημι δέ ὑμῖν Φοίβην τήν ἀδελφήν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, ἵνα αὐτήν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων καί παραστῆτε αὐτῇ ἐν ᾧ ἄν ὑμῶν χρῄζῃ πράγματι· καί γάρ αὕτη προστάτις πολλῶν ἐγεννήθη καί αὐτοῦ ἐμοῦ».

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος της καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν ὑπῆρχε στήν Ἐκκλησία ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους καί διατηρήθηκε μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα στήν Δύση, καί μέχρι καί τόν 12ο αἰώνα στήν Ἀνατολή. Οἱ Ἀπόστολοι πρῶτα χειροτόνησαν ἄνδρες διακόνους, γιά τήν διακονία τῶν Χριστιανῶν στίς «ἀγάπες», δηλαδή στά τραπέζια ὅπου οἱ πρῶτοι Χριστιανοί «εἶχαν τά πάντα κοινά» καί ἔτρωγαν ὅλοι μαζί. Καί ἐπειδή, ὅπως διαβάζουμε στό ἕκτο κεφάλαιο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», ὅταν αὐξήθηκε ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν, ὑπῆρξαν διαμαρτυρίες ἀπό τούς Ἑλληνιστές πρός τούς Ἑβραίους, ὅτι παραθεωροῦνταν οἱ χῆρες τους στήν καθημερινή διανομή τοῦ φαγητοῦ, γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶπαν στούς πιστούς ὅτι «δέν εἶναι ἀρεστόν σέ μᾶς νά ἐγκαταλείψουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά διακονοῦμε τραπέζια». Γι’ αὐτό νά ἐκλέξετε ἐσεῖς ἑπτά ἄνδρες «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου», στούς ὁποίους θά ἀναθέσουμε αὐτήν τήν διακονία. Ἔτσι, οἱ Ἀπόστολοι χειροτόνησαν ἑπτά διακόνους, πρῶτος δέ μεταξύ αὐτῶν ἦταν ὁ Πρωτομάρτυς καί Ἀρχιδιάκονος Στέφανος.

Ἀργότερα, κρίθηκε ἀναγκαία καί ἡ διακονία ἐκ μέρους τῶν γυναικῶν, «οἱ ὁποῖες θά μποροῦσαν καλύτερα ἀπό τούς ἄνδρες διακόνους νά περιποιοῦνται τίς πτωχές γυναῖκες, τούς ἀσθενεῖς καί τά παιδιά». Θεωρεῖται δέ ὡς πρώτη μαρτυρία περί τῶν διακονισσῶν τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή του, τό ὁποῖο ἀναφέρθηκε πιό πάνω, καί στό ὁποῖο «μνημονεύεται ἡ διακόνισσα Φοίβη, πού διακονοῦσε στήν Ἐκκλησία τῶν Κεγχρεῶν», καθώς ἐπίσης καί τά ὅσα ἀναφέρονται ἀπό τήν Α΄ «πρός Τιμόθεον» Ἐπιστολή του, ὅπου γράφει: «Διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μή διλόγους, μή οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας, μή αἰσχροκερδεῖς, ἔχοντας τό μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει. καί οὗτοι δέ δοκιμαζέσθωσαν πρῶτον, εἶτα διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες», καί «γυναῖκας ὡσαύτως σεμνάς, μή διαβόλους, νηφαλίους, πιστάς ἐν πᾶσι». Κατά τήν γνώμη πολλῶν ἑρμηνευτῶν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατά πᾶσαν πιθανότητα, ἀναφέρεται ἐδῶ σέ γυναῖκες «καθιερωμένες στό λειτούργημα τῶν διακονισσῶν», καί περιγράφει τό πῶς πρέπει νά ζοῦν καί νά πολιτεύονται.

Οἱ λόγοι καταργήσεως τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν δέν εἶναι σαφεῖς, μόνον ὑποθέσεις διατυπώνονται ἀπό τούς ἐρευνητές. Ὡστόσο, ὅμως, αὐτό πού εἶναι σημαντικό καί πρέπει νά προσεχθῆ ἰδιαίτερα εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἁρμόδια νά προβαίνη σέ ὁποιεσδήποτε ἀλλαγές στήν λατρεία της, ἀνάλογα μέ τίς συνθῆκες πού ἐπικρατοῦν σέ κάθε ἐποχή, καί κανείς ἄλλος.

Ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν δέν ὑφίσταται σήμερα, ὡστόσο, ὅμως, ἡ προσφορά τῶν γυναικῶν στήν Ἐκκλησία εἶναι σημαντική σέ πολλούς τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἤτοι στήν κατήχηση, τήν φιλανθρωπία, τήν διοίκηση τῶν Ἐνοριῶν. Δηλαδή, εἶναι Κατηχήτριες, μέλη τῶν «Φιλοπτώχων Ταμείων», τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων κλπ.

Δεύτερον. Στήν Παλαιά Διαθήκη, καί συγκεκριμένα στό βιβλίο πού ἐπιγράφεται «Παροιμίες Σολομῶντος», γίνεται λόγος γιά τήν ἀνδρεία γυναίκα, ὁ ὁποία, ὅπως τονίζεται χαρακτηριστικά, εἶναι δυσεύρετη καί γι’ αὐτό ἀξίζει πολλά περισσότερα ἀπό ὅ,τι ἀξίζουν οἱ πολύτιμοι λίθοι. Καί αὐτή ἡ ἀνδρεία γυναίκα εἶναι γιά τόν ἄνδρα της στεφάνι καί πλοῦτος. Γράφει ὁ σοφός Σολομών: «Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη», καί ὅτι «γυνή ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρί αὐτῆς». Δηλαδή, ὁ ἄνδρας πού ἔχει γυναίκα ἀνδρεία, ἔχει τιμή καί δόξα καί εἶναι στεφανωμένος ὅπως οἱ νικητές στό ἀθλητικό στάδιο, ἀλλά εἶναι καί πλουσιότερος ἀπό αὐτούς πού κατέχουν πολύτιμους λίθους.

Ἡ ἀνδρεία εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς πού συνδέεται μέ τό θυμικό μέρος της, καί ὅταν λειτουργῆ κατά φύσιν, βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά νικᾶ τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία, νά κυριαρχῆ στά πάθη του καί νά ὑπερβαίνη τόν φόβο τοῦ θανάτου, καί γενικά νά ζῆ σύμφωνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἀνδρεῖο φρόνημα, γι’ αὐτό καί μποροῦν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά ὑπερβαίνουν τούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς καί νά ζοῦν μέ σωφροσύνη, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ». Αὐτοί δέ κατέχουν τήν ἀνδρεία στήν αὐθεντική της μορφή, χωρίς ἔλλειψη καί χωρίς ὑπερβολή, ἐπειδή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης «ἡ ὑπερβολή τῆς ἀνδρείας εἶναι τό θράσος, ἐνῶ ἡ ἔλλειψή της εἶναι ἡ δειλία», ἡ ὁποία δειλία εἶναι ἀποτέλεσμα διαβολικῆς ἐνεργείας, ὅπως καί ἡ ταραχή πού τήν συνοδεύει. Γι’ αὐτό πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό καί νά τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς ἀπαλλάξη «ἀπό πάσης ταραχῆς καί δειλίας τῆς ἐκ τοῦ διαβόλου ἡμῖν προσγινομένης» (Μέγα Ἀπόδειπνο).

Νά ἀγωνιστοῦμε νά ἀποκτήσουμε τήν ἀνδρεία στήν αὐθεντική της μορφή, χωρίς ἔλλειψη καί χωρίς ὑπερβολή, μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, σύμφωνα καί μέ τήν προτροπή τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ: «Ἀνδρίζεσθε καί κραταιούσθω ἡ καρδία ἡμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπί Κύριον».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 423