Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης, 4 Νοεμβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης καταγόταν ἀπό τήν Ἀργυρούπολη τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1901 πού γεννήθηκε καί 1959 πού ἀπεδήμησε πρός Κύριον, κρύβεται μιά ὁλόκληρη ζωή, δοκιμασιῶν, ἀσκήσεως, ὁμολογίας, ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, θυσιαστικῆς προσφορᾶς. Ὀρφάνεψε καί ἀπό τούς δύο γονεῖς του στήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν καί τήν προστασία του ἀνέλαβε ἡ εὐλαβέστατη γιαγιά του, ἡ μητέρα τοῦ πατέρα του, γιά λίγο, ὅμως, διάστημα, τρία περίπου χρόνια, ἀφοῦ ἀνεχώρησε καί αὐτή γιά τάς αἰωνίους μονάς. Ἡ γιαγιά του αὐτή τοῦ χάρισε μιά φιλτισένια εἰκόνα τῆς Παναγίας σέ μορφή ἐπιστήθιου ἐγκολπίου, τήν ὁποία κρέμασε στό στῆθος του, καί ἡ ὁποία τοῦ ἔσωσε τήν ζωή, ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια.

Ὁ ἐπίγειος βίος του εἶναι γεμάτος ἀπό δυσκολίες, κακοπάθεια, ταλαιπωρίες, ἀλλά καί πολλές πνευματικές χαρές καί εὐλογίες. Λόγῳ τῆς σκληρῆς καί βάναυσης συμπεριφορᾶς τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ του, μετά τήν κοίμηση τῆς γιαγιᾶς του, τόν πῆρε ὁ παπποῦς του καί πῆγαν στήν Θεοδοσιούπολη τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας, ὅπου παρέμεινε γιά λίγο χρονικό διάστημα. Ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιά τόν Θεό τόν ὁδήγησε, μετά ἀπό περιπλανήσεις, στήν Τιφλίδα τῆς Γεωργίας, καί συγκεκριμένα στήν Ἱερά Μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου ἐκάρη μοναχός στίς 20 Ἰουλίου 1919 καί ἀπό Ἀθανάσιος ὀνομάσθηκε Συμεών. Κατόπιν, ὅμως, ἡ Μονή αὐτή λεηλατήθηκε ἀπό τό σοβιετικό καθεστώς καί οἱ μοναχοί, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Συμεών, ὑποβλήθηκαν σέ σκληρά καί ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, καταδικάστηκαν σέ θάνατο, ὡς «ἐχθροί τοῦ λαοῦ», καί στήθηκαν στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα. Ὁ Συμεών, ὅμως, σώθηκε, ἐπειδή ἀπό τίς τρεῖς σφαῖρες πού δέχθηκε, ἡ μία χτύπησε στό σιδερένιο περίβλημα τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, πού φοροῦσε, ἡ ἄλλη τόν λάβωσε ἐπιδερμικά στόν λαιμό καί ἡ τρίτη στά πόδια. Τόν συνέλαβαν, τόν βασάνισαν ξανά καί τόν φυλάκισαν. Ὅταν εὐδόκησε ὁ Θεός νά ἐξέλθη ἀπό τήν φυλακή περιφερόταν, μέ τά «στίγματα» τοῦ μαρτυρίου, ὡς διωκόμενος μοναχός. Ἀργότερα, στόν ἅγιο Μηνᾶ, στήν Γρούζια Σχέτα χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος καί ἔλαβε τό ὄνομα Γεώργιος. Μέ τό ὄνομα αὐτό ἔμελλε νά δοξάση τόν Θεό κατά τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Ἦλθε στήν Ἑλλάδα στίς 19 Ὀκτωβρίου 1929, καί ἀφοῦ πέρασε ἀπό διάφορα μέρη ἐγκαταστάθηκε στήν Σίψα Δράμας, ὅπου ἵδρυσε Ἱερά Μονή, ἡ ὁποία σήμερα εἶναι γυναικεία, καί στήν ὁποία βρίσκεται ὁ τάφος του καί τά χαριτόβρυτα λείψανά του.
Ἀγάπησε θυσιαστικά τούς ἀνθρώπους καί ὑπῆρξε γι’ αὐτούς, ἰδιαιτέρως δέ γιά τούς «θλιβομένους καί καταπονουμένους», τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς» τοῦ Χριστοῦ, ἀληθινή παρηγοριά, βακτηρία καί στήριγμα, καί μάλιστα σέ καιρούς δύσκολους.

Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι ἦταν ἄριστος λειτουργός, καί ἐνῶ λειτουργοῦσε μόνος του, ἔλεγε ὅτι «σπάνια λειτουργῶ μόνος μου», ἐπειδή μέ τό νοερό ὄμμα τῆς ψυχῆς του, ἤτοι μέ τόν φωτισμένο νοῦ του, ἔβλεπε τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους πού συλλειτουργοῦσαν μαζί του.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὁ Τριαδικός Θεός, ἤτοι «ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια καί φροντίδα. Ἐνῶ ὅλη τήν κτίση, ἤτοι τά πουλιά, τά ζῶα, τά φυτά κλπ. τά ἔφερε «ἐκ τοῦ μή ὄντος» στήν ὕπαρξη μέ ἕναν λόγο Του, ἀφοῦ «εἶπε καί ἐγενήθησαν», «ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν», γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶπε γενηθήτω ἄνθρωπος καί νά γίνη ἄνθρωπος, ἀσφαλῶς θά μποροῦσε νά τό κάνη αὐτό, ἀλλά, ὅπως διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη, καί συγκεκριμένα στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὁ Θεός «χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς, ἐνεφύσησεν αὐτῷ ψυχήν ζῶσαν». Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό χῶμα, «τό ὁποῖο ὁ Θεός θέλησε νά γίνη σῶμα», καί ἀπό ψυχή, λογική καί νοερά. Ἐπλάσθη μέ ἰδιαίτερη φροντίδα, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Δημιουργοῦ του, ὡς «κορωνίδα τῆς δημιουργίας», καί τόν ἔθεσε «ὡς βασιλέα τῆς κτίσεως», γιά νά «ἄρχῃ τῶν κτισμάτων». Παρήκουσε, ὅμως, στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, «φθόνῳ διαβόλου ἀπατηθείς» καί «μετέσχε τῆς βρώσεως» πρίν ἀπό τόν κατάλληλο καιρό. Ἔτσι, εἰσῆλθε στήν ζωή του ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.

Μετά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, οἱ Πρωτόπλαστοι ἀπώ-λεσαν τό ἔνδυμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τό ὁποῖο ἦσαν ἐνδεδυμένοι καί ἐνδύθηκαν τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Ἔτσι, μετά παρακοή ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἡ ζωή του μετεβλήθη σέ «ταλαιπωρία, κόπο, ἱδρώτα καί πόνο». Ὅμως, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τά Πάθη Του, τόν Σταυρό, καί τήν Ἀνάστασή Του κατήργησε «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν διάβολον», «ἐπάτησε τόν θάνατο», «κατέκρινε τήν ἁμαρτία ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ», καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά νικᾶ τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία, νά ὑπερβαίνη τόν θάνατο καί νά ζῆ αἰώνια μέσα στήν δόξα Του.

Ἑπομένως, ἡ ἐκδημία τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα γιά ὅλους ἐκείνους πού ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά «μετάστασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα καί ἀνάπαυσις καί χαρά». Ἡ δέ παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς δίδεται ἀπό τόν Θεό, γιά νά ὁδηγηθῆ ὁ ἄνθρωπος στήν μετάνοια, καί στήν συνέχεια μέ τό φωτεινό παράδειγμά του νά ὁδηγήση καί ἄλλους στήν μετάνοια καί τήν σωτηρία.

Δεύτερον. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι συλλείτουργο, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων. Κατά τόν ἅγιο Συμεών, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἡ θεία Λειτουργία πραγματοποιεῖται ταυτοχρόνως στόν οὐρανό καί στήν γῆ, «ἐπεί μία Ἐκκλησία ἄνω τε καί κάτω», καί «τοῦτο ἡ τοῦ Δεσπότου ἱερουργία ἄνω τε καί κάτω τελεῖται». Στήν θεία Λειτουργία μαζί μέ τόν Λειτουργό Ἀρχιερέα ἤ Ἱερέα συλλειτουργοῦν ἄγγελοι, «συμμετέχει δέ καί ὁ χορός τῶν ἁγίων». Οἱ ἅγιοι, μέ τόν φωτισμένο ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νοῦ τους, βλέπουν τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους πού συλλειτουργοῦν μαζί τους. Ἐπίσης, ὅπως τονίζει, στήν θεία Λειτουργία «εἶναι παρόντες καί οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας, γιά τούς ὁποίους προσευχόμαστε καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή, ἀλλά καί μετά τό «Ἐξαιρέτως», προξενεῖ στήν ψυχή τους μεγάλη ὠφέλεια, ἀλλά καί φανερώνει τήν κοινωνία ζώντων καί κεκοιμημένων.

Ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἡ ὑπομονή στίς δυσκολίες, τίς ἀντιξοότητες καί τούς πειρασμούς τῆς ζωῆς καί ἡ μετοχή τοῦ πιστοῦ, μέ τίς κατάλληλες προϋποθέσεις, στήν θεία Εὐχαριστία γίνεται σέ αὐτόν πρόξενος ζωῆς, «αἰωνίου καί θείας».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 274