Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀντοχή στήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὑπάρχουν ὁρισμένες ἐκφράσεις σέ κείμενα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης πού χρειάζονται ἰδιαίτερη προσοχή στήν μελέτη τους. Ἡ πρόχειρη ἀνάγνωσή τους, χωρίς νά παίρνουμε καθοδήγηση ἀπό τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς ὁδηγήση σέ πλάνες πού βάζουν φραγμό στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, πού ἀκυρώνουν τήν προοπτική τῆς θεραπείας καί τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμοῦ μας. Σέ ὁρισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις δέν μᾶς δίνουν μόνον λανθασμένες πληροφορίες γιά τό πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός, οἱ ὁποῖες εἶναι στόν ἀντίποδα τῆς διδασκαλίας τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά ἀποτελοῦν καί ὕβρεις γιά τήν ἀγαθότητα, ἀγάπη, σοφία καί παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.

Θά δοῦμε αὐτό τό πνευματικό φαινόμενο σέ δύο περιπτώσεις. Ἡ μία ἀφορᾶ χρήση ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό ἑνός λόγου τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα καί ἡ ἄλλη κάποιες διατυπώσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του.

Ὁ πυρήνας τοῦ φαινομένου πού μελετᾶμε εἶναι ὅτι μπερδεύουμε τίς συνέπειες τῆς ἀποστασίας μας μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τίς ὀδυνηρές συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν μας τίς ἀποδίδουμε σέ «θυμό» τοῦ Θεοῦ. Ἀποδίδουμε στόν Θεό ἀνθρώπινα πάθη, κάποιοι μάλιστα τόν θεωροῦν «ἐκδικητικό»· ὄχι μόνον βλέποντας τά δεινά τῆς δικῆς τους ἀποστασίας, ἀλλά ἀπειλώντας μέ τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ὅλους ἀσεβεῖς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἐπισημαίνει: «Τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν πᾶν τό ὑφ’ ἡμῶν γινόμενον ἁμαρτία ἐστί». Ὅταν ὁ Θεός δέν ἐνεργῆ μέσα μας, ὅ,τι κάνουμε εἶναι ἁμαρτία. Φοβερός λόγος, πού ἐπιδέχεται πολλή καί πολλαπλῆ ἀνάλυση. Τόν ἀναφέρουμε ἐδῶ γιά νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν συμβιώνει μέσα στήν ψυχή μας μέ τήν ἁμαρτία. Ὅταν ἐπιλέγουμε ἐν ἐπιγνώσει, καί ὄχι ἐκ συναρπαγῆς, τήν ἁμαρτία, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐγκαταλείπει. Δέν ἀντιδικεῖ μαζί μας. Δέν μᾶς ἐπιβάλλεται χωρίς τήν θέλησή μας.

Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τίς περιπτώσεις πού προαναφέραμε, ξεκινώντας ἀπό τήν παραβολή τοῦ σπορέως, ὅπως μᾶς τήν περιγράφουν οἱ συνοπτικοί Εὐαγγελιστές Λουκᾶς, Μάρκος καί Ματθαῖος. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Χριστός εἶπε τήν παραβολή, οἱ μαθητές Του τόν ρώτησαν, ποιά εἶναι ἡ σημασία της, ποιό εἶναι τό νόημά της.

Στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός ἀπαντᾶ: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν» (8, 9-10). Τό «ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν» εἶναι ἀποσπασμένο ἀπό τόν Προφήτη Ἡσαΐα.

Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος γιά τό ἴδιο γεγονός γράφει: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται, ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα» (4,11-12). Προσθέτει ἀπό τόν Προφήτη Ἡσαΐα τό «μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα». Ἡ πρόχειρη ἀντίδραση τοῦ ἀναγνώστη εἶναι τό ἐρώτημα: ὁ Χριστός σέ «ἐκείνους» τούς «λοιπούς» δέν δίδασκε καθαρά τόν λόγο Του, ἀλλά μέ παραβολές, γιά νά μήν ἐπιστρέψουν, δηλαδή νά μή μετανοήσουν καί «ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα»; Ὁ Θεός δέν θέλει τήν μετάνοιά τους; Δέν θέλει τήν σωτηρία τους; Οἱ Εὐαγγελιστές, ὅμως, γράφουν ἀπευθυνόμενοι σέ ἀνθρώπους πού γνώριζαν ἀκέραιο τόν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα, ὁπότε τούς ἦταν σαφές τό νόημά του, πού εἶναι τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού πρόχειρα κατανοεῖ κανείς. Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐπισημαίνει: «Θέλεις γνῶναι ὅτι ὁ Θεός πάντας ἐπoίησε βλέπειν τό δέον; Ἄκουε: Ἵνα βλέποντες· τοῦτο τοῦ Θεοῦ· μή βλέπωσι· τοῦτο τῆς κακίας αὐτῶν. Ὁ μέν Θεός βλέποντας αὐτούς ἔπλασε, τουτέστι, νοοῦντας τό καλόν, αὐτοί δέ οὐ βλέπουσιν, ἑκουσίως καμμύοντες, ἵνα μή ἐπιστραφῶσι καί διορθωθῶσι» (PG 123,532).

Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος παραθέτει ὁλόκληρο τό ἀπόσπασμα ἀπό τόν Προφήτη Ἡσαΐα. Γράφει: «διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ ἀκούωσι μηδὲ συνῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ προφητεία῾Ησαΐου ἡ λέγουσα· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς» (13,13-15). Οἱ στίχοι 14 καί 15 ταυτίζονται μέ τούς στίχους 9 καί 10 τοῦ 6ου κεφαλαίου τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα. Τό παράθεμα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου κάνει σαφές τό νόημα τοῦ προφητικοῦ λόγου, ἀλλά καί τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ.

Ἄν σταθοῦμε μόνον σέ ὅσα συνοπτικά καταγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές Λουκᾶς καί Μάρκος, πολύ εὔκολα μπορεῖ νά θεωρήση κανείς τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὡς μιά τιμωρία τοῦ λαοῦ, ὡς μιά καταδίκη του στήν ἀμάθεια, στήν στέρηση τῆς πνευματικῆς γνώσεως. Τό ἀντίθετο, ὅμως, συμβαίνει. Ὁ Χριστός θέλει νά προκαλέση τό ἐνδιαφέρον τοῦ λαοῦ καί ταυτόχρονα νά τόν προφυλάξη ἀπό ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα. Θέλει νά διεγείρη τήν καλή περιέργεια τοῦ λαοῦ γιά τήν σημασία τῶν παραβολῶν Του. Χωρίς ἐνδιαφέρον γιά τό νόημα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς δίψα γιά τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος, ἄν ἀκούση κανείς καθαρό τόν λόγο γιά τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νά μήν τόν ἀξιολογήση σωστά, νά ἀδιαφορήση γι’ αὐτόν καί στήν πράξη νά τόν ἀπορρίψη. Οἱ παραβολές προφυλάσσουν τόν ἀδιάφορο λαό ἀπό αὐτό τό μέγα ἁμάρτημα τῆς ἀπόρριψης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ· «ἵνα μή πρός πλείονα κατάκρισιν αὐτῶν εἴη τό νοεῖν τό δέον, μή πραττόντων αὐτό» (Θεοφύλακτος). Ἐπίσης, ἀπό τόν λόγο τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα, πού αὐτολεξεί τόν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, εἶναι σαφές ὅτι ἐκφράζεται τό «παράπονο» τοῦ Θεοῦ γιά τόν λαό πού δέν ἐπιστρέφει σ’ Αὐτόν, προκειμένου νά τόν θεραπεύση. Ἔχουν παχυνθῆ οἱ καρδιές τους καί τά αὐτιά τους «βαρέως ἤκουσαν» καί τά μάτια τους ἔκλεισαν, δέν ἀκοῦνε καί δέν βλέπουν, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ἐπιστρέφουν στόν Θεό καί οἱ καρδιές τους νά μήν ἀποκτοῦν τήν σωτήρια γνώση, τήν ὁποία ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός νά τούς μεταδώση.

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἐντοπίζει τήν ἀσθένεια τοῦ λαοῦ καί τήν ἀδιαφορία του νά προσέλθη στόν Θεό καί νά θεραπευθῆ.

Ἄς ἔλθουμε στόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος τρεῖς φορές στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς του ἀναφέρει τήν ἔκφραση: «παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς...»· ἔκφραση πού ἐκλαμβάνεται ὡς τιμωρία τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους λάτρευσαν τά εἴδωλα, τήν κτίση «παρά τόν κτίσαντα».

Διαβάζουμε: «ἐπειδή ἀντάλλαξαν τήν δόξα τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ μέ τό ὁμοίωμα μορφῆς φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πτηνῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν. Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν...» (1, 23-24).

Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει: Ἐπειδή «μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει... Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας...» (1, 25-26).

Καί παρακάτω πάλι λέει: «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν...» (1, 28)

Παίρνω ὁρισμένα στοιχεῖα ἀπό τό Ὑπόμνημα στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ καθηγητῆ Π.Τρεμπέλα, ὁ ὁποῖος τό «Διό» (στόν στίχο 24) λέγει ὅτι «ἀναφέρεται εἰς τό δίκαιον τῆς τιμωρίας» καί μέ τό «καί» «δηλοῦται τό ἀνάλογον τῆς τιμωρίας πρός τό προηγηθέν σφάλμα».

Πῶς, ὅμως, ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τό «παρέδωκεν»; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει: «Εἴασεν [ἄφησε] οὐχί αὐτός ὠθῶν ἀλλά γυμνῶν τῆς ἑαυτοῦ βοηθείας». Ὁ Θεός ἀπέσυρε τήν χάρη Του. Δέν ὤθησε στήν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς στίς ἐπιθυμίες «τῶν καρδιῶν». Δέν ὠθεῖ κανέναν στήν ἁμαρτία. Δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν ἁμαρτία. Ὁ Γεννάδιος Κωνσταντινουπόλεως τό διασαφηνίζει: «ἡ αὐτεξούσιος τῆς διανοίας ὁρμή ἀπαιδαγωγήτως» πρός τήν ἐπιλογή τῆς κακίας κινεῖται καί γίνεται πειρασμός τῆς ψυχῆς «ἀπό τῶν ὑψηλῶν τε καί τιμίων πρός τάς ἐμπαθεῖς τῆς φύσεως κινήσεις κατασπασθείσης». Ἡ ἀπαιδαγώγητη διάνοια, ὁ «ἀδόκιμος νοῦς» γίνονται πειρασμός τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος γράφει, ὅτι «ἕκαστος... πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος» (1, 14). Καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «οἱ τήν ἐκ τοῦ λόγου φυλακήν ἀποβάλλοντες ἔκδοτοί εἰσι τοῖς βοσκηματώδεσι λογισμοῖς». Βοσκηματώδεις λογισμοί εἶναι οἱ χαμερπεῖς. Ἄν ἀποβάλουμε τήν λογική ἀπό τήν φύλαξη τῶν αἰσθήσεων καί ὅλων τῶν ἐξωτερικῶν μας κινήσεων, τότε γινόμαστε ἔκδοτοι στούς χαμερπεῖς λογισμούς.

Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τήν τάση τῆς αὐτοδικαίωσης, θέλουμε πάντοτε κάποιοι ἄλλοι νά φταῖνε γιά ὅλα τά λάθη μας. Αὐτή ἡ τάση φθάνει μέχρι μιά βλάσφημη θεολογία. Ὁ Θεός, ὅμως, δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν μας. Γιά νά μετανοήσουμε ἀληθινά, πρέπει νά ἀντέχουμε τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 821